Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής: Χωρίς μεταρρυθμίσεις η χώρα θα εγκλωβιστεί

• «O δρόμος ως την αποκατάσταση ομαλών οικονομικών συνθηκών θα είναι μακρύς και δύσβατος»

 
Γεγονός είναι ότι το πρώτο εξάμηνο του 2015 θα καταγραφεί στην ιστορία ως μια διαδικασία πολιτικής προσαρμογής που, παρ’ όλο που βελτίωσε ορισμένους στόχους (πχ στα πρωτογενή πλεονάσματα), κόστισε στη χώρα και περιέπλεξε τα προβλήματα σημειώνει στα συμπεράσματα του, στην τριμηνιαία έκθεσή του για τη ελληνική οικονομία, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.

Παρά τις προηγούμενες απαισιόδοξες προβλέψεις, η εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού για το 2016 προβλέπει μηδενική ανάπτυξη το 2015 και -0,7% για το 20164. Πάντως, η ανεργία διατηρείται επίμονα σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα (κατά τις προβλέψεις του προϋπολογισμού 25,4% για το 2015 και το 2016). Άλλες προβλέψεις είναι δυσμενέστερες.

 
Η πολιτική προσαρμογής θα αποτύχει αν η χώρα δεν επιστρέψει σε τροχιά σταθερής ανάπτυξης.

Ο αναπτυξιακός νόμος που ετοιμάζεται μπορεί να βοηθήσει προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης, μολονότι η εμπειρία μας από τους περισσότερους αναπτυξιακούς νόμους του παρελθόντος δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική. Κατά το Υπουργείο Οικονομίας θα προβλέπει αυξημένες φοροαπαλλαγές (σε σύγκριση με τις επιχορηγήσεις που μάλλον ευνοούσαν πρακτικές υπερτιμολογήσεων) και, το σπουδαιότερο, σταθερό φορολογικό καθεστώς για μια επταετία με φορολογικό συντελεστή στο σημερινό επίπεδο (29%). Οι ιδιωτικοποιήσεις που πράγματι προχωρούν (αεροδρόμια, Αστέρας, ΟΛΠ κλπ) συμβάλλουν στην ανάκαμψη των επενδύσεων εκτός εάν η θετική επίδραση αντισταθμιστεί από άλλες αποφάσεις. Ο προϋπολογισμός του 2016 στοχεύει σε έσοδα από αποκρατικοποιήσεις € 1,802 δισ. ενώ το 2015 δεν ξεπέρασαν τα € 270 εκ.

Είναι πιθανόν, στο τέλος της πορείας και αν όλα πάνε καλά, π.χ. από το 2017, να υπάρξει σημαντική ανάκαμψη των επενδύσεων, όταν θα έχουν προχωρήσει οι υπόλοιπες αλλαγές και δημιουργηθεί ένα νέο κλίμα ευνοϊκό για την υγιή ελληνική και ξένη επιχειρηματικότητα. Ο ΣΕΒ έχει υπολογίσει ότι χρειάζεται ένα «επενδυτικό σοκ» € 100 δισ. περίπου ως το 20208 για να σταθεροποιηθεί η οικονομία, να επανέλθει σε τροχιά ανάπτυξης και να αυξήσει την απασχόληση. Ο πρόεδρος του ΣΕΒ εκτίμησε μάλιστα ότι τα €80 δισ. θα προέλθουν από τον ιδιωτικό τομέα, ενώ οι δημόσιες επενδύσεις θα χρηματοδοτηθούν κυρίως από το ΕΣΠΑ. Πάντως, όσο καιρό η χώρα δεν επιστρέφει σε ικανοποιητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης θα εντείνονται οι μάχες αναδιανομής και θα γίνεται δυσκολότερη η επίλυση προβλημάτων. Χωρίς μεταρρυθμίσεις που δημιουργούν ένα ευνοϊκό κλίμα για την υγιή επιχειρηματικότητα και δεν συσκοτίζονται από αμφίσημες δηλώσεις και αντιφατικές πρακτικές, η χώρα θα εγκλωβιστεί σε συσταλτικά μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής, που θα εντείνουν την ύφεση και θα καταλήξουμε σε ένα σπιράλ προς τα κάτω.

