Γραφείο Προϋπολογισμού: «Οι μεταρρυθμίσεις, θα είναι η λυδία λίθος για οποιαδήποτε τελική συμφωνία»

• Χρεοκοπία και Grexit δεν είναι αναπόφευκτο να συμβούν

• Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι τα όποια αποτελέσματα επιτυγχάνονται, δεν θα είναι μόνιμα αν η κοινωνία δεν τα αποδέχεται. Επίσης, η κοινωνία δεν θα τα αποδεχθεί όσο η πολιτική ηγεσία του τόπου δεν εκπέμπει και δεν εξηγεί ένα σαφές μήνυμα (ή όραμα) και όσο δεν υπάρχει ιδιοκτησία (ownership) των μεταρρυθμίσεων που νομοθετούνται

 
• Το μείζον διακύβευμα ήταν και παραμένουν οι βαθιές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του κράτους, των ιδιωτών και στις μεταξύ τους σχέσεις

 
Η κατάσταση της οικονομίας το πρώτο εξάμηνο του 2015 χειροτέρευσε καθώς η χώρα επανήλθε σε υφεσιακή τροχιά αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, στην καθιερωμένη τριμηνιαία έκθεσή του.

Αναλυτικά σημειώνει: «Οι αιτίες είναι πολλές: Η εκλογική διαδικασία πρώτα και, στη συνέχεια, η μη συμφωνία με τους θεσμούς (=τρόικα) επηρέασε τελικά τις επενδυτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων και, μετά από μια μικρή αναλαμπή τον Φεβρουάριο, τους καταναλωτές. Παράλληλα ο συνδυασμός της φειδωλής παροχής ρευστότητας από τον ELA (Emer-gency Liquidity Assistance) και της αυξημένης εκροής καταθέσεων που οδηγούσε σε αποθησαύριση του χρήματος επιδείνωνε ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Γεγονός είναι ότι συνεχίσθηκε το κλείσιμο επιχειρήσεων και η ανεργία άρχισε να αυξάνεται πάλι, ενώ οι διάφορες εκκρεμότητες άρχισαν να απειλούν και τον τουρισμό. Εν ολίγοις, η αβεβαιότητα αποτέλεσε τον βασικό προσδιοριστικό παράγοντα για την υφεσιακή τροχιά.

Η αποχώρηση από τις διαπραγματεύσεις, η λήξη του προγράμματος προσαρμογής (τέλος Ιουνίου 2015), η διακοπή της αποπληρωμής δανείων στο ΔΝΤ και η προκήρυξη του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου επιδείνωσαν την οικονομική κατάσταση. Πιο συγκεκριμένα, η συνακόλουθη ανασφάλεια που προκλήθηκε, οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη εκροή καταθέσεων, η οποία σε συνδυασμό με τη διακοπή ρευστότητας από τον ELA, είχαν ως αποτέλεσμα την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων (capital controls) αυξάνοντας ακόμη περισσότερο το οικονομικό κόστος στο οποίο προστέθηκε και η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Προς στιγμή, η χώρα φάνηκε να βαδίζει προς μια χαοτική χρεοκοπία. Όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός στη Βουλή (15.7.2015)2 η χώρα βρέθηκε, αντιμέτωπη με το δίλημμα ή να αποδεχθεί μια νέα συμφωνία με τους εταίρους, όπως και έγινε τελικά στις 12 Ιουλίου, ή να χρεοκοπήσει και να βρεθεί εκτός Ευρωζώνης αποκομμένη από τους μηχανισμούς αλληλεγγύης της ΕΕ.

Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ) είχε εξ αρχής υποστηρίξει (πριν και μετά από τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015) ότι έπρεπε να επιτευχθεί το ταχύτερο δυνατό συμφωνία με τους θεσμούς. Επίσης, σε προηγούμενες εκθέσεις μας είχαμε υποστηρίξει ότι ήταν απαραίτητο ένα τρίτο πρόγραμμα στήριξης, που θα εξασφάλιζε τις χρηματοδοτικές ανάγκες τις χώρας σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, στο βαθμό που δεν ήταν εφικτή η προσφυγή στις αγορές. Όπως αναφέραμε επίσης, το πρόγραμμα αυτό θα έπρεπε να συνοδευτεί και με αναδιάρθρωση του χρέους. Σειρά κειμένων που παρουσίασε διαδοχικά η ελληνική πλευρά στις διαπραγματεύσεις έδειχναν επίσης ότι οι διαφορές μεταξύ Ελλάδας και εταίρων μειώνονταν. Κατά τη γνώμη μας, μια ταχεία κατάληξη σε συμφωνία με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) πάνω σε ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων το οποίο θα αποτελεί “ιδιοκτησία” της ελληνικής πλευράς και κοινωνίας, παρά τις πολιτικές – ιδεολογικές δυσκολίες, ήταν και παραμένει σε όρους γενικής ευημερίας προτιμότερη από την παράταση της εκκρεμότητας ή και από μια ενδεχόμενη άτακτη χρεοκοπία. Είναι δηλαδή προτιμότερη ακόμα και με καθαρά οικονομικά κριτήρια.

Σημειώναμε ότι οι συσχετισμοί δύναμης ήταν εξ αρχής δυσμενείς για την Ελλάδα. H διαπραγματευτική θέση της χώρας μας δεν ενισχύθηκε με την παρατεταμένη διαπραγμάτευση, με τις τράπεζες κλειστές, την οικονομία σε ύφεση, τη δημόσια οικονομία σε ακαταστασία, την εμπιστοσύνη να έχει χαθεί (αν και όχι μόνο με ελληνική ευθύνη) και τα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης (ΑΤΜ) να αδειάζουν γρήγορα.

Δεν πρέπει όμως να αγνοήσουμε ότι το μεγάλο ερώτημα δεν έχει ακόμα απαντηθεί, αν δηλαδή συνολικά η πολιτική προσαρμογής μπορεί να ολοκληρωθεί ή πετύχει υπό την πίεση του εξωτερικού παράγοντα που λέγεται «θεσμοί». Ελπίζουμε ότι θα συμφωνηθεί ένα πρόγραμμα προσαρμογής με τον ΕΜΣ και ότι δεν θα επαναληφθεί ο πόλεμος τριβής στις συνεχείς διαβουλεύσεις πριν και μετά το νέο πρόγραμμα προσαρμογής. Όμως, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι τα όποια αποτελέσματα επιτυγχάνονται, δεν θα είναι μόνιμα αν η κοινωνία δεν τα αποδέχεται. Επίσης, η κοινωνία δεν θα τα αποδεχθεί όσο η πολιτική ηγεσία του τόπου δεν εκπέμπει και δεν εξηγεί ένα σαφές μήνυμα (ή όραμα) και όσο δεν υπάρχει ιδιοκτησία (ownership) των μεταρρυθμίσεων που νομοθετούνται. Σημαντικές, πηγές ανησυχίας για την επιτυχία, αποτελούν, η οριακή κατάσταση που βρίσκεται ο κρατικός μηχανισμός στο σύνολό του και η εξάντληση του κοινωνικού σώματος από τα συσσωρευμένα αποτελέσματα της κρίσης που έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία από το 2010.

 
Το καλό νέο: Η προκαταρκτική συμφωνία για τα επόμενα βήματα.

