Ευκαιρίες και απειλές για τις ΜΜΕ από την εφαρμογή των νέων εμπορικών συμφωνιών

Του Γ. Καββαθά

«Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τα τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες ενός ριζικού μετασχηματισμού στο θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που στόχο έχει την επονομαζόμενη ευελιξία και απελευθέρωση των αγορών, με απώτερο σκοπό την αποτελεσματική οργάνωση της οικονομίας και την υψηλότερη επιχειρηματική απόδοση.

Αυτή η στόχευση υπηρετήθηκε στο αρχικό στάδιο της οικονομικής ολοκλήρωσης μέσα από μια διαδικασία σύγκλισης μισθών, κινητικότητας εργασίας, μεταφοράς πόρων από πλεονασματικές σε ελλειμματικές περιφέρειες, μέσα από την έμφαση στην εκπαίδευση αλλά και με δράσεις που αφορούσαν τη συντεταγμένη απελευθέρωση των οικονομικών περιορισμών στην Ευρώπη.

Τούτο είχε προφανείς συνέπειες και αναφορικά με τις συνέργιες που ανέπτυξε η ΕΕ στις εμπορικές σχέσεις με τρίτες χώρες και ιδιαίτερα με τις ΗΠΑ και τον Καναδά, παραδοσιακούς οικονομικούς εταίρους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 2013 οι ΗΠΑ αποτελούσαν τον 9ο εξαγωγικό προορισμό της χώρας  με συναλλαγές που ανέρχονται σε  περίπου 1 δις (ποσοστό 3,4% του ΑΕΠ).

Σήμερα, – και μέσα στο υφεσιακό περιβάλλον που έχει διαμορφώσει η δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική κρίση- αυτή η στοχοθεσία υπηρετείται μέσα από ένα παράδοξο μίγμα πολιτικών λιτότητας, παραγωγικής αναδιάρθρωσης και ευελιξίας στην αγορά προϊόντος και εργασίας, συγκέντρωσης των μεριδίων αγοράς σε λίγες «αποτελεσματικές» επιχειρήσεις, η οποία κατά την ταπεινή μας γνώμη απομακρύνει την ΕΕ από το ευρωπαϊκό κεκτημένο, και ακολούθως απομακρύνει τους πολίτες από το ευρωπαϊκό όραμα της οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης.

Τα κοινωνικά αποτελέσματα είναι προφανή σε πολιτικό και περιφερειακό επίπεδο με την ανάδειξη των δυνάμεων του ευρωσκεπτικισμού και του φασισμού. Τα οικονομικά αποτελέσματα είναι επίσης ορατά στη χώρα  μας, που εφαρμόστηκε πειραματικά το μεγαλύτερο μέρος του νέου αυτού οικονομικού σχεδιασμού.

Υπό αυτό το πρίσμα, δεν έχει καμιά σημασία να αναφερθούμε στα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική οικονομία  λόγω των παραπάνω εφαρμοζόμενων πολιτικών και θα προτιμήσω στη συνέχεια της ανάλυσης να εστιάσω στις συνέπειες των πολιτικών απελευθέρωσης εμπορίου που συνοδεύουν τις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται στο σύνολο των οικονομιών της Ευρ. Ένωσης.

Οι προωθούμενες αλλαγές που σχεδιάζονται στο πεδίο των διεθνών εμπορικών σχέσεων θα πρέπει να συμπεριλάβουν όλες αυτές τις παραμέτρους υπόψη, δηλαδή τα προβλήματα που προέκυψαν στις ευρωπαϊκές οικονομίες μέσα στην κρίση, ιδιαίτερα τις μικρές και περιφερειακές οικονομίες με τις διαρθρωτικές αδυναμίες.

Από την άλλη βέβαια, σε τεχνοκρατικό επίπεδο δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι στις ευρωπαϊκές δομές έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος η οποία αφορά στην ανάπτυξη των πληροφοριακών συστημάτων διακυβέρνησης, στη μείωση του κόστους της γραφειοκρατίας, στη μείωση του χρόνου απονομής δικαιοσύνης, στη φορολογική και διοικητική  βελτίωση των μηχανισμών.

Η ΕΕ και οι διεθνείς οργανισμοί έχουν βοηθήσει με τη την εμπειρία τους στην εισαγωγή αποτελεσματικότερων μηχανισμών ελέγχου και ανάπτυξης των εμπορικών σχέσεων, όμως οι ΜΜΕ συνεχίζουν να κατέχουν το μεγάλο συγκριτικό μειονέκτημα του υψηλού και δυσανάλογου γραφειοκρατικού βάρους και κόστους συμμόρφωσης.