Την επιστροφή στην ανάπτυξη θα διευκολύνει η επαναφορά του λεγόμενου waiver, δηλαδή της κατ΄ εξαίρεση αποδοχής ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ παρά τη χαμηλή αξιολόγησή τους. Με τον τρόπο αυτό θα μειωνόταν το κόστος δανεισμού, που τώρα γίνεται μέσω της ακριβότερης ELA. Ακόμη μεγαλύτερη θετική επίπτωση θα έχει η συμμετοχή της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση αμέσως μετά την αξιολόγηση. Κατά τη γνώμη μας πάντως, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έπρεπε και σε αυτά τα ζητήματα να επιδείξουν ευκαμψία και να τα αποφασίσουν νωρίτερα. Θα βοηθούσε στην εφαρμογή των μέτρων από τα οποία εξαρτάται η πρώτη αξιολόγηση και στην υπέρβαση της αβεβαιότητας.

Αν δεν αναληφθεί αποφασιστική δράση και δεν γίνουν οι αναγκαίες επιλογές, η ίδια η πορεία της οικονομίας θα εκβιάσει λύσεις που είναι ανεπιθύμητες. Αρκεί να σκεφθούμε τι θα συμβεί στις συντάξεις αν δεν γίνει βιώσιμο το ασφαλιστικό στα αμέσως επόμενα χρόνια.

Με τον Προϋπολογισμό του 2016 συνεχίζεται η έντονα προκυκλική οικονομική πολιτική (αυξήσεις φόρων και μειώσεις δαπανών σε περιβάλλον ύφεσης) που ακολουθήθηκε όλα τα χρόνια της κρίσης δυσχεραίνοντας έτσι τις προοπτικές επίτευξης θετικών ρυθμών ανάπτυξης. Η ανάκαμψη αναμένεται για αργότερα ως αποτέλεσμα της εξομάλυνσης των οικονομικών συνθηκών στη χώρα με την περαιτέρω εφαρμογή του Μνημονίου (ιδίως των μεταρρυθμίσεων).

 
Ασφαλιστικό

Η εξέλιξη των τελευταίων ετών  δεν αφήνει αμφιβολίες ότι επιβάλλονται τολμηρές λύσεις για το ασφαλιστικό. Το μέγεθος των επιχορηγήσεων (πέρα από άλλους ανορθολογισμούς του συστήματος) δείχνει ότι το ασφαλιστικό δεν είναι το υπαρκτό πρόβλημα διαχείρισης των αποθεματικών, αλλά είναι κυρίως πρόβλημα ροών. Σημαντικότερο όμως είναι ότι η δυναμική του ασφαλιστικού συστήματος θα αυξάνει τα επόμενα χρόνια τις πιέσεις για επιχορηγήσεις και θα απειλεί τη δημοσιονομική ισορροπία (και κοινωνική συνοχή). Οι αιτίες αυτής της απαισιόδοξης προοπτικής είναι πολλές: οι σημερινοί ανορθολογισμοί του συστήματος (πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, κακή σχέση μεταξύ εισφορών και παροχών κλπ), η δυσμενής δημογραφική εξέλιξη, η σταθερά υψηλή ανεργία, η εκτεταμένη εισφοροδιαφυγή, η επέκταση των ελαστικών μορφών εργασίας και βέβαια η οικονομική στασιμότητα. Κατά πρώτη εκτίμησή μας, οι προτάσεις της κυβέρνησης για τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συνιστούν ένα πολιτικά επώδυνο (για την ίδια και την αντιπολίτευση) βήμα διόρθωσης του συστήματος. Αν εφαρμοσθούν σωστά, επιφέρουν μερικές διορθώσεις στη σημερινή κατάσταση: Αυτή η κατ’ αρχάς θετική αξιολόγηση δεν μας εμποδίζει όμως να διακρίνουμε συζητήσιμες επιλογές και πιθανές αρνητικές παρενέργειες και, κυρίως, τις αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία ορισμένων επιλογών, ούτε ότι ορισμένες ρυθμίσεις εκπέμπουν λάθος μηνύματα (π.χ. η «προσωπική διαφορά»).

