
Γ. Μπουτάρης: H πραγματική ευτυχία των βασικών αξιών
«Tο καλύτερο κοινωνικό μοντέλο είναι ακόμη αυτό της Σκανδιναβίας. Αυτό λένε τα νούμερα, αυτό λένε οι μετρήσεις των σχετικών επιστημόνων. Το μοντέλο αυτό βασίζεται σε μία ιδανική δόση κοινωνικής δικαιοσύνης, με σεβασμό, όμως, στην ατομική διαφορά και την ατομική ευελιξία», ανέφερε ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης κ. Γ. Μπουτάρης, σε τοποθέτησή του στην στρογγυλή τράπεζα «Ποια Κοινωνία;» στο κλείσιμο του επιστημονικού συμποσίου του ΑΠΘ «Ποια Ελλάδα;». Αναλυτικά ανέφερε τα ακόλουθα:
«Είχε πει κάποτε η Θάτσερ ότι «δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα». Είναι προφανές ότι το είχε πει για λόγους εντυπώσεων, θέλοντας να δώσει έμφαση στην ατομικότητα σε βάρος της συλλογικότητας. Με κάτι τέτοιες φαεινές ιδέες, που έχουν προφανείς πολιτικές σκοπιμότητες, φτάσαμε στην αποθέωση του ατομικισμού και στην κοινωνική πόλωση στις δυτικές κοινωνίες.
Θεωρητικά, το δίπολο μεταξύ του οποίου κινούνται οι περισσότερες ιδεολογίες είναι η κοινωνική δικαιοσύνη και η ατομική ελευθερία.
Το ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι ιδέες, όπως αυτή της θατσερικής αποχαλίνωσης, κάνουν κακό όχι μόνο στην κοινωνική συνοχή, αλλά και στη ίδια την ατομική ελευθερία.
Ποιος φαντάζεστε ότι είναι πιο ελεύθερος να πραγματώσει τις ατομικές του επιθυμίες και στόχους, αυτός που μένει στο Δενδροπόταμο ή αυτός που μένει στο Πανόραμα; Αυτός που μένει στην Άγιο Παντελεήμονα ή αυτός που μένει στην Κηφισιά;
Η ατομική ευτυχία και ελευθερία, τουλάχιστον για τον μέσο άνθρωπο, δεν είναι κάτι θεωρητικό και αποστεωμένο.
Σχετίζεται άμεσα με την κατάσταση στον κοινωνικό μας περίγυρο, στην ίδια την κοινωνία. Οι κοινωνίες, όμως, δεν διαμορφώνονται τυχαία, δεν πέφτουν από τον ουρανό…
Όσο έχει αποτύχει η εφαρμογή του κομμουνισμού Σοβιετικού τύπου, τόσο έχει αποτύχει και η όψιμη αλόγιστη αποθέωση του ατομικισμού και της λαιμαργίας.
Πώς αλλιώς θα μπορούσε να εξηγήσει κανείς ότι παρά την τεχνολογική πρόοδο, την αύξηση της παραγωγικότητας και την τεράστια συσσώρευση πλούτου, οι νεόπτωχοι και οι κοινωνικές ανισότητες στις πόλεις μας όλο και αυξάνονται;
Όσο λάθος ήταν ένα κοινωνικό μοντέλο που δεν έπαιρνε καθόλου υπόψη του τις ατομικές διαφορές, δεν έδινε κίνητρα στους ανθρώπους να αναπτύξουν περαιτέρω τις δεξιότητές τους, τόσο λάθος είναι οι κοινωνίες που εξυψώνουν την ανθρώπινη απληστία και την ακόρεστη κατανάλωση. Σε βαθμό που την προβάλλουν ως μοντέλο ζωής και για τους «κοινούς θνητούς».
Παρότι οι διεθνείς συνθήκες – λόγω κυριαρχίας ενός συγκεκριμένου αγγλοσαξονικού τύπου ανάπτυξης – δεν ευνοούν τη διατήρησή του, το καλύτερο κοινωνικό μοντέλο είναι ακόμη αυτό της Σκανδιναβίας. Αυτό λένε τα νούμερα, αυτό λένε οι μετρήσεις των σχετικών επιστημόνων. Το μοντέλο αυτό βασίζεται σε μία ιδανική δόση κοινωνικής δικαιοσύνης, με σεβασμό, όμως, στην ατομική διαφορά και την ατομική ευελιξία.
Πόσο μακριά, όμως, βρίσκεται η Ελλάδα από το να οικοδομήσει μια τέτοια κοινωνία;
Το ερώτημα, αν και ρητορικό, έχει τη σημασία του.
Ήμασταν μια κοινωνία νεόπλουτων, τείνουμε να γίνουμε μια κοινωνία νεόπτωχων.
