Εθνική διέξοδος (;) από την χαλάρωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα…

Η διευθέτηση μείωσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, οι επείγουσες παρεμβάσεις στην οικονομία και τα ηχηρά μηνύματα  από τη Fitch για τη σημερινή και την επόμενη κυβέρνηση συνθέτουν την επικαιρότητα και  τα πραγματικά προβλήματα της χώρας.

Η Καθημερινή σε κεντρικό άρθρο της υπό τον τίτλο «εθνικός στόχος» σημειώνει:

«Αν υπάρχει κάτι στο οποίο ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. συμφωνούν –ή, τουλάχιστον, μπορούν να συμφωνήσουν πως δεν διαφωνούν– είναι ότι απαιτείται χαλάρωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Χρειάζεται δημοσιονομικός χώρος για φοροελαφρύνσεις. Άλλη διέξοδος δεν υπάρχει. Το γεγονός ότι αυτόν τον κοινό τόπο της εσωτερικής πολιτικής αναγνώρισε για πρώτη φορά, έστω και υπό όρους, ο επικρατέστερος για επόμενος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής συνιστά το πρώτο, δειλό βήμα για την επίτευξη ενός εθνικού στόχου. Η παραδοχή του Μάνφρεντ Βέμπερ ότι η αναθεώρηση των ασφυκτικών πλεονασμάτων μπορεί να συζητηθεί δεν ήρθε μόνη της. Ήρθε ως αποτέλεσμα επίμονης ζύμωσης. Ήρθε ως δείκτης τού τι σημαίνει οι επερχόμενες κυβερνήσεις να μην έρχονται σκίζοντας, αλλά χτίζοντας.

Η παρατήρηση των αναλυτών της Fitch ότι «οι μελλοντικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα πρέπει να κρατήσουν πρωτογενή πλεονάσματα για ιδιαίτερα μεγάλη περίοδο, κάτι που μπορεί να είναι πολιτική δοκιμασία» συμπυκνώνει το νόημα των διεργασιών ενός δύσκολου περιβάλλοντος  στην οικονομία και την κοινωνία και τον βαθμό δυσκολίας μιας  ενδεχόμενης πολιτικής ανάληψης πρωτοβουλιών  που αναμένουν οι πολίτες.

Όπως τιτλοφορεί σχετικό δημοσίευμα (protothema.gr) Ηχηρά μηνύματα από τη Fitch για τη σημερινή και την επόμενη κυβέρνηση  «οι καθυστερήσεις και η αβεβαιότητα γύρω από τα τελικά σχέδια της κυβέρνησης για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων και το διάδοχο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη, σε συνδυασμό με την ανησυχία για τις δικαστικές αποφάσεις που μπορεί να υποχρεώσουν το Δημόσιο να καταβάλει αναδρομικά ύψους πολλών δισ. ευρώ σε συνταξιούχους και δημοσίους υπαλλήλους, έβαλαν φρένο στην αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας από τη Fitch χθες.

Ο οίκος αξιολόγησης διατήρησε την Ελλάδα στην πιστοληπτική κατηγορία ΒΒ- (δηλαδή, τρία σκαλοπάτια χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα) με σταθερές προοπτικές (outlook), διαψεύδοντας τις προσδοκίες ότι θα αναβάθμιζε τις προοπτικές σε θετικές. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η Fitch συνόδευσε τη χθεσινή ανακοίνωσή της με μια εκτενέστατη ανάλυση, που ουσιαστικά μεταφέρει τις συστάσεις των αγορών τόσο προς τη σημερινή όσο και προς την επόμενη κυβέρνηση.»

Το in.gr σε δημοσίευμα υπό τον τίτλο Είναι η οικονομία ανόητοι, όχι το πολιτικό θέατρο του παραλόγου σχλοιάζει ότι την  ώρα που η πολιτική συζήτηση εξαντλείται στον Παπαχριστόπουλο και τα sms του Νικολόπουλου, πληθαίνουν τα ανησυχητικά σημάδια στην οικονομία. Όπως συνεχίζει το  πρόβλημα της υπερφορολόγησης  εξακολουθεί να δημιουργεί εμπόδια και στην ανάπτυξη και στην προσέλκυση επενδύσεων.  Σύμφωνα με έκθεση του Tax Foundation η Ελλάδα ως προς τη φορολογία των επιχειρήσεων καταλαμβάνει την 23η θέση στην Ευρώπη, με 29% το 2018, την ώρα που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 22,5%. Η Ελλάδα έχει χαμηλότερη φορολογία από τη Γαλλία (34,4%), τη Γερμανία (29,8%), το Βέλγιο (29,6%), χώρες που έχουν ταυτόχρονα μεγάλη παράδοση στη φορολογία αλλά και σημαντική παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, αλλά και υψηλότερη της Ιταλίας (27,8%), την Ισπανία (25%), την Πολωνία (19%) αλλά ακόμη και τη γειτονική Τουρκία (22%).

Το στοιχείο αυτό δείχνει μια από τις μεγαλύτερες αντιφάσεις που διαπερνούν σήμερα την ελληνική οικονομία. Η απαίτηση για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα σε βάθος χρόνου δυσκολεύει οποιαδήποτε προσπάθεια για μείωση της φορολογίας, την ώρα που η τελευταία γίνεται εμπόδιο στην αναπτυξιακή δυναμική, τόσο στο επίπεδο επενδυτικών επιλογών των επιχειρήσεων όσο και σε επίπεδο καταναλωτικής συμπεριφοράς των νοικοκυριών.

 
Ο «εκλογικός κύκλος» και τα πραγματικά ερωτήματα της οικονομίας

Όλα αυτά αποκτούν τη δική τους επικαιρότητα, την ώρα που ο «εκλογικός κύκλος» στον οποίο εκ των πραγμάτων έχουμε μπει σημαίνει ότι… απλώς θα πρέπει να περιμένουν.

Την ώρα, δηλαδή, που χρειάζονται αποφασιστικές και το κυριότερο έγκαιρες παρεμβάσεις ώστε να διατηρηθεί αναπτυξιακή δυναμική, ακόμη και μέσα σε ένα επιδεινούμενο διεθνές περιβάλλον, η κυβέρνηση, αλλά και με έναν τρόπο το σύνολο του πολιτικού συστήματος, είναι στραμμένο προς τις εκλογές και τις απαιτήσεις τους και διαμορφώνουν μια συνθήκη όπου οι αναγκαίες παρεμβάσεις απλώς αναβάλλονται διαρκώς για πιο εύθετο χρόνο, την ώρα που και οι παράγοντες της οικονομίας είναι εκ των πραγμάτων επιφυλακτικοί.

Μένει να δούμε ποιο θα είναι το κόστος αυτού του χαμένου διαστήματος.»

Σχετικά Άρθρα