Ο ριζικός μετασχηματισμός της ευρωπαϊκής οικονομίας για τον οποίο μιλήσαμε πριν λίγο μεταφέρεται πλέον από το πεδίο των εθνικών πολιτικών στην κεντρική ευρωπαϊκή σκηνή. Αυτή η παραδοχή έχει προφανείς επιπτώσεις στην ποιότητα της λήψης αποφάσεων και το βάθος των δημοκρατικών διαδικασιών που ακολουθεί η ΕΕ. Είναι προφανές ότι δεν είμαστε καθόλου ικανοποιημένοι ως προς το βαθμό ολοκλήρωσης των θεσμών της ΕΕ και των δημοκρατικών διαδικασιών που ακολουθούνται το τελευταίο διάστημα. Οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν στις χώρες που εντάχθηκαν στο μηχανισμό παρακολούθησης και στήριξης της οικονομίας αλλά και άλλες που δοκίμασαν άλλα σχήματα προσαρμογής καταδεικνύουν ότι υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής, που θέτει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ένα νέο σταυροδρόμι. Η λήψη των αποφάσεων θα περάσει defactoσε μια μικρή ομάδα συμφερόντων με βάση το ευρωπαϊκό κέντρο, ή θα υπάρξει διάχυση εξουσιών στο σύνολο των ευρωπαϊκών κρατών στη βάση ενός νέου σύγχρονου μοντέλου ευρωπαϊκής δημοκρατίας;

 Θα βελτιώσει η ΕΕ τις οικονομικές δομές οδεύοντας σε μια οικονομία υψηλής εξειδίκευσης, με έμφαση στην ποιότητα των αγαθών, την καινοτομία και στην αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού από το οποίο δε φείδεται, ή θα προχωρήσει σε μια συντεταγμένη διαίρεση Βορρά- Νότου, όπου ο Νότος θα προσφέρει χαμηλά μεροκάματα και αγαθά χαμηλής παραγωγικότητας και ειδίκευσης, χωρίς πρότυπα ποιότητας, και ο Βορράς θα κάνει τον επενδυτικό σχεδιασμό αγνοώντας για τις κοινωνικές και περιφερειακές συνέπειες;

Με άλλα λόγια οι ανισορροπίες της Ευρώπης θα μετασχηματιστούν σε εργαλείο ανοικοδόμησης, ή θα γίνουν τα βαρίδια που θα οδηγήσουν στην πλήρη οικονομική κατάρρευση;

Τα τελευταία χρόνια διαπιστώνουμε ότι ενώ η πλειονότητα των χωρών της Ευρωζώνης αντιμετωπίζει σοβαρά ελλείμματα, χώρες του κέντρου αναπτύσσουν μεγάλα οικονομικά πλεονάσματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η γερμανική οικονομία, η οποία μέσα στην κρίση κατόρθωσε να αποσπάσει το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς, αυξάνοντας το εμπορικό της πλεόνασμα σε επίπεδα προ της κρίσης.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ανάλυσης, εμείς ως ΓΣΕΒΕΕ, προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τις εξελίξεις στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις που αναπτύσσει η ΕΕ με τους στρατηγικούς της συμμάχους. Θεωρούμε θετική την προώθηση του διαλόγου με τους εταίρους (ΗΠΑ και Καναδά) με σκοπό τη διεύρυνση των εμπορικών δραστηριοτήτων και τη διευκόλυνση στην ανταλλαγή των εμπορευμάτων και υπηρεσιών.

Παρά την πολυπλοκότητα που προκύπτει από την ανάγκη να εξισορροπηθούν οι πιέσεις από τις διάφορες ομάδες συμφερόντων και λόμπι, θεωρούμε ωφέλιμη την περαιτέρω ανάπτυξη και εμβάθυνση των θεσμών και τη βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης των δυο πλευρών του Ατλαντικού.

Είμαστε βέβαιοι ότι η ανάπτυξη καινοτομίας και η υψηλή ειδίκευση μπορούν να αποτελέσουν το βραχίονα και την ατμομηχανή αυτών των συνεργιών και να δώσουν στις δυο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου

Οφείλουμε όμως παρακάτω να επισημάνουμε ορισμένες πτυχές που έχουν ίσως διαφύγει της προσοχής των εθνικών κοινοβουλίων και του ευρωπαϊκού μηχανισμού λήψης αποφάσεων.