Βέβαια, σε ένα πολύπλοκο σύστημα, κάθε παρέμβαση σε οποιοδήποτε σημείο μπορεί να έχει και δυσμενείς επιπτώσεις σε άλλες παραμέτρους. Για παράδειγμα, οι σημερινές συντάξεις επιτρέπουν τη στήριξη των νέων ανέργων στο πλαίσιο της οικογενειακής αλληλεγγύης.

Σε σχέση με τη γενικότερη συζήτηση που αναπτύχθηκε για το ασφαλιστικό σύστημα, σημειώνουμε πρώτον ότι η πρόταση της κυβέρνησης δεν λαμβάνει υπόψη τις δυνατότητες της ιδιωτικής ασφάλισης. Η τελευταία όμως αποτελεί στις περισσότερες δυτικές χώρες ένα είδος τρίτου πυλώνα για τον οποίο μάλιστα προβλέπονται κίνητρα. Βέβαια, την ιδιωτική ασφάλιση βαραίνουν αβεβαιότητες, για το αν οι ασφαλιστικές εταιρείες σε περιπτώσεις που περιέρχονται σε δυσκολίες (π.χ. λόγω κακών επενδύσεων) θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους έναντι των ασφαλισμένων, όμως η εξέλιξη του εποπτικού καθεστώτος της ΕΕ τις μειώνει. Επίσης, δεν ελήφθη υπόψη η πρόταση για ατομική συνταξιοδοτική μερίδα μαζί με τη βασική σύνταξη όπου ο ασφαλισμένος θα συγκεντρώνει κεφάλαιο και θα λαμβάνει ως αντάλλαγμα σύνταξη ανάλογη των εισφορών με ένα μικρό (εικονικό) τόκο. Με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται η εργασία αυξάνοντας ταυτόχρονα τα έσοδα από εισφορές.

Εκτός τούτου φαίνεται ότι παραμένουν αρκετές ακόμα στρεβλώσεις στο εσωτερικό του δημοσίου τομέα που ήταν προϊόν πελατειακών πρακτικών του παρελθόντος. Αν εξαλειφθούν πάσης φύσης πελατειακές και συντεχνιακές στρεβλώσεις και διασφαλισθεί θεσμικά ότι αποκλείονται στο μέλλον ευνοϊκές διακρίσεις υπέρ διαφόρων κοινωνικών ομάδων, τότε το σύστημα δεν θα είναι μόνο δικαιότερο, αλλά και θα συμβάλει στην εξυγίανση της πολιτικής διαδικασίας!

Η συμβατική οικονομική ανάλυση υποδείχνει ακόμα πιθανές αρνητικές παρενέργειες διαφόρων μέτρων. Για παράδειγμα, οι υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές σε μια εποχή γενικότερων αυξήσεων της φορολογίας μπορεί να επιβραδύνουν την επιστροφή στην ανάπτυξη και επομένως να δημιουργήσουν προβλήματα στο μέλλον ανατρέποντας τις προβλέψεις για ρυθμούς μεγέθυνσης στις οποίες βασίζεται η εκτίμηση της βιωσιμότητας! Επίσης, μπορεί να δημιουργήσουν περαιτέρω κίνητρα για απόκρυψη αποδοχών, να αυξήσουν τη μαύρη εργασία και εν τέλει να μην επιφέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η κυβέρνηση πρέπει να αποφασίσει αν θα υπερασπισθεί «κεκτημένα» συνταξιοδοτικά δικαιώματα σε βάρος των σημερινών απασχολούμενων (π.χ. στους εργαζόμενους με δελτίο παροχής υπηρεσιών).

Οι επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις του αρμόδιου υπουργού για «διασφάλιση των σημερινών συντάξεων» δύσκολα υποκρύπτουν τις απώλειες των σημερινών απασχολούμενων και επόμενων γενεών συνταξιούχων. Εκτός τούτου είναι αμφίβολο αν μπορούν να τηρηθούν μετά από 2-3 χρόνια!

