Δημήτρης Δασκαλόπουλος: «Αντικατάσταση του μνημονίου της λιτότητας με ένα μεταρρυθμιστικό και εκσυγχρονιστικό εθνικό μνημόνιο»
«Η Ευρώπη επέλεξε να µετατρέψει τη χώρα µας σε πειραµατόζωο και να την παραδώσει στα χέρια του ∆ΝΤ»
Όλη η σημαντική ομιλία του
Ο Πρόεδρος του ΣΕΒ κ. Δημήτρης Δασκαλόπουλος σε παρέμβαση του εχθές, στην εκδήλωση του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής με θέμα “Ευρώπη: Ενοποίηση ή Διάλυση;” και ειδικότερα με την ομιλία του στο πάνελ με θέμα “Νέα Αρχιτεκτονική του Ευρώ” επικεντρώθηκε στα εξής:
“Η πορεία του ευρώ βασίζεται σήμερα σε μία αβέβαιη ισορροπία τρόμου.
Η τύχη του θα καθοριστεί από την επικράτηση μίας από τις δύο τάσεις που σήμερα συγκρούονται στους κόλπους της Ε.Ε. και διεθνώς.
Από τη μία πλευρά, οι παγκόσμιες αγορές κεφαλαίων έχουν διαγνώσει τα εγγενή προβλήματα του ευρώ και πιέζουν για γρήγορες και ριζικές αλλαγές.
Από την άλλη, τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης προχωρούν διστακτικά στις αλλαγές αυτές με ρυθμούς που δεν ανταποκρίνονται στις επιταγές των αγορών.
Το στοίχημα είναι αν η Ε.Ε. θα προχωρήσει αποφασιστικά στη δημοσιονομική ενοποίηση και σε μία νέα αναπτυξιακή ισορροπία μεταξύ Βορρά και Νότου, δεδομένου ότι η πολιτική της μονομερούς λιτότητας έχει αποδειχθεί φάρμακο που επιδεινώνει την κατάσταση του ασθενούς.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα διαθέτει ένα ισχυρό όπλο: μία ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της απειλεί με απρόβλεπτες συνέπειες την ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία.
Αυτό το όπλο καλείται σήμερα να αξιοποιήσει η πολιτική ηγεσία, αντικαθιστώντας το μνημόνιο της λιτότητας με ένα εθνικό μνημόνιο μεταρρυθμιστικό και εκσυγχρονιστικό.”
Νέα Αρχιτεκτονική του Ευρώ
Όλη η ομιλία του Προέδρου του ΣΕΒ έχει ως εξής:
«Η τύχη του ευρώ θα καθοριστεί από την επικράτηση µίας από τις δύο αντικρουόµενες τάσεις που σήµερα το επηρεάζουν.
Από τη µία µεριά οι παγκόσµιες αγορές κεφαλαίων αρνούνται πλέον να παραβλέψουν τις εγγενείς αδυναµίες του ευρωπαϊκού νοµισµατικού εγχειρήµατος και πιέζουν είτε για τον τερµατισµό του είτε για την ολοκλήρωσή του.
Από την άλλη, τα κράτη-µέλη που απαρτίζουν το ευρώ κινούνται µεν προς την κατεύθυνση της ολοκλήρωσης, αλλά µε βήµατα συχνά αµφίσηµα και µε ρυθµούς που δεν δείχνουν να ικανοποιούν τις αγορές.
Προς το παρόν, η διαδικασία της σταδιακής µείωσης των λεγόµενων «εθνικών κυριαρχικών δικαιωµάτων» και της ενδυνάµωσης των Ευρωπαϊκών θεσµών και µηχανισµών ελέγχου φαίνεται πως οριακά πείθουν τις αγορές να περιµένουν.
Αν αυτή η ισορροπία τρόµου θα διατηρηθεί ή όχι είναι σήµερα αβέβαιο.
Σίγουρα, όµως, ο φόβος των ανεξέλεγκτων παγκόσµιων επιπτώσεων, που θα έχει η κατάρρευση της ζώνης του ευρώ, παίζει πρωταρχικό ρόλο στην επίδειξη µετριοπάθειας εκ µέρους των αγορών και στη διαφαινόµενη αποφασιστικότητα να προχωρήσει η ευρωπαϊκή ενοποίηση εκ µέρους των κρατών-µελών τόσο της ζώνης του ευρώ όσο και της ίδιας της Ε.Ε.