Η δήλωση της Συνόδου Κορυφής καθόρισε ουσιαστικά έναν οδικό χάρτη για να επιτευχθεί μέσα σε λίγες εβδομάδες μια νέα τριετής συμφωνία με χρηματοδοτική στήριξη και πρόγραμμα προσαρμογής με τον ΕΜΣ στη βάση του προβλεπόμενου «μνημονίου συνεννόησης» (Memorandum of Understanding). Περιλαμβάνει όμως προαπαιτούμενα και χρηματοδοτική κάλυψη επειγουσών αναγκών («χρηματοδοτική γέφυρα»). Στο πλαίσιο αυτό θα χορηγηθεί νέο δάνειο στην Ελλάδα (βλ. πιο κάτω) στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονται και τα ποσά που δεν αξιοποιήθηκαν του προηγούμενου (δεύτερου) προγράμματος («μνημονίου»). Επομένως είναι μια συμφωνία για το πώς θα καταλήξουμε σε συμφωνία εντός αφόρητα στενών προθεσμιών. Και ασκεί μεγάλη πίεση στο πολιτικό μας σύστημα. Μέχρι να φθάσουμε στο νέο «μνημόνιο συνεννόησης» οι διαπραγματεύσεις θα είναι σκληρές γιατί μετά τα προαπαιτούμενα, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να συνεργασθεί με τα τεχνικά κλιμάκια των θεσμών για να συγκεκριμενοποιήσει προτάσεις (μαζί με ένα ξεκάθαρο χρονοδιάγραμμα για νομοθέτηση και υλοποίηση) σε πολύπλοκα θέματα όπως το ασφαλιστικό και οι εργασιακές σχέσεις. Σε όλα αυτά υπάρχουν περιθώρια ερμηνείας της Δήλωσης της Συνόδου Κορυφής. Οι τελικές επιλογές θα αποτυπωθούν στο νέο μνημόνιο συνεννόησης με τον ΕΜΣ και το ΔΝΤ.

Μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής, η ελληνική κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα αξιοπιστίας στο εξωτερικό. Μετά τη συμφωνία και την έναρξη διαδικασιών εφαρμογής της, έχει να αντιμετωπίσει και ένα πρόβλημα αξιοπιστίας στο εσωτερικό της χώρας, αφού το προηγούμενο διάστημα συντηρούσε ανεδαφικές, όπως αποδείχθηκε με βάση το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, προσδοκίες, που εκδηλώθηκαν εκκωφαντικά στο 62% ΟΧΙ του δημοψηφίσματος. Αυτό το εσωτερικό πρόβλημα αξιοπιστίας μπορεί να έχει πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις, παρά το γεγονός ότι η απόφαση του πρωθυπουργού να καταλήξει σε συμφωνία αποτελεί πράξη ευθύνης – λαμβάνοντας ως δάνειο τον όρο από τον Max Weber. Αντίστοιχα, πράξη ευθύνης αποτελεί και η στήριξη που παρείχαν κόμματα της αντιπολίτευσης.

Το προσύμφωνο της 12ης Ιουλίου χαρακτηρίζεται από μια προφανή εγγενή ασυμμετρία: Τα φορολογικά και άλλα μέτρα έχουν υφεσιακό χαρακτήρα. Αντίθετα, οι μεταρρυθμίσεις, που θα εξουδετέρωναν αυτές τις επιπτώσεις, αποδίδουν μόνο σε βάθος χρόνου και μάλιστα υπό τον όρο ότι θα έχουμε πολιτική και κοινωνική σταθερότητα. Συναφώς, εκκρεμούν αλλαγές στο μέγεθος και τις δομές του κράτους (π.χ. κατάργηση οργανισμών και ολόκληρων τμημάτων που δεν έχουν σήμερα λόγο ύπαρξης) καθώς και αλλαγές στο πλαίσιο λειτουργίας του ιδιωτικού τομέα και συναφώς της σχέσης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα. Επίσης, όπως επισημαίνει και ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης Λέανδρος Ρακιντζής στην πρόσφατη ετήσια έκθεσή του, πρέπει να καθιερωθούν οι κατάλληλοι μηχανισμοί που θα επιτάχυναν τους σχετικούς ελέγχους, να εξαλειφθεί η διακριτική ευχέρεια πολιτικών προϊσταμένων να παρεμβαίνουν με την επίκληση της λεγόμενης «πολιτικής βούλησης», να γίνεται ουσιαστική αξιολόγηση των δημοσίων φορέων και του ανθρώπινου δυναμικού τους κλπ.  Όλα αυτά απαιτούν χρόνο και προσωπικό. Τέλος, η συμμετοχή στο πρόγραμμα Juncker για την ανάπτυξη θέλει χρόνο για να οργανωθεί και να αποδώσει. Εξαρτάται μάλιστα εν πολλοίς από τον ίδιο τον ιδιωτικό τομέα και την πλευρική στήριξη της Πολιτείας.

Όμως, παρά ταύτα, η προκαταρκτική συμφωνία θα πρέπει να κριθεί στο σύνολό της, όπως τονίζει και ο υπουργός οικονομικών Ε. Τσακαλώτος.

Στο πλαίσιο Ι, στο τέλος της ενότητας αυτής, παραθέτουμε τα κύρια σημεία της Δήλωσης- Συμφωνίας.

Κρίσιμες για την επιτυχία της νέας συμφωνίας, θα είναι οι μεταρρυθμίσεις. Η μεταρρυθμιστική διαδικασία θα συνεχισθεί όταν, μετά τα προαπαιτούμενα, αρχίσει η συγκεκριμενοποίησή τους που θα επιτρέψει τη διαπραγμάτευση ενός νέου «μνημονίου κατανόησης» (Memorandum of Understanding, MoU) με τους θεσμούς στο πλαίσιο του ΕΜΣ. Ο δρόμος είναι μακρύς. Το μείζον διακύβευμα ήταν και παραμένουν οι βαθιές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του κράτους, των ιδιωτών και στις μεταξύ τους σχέσεις, τα οποία εν συνόλω καθορίζουν την οικονομία.

Επιπλέον, τονίζουμε τα εξής:

-Με τη συμφωνία της 12ης Ιουλίου στη Σύνοδο Κορυφής η Ελλάδα απέφυγε απότομη χρεοκοπία με χαοτικά και απρόβλεπτα αποτελέσματα που θα είχαν ανυπολόγιστες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις και ενδεχόμενη έξοδο από την Ευρωζώνη. Μια πρώτη ιδέα για το τι θα συμβεί αν δεν εφαρμοσθεί η συμφωνία της 12ης Ιουλίου μας έδωσαν οι εξελίξεις μετά την εισαγωγή των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls) και την προκήρυξη του δημοψηφίσματος. Αν μάλιστα καταλήξουμε σε επιστροφή στη δραχμή, η χώρα κινδυνεύει να εμπλακεί σε ένα φαύλο κύκλο υποτιμήσεων και πληθωρισμού.