Αυτές είναι οι παρακάτω και ανταποκρίνονται στο μέχρι τώρα περιορισμένο όγκο πληροφόρησης που έχουν στη διάθεσή μας σχετικά με αυτά που αποτελούν το κύριο αντικείμενο διαπραγμάτευσης:

  1. Ενώ στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων έχει δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στα εμπορικά σήματα, την πνευματική και διανοητική ιδιοκτησία διαφαίνεται ότι δεν έχουν προωθηθεί οι συζητήσεις ως προς τη διασφάλιση της ποιότητας των τροφίμων και της τήρησης των περιβαλλοντικών προτύπων. Οι πρόσφατες πληροφορίες που έχουμε σχετικά με την αποδοχή διάθεσης μεταλλαγμένων τροφίμων στην ευρωπαϊκή αγορά θα πρέπει να απασχολήσει την Ευρ. Επιτροπή, το Ευρωκοινοβούλιο και τις αντίστοιχες επιτροπές
  2. Ως προς την εθνική οικονομία, θεωρούμε ότι θα πρέπει να παραμείνουν εν ισχύ οι αυστηροί περιβαλλοντικοί όροι. Η ΕΕ φημίζεται για την τήρηση κανόνων υγιεινής και ασφάλειας, ιδιαίτερα στο αγροδιατροφικό σύμπλεγμα. Η ισχύς των κανόνων αυτών δεν θα πρέπει να παραμείνει τυπική και να εφαρμόζεται στο επίπεδο της τυποποίησης του τελικού προϊόντος, αλλά πρέπει να διαπερνά ολόκληρη την παραγωγική και διατροφική αλυσίδα. Μάλιστα, Η σιωπή των ευρωπαϊκών οργάνων και οι περιορισμένες διαρροές που γίνονται το τελευταίο διάστημα μας ανησυχούν ιδιαίτερα.
  3. Για την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης, η οποία έχει ενδιαφέρον τόσο για την ελληνική, όσο και για την ιταλική περίπτωση, θεωρούμε ότι θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στη διατήρηση των παραδοσιακών διαδικασιών παραγωγής και στην ανάδειξη των τεχνοτροπιών και των πολιτιστικών διαφορών. Οποιαδήποτε απόκλιση από τους κανόνες θα επιφέρει σημαντικές απώλειες στις μικρές οικονομίες και τις επιχειρήσεις που έχουν επενδύσει στην ποιότητα και όχι στη μαζική κατανάλωση. Οποιαδήποτε απόκλιση θα οδηγήσει μαθηματικά στο κλείσιμο δυναμικών επιχειρήσεων και στην υποβάθμιση της ποιότητας για τους καταναλωτές. Τα αποτελέσματα ως προς το εμπορικό ισοζύγιο θα είναι αρνητικά.
  4. Σε επίπεδο συγκρότησης της Επιστημονικής ομάδας διαπραγμάτευσης (συμβουλευτική ομάδα εμπειρογνωμόνων), θεωρούμε ότι είναι απαράδεκτη η μη συμπερίληψη εκπροσώπου των ΜΜΕ στις διαδικασίες διαλόγου. Άλλωστε, αυτή η απουσία καταδεικνύει και την αδυναμία των θεσμών της ΕΕ να ενσωματώσουν στις διαπραγματεύσεις τις θέσεις των πιο αδύναμων (σε επίπεδο εξουσίας και πρόσβασης σε αυτές) επιχειρηματικών μονάδων.
  5. Οι προωθούμενες μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών  φαίνεται άλλωστε να επιδρούν θετικά κυρίως στις μεγάλες εθνικές και πολυεθνικές επιχειρήσεις, καθώς τα μέτρα που λαμβάνονται ενισχύουν τη δική τους ανταγωνιστική θέση. Ανάλογη μέριμνα πρέπει να ληφθεί και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες αποτελούν τους κύριους φορείς παραγωγής καινοτομίας και νέων θέσεων εργασίας στο ευρωπαϊκό στερέωμα.
  6. Επιπλέον, η έλλειψη ενημέρωσης των βασικών εταίρων και της κοινωνίας ως προς το ειδικό περιεχόμενο των συνομιλιών και η διαμόρφωση της ατζέντας με αποσπασματικό τρόπο δημιουργεί ένα αρνητικό προηγούμενο ως προς την έκβαση των διαπραγματεύσεων. Οι κεκλεισμένων των θυρών συνεδριάσεις, και η μη οριοθέτηση κανόνων και αρχών διαπραγμάτευσης μας οδηγεί σε επικίνδυνες ατραπούς.  Η διαφάνεια για την οποία όλοι ενδιαφέρονται θα πρέπει να εφαρμοστεί σε  πραγματικούς όρους. Ας μη λησμονούμε ότι το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν οι φωνές διαμαρτυρίας διαφόρων ΜΚΟ, ομάδων πίεσης, κοινωνικών εταίρων για την απουσία δημοκρατικού ελέγχου στις αποφάσεις που λαμβάνονται.
  7. Αναφορικά με το θεσμικό πλαίσιο διαιτησίας των διαφορών δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, και ενώ προκρίνουμε ως φορέας της ιδιωτικής πρωτοβουλίας την ταχύτερη επίλυση διαφορών και τη μείωση των νομικών περιορισμών, θεωρούμε ότι η μετάβαση σε ένα νέο νομικό καθεστώς θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη διατήρηση των κοινωνικών αγαθών και το ρόλο του κράτους ως εγγυητή των θεσμών.
  8. Αναφορικά με τη Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία, ΕΕ-Καναδά, η ΓΣΕΒΕΕ επισημαίνει ότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες που υπάρχουν στον αγροδιατροφικό κλάδο, το πλαίσιο ανταγωνισμού και οι διαφορές που υφίστανται σχετικά με τα προϊόντα ΠΟΠ. Η συνολική συμφωνία θα πρέπει να αφήνει στις χώρες της περιφέρειας να παράγουν καινοτομικά και παραδοσιακά αγαθά υψηλής διατροφικής αξίας, υπό συνθήκες που επιτρέπουν την επιχειρηματική οργάνωση και κερδοφορία.