Το µεγάλο στοίχηµα θα είναι αν θα επιτευχθεί και µία νέα αναπτυξιακή ισορροπία µεταξύ Βορρά και Νότου, δεδοµένου ότι η πολιτική της µονοµερούς λιτότητας έχει αποδειχθεί φάρµακο που επιδεινώνει την κατάσταση του ασθενούς.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα διαθέτει ένα ισχυρό όπλο: µία ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της απειλεί µε απρόβλεπτες συνέπειες την ευρωπαϊκή και παγκόσµια οικονοµία.
Αυτό το όπλο καλείται σήµερα να αξιοποιήσει η πολιτική ηγεσία, αντικαθιστώντας το µνηµόνιο της λιτότητας µε ένα εθνικό µνηµόνιο µεταρρυθµιστικό και εκσυγχρονιστικό.
Η κρίση του ευρώ ήταν ένα ατύχηµα που περίµενε να συµβεί.
Το ευρώ γεννήθηκε µε τις υπερβολικές προσδοκίες ότι από µόνο του θα ολοκλήρωνε την πορεία προς τη νοµισµατική και δηµοσιονοµική ένωση, µια πορεία ενίσχυσης των πολιτικών δεσµών, που προχωρούσε µε τολµηρά βήµατα από την τελευταία φορά που η Ευρώπη είχε αλληλοσπαραχθεί και αιµατοκυλίσει την υφήλιο.
Όµως, η εµφάνιση του νέου νοµίσµατος συνέπεσε –αλλά και τροφοδότησε– µία περίοδο στο παγκόσµιο χρηµατοοικονοµικό σύστηµα όπου υπήρχαν διαθέσιµα πολλά και φτηνά κεφάλαια και όπου η έννοια του ρίσκου είχε εξευτελιστεί.
Έτσι, τα εγγενή προβλήµατα του νέου νοµίσµατος συγκαλύφθηκαν ή και αγνοήθηκαν.
∆ύο ήταν τα µεγάλα προβλήµατα.
Η αυστηρότητα της κοινής νοµισµατικής πολιτικής δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αυστηρότητα στην εγκαθίδρυση της κοινής δηµοσιονοµικής πολιτικής, µε αποτέλεσµα τη δηµιουργία ενός ανισόρροπου θεσµικού πλαισίου –όπου η συχνά χαλαρή δηµοσιονοµική πολιτική ήταν σε αναντιστοιχία µε τη συχνά αυστηρή νοµισµατική πολιτική.
Κρίσιµο ήταν, όµως, και το γεγονός ότι το ευρώ λειτουργούσε µε µία «κουτσή» κεντρική τράπεζα.
Η στήριξη που έδωσε η Γερµανία στη νέα Ευρώπη είχε δύο προϋποθέσεις.
Πρώτον, ότι το ισχυρό µάρκο θα αντικαθίστατο από ένα ισχυρό ευρώ.
Και, δεύτερον, ότι θα υπήρχαν όρια στην έκταση της Γερµανικής χρηµατοδότησης προς την υπόλοιπη Ευρώπη.
Στη βάση αυτή, στην ΕΚΤ δόθηκε µία αποστολή και µόνο: να ελέγχει τον πληθωρισµό.
Μπροστά στον ενθουσιασµό του τέλους του 20ου αιώνα για το νέο νόµισµα και τη νέα Ευρώπη που αναδυόταν, ελάχιστοι έδωσαν σηµασία στις επισηµάνσεις αρκετών οικονοµολόγων ότι το συγκεκριµένο θεσµικό πλαίσιο δεν µπορούσε να αντιµετωπίσει µία ασύµµετρη κρίση.
Ή, ότι η επιβολή µίας ενιαίας νοµισµατικής πολιτικής σε οικονοµίες, που δεν θα βρίσκονταν πάντα στην ίδια φάση του κύκλου οικονοµικής συγκυρίας, θα οδηγούσε το ευρώ σε κρίση.