Το ΔΝΤ έχει υπολογίσει ότι η υποτίμηση έναντι του Ευρώ θα ήταν 50%, πράγμα που θα σήμαινε δραστική μείωση της αξίας των καταθέσεων και άλλων αποταμιεύσεων, οι τιμές των εισαγόμενων προϊόντων θα αυξάνονταν και θα ωθούσαν τον πληθωρισμό στο 35% και το ΑΕΠ θα μειωνόταν κατά 8%. Συνοπτικά, η τελική συμφωνία με τους θεσμούς, που πλέον διαφαίνεται στον ορίζοντα, είναι σημαντική για να αποφύγουμε τα χειρότερα βραχυχρόνια και να μην εισέλθουμε σε ένα αβέβαιο τοπίο μακροχρόνια.

-Τα μέτρα, ως σύνολο, αντέχουν στην οικονομική κριτική καθώς δεν περιορίζονται σε αυξήσεις φόρων. Επομένως ο συμβιβασμός, μπορεί να καταστεί οικονομικά βιώσιμος, δεδομένου κιόλας ότι περιέχει μια σημαντική αναπτυξιακή πτυχή (ορισμένες κρίσιμες μεταρρυθμίσεις + χρηματοδοτήσεις) και μπορεί να μειώσει γρήγορα την αβεβαιότητα. Ο φόβος ότι θα αποτύχει ή ότι «έχει ήδη αποτύχει» ελέγχεται ως προς τη δυνατότητά του να συμπεριλάβει όλες τις πτυχές ή ως προς την ορθότητά του. Ειδικά τα στοιχεία της συμφωνίας που αφορούν σε χρηματοδοτήσεις, βοήθεια και επενδύσεις είναι κρίσιμα για να εξουδετερωθούν (αν όχι το 2015, το 2016) οι υφεσιακές επιπτώσεις των νέων μέτρων. Η συμφωνία θα ανοίξει τον δρόμο για ομαλή εφαρμογή του ΕΣΠΑ και εν μέρει πρόσθετες χρηματοδοτήσεις μέσω του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ («πρόγραμμα Draghi»)11 και εφόσον η Ελλάδα αρχίσει να βγαίνει στις αγορές. Στο ζήτημα του χρέους αναφερόμαστε πιο κάτω.

-Το επιχείρημα ότι μετά την έξοδο από την Ευρωζώνη και ένα αρχικό «σοκ» η οικονομία θα ανέκαμπτε γρήγορα κυρίως γιατί η υποτίμηση θα βελτίωνε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας είναι έωλο γιατί, ανάμεσα σε άλλα, παραγνωρίζει ότι (α) με την έξοδο από την Ευρωζώνη θα έκλεινε η στρόφιγγα των εξωτερικών πόρων, (β) η επιστροφή στη δραχμή θα οδηγούσε κατά πάσα πιθανότητα στον φαύλο κύκλο υποτιμήσεων και πληθωρισμού και εν τέλει σε μια ακόμα σκληρότερη λιτότητα (γ) δεν εξαλείφει τις διαρθρωτικές υστερήσεις της χώρας και (δ) σε τέτοιες διεργασίες πληρώνουν τον λογαριασμό οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες! Όλα αυτά χωρίς να υπολογίσουμε τις χαοτικές καταστάσεις που θα προκαλούσε μεταβατικά η παντελής έλλειψη προετοιμασίας για την έξοδο από την Ευρωζώνη, για την οποία φαίνεται ότι έγιναν απλώς ασκήσεις επί χάρτου.
Είναι γενικά παραπλανητικό, μολονότι δεν παραβλέπουμε κάποιες αναλογίες, να συγκρίνεται η Δήλωση της Συνόδου Κορυφής με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών η οποία τότε επέβαλε στη Γερμανία τεράστιες αποζημιώσεις για τις καταστροφές που προκάλεσε στους γείτονες, ενώ η Σύνοδος Κορυφής προβλέπει αντίθετα την αποκατάσταση της ομαλής ροής δανείων και δωρεάν βοήθειας στην Ελλάδα.

Ο χαρακτηρισμός της Δήλωσης της Συνόδου Κορυφής ως «πραξικόπημα» είναι, κατά την άποψή μας, παραπλανητικός και δεν διευκολύνει τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης, καθώς εμποδίζει την ορθολογική συζήτηση για συγκεκριμένα μέτρα και μεταρρυθμίσεις, όπως είναι ο νέος κώδικας πολιτικής δικονομίας και η ένταξη της χώρας στο ενιαίο ευρωπαϊκό πλαίσιο για την εξυγίανση των τραπεζών. Η Δήλωση εκείνη έχει υπογραφεί από την ελληνική κυβέρνηση μετά από προηγούμενη εξουσιοδότηση της Βουλής για διαπραγμάτευση με μεγάλη πλειοψηφία, και κυρώθηκε από τη Βουλή με νόμο! Η Βουλή ψήφισε επίσης τους νόμους με τα προαπαιτούμενα και θα ψηφίσει την τελική συμφωνία (δανειακή σύμβαση και μνημόνιο) με τον ΕΜΣ. Εκτός τούτου, υπήρχε εναλλακτική επιλογή η οποία θα οδηγούσε σε παράταση του αδιεξόδου στις διαπραγματεύσεις, με πιθανές εκβάσεις την άτακτη χρεοκοπία και την έξοδο από την Ευρωζώνη, την οποία κυβέρνηση και πλειοψηφία στη Βουλή και – όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις – η κοινή γνώμη απέρριπταν.

Από θεσμική άποψη η συμφωνία της 12ης Ιουλίου ισοδυναμεί με «μερική αλλαγή καθεστώτος», με την έννοια ότι θα εξαλειφθούν οι παθογένειες του σημερινού προτύπου θεσμικής οργάνωσης της οικονομίας το οποίο αποτυγχάνει τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές έπρεπε να είχαν γίνει από καιρό (με ή χωρίς μνημόνια, π.χ. νέος κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ασφαλιστικό, τριγωνικές συναλλαγές, φορολογικό σύστημα, μηχανισμοί είσπραξης και ελέγχου φόρων και εισφορών, φορολόγηση πλούτου ala Bofinger, περιουσιολόγιο, καθεστώς προμηθειών και διαγωνισμών στο δημόσιο με έλεγχο ποιότητας, οργάνωση κοινωνικής οικονομίας ). Αν τώρα πραγματοποιηθούν με συνέπεια, έστω υπό τις παρούσες δυσμενείς συνθήκες, τότε οι εσωτερικές δομές τη χώρας σε Δημόσια Διοίκηση, Δικαιοσύνη, φορολογικούς θεσμούς, ρυθμιστικό σύστημα των αγορών κλπ. θα προσαρμοσθούν στα δεδομένα της ΕΕ και θα επιτρέψουν την επιστροφή σε διατηρήσιμη (δηλαδή όχι πρόσκαιρη) ανάπτυξη, σε συνδυασμό βεβαίως με την περαιτέρω ροή εξωτερικών πόρων για την ανάπτυξη. Άλλως, το βάρος θα πέσει πάλι στη μείωση των μισθών που επιδρά δυσμενώς στις μακροπρόθεσμες προοπτικές. Κατά τη γνώμη μας, η ελληνική οικονομία και κοινωνία έχει ανεκμετάλλευτες αναπτυξιακές δυνατότητες που θα αξιοποιηθούν μετά από μια (επώδυνη πάντως) διαδικασία προσαρμογής σε συνδυασμό με στοιχεία κοινωνικής δικαιοσύνης.