Άλλες δυσκολίες μπορεί να προκύψουν από την ίδια την ενοποίηση των Ταμείων, που δημιουργεί ένα γιγαντιαίο Ταμείο, τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), στο πλαίσιο του οποίου βέβαια θα γίνουν πολλές άλλες αλλαγές. Η ανησυχία μας οφείλεται κυρίως στις δυσκολίες της μετάβασης, κατά τη διάρκεια της οποίας θα πρέπει να συγχωνευτούν διαφορετικοί διοικητικοί μηχανισμοί. Το διακύβευμα είναι μεγάλο καθώς το ελληνικό ιστορικό στη διοίκηση μεγάλων «φορέων» δεν είναι ενθαρρυντικό.

Δεν μπορούμε να απαντήσουμε ακόμα το ερώτημα αν η μεταρρύθμιση λύνει και σε ποιο βάθος χρόνου το ασφαλιστικό ή αν θα χρειασθεί νέα μεταρρύθμιση σε μερικά χρόνια μεταξύ άλλων και λόγω των δημογραφικών εξελίξεων δηλαδή του γεγονότος ότι η κοινωνία μας γηράσκει γρήγορα και λόγω των κινδύνων φτωχοποίησης. Η τελική αξιολόγηση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης (σημειωτέον: της μεγαλύτερης των τελευταίων δεκαετιών) θα απαιτήσει χρόνο καθώς πρέπει να υπολογισθούν οι επιπτώσεις πολλών μέτρων και να γίνουν γνωστές οι παραδοχές με βάση τις οποίες έγιναν διάφοροι υπολογισμοί. Πιθανόν το ΓΛΚ έχει αρχίσει να υπολογίζει τα πιθανά έσοδα και τις εξοικονομήσεις δαπανών που προκύπτουν από το κάθε μέτρο και από όλα μαζί συνολικά για τη βιωσιμότητα του συστήματος. Αλλά δεν υπάρχει σχετική ενημέρωση, ούτε πρόκειται για εύκολο έργο δεδομένου ότι σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να γίνουν τροποποιήσεις των προτάσεων κατά τις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς και τους κοινωνικούς εταίρους (π.χ. στις ασφαλιστικές εισφορές και στην πιθανή μείωση των επικουρικών), ενώ σε άλλες απλά δεν μπορεί να προβλεφθεί το αποτέλεσμα π.χ. από τον επανακαθορισμό των σημερινών Κατά τη γνώμη μας, όμως, προβλήματα που προκύπτουν από τη γήρανση του πληθυσμού δεν θα αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά αν η χώρα δεν επιστρέψει σε υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης και αν δεν αναληφθούν τολμηρές πρωτοβουλίες για νομιμοποίηση και ένταξη στον παραγωγικό ιστό της χώρας (και επομένως ένταξη στο ασφαλιστικό και φορολογικό σύστημα) μέρους τουλάχιστον των δεκάδων χιλιάδων μεταναστών που εισρέουν στη χώρα και θα μείνουν εδώ. Καλές πρακτικές εφαρμόζονται αλλού, π.χ. στη Γερμανία, τη Σουηδία κ.α.

 
Η φορολογική μεταρρύθμιση

Το επόμενο μεγάλο βήμα είναι η φορολογική μεταρρύθμιση. Οι προτάσεις της κυβέρνησης αναμένονται τον Μάρτιο 2016. Το Γραφείο σε προηγούμενη έκθεσή του εκτίμησε ότι έχει εξαντληθεί η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών που πληρώνουν φόρους. Σημειώνουμε ότι κατά τον ΟΟΣΑ η φορολογία στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 5,1 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ την περίοδο 2009-2014. Ήταν η μεγαλύτερη αύξηση στον χώρο του ΟΟΣΑ! Επίσης, παρά τις συνεχείς αυξήσεις φορολογικών συντελεστών από το 2010 τα φορολογικά έσοδα μειώθηκαν ως το 2015 κατά €8,1 δισ. (εξέλιξη αναμενόμενη λόγω της μεγάλης ύφεσης αλλά και λόγω της αδυναμίας περιορισμού της φοροδιαφυγής)!

