
Γραφείο Προϋπολογισμού: Το χρέος, οι αποφάσεις, το κόστος, το πλαίσιο και η δέσμη στόχων
• Οι επτά κλάδοι – κλειδιά και η μεγάλη μάχη στο μέτωπο της παραγωγής
• Το χρέος δεν είναι απλά ή μόνο ελληνική αλλά ευρωπαϊκή υπόθεση- Αποφάσεις το ταχύτερο δυνατό
• Το κόστος της μη συμφωνίας για την Ελλάδα– Το κόστος της μη συμφωνίας για την ΕΕ
• Το πλαίσιο διαπραγμάτευσης – Τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν- Η δέσμη αλληλένδετων στόχων
• Η έμφαση στο τέλος της λιτότητας υποβαθμίζει άλλες προτεραιότητες που συνδέονται με το μέλλον της χώρας καθώς απλά καλλιεργεί προσδοκίες για βραχυχρόνια εισοδηματικά και μόνο οφέλη χωρίς αλλαγές σε θεσμούς, διαδικασίες, συμπεριφορές
Η Τριμηνιαία Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, αναρτήθηκε σήμερα στην ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων. Η Έκθεση αναφέρεται στο τρίμηνο Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2014.
Η έκθεση εξετάζει την τήρηση των δημοσιονομικών στόχων της ελληνικής οικονομίας που τίθενται στα Μεσοπρόθεσμα Πλαίσια Δημοσιονομικής Στρατηγικής. Επικεντρώνεται στο τέταρτο τρίμηνο 2014. Η έκθεση συντάχθηκε με βάση το σημερινό πλαίσιο πολι-τικής όπως αυτό διαμορφώνεται από τα μνημόνια που έχει υπογράψει η κυβέρνηση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Ε.Κ.Τ.), την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Ε.Ε.) και το Διεθνές Νομι-σματικό Ταμείο (Δ.Ν.Τ.). Λαμβάνει επίσης υπόψη της όλη την τρέχουσα συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με την αναθεώρηση της οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα της Ευρωζώνης. Αναλυτικά όπως αναφέρουν οι συντάκτες της:
Το διαπραγματευτικό τοπίο μετά τις εκλογές.
«Η νέα κυβέρνηση αντιμετωπίζει πολλές εκκρεμότητες και πρέπει να συμφωνήσει με τους εταίρους για το τι είναι δυνατό και πώς θα χρηματοδοτηθεί. Βρίσκει στο τραπέζι συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα σε μια σειρά θεμάτων. Περιλαμβάνουν:
-Συμφωνία για τα προαπαιτούμενα (δημοσιονομικό κενό, μεταρρυθμίσεις) μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 2015 και αξιολόγηση του προγράμματος προσαρμογής («μνημονίου ΙΙ»), με την παράλληλη αποδέσμευση των τελευταίων δόσεων
-Συμφωνία για ένα διάδοχο εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και ανάπτυξης,
-Επιστροφή των κερδών των κεντρικών τραπεζών από τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα ύψους περίπου €2 δισ.,
-Έγκριση «προληπτικής γραμμής πίστωσης» στον ΕΜΣ,
-Ελάφρυνση της εξυπηρέτησης του χρέους (σύμφωνα με δέσμευση του Eurogroup από τον Νοέμβριο 2012!),
-Συμμετοχή στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» (δηλαδή αγοράς κρατικών ομολόγων) που η ΕΚΤ αποφάσισε στις 22.1.2015. Η συμμετοχή της Ελλάδος θα είναι δυνατή από τον Ιούλιο 2015 ( INFO 1) υπό όρους (αποπληρωμή χρέους προς ΕΚΤ, συμφωνία για πρόγραμμα προσαρμογής). Αν η χώρα συμμετάσχει στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» θα μπορέσει να εφαρμόσει κυρίως αναπτυξιακά μέτρα.
Όλα τα παραπάνω ενδέχεται να τροποποιηθούν είτε ως προς το περιεχόμενο είτε ως προς τη χρονική διάρκεια.
Η τρόικα προτάσσει τη συμφωνία για τα προαπαιτούμενα και το διάδοχο πρόγραμμα, ενώ η ελληνική πλευρά αναμένει ότι όλα τα ζητήματα αποτελούν μια δέσμη και πρέπει να διευθετηθούν μαζί. Κατά τη γνώμη μας, θα διευκόλυνε τη συνεννόηση αν το ζήτημα του χρέους από την ελληνική πλευρά εντασσόταν ως μέρος μιας συνολικής δέσμης θεμάτων διαπραγμάτευσης, γεγονός που θα ενδυνάμωνε την ευνοϊκή δυναμική που διακρίνεται.
Από την Άνοιξη 2014 οι μεταρρυθμίσεις του προγράμματος προσαρμογής («μνημονίου») γενικά πάγωσαν, πράγμα που μας προϊδέασε για τις δυσκολίες της επόμενης μέρας. Άλλες δυσκολίες για τη νέα κυβέρνηση προκύπτουν από την υστέρηση των εσόδων του κράτους που διευρύνει το «δημοσιονομικό κενό» και μειώνει τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου. Η τάση αυτή πρέπει να αναστραφεί επειγόντως. Στην περίπτωση αυτή θα τεθεί με ακόμα μεγαλύτερη οξύτητα το ζήτημα της ανακατανομής των τρεχόντων βαρών προκειμένου να διατηρηθεί η δημοσιονομική ισορροπία.