Σε βραχυχρόνια οπτική αναμένουμε, υιοθετώντας τη συμβατική οικονομική προσέγγιση, ότι, με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης (στο βαθμό που θα επιτευχθεί γοργά) και την επιταχυμένη εισροή πόρων της Ένωσης, θα συγκρατηθεί η πτώση του ΑΕΠ εφέτος και πολύ περισσότερο το 2016 γιατί, απλά, και η καταναλωτική ζήτηση θα σταθεροποιηθεί και μέρος τουλάχιστον των αποταμιεύσεων θα επιστρέψει στις τράπεζες. Βέβαια η αισιόδοξη αυτή προοπτική δεν θα επιβεβαιώνεται όσο διαρκούν οι διαπραγματεύσεις με το ΔΝΤ, και η συνακόλουθη ελληνική και διεθνής πολιτική αναταραχή που συνοδεύει αυτήν την διαπραγμάτευση. Η επενδυτική δραστηριότητα, διστακτικά έστω, θα αναθερμανθεί όχι μόνο λόγω ζήτησης, αλλά και λόγω των ιδιωτικοποιήσεων (κατά το βαθμό που θα συνοδεύονται από επενδύσεις) και άλλων μεταρρυθμίσεων που θα μειώσουν τη σημερινή αβεβαιότητα. Οι κίνδυνοι δεν είναι εγγενώς οικονομικοί, αλλά πολιτικοί. Το κύριο πρόβλημα επικεντρώνεται στο γεγονός ότι η Ευρώπη δρώντας ως παίκτης που αποστρέφεται ισχυρά τον “ηθικό κίνδυνο”, ενισχύει τον “πολιτικό κίνδυνο. Το ερώτημα είναι, με άλλα λόγια, αν θα αντέξει η πολιτική.

Ήδη πάντως, μετά την ψήφιση των προαπαιτούμενων:

-η ΕΚΤ αύξησε την στήριξη των τραπεζών μέσω του ELA κατά € 900 εκ. δύο φορές με σκοπό τη σταδιακή εξομάλυνση της τραπεζικής κατάστασης, ενώ

-το Eurogroup ενέκρινε στις 17 Ιουλίου μια ενδιάμεση χρηματοδότηση της χώρας ύψους €7 δισ. από τον ΕΜΣ προκειμένου να εκπληρώσει η Ελλάδα άμεσες υποχρεώσεις κυρίως προς ΔΝΤ και ΕΚΤ. Με τον τρόπο αυτό η χώρα απέφυγε την χρεοκοπία. Επίσης προς συζήτηση είναι πρόσθετη ενδιάμεση χρηματοδότηση.

-Ταυτόχρονα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε μέτρα για την επιτάχυνση και διευκόλυνση της εισροής πόρων από τα Ταμεία της ΕΕ.

 
Ακολουθούν οι αναγκαίες πληροφορίες και εξηγήσεις.

 Οικονομική και δημοσιονομική εξέλιξη, δεύτερο τρίμηνο και πρώτο εξάμηνο 2015.

  1. Οικονομική κατάσταση του πρώτου εξαμήνου 2015.

Η κατάσταση της οικονομίας το πρώτο εξάμηνο του 2015 χειροτέρευσε καθώς η χώρα επανήλθε σε υφεσιακή τροχιά. Η πτώση του ΑΕΠ επιταχύνθηκε στα τέλη Ιουνίου για τους λόγους που αναφέραμε. Το αποτέλεσμα είναι ότι προβλέπεται ύφεση από -2% έως -4% για ολόκληρο το 2015 και από -0,5 έως -1,75% το 2016.17 Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Απρίλιο 2015 οι προ-βλέψεις για αύξηση του ΑΕΠ κατά μόλις 0,5% το 2015 ήταν «καλύτερες». Η γρήγορη χειροτέρευση των τελευταίων μηνών πρέπει να αποδοθεί στις επιλογές πολιτικής. Επίσης, σημειώνουμε ότι το 2014 είχε επιτευχθεί ένας μικρός μεν ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ, ο ο-ποίος όμως υποδήλωνε ότι η οικονομία ανέκαμπτε και οι προβλέψεις για το 2015 ήταν αισιόδοξες καθώς υπέδειχναν ότι θα επιτυγχανόταν ισχυρότερος ρυθμός μεγέθυνσης (+2,5%).18 Σε απόλυτους αριθμούς οι απώλειες του ΑΕΠ θα ανέλθουν το 2015 από € 4 έως € 10 δισ. ανάλογα με το ποσοστό ύφεσης (-2 έως-4%). Μεγάλες ήταν μάλιστα οι απώλειες μετά τους ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων.

Η αναγγελία του δημοψηφίσματος, το κλείσιμο των τραπεζών και οι κεφαλαιακοί έλεγχοι είχαν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία:

-Δυσκόλεψαν την απορρόφηση των Ευρωπαϊκών πόρων του ΕΣΠΑ και επομένως τη λειτουργία επιχειρήσεων που επιδοτούν δράσεις τους μέσω κοινοτικών προγραμμάτων.

Επιδείνωσαν τα αλληλοτροφοδοτούμενα προβλήματα τραπεζών, ιδιωτικού τομέα και κράτους.

-Επιδείνωσαν τα δημοσιονομικά προβλήματα λόγω των υφεσιακών επιπτώσεών τους.

Μια ακόμα δυσδιάκριτη πτυχή είναι σημαντικότερη: Οι συνθήκες λειτουργίας των νεοφυών επιχειρήσεων (start – ups) χειροτέρεψαν δραματικά λόγω των τραπεζικών δυσλειτουργιών. Ο κίνδυνος είναι οι επιχειρήσεις αυτές να φύγουν ή να κλείσουν και να ανακοπεί έτσι η πολλά υποσχόμενη δραστηριότητά τους. Απειλείται δηλαδή ένα από τα δυναμικότερα τμήματα της παραγωγικής μηχανής.

Η ζημιά στην ελληνική οικονομία θα συνεχισθεί τους επόμενους μήνες. Η συμφωνία της 12.7.2015, δεν πρόκειται να αποκαταστήσει αμέσως την εμπιστοσύνη στην ελληνική πολιτική και στις τράπεζες. Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας για τη νομισματική πολιτική, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονται σε € 100 δισ. Ούτε θα καταργηθούν σύντομα οι κεφαλαιακοί έλεγχοι που δυσκολεύουν τις οικονομικές δραστηριότητες και την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην ομαλότητα. Θίγουν ιδίως όσες επιχειρήσεις εξαρτώνται από εισαγωγές και θα υπόκεινται τώρα σε γραφειοκρατικούς ελέγχους, όπως σε άλλες εποχές. Αυτοί οι έλεγχοι μπορεί, υπό ορισμένες συνθήκες, να γίνουν εργαλεία πολιτικών διακρίσεων σε βάρος επιχειρήσεων.

Δεν έχει γίνει σαφές ότι το τίμημα των καθυστερήσεων από το Φθινόπωρο 2014 μέχρι τις 12 Ιουλίου 2015 δεν περιορίζεται μόνο στις απώλειες ΑΕΠ και σε στάσιμη απασχόληση, αλλά περιλαμβάνει και τη χειροτέρευση των προοπτικών της χώρας τα επόμενα 3-5 χρόνια! Οι καθυστερήσεις τροφοδότησαν την αντίληψη στο εσωτερικό και εξωτερικό ότι η Ελλάδα είναι ένα αποτυχημένο κράτος, που δεν είναι σε θέση να εφαρμόσει διαρθρωτικές αλλαγές και θεσμικές βελτιώσεις που αποκαθιστούν την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και οδηγούν την οικονομία σε διατηρήσιμη ανάκαμψη. Σημειώστε ότι οι μεταρρυθμίσεις αποδίδουν σε βάθος χρόνου. Η Γερμανία π.χ. χρειάσθηκε 5 χρόνια προτού δει την περιβόητη Agenda 2010, που υιοθέτησε η κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων, να αποδίδει.