Η ζώνη του ευρώ συνέχισε να κοιµάται τον µακάριο ύπνο της όταν ξέσπασε η κρίση των τοξικών οµολόγων.
Ύπνο που δεν διατάραξε ούτε το ταρακούνηµα της ελληνικής δηµοσιονοµικής κρίσης.
Αντίθετα, µάλιστα.
Μήνες µετά το ξεκίνηµα της ελληνικής κρίσης, µονότονα επέµενε η Ευρώπη ότι η Ελλάδα αποτελούσε µία µεµονωµένη –ίσως και ιδιόµορφη περίπτωση.
Μην έχοντας µάλιστα την τεχνογνωσία να αντιµετωπίσει µία κρίση στο πλαίσιο της ατελούς οικονοµικής ένωσης και χωρίς τη δυνατότητα της υποτίµησης, επέλεξε να µετατρέψει τη χώρα µας σε πειραµατόζωο και να την παραδώσει στα χέρια του ∆ΝΤ.
Ακόµη και οι κρίσεις της Ιρλανδίας και Πορτογαλίας δεν κατάφεραν να ακυρώσουν πλήρως την εθελοτυφλία του ευρωπαϊκού Βορρά.
Χρειάστηκε να επεκταθεί η κρίση στην Ιταλία και την Ισπανία για να συνειδητοποιήσει η Ευρώπη ότι οι αγορές δεν είχαν κανένα σκοπό πλέον να αντιµετωπίσουν το ευρώ ως ένα ενιαίο νόµισµα.
Το ευρώ είχε σπάσει σε εθνικά νοµίσµατα που το µόνο κοινό µεταξύ τους ήταν πια το όνοµα.
Η διαφορά των spreads ανάµεσα στα κράτη-µέλη, οδήγησε σε αντίστοιχες διαφορές στα επιτόκια χρηµατοδότησης της ιδιωτικής οικονοµίας και ετέθη έτσι σε κίνδυνο αυτή η ίδια η ιδέα και η πρακτική της ενιαίας αγοράς, πόσω µάλλον της ενιαίας Ευρώπης.
Μπροστά στο µένος των αγορών, η Ευρώπη του Βορρά διατηρεί ακόµη και σήµερα µία αξιοθαύµαστη ψυχραιµία.
Στην ουσία βάζει το στοίχηµα ότι οι αγορές δεν θα αναλάβουν την ευθύνη να οδηγήσουν το ευρώ σε µία ανεξέλεγκτη πτώση και θα περιοριστούν να ασκούν ανά περίπτωση πίεση στα µέλη µέχρι να διορθωθούν τα κακώς κείµενα της ευρωζώνης συνολικά.
Γι’ αυτό, κάθε φορά που η Ευρώπη κάνει ένα βήµα κοντύτερα προς την ενοποίησή της, οι αγορές αρχικά αντιδρούν θετικά ή και ουδέτερα.
Στη συνέχεια, όµως, εντείνουν την πίεση τους ξανά –όπως αποδεικνύουν οι διαχρονικές αντιδράσεις τους στα βήµατα που κάνουν η Ισπανία και η Ιταλία– πρόσφατα και η Ελλάδα, που είδε την τιµή των κρατικών οµολόγων της να αυξάνεται δραµατικά, όταν η προοπτική της εξόδου της από τη ζώνη φάνηκε να αποµακρύνεται.
Τρία είναι τα κρίσιµα προβλήµατα της ζώνης του ευρώ.
• Πρώτον, η εναρµόνιση της δηµοσιονοµικής πολιτικής σε όλα τα κράτη- µέλη, αλλά και µε αναφορά στη νοµισµατική πολιτική.
Για το θέµα αυτό η Ευρώπη έχει κάνει πολλά και σηµαντικά βήµατα ως προς τον σχεδιασµό της πολιτικής και τους θεσµούς που θα ευθύνονται για την εφαρµογή της.
Παραµένει, όµως, το θέµα της υλοποίησής τους, που συνεπάγεται την υποχρεωτική εκχώρηση ορισµένων εθνικών κυριαρχικών δικαιωµάτων στην Ε.Ε. και απαιτεί χρόνο.