Είμαστε, όμως, σίγουρα σε μια κρίσιμη μεταβατική περίοδο στην οποία πρέπει να πάρουμε αποφάσεις.
Μετά την τραυματική εμπειρία της παρατεταμένης ύφεσης, φαντάζομαι ότι δε θα θέλουμε να κυλήσουμε πάλι στην υπέρμετρη κατανάλωση με δανεικά.
Μετά την έκδηλη αδυναμία του κατ’ ευφημισμόν κρατικού μηχανισμού να προστατέψει τους πολίτες του, φαντάζομαι ότι θα θέλουμε να οικοδομήσουμε ορθολογικά ένα λειτουργικό κράτος.
Μετά τις θυσίες χιλιάδων ελληνικών οικογενειών για να μορφώσουν τα παιδιά τους, υποθέτω ότι η πλειοψηφία θα αποζητήσει μια κοινωνία με περισσότερη αξιοκρατία και λιγότερο ρουσφέτι.
Μετά την μπατιρημένη μεταπολιτευτική κομματοκρατία, θα αναζητήσουμε πιο υγιείς μορφές πολιτικής συμμετοχής.
Μετά την παθητική στάση των περισσοτέρων μας για τα τεκταινόμενα, ελπίζω ότι θα αυξηθεί η συμμετοχικότητά μας και η αίσθηση κοινωνικής ευθύνης που έχουμε για τη διατήρηση της συνοχής της ελληνικής κοινωνίας.
Παρά τη μαυρίλα που βλέπω γύρω μου, υπάρχουν και αισιόδοξα μηνύματα.
Απ’ ό,τι φαίνεται, έπρεπε να πέσουμε πολύ χαμηλά για να διανοηθούμε να αλλάξουμε στ’ αλήθεια σαν κοινωνία.
Ο κόσμος έχει, παρά την ανέχεια, διάθεση να βοηθήσει τον συνάνθρωπό του.
Δείτε τι γίνεται με τις διάφορες οργανώσεις που κινητοποιούνται για να κάνουν πράγματα στην υγεία, στην κοινωνική πολίτική και στην αλληλοβοήθεια. Ακόμη και οι χορηγίες ή οι πρωτοβουλίες εταιρικής κοινωνικής ευθύνης είναι τώρα περισσότερες απ’ ό,τι παλιότερα, παρά τις δυσμενείς συνθήκες. Αρκεί, βέβαια, το κράτος, αφού δεν μπορεί να κάνει κάτι καλύτερο, να κάνει τουλάχιστον στην μπάντα. Να διευκολύνει ή στη χειρότερη περίπτωση να αφήσει τέτοιου είδους πρωτοβουλίες των πολιτών να ανθήσουν.
Έχω πει πολλές φορές ως Δήμαρχος ότι εμείς δεν μπορούμε να τα κάνουμε όλα. Μπορούμε, όμως, να διευκολύνουμε και να ενθαρρύνουμε τους δημότες μας να πάρουν πρωτοβουλίες και να βοηθήσουν, ώστε να ζήσουμε σε μία καλύτερη πόλη. Είναι μια μορφή συμμετοχής και συλλογικότητας που η Ελλάδα χρειάζεται πολύ. Είναι κάτι που μπορεί να γίνει γρήγορα και να μας βοηθήσει να αντέξουμε ως κοινωνία, μέχρι τη στιγμή που θα οικοδομήσουμε ένα συντεταγμένο κράτος.
Παρά τα ενθαρρυντικά μηνύματα που έρχονται από τα κάτω, το βαθύ και κομματικό κράτος ανθίσταται. Τα κόμματα στην Ελλάδα φαίνεται ότι έχουν πιο αργά αντανακλαστικά από τους πολίτες. Στην διαχείριση των κοινών γενικότερα, αλλά και στην τοπική αυτοδιοίκηση ειδικότερα, προσπαθούν να καπελώσουν όποια ανεξάρτητη φωνή προσπαθεί να αρθρώσει κάτι διαφορετικό από τον δικό τους ξύλινο λόγο.
Αυτή τη φόρα, όμως, δεν θα τους περάσει. Ο κόσμος έχει τσουρουφλιστεί και άρα είναι περισσότερο υποψιασμένος και «ψαγμένος». Νομίζω ότι μόλις του περάσει ο θυμός και ο φόβος – ελπίζω σύντομα – θα απαιτήσει μια πιο συνεκτική, αλλά και χειραφετημένη κοινωνία. Με μεγαλύτερη συνοχή και ελευθερία. Μια κοινωνία όπου θα εκτιμώνται περισσότερο οι βασικές αξίες, πίσω από τις οποίες κρύβεται και η πραγματική ευτυχία. Χωρίς νοσταλγία για την πλαστή ευημερία του παρελθόντος που τόσο μας κόστισε.»