 

  1. Εξέλιξη και γενικός προσανατολισμός της δημοσιονομικής πολιτικής.

Η δημοσιονομική κατάσταση παρά τα διάφορα μέτρα επηρεάσθηκε αρνητικά από τη γενικότερη επιδείνωση της ύφεσης. Ειδικότερα:

(α) Το πρωτογενές πλεόνασμα εξαλείφθηκε. Μάλιστα αναμένεται να έχουμε πρωτογενές έλλειμμα, πράγμα βέβαια που επηρεάζει άμεσα τις δανειακές ανάγκες, το χρέος και τη βιωσιμότητά του. Κατά την Επιτροπή, το 2015 μπορεί να καταγραφεί τελικά ένα πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 1% ΑΕΠ.

Φυσικά, η εξέλιξη αυτή επηρέασε τα δημοσιονομικά «προαπαιτούμενα» της Συνόδου Κορυφής. Προφανώς, έπρεπε τώρα να αυξηθούν περισσότερο τα φορολογικά έσοδα για να συγκρατηθεί ή μηδενισθεί το έλλειμμα ή να μειωθούν οι κρατικές δαπάνες δραστικά. Τελικά επελέγησαν κυρίως διάφορες νέες φορολογικές επιβαρύνσεις, πράγμα που είναι προβληματικό.

(β) Εξέλιξη φορολογικών εσόδων και δαπανών.

Οι υστερήσεις σε ειδικότερες κατηγορίες φόρων και δαπανών αποτυπώνονται στο δελτίο εκτέλεσης του προϋπολογισμού που δημοσιεύει το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους . Εδώ σημειώνουμε τα εξής:

 
Οι δημόσιες δαπάνες

Αυτές συνεχώς συρρικνώνονται. Το πώς, έχει σημασία. Στην εμφάνιση μειωμένων δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισμού σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η μη αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τους προμηθευτές του, συμπεριλαμβανομένων των εκκρεμών επιστροφών φόρων. Αυτές ανήλθαν μέχρι τον Μάιο 2015 που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία στα € 5,04 δισ. παρουσιάζοντας αύξηση κατά € 1,3 δισ. ή κατά 33,3% σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2014 (€ 3,78 δισ.). Η μη αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων ο-φειλών του Δημοσίου προς τους προμηθευτές του στερεί πολύτιμους πόρους από τον ιδιωτικό τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) ο οποίος στα χρόνια της κρίσης έχει πληγεί σχεδόν ανεπανόρθωτα ενώ πλήττει και την αξιοπιστία του κράτους προς τους πολίτες του.

Από την άλλη πλευρά έτειναν να προκληθούν νέες δαπάνες, όπως έκτακτες επιχορηγήσεις (π.χ. στην ΕΒΖ) και έκτακτες «αμυντικές δαπάνες» (€ 500 εκ. για την «αναβάθμιση» αεροσκαφών).

Εξίσου ανησυχητικό -με κριτήριο την ανάπτυξη- είναι ότι μειώθηκαν οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) το πρώτο εξάμηνο του 2015 κατά € 1,05 δισ. ή κατά 47,5% έναντι της αντίστοιχης εκτίμησης όπως αποτυπώνεται στον προϋπολογισμό 2015. Πα-ρόλο που η μείωση των δαπανών του ΠΔΕ ως μείωση δαπάνης συμβάλλει στην εμφάνιση ενός πρόσκαιρου πρωτογενούς πλεονάσματος στον ΚΠ, ωστόσο αποτελεί τροχοπέδη για τη μεσομακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των πρωτογενών πλεονασμάτων διότι δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη της οικονομίας μέσω της δημιουργίας νέου κεφαλαίου, ενώ αποτελεί και αντικίνητρο για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων λόγω της συμπληρωματικότητας των ιδιωτικών και των δημοσίων επενδύσεων.

Χωριστή αναφορά πρέπει να γίνει στις πληρωμές τόκων για τα δάνεια του δημοσίου (της Γενικής Κυβέρνησης). Οι πληρωμές τόκων ανήλθαν σε € 7 δισ. το 2014 και προβλέπεται να ανέλθουν σε € 7,5 δισ. το 2015 και € 7,2 δισ. το 2016 σύμφωνα με υπολογισμούς του ΚΕΠΕ. Ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι πολύ υψηλότερες από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ενδεικτικά, για το 2015 είναι 2,46% στην Ευρωζώνη έναντι 4,20% στην Ελλάδα. Για το 2016, τα αντίστοιχα ποσοστά εκτιμώνται σε 2,40% και 3.93%.2 Στο μεταξύ η πρόβλεψη για τους τόκους ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2016 θα πρέπει να αναθεωρηθεί προς τα πάνω λόγω της ραγδαίας επιδείνωσης της οικονομικής δραστηριότητας.

 
Τα δημόσια έσοδα.

Τα δημόσια φορολογικά έσοδα βρίσκονται σε «ελεύθερη πτώση». Με δεδομένη μάλιστα την υστέρηση του πρώτου εξαμήνου που ξεπερνά τα € 2,36 δισ., είναι ορατός πλέον ο κίνδυνος διεύρυνσης της «μαύρης τρύπας» που θα επιτείνει τα προβλήματα. Τα στοιχεία από το σκέλος των φορολογικών εσόδων για το πρώτο εξάμηνο του έτους είναι κάτι περισσότερο από δραματικά, αφού κινούνται σημαντικά κάτω των στόχων του Προϋπολογισμού 2015, με δεδομένο ότι οι εκτιμήσεις για εισπράξεις € 19,74 δισ. όχι μόνο δεν επιβεβαιώνονται, αλλά, με βάση τα οριστικά στοιχεία της εκτέλεσης του προϋπολογισμού, τα φορολογικά έσοδα ανήλθαν στα € 17,4 δισ., πολύ χαμηλότερα από τα € 19 δισ. της ίδιας περιόδου του 2014.

Συναφώς και σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, τα συνολικά χρέη των ιδιωτών προς το Δημόσιο από φόρους ανέρχονταν μέχρι και τα τέλη Ιουνίου 2015 στα € 78,37 δισ. ή στο 42,39% του ΑΕΠ (η εκτίμηση για το ΑΕΠ του 2015 είναι στα € 184,87 δισ.). Από αυτό το ποσό τα € 72,48 δισ. αφορούν σε χρέη που δημιουργήθηκαν μέχρι και το Νοέμβριο του 2014 (παλαιό ληξιπρόθεσμο χρέος). Για την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουνίου του 2015 οι νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές των ιδιωτών προς το Δημόσιο (νέο χρέος) ανήλθαν σε € 5,89 δισ., ενώ για το σύνολο του 2014 αυτές ανήλθαν στα € 13,77 δισ.