• ∆εύτερον, η απόκτηση από την ΕΚΤ των αρµοδιοτήτων και του βαθµού ελευθερίας που έχουν οι ισχυρές παραδοσιακές κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ και του Η.Β.
Και στο θέµα αυτό έχουν υπάρξει µερικές σηµαντικές εξελίξεις –ιδιαίτερα προς την κατεύθυνση της νοµισµατικής χρηµατοδότησης.
Τα βήµατα αυτά, όµως, δεν είναι θεσµοθετηµένα, αλλά περιστασιακά και ανεπίσηµα.
Επιπλέον, δε, επαφίενται στην «καλή θέληση» της Γερµανίας και στην ανοχή των άλλων ευρωπαϊκών κρατών του Βορρά.
Τέλος, απέχουν ακόµα πολύ από την οριστική λύση: την απόφαση να αναλαµβάνει η ΕΚΤ τη χρηµατοδότηση των εθνικών ελλειµµάτων των κρατών –µελών του ευρώ µε την έκδοση ευρωοµολόγων.
• Τρίτον, η ανάδειξη ενός νέου αναπτυξιακού πλαισίου µεταξύ Βορρά και Νότου, ώστε να µην καταδικάζεται ο Νότος σε µόνιµη λιτότητα και ύφεση –µε ανυπολόγιστες κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις.
Το θέµα είναι διαχρονικό.
Την τελευταία φορά που ετέθη ήταν το 1945, στη Σύνοδο του Bretton Woods που αποφάσιζε τη µεταπολεµική αρχιτεκτονική του παγκόσµιου οικονοµικού συστήµατος.
Για ηθικούς λόγους οι ΗΠΑ επέβαλαν τότε τη θέση ότι ο δανειζόµενος πρέπει να φέρει το βάρος της προσαρµογής –όχι ο δανειστής.
Η απόφαση αυτή στοιχειώνει σήµερα τόσο τις ίδιες τις ΗΠΑ όσο και την Ευρώπη.
Όσο οι σχέσεις Βορρά – Νότου (παγκόσµια και όχι µόνο στην Ευρώπη) καθορίζονται αποκλειστικά από την ισχύ της αποταµίευσης και του πλούτου, τόσο θα διαιωνίζεται η άνιση κατανοµή των εισοδηµάτων, θα υπονοµεύεται η κοινωνική συνοχή και θα δηµιουργούνται πολιτικές εντάσεις.
Η επίλυση αυτού του τρίτου προβλήµατος µπορεί να αποδειχθεί ως η πιο δύσκολη.
Στον δρόµο της ορθώνονται σηµαντικά εµπόδια:
Η Γερµανική οικονοµική ορθοδοξία που θέλει τη νοµισµατική πολιτική να καθορίζει τον πληθωρισµό και την αγορά να βρίσκει τότε, µόνη της και αυτόµατα, την ελάχιστη δυνατή ανεργία.
Η αµερικανική προκατάληψη που θεωρεί ότι οι «φούσκες» (µετοχών, ακινήτων, χρεογράφων γενικά) δεν µπορούν να τεθούν υπό έλεγχο.
Η Αγγλική ιδεοληψία να µη δέχεται όρια στην ελευθερία των χρηµατοπιστωτικών αγορών να δηµιουργούν και να εµπορεύονται περίπλοκα χρηµατοπιστωτικά εργαλεία υψηλού ρίσκου.
Και, τέλος, η παράδοση του 1945, όπως αυτή εκπροσωπείται σήµερα από το ∆ΝΤ, που θέλει πολιτικές που παραβλέπουν τις πολιτικοκοινωνικές προεκτάσεις και επιπτώσεις της οικονοµικής πολιτικής της λιτότητας.
Οι πολιτικές αυτές αµφισβητούνται ολοένα και περισσότερο –από την ίδια την εφαρµογή τους στη πράξη.
Πρόκειται για µία ριζική οικονοµική ανατροπή που θα ενισχύσει τις επιθέσεις κατά της κρατούσας οικονοµικής αντίληψης της λιτότητας για τους δανειζόµενους –και ανοίγει τον δρόµο ακόµη και για πολιτικές επιπτώσεις.