√ Αποφάσεις το ταχύτερο δυνατό
Πρώτον, οι αποφάσεις της νέας κυβέρνησης πρέπει να ληφθούν ταχύτατα προκειμένου να αναστραφεί το κλίμα που προκάλεσε η προκήρυξη εκλογών, η μη επίτευξη συμφωνίας με την Τρόικα και η απόπειρα της κυβέρνησης της ΝΔ/ΠΑΣΟΚ να προσφύγει στις αγορές τον Οκτώβριο 2014 χωρίς μια τέτοια συμφωνία. Η δυσμενής πορεία αποτυπώνεται στην αύξηση των επιτοκίων δανεισμού του δημοσίου (spreads), στην υποχώρηση των φορολογικών εσόδων, που επιβεβαίωσαν την υπόθεση του εκλογικού κύκλου, στην κατάρρευση του Χρηματιστηρίου Αθηνών, στις περιορισμένες σε σχέση με το 2012 αποσύρσεις καταθέσεων από τις τράπεζες, στις δυσκολίες των εξαγωγών (αφού οι προμηθευτές ζητούσαν προπληρωμή). Με άλλα λόγια, η νέα κυβέρνηση εκκινεί από δυσμενέστερη αφετηρία σε σύγκριση με την κατάσταση που πήγαινε να διαμορφωθεί το 2014. Από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος (αν και όχι του μεγέθους που προβλέπει το «μνημόνιο ΙΙ») δίνει στη νέα κυβέρνηση βαθμούς ελευθερίας στη διαχείριση της δημόσιας οικονομίας.
Δεύτερον, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να αποπληρώσει εντός των επόμενων δύο μηνών δάνεια (κυρίως προς το ΔΝΤ) ύψους περίπου €4 δισ. και να αναχρηματοδοτήσει έντοκα γραμμάτια ύψους περίπου €7 δισ. Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα θα προκύψει μετά τον Ιούλιο 2015 όταν η Ελλάδα θα έχει ανάγκη για €8,8 δισ. για να καλύψει τις υποχρεώσεις της έναντι της ΕΚΤ, δευτερευόντως έναντι του ΔΝΤ και τόκους. Φαίνεται αδύνατο να καλυφθούν οι σχετικές χρηματοδοτικές δαπάνες χωρίς μια συνολική συμφωνία με τους εταίρους.
Γρήγορες αποφάσεις απαιτούνται διότι εκκρεμεί το ζήτημα των ληξιπρόθεσμων δανείων το 2015 και της πληρωμής τόκων. Για το ολόκληρο το 2015:
-Οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας ανέρχονται σε €22,5 δισ. και αφορούν αποπληρωμές ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ, δόσεις προς εξόφληση δανείων από το ΔΝΤ, καταβολή τόκων κ.α.
-Από την άλλη πλευρά, αν ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, θα εκταμιευθούν οι προβλεπόμενες από την ισχύουσα δανειακή σύμβαση δόσεις από ΕΕ και ΔΝΤ ύψους €10,6 δισ. από το τρέχον πρόγραμμα. Με βάση τον υπάρχοντα Προϋπολογισμό, η διαφορά μπορεί να καλυφθεί εν μέρει με έντοκα γραμμάτια (που προκαλούν προβλήματα στην οικονομία), άλλους πόρους και με το πρωτογενές πλεόνασμα. Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε συμφωνία προκύψει πρέπει να προβλέπει τη διευθέτηση των τρεχουσών δανειακών υποχρεώσεων της χώρας.
Ένας ακόμα λόγος για τον οποίο επιβάλλεται να ληφθούν ταχύτατα αποφάσεις είναι ότι η κυβέρνηση αμέσως μετά από εκλογές έχει αυξημένη νομιμοποίηση («περίοδος μέλιτος») προς τα μέσα και προς τα έξω. Καθώς έτσι ή αλλιώς θα πρέπει να ληφθούν δύσκολες αποφάσεις, η καθυστέρησή τους πέρα από ένα λογικό όριο θα αυξάνει το κόστος τους και τις δυσκολίες εφαρμογής.
Στη διαπραγμάτευση της Ελλάδας με τους Ευρωπαίους εταίρους, η κάθε πλευρά αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μεγαλύτερες δυσκολίες διότι είναι οφειλέτρια, χρειάζεται περαιτέρω χρηματοδοτική (και τεχνική) στήριξη, έχει απωλέσει πολύτιμο χρόνο και δεν έχει επαρκή διεθνή κάλυψη (INFO 2). Πιθανή έλλειψη συμφωνίας σε σχέση με τη διευθέτηση των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας θα ισοδυναμούσε με πιστωτικό γεγονός. Από την άλλη πλευρά, η διαπραγματευτική θέση των Ευρωπαίων εταίρων είναι επίσης δύσκολη διότι παρ’ όλο που φαίνεται ότι είναι εξοπλισμένοι με θεσμούς (ΕΜΣ, νέα πολιτική ΕΚΤ κ.α.) για να αποτρέψουν επέκταση της κρίσης, εν τούτοις οι πολιτικές κυρίως επιπτώσεις μιας αρνητικής εξέλιξης είναι ανυπολόγιστες.
√ Το κόστος της μη συμφωνίας για την Ελλάδα
Η συζήτηση στην Ελλάδα θα πρέπει να επανέλθει στην ορθολογική ανάλυση των δεδομένων πέραν οποιασδήποτε κινδυνολογίας.
Ειδικότερα σημειώνουμε τα εξής: Βραχυχρόνια και με την προϋπόθεση ότι ο προϋπολογισμός εκτελείται κανονικά (έστω με κάποιες αποκλίσεις), δεν υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα πληρωμής των τόκων για τα δάνεια της χώρας. Εν τούτοις ανοιχτό μένει το ζήτημα της α-ποπληρωμής των δανείων. Η προσφυγή στις αγορές για την αναχρηματοδότηση των δανείων δεν είναι δυνατή γιατί το κόστος είναι απαγορευτικό. Ανήλθε κατά διαστήματα πάνω από το 10% για τα δεκαετή ομόλογα. Για τους τόκους και τα χρεολύσια προτείνονται διάφορες λύσεις (για το ζήτημα του χρέους βλ. πιο κάτω).