Πρέπει να τονίσουμε ότι στις συζητήσεις για δαπάνες και φόρους επικράτησε η βραχυχρόνια οπτική και έτειναν να παρακαμφθούν μείζονα ζητήματα που προκύπτουν από την αστάθεια του φορολογικού συστήματος και τις μακροχρόνιες πιέσεις για δαπάνες (συντάξεις, υγεία) που σχετίζονται με τη δυσμενή δημογραφία της χώρας και την αδυναμία της να εντάξει παλαιό (άνεργους) και νέο εργατικό δυναμικό (μετανάστες) στον οικονομικό ιστό.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κρίσιμη σημασία για την επιτυχία της προσπάθειας υπέρβασης της κρίσης έχει η αξιοποίηση των κονδυλίων που προορίζονται για τη χώρα μας και προέρχονται από το ΕΣΠΑ και τις αγροτικές επιδοτήσεις. Η εμπειρία από το παρελθόν δείχνει ότι οι εκλογικές χρονιές επηρεάζουν ανασταλτικά το ρυθμό απορρόφησης των κονδυλίων.

Ως προς το ρυθμό εκτέλεσης του ΕΣΠΑ που ήδη ολοκληρώνεται, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, οι συνολικές μεταβιβάσεις πόρων από την ΕΕ στο 1ο τρίμηνο 2015 μειώθηκαν, σε σχέση με τις αντίστοιχες περιόδους του 2014 και 2013.27

Μετά το κλείσιμο των τραπεζών στις 29/6/2015, οι δυσχέρειες αξιοποίησης των κονδυλίων οξύνθηκαν καθώς αντιμετώπισαν προβλήματα οι επιχειρήσεις που επιδοτούν δράσεις τους μέσω κοινοτικών προγραμμάτων ενώ, ορισμένοι δήμοι και περιφέρειες της χώρας ανέστειλαν μικρού ή μεσαίου μεγέθους διαγωνισμούς, που θα πραγματοποιούσαν αυτή την εποχή, επιτείνοντας τη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο κατασκευαστικός και ο μελετητικός κλάδος στην Ελλάδα.

Θετικά, πάντως, κρίνεται η εξαγγελία, τον Ιούνιο, της σύστασης Κοινής Ομάδας Εργασίας με τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των Ελληνικών Αρχών για την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων για πραγματοποίηση επενδύσεων με ταυτόχρονη ενίσχυση της απόδοσης της Δημόσιας Διοίκησης στα ζητήματα αυτά στη χώρα μας. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στα «έσοδα» από τα βασικά Ταμεία της ΕΕ λόγω της προφανούς σημασίας τους για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Ο ρυθμός απορρόφησης των διαθέσιμων πόρων του ΕΣΠΑ επηρεάζεται από τον εκλογικό κύκλο. Σε έτη εκλογών σημειώνονται καθυστερήσεις.

Εκτός τούτου καθυστερήσεις προκύπτουν σήμερα από την εκκρεμότητα της τρέχουσας διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς. Πράγματι, για την περίοδο 2014-2020 έχουν προβλεφθεί προγράμματα για την Ελλάδα ύψους € 35 δισ. Όμως η εισροή των σχετικών πόρων όπως και η ολοκλήρωση του προηγούμενου ΕΣΠΑ τελούν υπό την αίρεση της συμφωνίας για ένα ευρύτερο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής με τους θεσμούς, λόγω των ισχυόντων κανόνων στην ΕΕ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 23 του Κανονισμού 1303 (ΕΕ) αριθ. 1303/17.12.2013, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει αναστολή των πληρωμών μερικώς ή εξ ολοκλήρου όταν ένα κράτος-μέλος: i) δεν έχει αναλάβει αποτελεσματική δράση ώστε να διορθώσει το υπερβολικό του έλλειμμα (παρ. 9 εδ. α) και ii) όταν ένα κράτος-μέλος δε συμμορφώνεται με το πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής του (παρ. 9 εδ. ε).

Σημειώνουμε, τέλος, ότι υπάρχει μια χρονική ασυμμετρία στην απορρόφηση κονδυλίων που μετριάζει ή αναστέλλει τις αναπτυξιακές επιπτώσεις των ΕΣΠΑ. Στα πρώτα 2-4 έτη των προγραμμάτων αυτών σημειώνεται αργή απορρόφηση των πόρων που επιταχύνεται προς το τέλος. Υπό τις συνθήκες αυτές υπάρχει ο κίνδυνος η αναπτυξιακή ώθηση που αναμένουμε από το ΕΣΠΑ 2014-2020 να είναι μικρή και να μη μπορεί να αντισταθμίσει την υφεσιακή επίπτωση των φορολογικών μέτρων.

Όμως, η σταθεροποίηση της οικονομίας ως το 2016 και η επιστροφή στην ανάπτυξη από το 2017 θα εξαρτηθεί όχι μόνον από την ταχύτητα αξιοποίησης των πόρων των ΕΣΠΑ αλλά και από άλλες δράσεις – π.χ. την ενεργό και ταχεία συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων, την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ και την εξομάλυνση των τραπεζικών συνθηκών.

 
Ιδιωτικοποιήσεις

Ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο είναι οι ιδιωτικοποιήσεις όπου συμπυκνώνονται όχι μόνο ζητήματα εσόδων, αλλά και σχέσεων κράτους και επενδυτών και ανάπτυξης. Επιβάλλουν αποσαφήνιση του ρόλου του κράτους και του ιδιωτικού τομέα. Το σπουδαιότερο είναι ότι, κατάλληλα διαμορφούμενες, οι ιδιωτικοποιήσεις μπορούν να συνδέονται με νέες επενδύσεις και έτσι να τροφοδοτούν την ανάπτυξη.

Το πρώτο εξάμηνο του 2015, οι ιδιωτικοποιήσεις περιήλθαν σε ουσιαστική στασιμότητα. Μερικές δρομολογημένες διαδικασίες ιδιωτικοποιήσεων διακόπηκαν (πρόγραμμα διαχείρισης απορριμμάτων, αξιοποίηση του «Ελληνικού») ή αναβλήθηκαν (ΟΛΠ, ΔΕΗ) καθώς η νέα κυβέρνηση επιζητούσε ή να αναθεωρήσει τους όρους παραχώρησης ή απλά δεν επιθυμούσε τη μείωση του δημοσίου τομέα. Τα έσοδα αποκρατικοποιήσεων ανήλθαν σε μόλις € 201 εκατ. το πρώτο εξάμηνο του 2015 ενώ για το σύνολο του 2014 σε μόλις € 384 εκατ. Στον προϋπολογισμό είχαν προβλεφθεί για ολόκληρο το 2015 εισπράξεις ύψους € 2,5 δισ. Τον Μάρτιο 2015 η κυβέρνηση μείωσε τις προσδοκίες σε € 1,5 δισ. για το 2015, αλλά είναι φανερό ότι όσο καθυστερεί η ολοκλήρωση ορισμένων ιδιωτικοποιήσεων (ιδιωτικοποίηση περιφερειακών αεροδρομίων, ΟΛΠ), ο στόχος καθίσταται ανέφικτος γιατί απλά δεν θα καταβληθεί η προβλεπόμενη εφάπαξ προκαταβολή. Ταυτόχρονα, οι καθυστερήσεις επιβαρύνουν το ήδη αρνητικό επιχειρηματικό κλίμα.