Οι δυσκολίες άντλησης φορολογικών εσόδων σε συνθήκες παρατεταμένης ύφεσης και σε ένα ιδιαίτερα στρεβλωτικό περιβάλλον επιβεβαιώνονται και από τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, όπου τα συνολικά χρέη των ιδιωτών προς το Δημόσιο από φόρους ανέρχονταν μέχρι και τα τέλη Νοεμβρίου (σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία) 2015 στα € 83,6 δισ. ή στο 47,6% του ΑΕΠ, ενώ από τον Ιανουάριο μέχρι το Νοέμβριο του 2015 οι νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές αυξάνονταν κατά μέσο όρο μηνιαίως κατά € 1 δισ. Η απότομη άνοδος των ληξιπρόθεσμων οφειλών των φορολογουμένων είναι κακός οιωνός για το επόμενο διάστημα, καθώς οι υποχρεώσεις των πολιτών προς την εφορία αυξάνονται.

Η πρόκληση στο φορολογικό είναι όχι μόνο να εξαλειφθούν οι πάσης φύσης ανορθολογισμοί (εξαιρέσεις, φοροαπαλλαγές, πολυπλοκότητα κλπ) αλλά και να διευρυνθεί η φορολογική βάση με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, όπου μέχρι σήμερα οι φορολογικές αρχές δεν έχουν πετύχει πολλά πράγματα. Άλλως, θα επιβαρύνονται οι πολίτες που ήδη φορολογούνται κανονικά. Αυτό δεν είναι απλά άδικο, αλλά και αντιπαραγωγικό καθώς εξαλείφει κίνητρα και δηλητηριάζει το κοινωνικό κλίμα.

Η κυβέρνηση σχεδιάζει, εκτός άλλων, να επανεξετάσει τις πάσης φύσης φοροαπαλλαγές που ανέρχονται σε περίπου € 2,5 δισ. και την αύξηση της φορολόγησης των αγροτών, των ελευθέρων επαγγελματιών και των επιχειρηματιών. Η επέκταση της χρήσης Ηλεκτρονικών Μέσων Πληρωμής θα βοηθήσει στον περιορισμό της φοροδιαφυγής, αρκεί να παραμεριστούν τα πάσης φύσεως αντικίνητρα (πχ υπερβολικές τραπεζικές χρεώσεις).

Συναφώς, η αστάθεια της φορολογίας που πήγαζε στο παρελθόν από τη δημοσιονομική ακαταστασία ήταν (και παραμένει) το σημαντικότερο εμπόδιο για επενδύσεις. Ο αναπτυξιακός νόμος που ετοιμάζει το Υπουργείο Οικονομίας θα προβλέπει αυξημένες φοροαπαλλαγές (σε σύγκριση με τις επιχορηγήσεις που μάλλον ευνοούσαν πρακτικές υπερτιμολογήσεων) και, το σπουδαιότερο, σταθερό φορολογικό καθεστώς για μια επταετία με φορολογικό συντελεστή στο σημερινό επίπεδο (29%). Αλλά, τα μέτρα δεν θα αποδώσουν αν δεν βελτιωθεί συνολικά το επιχειρηματικό περιβάλλον (γραφειοκρατία, ευκολότερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση, ασφάλεια δικαίου, αξιόπιστοι και σταθεροί θεσμοί κ.α.)

 
Το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος

Σύμφωνα με τους επίσημους σχεδιασμούς, μετά την πρώτη αξιολόγηση (ίσως τον Απρίλιο) θα αρχίσει η διαπραγμάτευση για το δημόσιο χρέος.

Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού του 2016, το δημόσιο χρέος (Γενικής Κυβέρνησης) για το 2015 εκτιμάται στο 180,2% του ΑΕΠ (€ 316,5 δισ.), ενώ η πρόβλεψη για το 2016 είναι για χρέος στο 187,8% του ΑΕΠ (€ 327,6 δισ.). Η αύξηση του χρέους – εν μέσω μιας σφικτής δημοσιονομικής πολιτικής – προκύπτει από τις δαπάνες για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την εξυπηρέτηση υποχρεώσεων του Δημοσίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού του 2015, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης το 2015 προβλεπόταν να διαμορφωθεί στο 171,4% του ΑΕΠ25 (€ 316,9 δισ.), ενώ η εκτίμηση για το χρέος του 2014 ήταν 177,7% του ΑΕΠ (€ 318 δισ.).