√ Μια συμφωνία για την εξυπηρέτηση του χρέους είναι δυνατή
Σε περίπτωση μη συμφωνίας, η Ελλάδα θα απωλέσει κατ’ αρχάς €7,2 δισ. των δανείων του ΔΝΤ και της Ευρωζώνης. Επίσης, η ελληνική κυβέρνηση δε θα μπορέσει να συμμετάσχει μέσω των τραπεζών στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ. Για τη συμμετοχή σε αυτό έχουν τεθεί ως κύριες προϋποθέσεις η ύπαρξη προγράμματος προσαρμογής. Ας σημειωθεί ότι το ποσό που μπορεί να αντληθεί από το Μάρτιο του 2015 έως το Σεπτέμβριο του 2016 ανέρχεται σε περίπου €30 δισ. και θα συνέβαλε στην επιδιωκόμενη ανάπτυξη αντί της λιτότητας. Τέλος, δε θα μπορεί να αξιοποιήσει το ποσό των €11,4 δισ. που έχει σήμερα το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Άλλα κόστη θα προκύψουν από την ανάγκη προσφυγής των τραπεζών στον μηχανισμό ELA (emergency liquidity assistance), πράγμα που θα πιέζει τα επιτόκια των επιχειρήσεων προς τα επάνω.
Επίσης, άμεσα προβλήματα μπορεί να δημιουργηθούν αν υπάρξει μαζική φυγή κεφαλαίων και αποταμιεύσεων από τις τράπεζες. Ακόμα και μόνο για το λόγο αυτό επιβάλλεται ένα ελάχιστο εγχώριας και διεθνούς συνεννόησης! Αν η μαζική εκροή συνδυασθεί με διακοπή της φθηνής χρηματοδότησης των τραπεζών από την ΕΚΤ, πράγμα όμως που δε θεωρούμε πιθανό παρά τη σαφή θέση της ΕΚΤ, θα δημιουργηθούν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας των τραπεζών και επομένως θα υπάρξουν περαιτέρω περιορισμοί στη χρηματοδότηση των πραγματικών οικονομικών δραστηριοτήτων. Τότε, η εντεινόμενη αβεβαιότητα για τα επόμενα βήματα θα επηρεάσει αρνητικά τις προσδοκίες και θα οδηγήσει σε υποχώρηση των ρυθμών μεγέθυνσης (ανάπτυξης).
Είναι σημαντικό ότι τον τελευταίο καιρό δεν επαναλήφθηκαν επίσημα προτροπές για «μονομερείς ενέργειες». Αυτό διευρύνει τα περιθώρια για αναδιαπραγμάτευση χρέους και προγράμματος προσαρμογής.
√ Το κόστος της μη συμφωνίας για την ΕΕ
Υποστηρίζεται από πολλές πλευρές ότι η ΕΕ είναι «θωρακισμένη» ώστε να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις μιας μη συμφωνίας με την Ελλάδα. Αλλά, τυχόν ρήξη θα είχε άμεσο κόστος και στους εταίρους κυρίως διότι έχουν εγγυηθεί το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας. Μέχρι σήμερα η Ελλάδα έχει λάβει €183 δισ. ως χρηματοδοτική στήριξη από την ΕΕ. Για παράδειγμα, μόνο το γερμανικό μερίδιο είναι περίπου €50 δισ. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι θα κληθεί αναπόφευκτα ο γερμανικός προϋπολογισμός (δηλαδή οι φορολογούμενοί της Γερμανίας) να συμβάλει στην ανακεφαλαιοποίηση του ΕΜΣ και της ΕΚΤ. Το ίδιο ισχύει και για τα άλλα κράτη μέλη. Συνολικά, η ελληνική θέση είναι μεν αδύναμη, αλλά και η ΕΕ δε θα ωθήσει στα άκρα τις απαιτήσεις της, δεδομένου κιόλας ότι γενικά η κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής αμφισβητείται ήδη ιδεολογικά και πολιτικά. Επίσης, δε θα πρέπει να υποτιμήσουμε ότι ένα πιθανό «GRexit» θα καθιστούσε την ευρωζώνη απλή ζώνη συναλλαγματικών ισοτιμιών και συνεπώς θα έπληττε τη συνοχή της και θα αύξανε τον πιστωτικό κίνδυνο για άλλες υπερχρεωμένες χώρες. Επιπλέον, θα ενίσχυε τις ευρωσκεπτικιστικές κεντρόφυγες τάσεις σε πολλές χώρες μέλη.
Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και η συμφωνία με τους εταίρους μπορούν να συμβάλουν στην ήδη δρομολογούμενη αλλαγή πολιτικής στην ΕΕ. Υπενθυμίζουμε το ευρωπαϊκό πρόγραμμα επενδύσεων (με πρωτοβουλία της Επιτροπής Γιουνκέρ) και την «ποσοτική χαλάρωση» της ΕΚΤ. Αλλά σημειώνουμε εμφατικά ότι το ειδικό βάρος της χώρας μας στη διαφαινόμενη αλλαγή πολιτικής στην Ευρώπη και η βελτίωση της διαπραγματευτικής της θέσης θα εξαρτηθούν από την τακτοποίηση των του οίκου της!
Συμπερασματικά: Για οικονομικούς και στρατηγικούς λόγους, κατά την εκτίμησή μας, οι εταίροι δε θα είναι ανυποχώρητοι στις θέσεις τους όπως διαμορφώθηκαν έως τα τέλη του 2014.
√ Το πλαίσιο διαπραγμάτευσης
Βάση για τις διαπραγματεύσεις τόσο των προαπαιτούμενων όσο και του αναπτυξιακού προγράμματος (για την επόμενη μέρα) είναι (α) οι κανόνες οικονομικής και δημοσιονομικής διακυβέρνησης στην ΕΕ/ΕΖ. (Δημοσιονομικό σύμφωνο, κανονισμός ΕΜΣ, κανονισμός για τα διαρθρωτικά ταμεία), (β) Η ίδια η Συνθήκη της Λισαβόνας (βλ. μεταξύ άλλων άρθρο 126 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ σύμφωνα με το οποίο «τα κράτη μέλη αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα», το άρθρο 120 για την υποχρέωση των μελών να «δρουν σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της αγοράς», άρθρο 121 που ορίζει ότι οι οικονομικές πολιτικές των κρατών μελών «είναι θέμα κοινού ενδιαφέροντος και τις συντονίζουν στα πλαίσια του Συμβουλίου» κ.α).