 
Το «χρηματοδοτικό κενό»

….…σχεδόν διπλασιάσθηκε. Με τον όρο αυτόν εννοούμε τις ανάγκες για εξωτερικό δανεισμό προκειμένου να καλυφθούν δαπάνες για τόκους και ληξιπρόθεσμες οφειλές στο εσωτερικό και εξωτερικό και να γίνει ανακεφαλαίωση των τραπεζών. Κατά το ΔΝΤ το κενό αυτό ανέρχεται την επόμενη τριετία σε € 85 δισ. Το ποσό αυξήθηκε κατά € 25 δισ. σε σχέση με πρόβλεψη του ίδιου του ΔΝΤ μερικές εβδομάδες νωρίτερα κυρίως λόγω της κατάστασης των τραπεζών, ζήτημα το οποίο πρέπει να επιλυθεί αν θέλουμε να επανέλθει οι οικονομία σε τροχιά ανάκαμψης και να σταθεροποιηθεί το τραπεζικό σύστημα.

Κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέρχεται σε € 74 δισ. ως το 2018. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει μεγαλύτερο χρηματοδοτικό κενό (σε σχέση με τις αρχικές της προβλέψεις) διότι εκτιμά ότι στο τέλος του έτους ο προϋπολογισμός θα εμφανίσει πρωτογενές έλλειμμα, δη-λαδή τα έσοδα του κράτους το 2015 θα υπολείπονται των προβλεπόμενων δαπανών για μισθούς, συντάξεις και προμήθειες. Για το λόγο αυτό επιβλήθηκαν πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα ώστε να καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό.

 
Το χρέος

Η διευθέτηση του χρέους σε βάθος χρόνου είναι αναγκαία μολονότι το 2012 μετατέθηκε η έναρξη αποπληρωμής των δανείων προς τους εταίρους στην περίοδο μετά το 2022, ενώ τα επιτόκια είναι εξαιρετικά χαμηλά (κάτω από το 3%). Το θεμελιώδες ερώτημα παραμένει αν είναι «διατηρήσιμο» ή όχι. Οι απαντήσεις διαφέρουν. Αλλά η μελλοντική διαχείριση εξαρτάται από τους ρυθμούς μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας. Έτσι επανερχόμαστε στο ε-σωτερικό μέτωπο και στο ζήτημα των μεταρρυθμίσεων ή της ποιότητας του νέου προγράμματος προσαρμογής (βλ. πιο κάτω) και την ικανότητα του κράτους να εφαρμόσει ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα με έξωθεν χρηματοδότηση.

Η κυβέρνηση ορθώς επιδίωξε λύση στο ζήτημα του χρέους. Η Σύνοδος Κορυφής αναγνώρισε ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Δήλωσε ετοιμότητα να εξετάσει πρόσθετα μέτρα (κυρίως: επιμήκυνση των περιόδων χάριτος και ωρίμανσης των δανείων), αλλά πάλι υπό τον όρο ότι εφαρμόζονται πλήρως τα συμφωνημένα μέτρα. Απέκλεισε όμως ονομαστικό κούρεμα των δανείων. Ουσιαστικά επιβεβαίωσε προηγούμενη δέσμευση των εταίρων να λύσουν το ζήτημα (Νοέμβριος 2012).

Είναι αναγκαία η λήψη σχετικών αποφάσεων; Αναμφίβολα ναι για δύο λόγους: Πρώτον, διότι θα βελτιώσει την ατμόσφαιρα γύρω από τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και δεύτερον διότι απλά το χρέος δεν είναι βιώσιμο. Ο λόγος χρέους θα ανέλθει (κατά το ΔΝΤ) σε πάνω από το 200% ΑΕΠ ως το 2022, ενώ δεν πρόκειται να κατέβει σε επίπεδα που θα το καθιστούν βιώσιμο. Το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι τα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, η απουσία μεταρρυθμίσεων και εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις, η επιστροφή της οικονομίας στην ύφεση και οι δυσμενέστερες προβλέψεις μετά τους κεφαλαιακούς ελέγχους κατέστη-σαν το χρέος οριστικά μη βιώσιμο.

 
Ο δρόμος μπροστά μας: Μεταρρυθμίσεις, (εσωτερική) εμπιστοσύνη και πολιτική σταθερότητα.

Οι μεταρρυθμίσεις συνδέονται άμεσα με αντιλήψεις για την ανάπτυξη. Σύμφωνα με τα «μνημόνια» η ανάπτυξη θα προέλθει από το άνοιγμα των αγορών, τις ιδιωτικοποιήσεις που οδηγούν σε νέες επενδύσεις και σειρά ολόκληρη μεταρρυθμίσεων: Εφαρμογή των νόμου για την επιτάχυνση της δικαιοσύνης που ήδη ψηφίσθηκε, εκλογίκευση του ρυθμιστικού συστήματος (βλ. εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ που ήδη έχει αποδεχθεί η κυβέρνηση), αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος ώστε να διασφαλισθεί η βιωσιμότητά του, αναμόρφωση των εργασιακών σχέσεων, καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς κ.α. Τις μεταρρυθμίσεις και την ανάπτυξη μπορούν να υποστηρίξουν οι βοήθειες των διαρθρωτικών ταμείων, η τεχνική βοήθεια, τα ευρωπαϊκά επενδυτικά προγράμματα.

Επισημαίνουμε ότι οι μεταρρυθμίσεις, θα είναι η λυδία λίθος για οποιαδήποτε τελική συμφωνία και μια ακόμα δοκιμασία για το αν η χώρα είναι σε θέση να εκσυγχρονίσει θεσμούς και δομές. Όμως σε συνθήκες ύφεσης, συχνά σκληραίνουν οι στάσεις των κοινωνικών ομάδων και οργανώσεων συμφερόντων που προασπίζονται το status quo ή επιχειρούν να μετακυλήσουν τα βάρη της προσαρμογής σε άλλες. Το μεταρρυθμιστικό έργο δεν θα είναι εύκολο, καθώς μάλιστα τα ερωτήματα ιδιοκτησίας, κοινωνικής αποδοχής και “ορθότητας” της δέσμης μεταρρυθμίσεων παραμένουν ανοικτά.

Η τελική συμφωνία και η εφαρμογή ενός νέου προγράμματος προσαρμογής θα εξαρτηθεί από την εμπιστοσύνη που, όπως σωστά δήλωσε η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, είναι το πιο σημαντικό «νόμισμα». Μελέτες του ΟΟΣΑ και έρευνες του Ευρωβαρόμετρου επιβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες χώρες στην Ευρώπη αναφορικά με την εμπιστοσύνη των πολιτών τόσο μεταξύ τους, όσο και απέναντι στην κυβέρνηση, τα κόμματα και τους θεσμούς. Γιατί συμβαίνει αυτό; Η απάντηση σχετίζεται με την πολιτική κουλτούρα, την ιστορία, τις πελατειακές πρακτικές και τους θεσμούς. Το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας δεν έδωσε την απαραίτητη σημασία στην οικοδόμηση ισχυρών και ανεξάρτητων θεσμών. Αυτή θα πρέπει να επιτευχθεί στο μέλλον.