Η χώρα µας που έχει τόσο υποφέρει από την αδιαλλαξία του προγράµµατος προσαρµογής, τις ιδεοληψίες του και τη µόνιµη απόκλιση στα προβλεπόµενα αποτελέσµατα, έχει τώρα τη δυνατότητα να διεκδικήσει µε εµφατικό το αίσθηµα του δικαίου τη ριζική αναθεώρηση του µνηµονίου και την αντικατάστασή του από ένα εθνικό σχέδιο, γραµµένο στα ελληνικά, για την ανόρθωση της χώρας.
Ο δρόµος για την ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι ανοιχτός, γιατί οι Ευρωπαίοι έχουµε επενδύσει ήδη πολλά σε αυτή την κατεύθυνση.
Είναι όµως και γεµάτος µε εµπόδια, γιατί είµαστε 27 διαφορετικές χώρες, εθνότητες, γλώσσες.
Κρισιµότερο θέµα που θα αναδειχθεί στο µέλλον στην προσπάθεια ενοποίησης, είναι το θέµα της λαϊκής νοµιµοποίησής της.
Μέχρι σήµερα, οι λαοί της Ευρώπης στήριξαν το όραµα των Μονέ, Σούµαν, Αντενάουερ και διότι είχαν ιστορική µνήµη και γιατί η ενωµένη Ευρώπη τηρούσε την υπόσχεσή της για ειρήνη, ανάπτυξη και κοινωνική δικαιοσύνη.
Όσο η ιστορική µνήµη εξασθενεί, όµως, τόσο η κινητήρια δύναµη για την ενωµένη Ευρώπη αποµονώνεται στην απαίτηση των πολιτών για τη διατήρηση και επέκταση του ευρωπαϊκού κοινωνικού µοντέλου, την ίδια στιγµή που η οικονοµική πραγµατικότητα απειλεί τη διατηρησιµότητά του σε κάθε Ευρωπαϊκή χώρα.
Αυτή η εξέλιξη αποτελεί και τη µεγαλύτερη νάρκη στην ευρωπαϊκή πορεία.
Νάρκη που πρέπει να αφοπλιστεί µε τη δηµιουργία νέων δεσµών µεταξύ της τεχνοκρατικής ευρωπαϊκής νοµενκλατούρας και των απρόσωπων ευρωπαϊκών θεσµών από τη µία µεριά και των λαών της Ευρώπης από την άλλη, έτσι ώστε να ανακτηθεί η πίστη τους και η προσήλωσή τους στο ευρωπαϊκό όραµα.
Ο δρόµος για την ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι ανοιχτός, αλλά δύσβατος.
Στην πράξη εξελίσσεται σ’ έναν αγώνα όπου η ταχύτητα και το εύρος των µεταρρυθµίσεων που απαιτούν οι αγορές ώστε να ξαναδούν το ευρώ ως ένα ενιαίο νόµισµα θα αντιτίθεται στη σταδιακή προσέγγιση που προκρίνει ο ευρωπαϊκός Βορράς, επιδιώκοντας την όσο δυνατόν λιγότερη ριζοσπαστική αντιµετώπιση των εγγενών προβληµάτων του ευρώ.
Και οι δύο πλευρές είναι υποχρεωµένες, όµως, να λειτουργήσουν µε το φάσµα της ανάληψης της ευθύνης για µία πιθανή κατάρρευση της ευρωζώνης µε όλες τις καταστροφικές παγκόσµιες συνέπειες που θα είχε χωρίς καµία αµφιβολία µία τέτοια εξέλιξη.
Αυτός ο φόβος είναι που έχει ανατρέψει τη µέχρι τώρα εχθρική πολιτική της Ευρώπης προς την Ελλάδα.
Αυτός ο φόβος αποτελεί και το ισχυρότερο διαπραγµατευτικό χαρτί που κρατά η Ελλάδα, αλλά και την καλύτερη εγγύηση ότι η Ευρώπη θα βρει τον δρόµο της –έστω κι αν προς στιγµή θα φανεί να φλερτάρει µε την καταστροφή.»