Επίσης, οι ειδικότεροι κανόνες δημοσιονομικής διακυβέρνησης και η Συνθήκη ορίζουν τις υποχρεώσεις για δημοσιονομική υπευθυνότητα των κρατών μελών και τους όρους για αλληλεγγύη. (γ) το θεσμικό πλαίσιο του ΔΝΤ. (δ) το Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής του 2012 («Μνημόνιο») όπως επικαιροποιήθηκε τον Απρίλιο του 2014, δηλαδή από τις έως τώρα δεσμεύσεις της ελληνικής πλευράς έναντι των δανειστών. Επί τη βάσει αυτών η τρόικα έχει κα-ταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις. Προφανώς, το πρόγραμμα μπορεί να τροποποιηθεί.
Σημειώνουμε πάλι ότι οι κανόνες της οικονομικής διακυβέρνησης στην ΕΕ ήδη τροποποιούνται κυρίως με νέες συμπληρωματικές πρωτοβουλίες που έχουν ως στόχο να αναθερμάνουν την ευρωπαϊκή οικονομία με αιχμή το «σχέδιο Γιουνκέρ» για ένα μηχανισμό εγγύησης επενδύσεων και το «σχέδιο Ντράγκι» για την αγορά κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ («ποσοτική χαλάρωση»). Οι κανόνες αυτοί τροποποιούνται και αποκτούν μεγαλύτερη ευελιξία. Η Ελλάδα θα επωφεληθεί από τις πρωτοβουλίες αυτές αν επιτευχθεί συμφωνία με τους εταίρους.
Το πλαίσιο, ιδίως ως προς το «μνημόνιο» (δηλαδή το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής και τα προαπαιτούμενα για τις τελευταίες δόσεις) επιδέχεται αλλαγές, κυρίως για μια διόρθωση κοινωνικών αδικιών, ενδυνάμωση του δικτύου προστασίας των φτωχών, την αποδιάρθρωση του άτυπου και τυπικού θεσμικού πλαισίου που προστατεύει τους «έχοντες και κατέχοντες» και κάνει δυνατή μεγάλης έκτασης προσοδοθηρική συμπεριφορά. Πρέπει να αποκατασταθεί η αίσθηση μιας δίκαιης κατανομής του βάρους και της μετάβασης σε ένα νέο, εξωστρεφές μοντέλο ανάπτυξης.
Η ενδυνάμωση της προστασίας των μη ευνοημένων είναι δυνατή. Ένα βήμα έγινε με το λεγόμενο «κοινωνικό πλεόνασμα» και άλλα μέτρα. Μπορούν να γίνουν και άλλα αρκεί να μην ανατραπεί η ισορροπία στα δημοσιονομικά και να υπάρξει κάποια ρύθμιση του χρέους (βλ. πιο κάτω): π.χ. η δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους ανέργους είναι αναγκαία σε πρώτη φάση.
Αλλά ούτε το γενικότερο διαπραγματευτικό πλαίσιο, ούτε τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας αφήνουν περιθώρια για επιστροφή στο παρελθόν. Η μόνη κατεύθυνση για να βελτιωθούν η κατάσταση και οι προοπτικές της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας είναι η ρήξη με το προ κρίσης προσοδοθηρικό υπόδειγμα ανάπτυξης. Το μείζον είναι η βιώσιμη ανάπτυξη που δε θα στηρίζεται μόνο στην κατανάλωση με δανεικά.
√ Τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν
Στο δεδομένο ευρύτερο διαπραγματευτικό τοπίο θα πρέπει να δοθούν απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα:
-Ποιους στόχους μπορεί ή πρέπει να επιδιώξει η νέα ελληνική κυβέρνηση λαμβάνοντας υπόψη τα υπάρχοντα θεσμικά και πολιτικά δεδομένα καθώς και τη δυναμική της ΕΕ;
-Τι περιθώρια υπάρχουν για να διορθώσει η νέα ελληνική κυβέρνηση το διαπραγματευτικό πλαίσιο όπως αυτό διαμορφώθηκε έως τα μέσα Δεκεμβρίου 2015 με την επίσημη αμοιβαία ενημέρωση τρόικας και κυβέρνησης ΝΔ/ΠΑΣΟΚ; Σε άλλη διατύπωση, τι δυνατότητες υπάρχουν για μια εναλλακτική ελληνική πρόταση και πολιτική και την αποδοχή της από τους εταίρους;
-Ποια είναι τα μείζονα «διακυβεύματα»;
√ Η δέσμη αλληλένδετων στόχων:
- Να αποφευχθεί η έξοδος από την Ευρωζώνη.
Οι λόγοι έχουν ήδη συζητηθεί ευρύτατα και άλλωστε συναινούν ως προς το στόχο αυτό πολλά κόμματα (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ). Ο κυριότερος λόγος: Η έξοδος θα προκαλούσε χρηματοδοτικές δυσκολίες για την εφαρμογή οποιουδήποτε αναπτυξιακού προγράμματος ή και για τη διόρθωση κοινωνικών ανισορροπιών. Άλλωστε η επάνοδος στη δραχμή δεν θα απέτρεπε την εφαρμογή μιας αυστηρής δημοσιονομικής και εισοδηματικής πολιτικής. Πιθανόν θα οδηγούσε σε ανεξέλεγκτο πληθωρισμό και στασιμότητα. Τυχόν πρόσκαιρα οφέλη ανταγωνιστικότητας θα εξουδετερώνονταν ταχέως. Επίσης, θα προκαλούσε κόστος μέσω των υψηλών επιτοκίων για τυχόν αναγκαίο δανεισμό του κράτους και των επιχειρήσεων από τις αγορές. Τέλος, πιθανόν, θα αποθάρρυνε λόγω γενικότερων αβεβαιοτήτων τις επενδύσεις στην Ελλάδα.