Η εξυπηρέτηση χρέους τέτοιου μεγέθους βρίσκεται εκτός των δυνατοτήτων της Ελλάδας, ιδίως αν λάβουμε υπόψη την στασιμότητα του 2015 και την ύφεση του 2016. Σύμφωνα με εσωτερικό έγγραφο του ΔΝΤ (Ιούλιος 2015), το δημόσιο χρέος θα ανέλθει στο 200% του ΑΕΠ μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Όπως αναφέρεται, το ελληνικό χρέος δεν είναι διαχειρίσιμο στα επίπεδα που έχει φθάσει.

Η μείωση τουλάχιστον του κόστους εξυπηρέτησής του (με χαμηλότερα επιτόκια και παράταση των περιόδων αποπληρωμής, θα απαλλάξει τη χώρα από τον βραχνά των υποχρεώσεων του 2019 και μετά, που απειλούν σήμερα την ανάκαμψη. Η λέξη κλειδί στη δημόσια συζήτηση είναι τώρα η «εξυπηρετησιμότητα» του χρέους. Και υπάρχει ήδη δέσμευση των εταίρων για ανάλογες ελαφρύνσεις. Δεν υποτιμούμε τη σημασία τους στη σημερινή συγκυρία ούτε ότι συνεπάγονται ουσιαστικά μείωση του χρέους (σε όρους παρούσας αξίας). Κατά τη γνώμη του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους όμως αυτό το τεράστιο συσσωρευμένο χρέος θα επικρέμαται ως «δαμόκλειος σπάθη» πάνω από την ελληνική οικονομία και θα απειλεί να θολώνει τις προοπτικές της κάθε φορά που θα αντιμετωπίζει εξωτερικές διαταραχές ή άλλες δυσκολίες. Δεδομένου ότι παρόμοια προβλήματα αντιμετωπίζουν και άλλες χώρες της ΕΕ μια τολμηρή λύση σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα συνέβαλε θετικά στην ανάπτυξη παντού.

 
Μετά το Μνημόνιο

Ο γενικός στόχος όλων αυτών των διεργασιών είναι να βγει η Ελλάδα από την εποπτεία και να μη στηρίζεται πλέον στην χρηματοδοτική συνδρομή από τον ΕΜΣ και ΔΝΤ. Η Ελλάδα μέχρι σήμερα δεν κατάφερε ό,τι πέτυχαν άλλες χώρες (Ιρλανδία, Πορτογαλία, και η Κύπρος προσεχώς).

Λογικά, δεν θα χρειασθεί ένα νέο πρόγραμμα αν το τρέχον εφαρμοσθεί ικανοποιητικά (και αξιολογηθεί θετικά). Ίσως χρειασθεί στο τέλος να ανοιχθεί μια προληπτική γραμμή πίστωσης στον ΕΜΣ. Υπενθυμίζουμε όμως ότι τα κριτήρια για το άνοιγμα αυτής της πίστωσης είναι ότι το κράτος μέλος συμμορφώνεται στους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ), το χρέος του είναι βιώσιμο, προσφεύγει ήδη στις αγορές για δανεισμό, έχει πετύχει σταθερά βελτιωμένο εξωτερικό ισοζύγιο και δεν έχει προβλήματα πτώχευσης τραπεζών.

Αλλά πρέπει να σημειώσουμε ότι και τότε ακόμα, αν όλα πάνε καλά, η χώρα θα υπάγεται σε «ενισχυμένη παρακολούθηση» (enhanced post-programme surveillance). Ο λόγος είναι ότι ισχύουν οι κανόνες της Νέας Οικονομικής Διακυβέρνησης στην ΕΕ που προβλέπουν τέτοια εποπτεία όσο καιρό ένα κράτος μέλος της Ευρωζώνης δεν έχει αποπληρώσει 75% των δανείων που έχει λάβει από τους μηχανισμούς EFSF/EFSM/ESM.

O δρόμος ως την αποκατάσταση ομαλών οικονομικών συνθηκών θα είναι μακρύς και δύσβατος, θα γίνεται εντός της θεσμικής δομής της ΕΕ και δεν ωφελεί να αγνοούνται οι δυσκολίες, καταλήγει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.

Σχετικά Άρθρα