Κλείνω με ένα αξιολογικό σχόλιο.Όταν οι ηγέτες της Ευρώπης έθεταν τα βασικά θεμέλια της οικονομικής ένωσης (ΕΟΚ) και της μετεξέλιξής της στη συνέχεια με την Οικονομική και Νομισματική Ένωση, είχαν ένα πολύ φιλόδοξο, ολοκληρωμένο αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστικό στόχο: με ποιο τρόπο η απελευθέρωση των αγορών, η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και η κίνηση κεφαλαίων θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση στην ευρωπαϊκή οικονομία, την απασχόληση, την κινητικότητα εργασίας, τις νέες επενδύσεις, την τόνωση του εξαγωγικού τομέα.

Οι θετικές συνέπειες όλων των παραπάνω θα συγκροτούσαν το ευρωπαϊκό οικονομικό μοντέλο, που θα χαρακτηριζόταν από μεγαλύτερο βαθμό διάχυσης του προϊόντος, της κοινωνικής δικαιοσύνης, συμμετοχής στο ευρωπαϊκό κεκτημένο και ανάπτυξης της μικρής επιχειρηματικότητας.

Σε ένα σημαντικό βαθμό, και ιδιαίτερα σε θεσμικό επίπεδο πολλοί από τους στόχους επιτεύχθηκαν τα πρώτα χρόνια ανάπτυξης του εγχειρήματος.

Σήμερα, μετά από κάποια χρόνια ενδοσκόπησης και μετάλλαξης της ΕΕ σε ένα γραφειοκρατικό κλειστό σύστημα που έχει διαρρήξει τις σχέσεις της με την κοινωνία και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, οφείλουμε όλοι οι κοινωνικοί φορείς να προωθήσουμε πολιτικές που είναι προς όφελος της κοινωνίας, της επιχειρηματικότητας και της συμμετοχής στην οικονομία.

Οι αποφάσεις που λαμβάνονται άνωθεν είναι καταδικασμένες να αποτύχουν αν δεν συνδυάσουν τη συσσωρευμένη εμπειρία της Ευρώπης ως οικονομικό και πολιτικό θεσμό με την ανάγκη αναδιάρθρωσης της οικονομίας προς όφελος των τοπικών οικονομιών και των καταναλωτών. Οι σύγχρονες παρεμβάσεις και η πολιτική κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ηγεσίας μας κάνει να μην εφησυχάζουμε ιδιαίτερα για την πορεία των διαπραγματεύσεων.»

 

Το κείμενο υπό μορφή άρθρου είναι από την παρέμβαση του Προέδρου της ΓΣΕΒΕΕ κ. Γ. Καββαθά στο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής που πραγματοποιήθηκε στις 24 Ιουνίου στις Βρυξέλλες.

Σχετικά Άρθρα