- Να υπάρξει συμφωνία για διορθώσεις και εφαρμογή του ισχύοντος (έως τέλη Φεβρουαρίου μετά την παράταση που δόθηκε) προγράμματος οικονομικής προσαρμογής («μνημονίου»).
Πιθανόν θα ζητηθεί νέα παράταση ενός ή περισσότερων μηνών ώστε να έχει χρόνο η νέα κυβέρνηση να προετοιμάσει τη νέα φάση διαπραγμάτευσης.
Η τρόικα έχει καταθέσει τις δικές της προτάσεις και η προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση το ίδιο. Διαφωνίες υπήρξαν σχετικά με το «δημοσιονομικό κενό» και τα «προαπαιτούμενα». Η τελική συμφωνία έχει τεθεί ως προϋπόθεση για την εκταμίευση των τελευταίων δόσεων.
Ειδικότερα η διαπραγμάτευση, όπως διαμορφώθηκε έως τα τέλη του 2014 περιλαμβάνει σειρά ολόκληρη θεμάτων:
(α) Κάλυψη του «δημοσιονομικού κενού» για το 2015-(INFO 3)
(β) Λοιπά προαπαιτούμενα, δηλαδή μέτρα και μεταρρυθμίσεις- (INFO 4)
Ο κατάλογος των ειδικότερων θεμάτων αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
Από την πλευρά της νέας κυβέρνησης, μπορούμε να ανιχνεύσουμε στο επικαιροποιημένο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης (INFO 5)προτάσεις και ιδέες που (μπορούν να) εντάσσονται στο πλαίσιο διαπραγμάτευσης της Ελλάδας με τους εταίρους. Προφανώς, σηματοδοτούν μια νέα στάθμιση στο περιεχόμενό της.
Υπάρχει ένα μακρύς κατάλογος προγραμματικών ιδεών που είναι συμβατές με το γενικότερο πλαίσιο:
– Μέτρα στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αναστολή πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας και διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, συγχωνεύσεις υπουργείων, αποσυμφόρηση από στρατιές συμβούλων κλπ,
-Μέτρα για αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της διαφθοράς π.χ. στις προμήθειες του Δημοσίου και συναφώς νέους ελέγχους σε όσους περιλαμβάνονται στις διάφορες λίστες («λίστα Λαγκάρντ» κ.α.),
-Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και ενδυνάμωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού με στελέχη από τον ιδιωτικό τομέα,
-Νέο πλαίσιο για τη λειτουργία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης,
-Εφαρμογή του περιουσιολογίου, χωρίς το οποίο η φορολογική πολιτική μένει μετέωρη,
-Ολοκλήρωση με διαφάνεια του κτηματολογίου που θα πρέπει να αποτελέσει τη βάση του χωροταξικού σχεδιασμού.
Άλλες προτάσεις που έχουν ως στόχο την αρχιτεκτονική και την πολιτική της ΕΕ συμπίπτουν με ιδέες που κυκλοφορούν σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, ήδη εφαρμόζονται (ποσοτική χαλάρωση με το πρόγραμμα Ντράγκι) ή προτείνονται από αυτά (πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς να συνυπολογισθούν οι δημόσιες επενδύσεις) και μπορεί με κάποια μορφή να συμφωνηθούν σε βάθος χρόνου. Σε αυτό το πλαίσιο, το απαιτούμενο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων και κάποιας μορφής αναδιάρθρωση του χρέους είναι διαπραγματεύσιμα.
Συνοπτικά υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες για μια συμφωνία και πρέπει η ΕΕ να αντιδράσει με μεγαλύτερη ευελιξία όχι μόνον έναντι της Ελλάδας αλλά και άλλων χωρών.
Όμως θα υπάρξουν δυσκολίες σε σχέση με πολλούς νόμους που έχουν ήδη ψηφισθεί σε εφαρμογή του «μνημονίου» και με συγκεκριμένα προαπαιτούμενα, όπως για παράδειγμα η αγορά εργασίας, οι ιδιωτικοποιήσεις, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, αλλαγές στη δη-μόσια διοίκηση, επειδή αποκλίνει η οικονομική φιλοσοφία της νέας κυβέρνησης (όπως α-πορρέει από το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης) από αυτήν του μνημονίου.
Είναι φανερό ότι η νέα κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει τις ίδιες αντιδράσεις από όσες ομάδες έχουν επενδύσει στο status quo και εν πολλοίς υπερασπίζονται προσοδοθηρικές δομές! Η μεγάλη εκκρεμότητα από ελληνικής πλευράς είναι πώς θα αποσαφηνισθεί η γενικότερη κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής ώστε να επιτύχει την απαραίτητη κοινωνική συναίνεση για τις αναγκαίες μεγάλες τομές και να αποφευχθεί η ρήξη με τους εταίρους.
- Να συμφωνηθεί ένα πρόγραμμα ανάπτυξης και μεταρρυθμίσεων για τα επόμενα χρόνια («μετά το μνημόνιο ΙΙ»).
Αυτό θα περιλάβαινε (α) μερικές από τις μεταρρυθμιστικές εκκρεμότητες του παρελθόντος, (β) ένα αναπτυξιακό σχέδιο με σαφείς προτεραιότητες και μέσα για την επίτευξή του, δη-λαδή που δε θα περιοριζόταν σε γενικολογίες του τύπου «πρέπει η οικονομία να γίνει εξωστρεφής» χωρίς αναφορά στα εργαλεία πολιτικής που θα το καθιστούσαν σε βάθος χρόνου δυνατό.