Τέλος, η εμπειρική έρευνα βρίσκει ότι υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα σε οικονομική και πολιτική σταθερότητα. Η βαθιά ύφεση εντείνει την κοινωνική αναταραχή και αυτή ασκεί πιέσεις στην πολιτική μέσα από πολλούς διαύλους. Στην ευρωπαϊκή συζήτηση το ζήτημα μιας ελάχιστης εσωτερικής συναίνεσης συνδέεται προφανώς με την ανάγκη για συνέχεια στα βασικά στοιχεία της οικονομικής πολιτικής (με βελτιώσεις) τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια.

Οι επόμενοι μήνες και ίσως τα επόμενα 2-3 χρόνια θα είναι δύσκολα για την πολιτική, την κοινωνία και την οικονομία. Κατά τη γνώμη μας το έργο της προσαρμογής και της ανάκαμψης επιβάλλει ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις, που φαίνεται ότι διαμορφώνονται σε μονιμότερη βάση στο πολιτικό επίπεδο (όπως δείχνουν οι συγκλίσεις τμημάτων της κυβερνητικής πλειοψηφίας και της αντιπολίτευσης στις ψηφοφορίες για τα προαπαιτούμενα) και, οπωσδήποτε, κριτική επανεξέταση ιδεών που συνόδευσαν και πρακτικών που σημάδεψαν την πορεία προς την κρίση και εμπόδισαν την έξοδο από αυτή!»

Και να μη ξεχνάμε: «Δεν υπάρχει κακή κατάσταση που να μη μπορεί να γίνει χειρότερη».

 
Πλαίσιο Ι. Τα κύρια σημεία της Δήλωσης της Συνόδου Κορυφής

«Προαπαιτούμενα». (15 Ιουλίου και 22 Ιουλίου): Εξορθολογισμός του συστήματος ΦΠΑ και διεύρυνση της φορολογικής βάσης, άμεσα μέτρα για βελτίωση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος, διασφάλιση της πλήρους ανεξαρτησίας της ΕΛΣΤΑΤ, εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας (παραμένει ακόμα ανενεργός ο σχετικός νόμος). Θέσπιση νέου κώδικα πολιτικής δικονομίας προκειμένου να επιταχυνθεί η απονομή δικαιοσύνης, μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας για την εξυγίανση των τραπεζών.

«Χρηματοδοτική γέφυρα» ώσπου να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για ένα «μνημόνιο συνεννόησης» με τον ΕΜΣ: Ύψος € 7 δισ. Θα χρησιμοποιηθεί για να πληρώσει η Ελλάδα τις οφειλές της σε ΔΝΤ και ΕΚΤ τον Ιούλιο! Θα χρειασθούν πρόσθετα € 5 δισ. ως τα μέσα Αυγού-στου. [ Εκκρεμούν σχετικές αποφάσεις. Είναι φανερό ότι παρακολουθείται στενά η εφαρμογή των προαπαιτούμενων. Η ΕΚΤ μπορεί επίσης να συνδράμει με νέα επέκταση της έκτακτης βοήθειας ρευστότητας (ELA)μετά τις αποφάσεις της ελληνικής Βουλής για τα πρώτα προαπαιτούμενα. ].

Στη συνέχεια: Επεξεργασία ενός ξεκάθαρου χρονοδιαγράμματος για νομοθέτηση και υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία (Memorandum of Understanding) με τον ESM. Περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, μια «φιλόδοξη» μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού που θα περιλάβει και τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος και την κατάργηση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, ιδιωτικοποιήσεις (ΑΔΜΗΕ) και μεταφορά περιουσιακών στοιχείων του Κράτους ύψους € 50 δισ. σε ένα ανεξάρτητο ταμείο (θα χρησιμοποιηθούν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών κατά 50%, για την αποπληρωμή δανείων 25% και την ανάπτυξη 25%), εφαρμογή της «εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ» στον τομέα της ρύθμισης των αγορών ώστε να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός, αποπολιτικοποίηση της Δημόσιας Διοίκησης (με τα πρώτα μέτρα να υιοθετούνται ως τις 20 Ιουλίου) κ.α.

Συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες (ως το 2018). Οι θεσμοί τις υπολογίζουν κατ΄ αρχάς σε € 82-86 δισ. Στο πακέτο αυτό είναι βέβαια ενσωματωμένες οι δόσεις των προηγούμενων δανείων που δεν εκταμιεύθηκαν. Με τα δάνεια αυτά θα καλυφθούν οι υποχρεώσεις της χώρα προς το εξωτερικό, εν μέρει προς το εσωτερικό και η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών (περίπου € 25 δισ.). Οι εκταμιεύσεις θα αρχίσουν μόλις ψηφισθεί η τελική συμφωνία με τον ΕΜΣ. [ Ας σημειωθεί ότι τους τελευταίους μήνες διπλασιάσθηκαν σχεδόν οι χρηματοδοτικές ανάγκες καθώς η οικονομία περιήλθε σε ύφεση, το κράτος σταμάτησε να εξοφλεί τρέχουσες οφειλές προς τους προμηθευτές του και δημιουργήθηκαν προβλήματα στις τράπεζες με τα κόκκινα δάνεια και τους κεφαλαιακούς ελέγχους. ]

Η βιωσιμότητα του Χρέους. Η Σύνοδος Κορυφής αναγνωρίζει ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Δηλώνει ετοιμότητα να εξετάσει πρόσθετα μέτρα (κυρίως: επιμήκυνση των περιόδων χάριτος και ωρίμανσης των δανείων), αλλά πάλι υπό τον όρο ότι εφαρμόζονται πλήρως τα συμφωνημένα μέτρα. Αποκλείει όμως ονομαστικό κούρεμα των δανείων. Γεγονός είναι ότι ο λόγος χρέους θα ανέλθει σε πάνω από το 200% ΑΕΠ και ως το 2022 ακόμα και αν όλα πάνε καλά δεν πρόκειται να κατέβει σε επίπεδα που θα το καθιστούν βιώσιμο. [Το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι τα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, η απουσία μεταρρυθμίσεων και εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις, επιστροφή της οικονομίας στην ύφεση και οι δυσμενέστερες προβλέψεις μετά τους κεφαλαιακούς ελέγχους κατέστησαν το χρέος μη βιώσιμο (IMF Greece. Pre-liminary Draft Debt Sustainability Analysis, June 26 2015)].

Θεσμικά. «Εξομάλυνση» της συνεργασίας με τους θεσμούς (επιτόπια εποπτεία από τους «θεσμούς» της εφαρμογής των συμφωνιών, συνέχιση της συνεργασίας με το ΔΝΤ και μετά τον Μάρτιο του 2016 οπότε λήγει). Ουσιαστικά η «τρόικα» επιστρέφει και ο ρόλος της δεν είναι μόνο συμβουλευτικός: Η κυβέρνηση «οφείλει να διαβουλεύεται και συμφωνεί με τους θεσμούς όλα τα νομοσχέδια στους σχετικούς τομείς». Επίσης η Ελλάδα δεσμεύθηκε να ζητήσει ως τις 20 Ιουλίου τεχνική βοήθεια από τους θεσμούς και κράτη μέλη (δηλαδή ουσιαστικά μια νέα task force) ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα συντονίζει τις σχετικές δραστηριότητες.

Σχετικά Άρθρα