Σχετικά έχουν γίνει σημαντικές προεργασίες. Η πρόσφατη μελέτη του ΚΕΠΕ μπορεί να αποτελέσει τη βάση για ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης-(INFO 6). «Κλειδί» για την επόμενη ημέρα θεωρείται η εξωστρέφεια, καθώς εξασφαλίζει τους πόρους που απαιτούνται για την κάλυψη των εισαγωγών και κινητοποιεί, μέσω της αναμέτρησης με το διεθνή ανταγωνισμό, διαδικασίες για την ποιοτική και τεχνολογική αναβάθμιση της παραγωγής. Η ελληνική οικονομία πρέπει να ενδυναμώσει τον παραγωγικό της ιστό, δίνοντας έμφαση στην κατηγορία των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και να υποκαταστήσει σε σημαντικό βαθμό τις εισαγωγές. Έτσι θα πετύχει ένα ικανοποιητικό επίπεδο απασχόλησης.
- Η αναθεώρηση του Συντάγματος μπορεί να συμβάλει ώστε πολιτικοί θεσμοί και διαδικασίες να μην παραμελούν την οικονομική αποτελεσματικότητα.
- Το «τέλος της λιτότητας» καθ’ εαυτό, παραπέμπει σε ελλείμματα, όμως το ζητούμενο είναι η ανάπτυξη.
Το «τέλος της λιτότητας» καθ’ εαυτό, ως πρώτη προτεραιότητα (χωρίς δηλαδή τη σύνδεσή της με αναπτυξιακή προοπτική) είναι από το 2014 εσφαλμένος στόχος:
Πρώτον, διότι η χώρα έτεινε να επιστρέψει στην ανάπτυξη το 2014 και επομένως μειωνόταν η πίεση για νέα μέτρα λιτότητας. Πράγματι, ήδη από το τρίτο τρίμηνο του 2014 οι εξαγωγές ανέκαμπταν (+7% σε ετήσια βάση), η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε (+3,6%), οι ιδιωτικές επενδύσεις το ίδιο (+12,3%) κλπ. Η ανοδική πορεία θα συνεχισθεί αν πρωτίστως εξαλειφθεί η πολιτική αβεβαιότητα σύντομα και αποσαφηνισθεί η γενική κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής.
Δεύτερον, χωρίς ανάπτυξη, η πίεση σε μισθούς και συντάξεις, δηλαδή η λιτότητα, θα συνεχισθεί.
Τρίτον, η λιτότητα που επικεντρώθηκε στη μείωση μισθών κυρίως στον ιδιωτικό τομέα λειτούργησε αντιαναπτυξιακά κατά το βαθμό που δεν οδήγησε σε πτώση των τιμών των διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων. Αυτό αποκαλύπτει βαθιές ολιγοπωλιακές δομές στην αγορά και τα προβλήματα χρέους στον ιδιωτικό τομέα.
Η έμφαση στο τέλος της λιτότητας υποβαθμίζει άλλες προτεραιότητες που συνδέονται με το μέλλον της χώρας καθώς απλά καλλιεργεί προσδοκίες για βραχυχρόνια εισοδηματικά και μόνο οφέλη χωρίς αλλαγές σε θεσμούς, διαδικασίες, συμπεριφορές.
Οι προτεραιότητες πρέπει να είναι διαφορετικές. Τα μείζονα ζητήματα που πρέπει να λυθούν είναι, πέρα από την ενδυνάμωση του δικτύου προστασίας των φτωχών, μια γενναία φορολογική μεταρρύθμιση σε συνδυασμό με αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, μείωση του κόστους εργασίας μέσω του εξορθολογισμού φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, περαιτέρω εξορθολογισμό των κρατικών δαπανών (π.χ. μείωση του κόστους λειτουργίας της κυβέρνησης με μείωση του αριθμού των υπουργείων και των συμβούλων κ.α.), διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού, αποτελεσματικότερη δικαιοσύνη, προστασία του περιβάλλοντος , ένα εθνικό χωροταξικό σχέδιο, ενθάρρυνση κατά προτεραιότητα κλάδων με προοπτικές όπως η βιολογική γεωργία, ιατρικός τουρισμός, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κ.α. (βλ. Πλαίσιο 1).
Όλα αυτά θα βοηθήσουν ώστε να κερδηθεί η μεγάλη μάχη στο μέτωπο της παραγωγής. Η χώρα πρέπει να πετύχει ικανοποιητικούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης. Διαφορετικά τα αδιέξοδα θα συνεχισθούν και οποιαδήποτε σοβαρή κοινωνική πολιτική θα είναι μετέωρη. Η ανάπτυξη προϋποθέτει επενδύσεις, ελληνικές ιδιωτικές, ξένες άμεσες παραγωγικές επενδύσεις και κρατικές. Για να επιτευχθεί η αναζωογόνηση της επενδυτικής δραστηριότητας πρέπει να εμπεδωθεί ένα ευνοϊκό κλίμα για την επιχειρηματικότητα και ταυτόχρονα να ανταποκριθεί το κράτος στις απαιτήσεις της αναπτυξιακής του λειτουργίας εκσυγχρονίζοντας θεσμούς και διαδικασίες που αναφέραμε και θέτοντας νέες επενδυτικές προτεραιότητες.
Αναμφίβολα, πρέπει να υπάρξουν σημαντικές διορθωτικές κινήσεις στην πολιτική προσαρμογής βραχυπρόθεσμα (π.χ. στον ΕΝΦΙΑ) και μακροπρόθεσμα. Το μείζον δεν είναι σήμερα η αναδιανομή με οποιονδήποτε τρόπο, αλλά η ανάπτυξη που δε δημιουργεί μόνο θέσεις εργασίας σε καφετέριες κλπ, η καινοτομία και παραγωγικότητα και, συναφώς η αναδιάρθρωση της παραγωγής. Τυχόν μέτρα αναδιανομής αυτόν το σκοπό πρέπει να υπηρετούν. Π.χ. μειώσεις μισθών (άμεσα ή έμμεσα μέσω φόρων ή άλλων επιβαρύνσεων) μάλλον θα λειτουργήσουν ως αντικίνητρο-(INFO7) . Αντίθετα, αναδιανομή για την ανάπτυξη επιβάλλει μια βαθιά φορολογική μεταρρύθμιση, όπως άλλωστε έχουν αναγνωρίσει οι μεγαλύτερες πολιτικές δυνάμεις. Επίσης, κοινωνική πολιτική σε σαθρά οικονομικά θεμέλια δεν είναι εφικτή.
Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι διάφορα μέτρα της απελθούσας κυβέρνησης μπορούν καλοπροαίρετα να ερμηνευθούν ως εργαλεία για την ανάπτυξη (π.χ. η απλοποίηση των γραφειοκρατικών διαδικασιών για την ίδρυση επιχειρήσεων, η προσπάθεια να εφαρμοσθεί το ΕΣΠΑ εμπροσθοβαρώς), άλλες κινήσεις όμως έχουν την ακριβώς αντίθετη επίπτωση (π.χ. οι συνεχείς μεταβολές στο φορολογικό και η αβεβαιότητα που προκαλούν, η καθυστέρηση κρίσιμων μεταρρυθμίσεων, οι συνεχείς εμπλοκές στις δημόσιες προμήθειες).
Αναμφίβολα, στο ζήτημα της ανάπτυξης προβάλλονται διαφορετικές αντιλήψεις που όμως δεν εξηγούνται ούτε τεκμηριώνονται επαρκώς. Έτσι, από τη μια μεριά, η έμφαση στο ρόλο των ιδιωτικών επενδύσεων τείνει να παραβλέψει τη σημασία καλών κανόνων του παιγνιδιού, καλής «διακυβέρνησης» και καλά επιλεγμένων κρατικών επενδύσεων σε υποδομές και από την άλλη, η πεποίθηση ότι το κράτος είναι η λύση, παραβλέπει τις ιστορικές εμπειρίες εδώ και αλλού. Κατά τη γνώμη μας κάθε κυβέρνηση, επιζητώντας την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα σε κράτος και αγορά θα πρέπει να λάβει υπόψη (α) τις διεθνείς και ευρωπαϊκές εμπειρίες, (β) το μη αμφισβητούμενο πυρήνα της εξελισσόμενης συναίνεσης στην Ευρώπη και (γ) τις ιδιαιτερότητες μιας οικονομίας όπως η ελληνική που είναι παγιδευμένη σε φαύλους κύκλους.
Το μείζον, λοιπόν, είναι η ανάπτυξη. Όμως, την επιστροφή στην ανάπτυξη θα διευκολύνει αναμφισβήτητα η ελάφρυνση του χρέους με οποιονδήποτε τρόπο (βλ. πιο κάτω).
- Πρέπει να γίνει αναδιάρθρωση ή αναδιάταξη του δημόσιου χρέους της χώρας.
Οι προοπτικές για ελαφρύνσεις θα είναι καλύτερες αν συνεχισθεί η ομαλή εξυπηρέτησή του.
Και στο θέμα αυτό υπάρχει συναίνεση. Αλλά, σχηματικά ίσως υπάρχουν δύο αντίθετες προσεγγίσεις για αυτό, που διαφέρουν κυρίως, ως προς τη σειρά των βημάτων που πρέπει να γίνουν και, ως προς το είδος των βημάτων: Η πρώτη, ότι αυτό θα γίνει αν πρώτα συμφωνηθούν όλα τα άλλα (πρόγραμμα κλπ.) με τους εταίρους. Η συζήτηση για αναδιάταξη του χρέους (= χρονική επιμήκυνση) θα είναι το επιστέγασμα της διαδικασίας προσέγγισης των δύο μερών. Υπάρχει σχετική πλην όμως χαλαρή δέσμευση της ΕΕ από τον Νοέμβριο 2012.
Κατά τη δεύτερη άποψη προηγείται η «αναδιάρθρωση» ή/και «αναδιάταξη» και έπονται τα υπόλοιπα.
Οπωσδήποτε, το ΓΠΚ υποστηρίζει από καιρό ότι η αναδιάρθρωση (περικοπή του ονομαστικού χρέους) είναι αναγκαία παρά τις πολιτικές δυσκολίες. Αν αυτό δε γίνει, θα επικρέμαται το χρέος ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την οικονομία, μια απειλή που θα επανερχόταν κάθε φορά που αντίξοες συνθήκες θα έθιγαν την ελληνική οικονομία. Επίσης και συναφώς, η δημιουργία «πρωτογενών πλεονασμάτων» για την πληρωμή των τόκων και τη μείωση του χρέους για μεγάλο χρονικό διάστημα είναι αδύνατη, όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία. Από την άλλη πλευρά, η αναδιάρθρωση του χρέους με οποιαδήποτε μορφή δε θα έλυνε τα προβλήματα της χώρας όσο καιρό η οικονομία της δεν είναι ανταγωνιστική, γιατί τότε θα χρειάζεται συνεχώς δάνεια από το εξωτερικό.
Η «τεχνική» δημόσια συζήτηση για το χρέος επικεντρώθηκε στο ερώτημα αν αυτό είναι βιώσιμο (=διατηρήσιμο). Με τον όρο αυτό, εννοούμε αν μπορεί ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ να μειώνεται τα επόμενα χρόνια. Η συνήθης απάντηση είναι ότι όλα θα εξαρτηθούν από τους ρυθμούς μεγέθυνσης (αύξησης) του ονομαστικού ΑΕΠ με δεδομένα ότι (α) έχει ήδη επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα και (β) τα επιτόκια είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρωζώνη.
Αλλά, όπως σημειώσαμε, είναι αμφίβολο αν μπορούν να διατηρηθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα στο υψηλό επίπεδο όπως προβλέπει (ή ελπίζει) το «Μεσοπρόθεσμο». Αυτό δείχνει κατ’ αρχάς η διεθνής εμπειρία. Πως λύνεται ο γρίφος;
Η μείωση του στόχου για συνεχώς αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα (ως % ΑΕΠ) τα επόμενα χρόνια, ώστε να εφαρμοσθεί χαλαρότερη δημοσιονομική πολιτική και έτσι να ενισχυθεί η ζήτηση και να αντιμετωπισθούν κάποια κοινωνικά προβλήματα ή να αρθούν αδικίες, θα ενίσχυε πραγματικά την ανάπτυξη! Μια τέτοια εξέλιξη από μόνη της θα καθιστούσε το χρέος βιώσιμο. Συναφώς θα συνέβαλε σε δεύτερο χρόνο στην αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων ή έστω στη διατήρησή τους σε ικανοποιητικό επίπεδο!
Η ανάπτυξη θα μπορούσε περαιτέρω να ενισχυθεί και με άλλες μορφές αναδιάρθρωσης/ αναδιάταξης του χρέους, όπως για παράδειγμα η προσαρμογή των επιτοκίων του EFSF, η εκτεταμένη επιμήκυνση της λήξης των δανείων σε βάθος χρόνου, η θέσπιση περιόδου χάριτος (για τόκους και χρεολύσια) και γενικά ό,τι θα μπορούσε να συντελέσει προς τη μείωση του ύψους των αναγκών αναχρηματοδότησής του. Η Ελλάδα θα εισερχόταν σε έναν ενάρετο κύκλο!
Όμως εκτιμούμε ότι οι αναπτυξιακές προοπτικές θα επιδεινωθούν αν εφαρμοσθούν μέτρα που επηρεάζουν αρνητικά τον παράγοντα εμπιστοσύνη ή αν επέλθει ρήξη με τους εταίρους. Το αποτέλεσμα θα είναι η μείωση του ΑΕΠ και η επιστροφή στο γνωστό φαύλο κύκλο.
Η ΕΕ αποκλείει προς το παρόν περικοπή του ονομαστικού χρέους, όμως δε θα είναι αρνητική σε ένα συμβιβασμό. Δεν είναι σαφές σε τι ακριβώς θα συνίστατο αυτός ο συμβιβασμός. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι πληρωμές των δανείων του EFSF (περίπου €130 δισ.) αρχίζουν μετά το 2022 ενώ τα επιτόκια είναι χαμηλά! Πάντως φαίνεται διαπραγματεύσιμη η υιοθέτηση σταθερών επιτοκίων. Περαιτέρω τα ομόλογα που διακρατεί η ΕΚΤ (του Ευρωσυστήματος) και τα δάνεια του ΔΝΤ πρέπει να εξυπηρετούνται από το 2015. Η χρονική επιμήκυνση αυτού του χρέους ή άλλες μορφές ελάφρυνσης θα συναντήσουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες. Υπενθυμίζουμε ότι τα ομόλογα που διακρατούσε η ΕΚΤ εξαιρέθηκαν κατά την τελευταία επιμήκυνση και αναδιάρθρωση (PSI, 2012). Το χρέος δεν είναι απλά ή μόνο ελληνική αλλά ευρωπαϊκή υπόθεση. Στην ΕΕ αυξάνεται η πίεση για συνολικές λύσεις. Προς το παρόν, η έμφαση είναι στην επιτάχυνση της ανάκαμψης των ευρωπαϊκών οικονομιών μέσω νέων πρωτοβουλιών. Η Ελλάδα πρέπει να κερδίσει χρόνο ώστε να επωφεληθεί από τις συντελούμενες διεργασίες.»
INFO 1– Λόγω του ότι το ύψος του ελληνικού χρέους που διακρατεί η ΕΚΤ ήδη υπερβαίνει τα όρια που αυτή έχει θεσπίσει.
INFO 2- Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει ούτε ευρωπαϊκό ούτε διεθνές επαρκές ρυθμιστικό πλαίσιο για τη διαχείριση κρίσεων χρέους.
ΙΝFΟ 3-Κατά την τρόικα ανέρχεται σε €2,5 δισ., ενώ η προηγούμενη κυβέρνηση το εκτιμούσε σε €980 εκατ.
INFO 4-Νέα ρύθμιση για τις 100 δόσεις, ενιαίο μισθολόγιο, δημιουργία μιας πραγματικά ανεξάρτητης υπηρεσίας Δημοσίων Εσόδων, μέτρα για το ασφαλιστικό, νέα ρύθμιση για τις απολύσεις, συνδικαλιστικός νόμος, συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων.
INFO 5– Βλ. Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ που παρουσίασε ο Αλέξης Τσίπρας στη ΔΕΘ, 13.9.2014. Πηγή του πλήρους κειμένου taxheaven.gr 14.9.2014. Επικαιροποιήθηκε στο διαρκές προγραμματικό συνέδριο του κόμματος.
INFO 6- Βλ. ΚΕΠΕ Το αναπτυξιακό όραμα για την Ελλάδα 2020, Δεκέμβριος 2014. Ευρεία περίληψη δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο 4.1.2015. Η μελέτη περιλαμβάνει προβλέψεις, προϋποθέσεις ανάπτυξης, καταπολέμησης της ανεργίας αλλά και μηχανι-σμούς χρηματοδότησης. Βλ. επίσης Ευρωπαϊκό Κέντρο Αριστείας Jean Monnet του Πανεπιστημίου Αθηνών Η έξοδος από την κρίση. Εφαρμόσιμες εναλλακτικές προτάσεις, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2014.
INFO 7– Το θέμα επανέφερε μελέτη της Eurobank. Βλ. Γώγος, Γ και Πρανδέκα, Μαρία «Αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και όχι περαιτέρω μείωση των μισθών για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας», στο Eurobank Research «7 Ημέρες οικονομίας», 2.10. 2014. Το συμπέρασμά τους είναι ότι «περαιτέρω μείωση των ονομαστικών μισθών με σκοπό την αύξηση της εγχώριας ανταγωνιστικότητας είναι πολύ πιθανό να μην οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση του ονομαστικού μοναδιαίου κό-στους εργασίας, καθώς από ένα σημείο και έπειτα η εν λόγω μείωση μπορεί να συνοδευθεί και από αντίστοιχη μείωση της παραγωγικότητας διότι τα κίνητρα για παραγωγικό έργο μειώνονται».