
Ε. Βενιζέλος: το στοίχημα είναι αν μπορεί να υπάρξει μια Ελλάδα μετά την κρίση
Άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου δημοσιεύει το Γαλλικό περιοδικό Commentaire (τεύχος 159, Φθινόπωρο 2017 ), https://www.commentaire.fr/ με τον τίτλο «Crise grecque et zone euro» (ελληνικός τίτλος: «Η Ελληνική κρίση και η Ευρωζώνη. Μια εμπειρία οικονομικής διακυβέρνησης»)
Στον πρόλογο του άρθρου η σύνταξη του περιοδικού Commentaire σημειώνει: «Ο Ευάγγελος Βενιζέλος άσκησε κρίσιμα καθήκοντα στους κόλπους της Ελληνικής κυβέρνησης. Οι ευρωπαϊκές του πεποιθήσεις και οι ικανότητες του θα τον φέρουν ξανά στο μέλλον σε νέα καθήκοντα.
Είχε την καλοσύνη να μας εμπιστευθεί αυτό το άρθρο σχετικά με την κρίση που πέρασε και περνάει ακόμη η χώρα του. Δείχνει ποια μαθήματα οφείλει να αποκομίσει η Ευρώπη.
Η κρίση του ελληνικού χρέους θεωρήθηκε γενικά ως εξαιρετική και πιο συγκεκριμένα ως μια μοναδική περίπτωση που αποκλίνει από το κανονικό σε σχέση με τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που υπήχθησαν, μετά το 2010, σε προγράμματα υποστήριξης και προσαρμογής (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Κύπρος), τα οποία και ολοκλήρωσαν με επιτυχία.
Κατά την οπτική του συγγραφέα, η ελληνική περίπτωση πρέπει να θεωρηθεί ως μια εργαστηριακή διαδικασία στην οποία δοκιμάστηκαν τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης και ιδίως η οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης. Στοιχεία χρηματοοικονομικής, αλλά και κοινωνικής και πολιτικής και στην πραγματικότητα ιστορικής και πολιτιστικής υφής. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα λειτουργεί ως εργαστήριο. Το ίδιο συνέβη κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου (1946-1949), που ήταν η πρώτη ένοπλη αμφισβήτηση των μεταπολεμικών διακανονισμών και ένα από τα πρώτα επεισόδια του Ψυχρού Πολέμου.»
Απόσπασμα άρθρου:
Η συμφωνία στο Eurogroup της 15.6.2017
Μετά και τις συμφωνίες που επιτεύχθηκαν στο Eurogroup της 15.6.2017, το πλαίσιο για το ελληνικό δημόσιο χρέος, την εξέλιξη των προγραμμάτων στήριξης και προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας και την προοπτική επανόδου της Ελλάδας στην κανονικότητα μιας χώρας – μέλους της Ευρωζώνης είναι το εξής:
Το τρέχον τρίτο ελληνικό πρόγραμμα λήγει τον Ιούλιο του 2018 και υπολογίζεται πως στο τέλος του θα υπάρχουν αδιάθετα 27 δισ. ευρώ από τα εγκεκριμένα 86 δισ. του δανείου του ESM.
Το ΔΝΤ δήλωσε την ετοιμότητα συμμετοχής του στο πρόγραμμα χωρίς όμως να αποφασισθεί συγκεκριμένη χρηματοδότηση. Αυτό θα γίνει μετά την πλήρη εξειδίκευση των μέτρων για το χρέος ώστε να ελέγξει τότε τη βιωσιμότητα του. Η εξειδίκευση όμως αυτή θα γίνει στο τέλος του τρέχοντος τρίτου προγράμματος. Άρα πρακτικά το ΔΝΤ δεν θα μετάσχει χρηματοδοτικά στο τρίτο πρόγραμμα αλλά ενδεχομένως σε ένα σχήμα μετά από αυτό.
Συγκεκριμένο σχήμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος δεν έχει αποφασιστεί. Η ελληνική κυβέρνηση ισχυρίζεται τώρα ότι επιδιώκει μια καθαρή έξοδο στις αγορές χωρίς νέο πρόγραμμα, χωρίς καν προληπτική πιστωτική γραμμή. Ο Ευρωπαϊκός όμως σχεδιασμός για την ύπαρξη περίπου 27 δις ευρώ διαθέσιμων μετά τον Ιούλιο του 2018 μας προδιαθέτει για ένα σχήμα τουλάχιστον ενισχυμένης υπό όρους προληπτικής πιστωτικής γραμμής (ECCL). Άλλωστε αυτό καθησυχάζει τις αγορές και συντελεί στη μείωση των επιτοκίων.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει αποδεχθεί σκληρά πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα (περικοπής συντάξεων και μείωσης του αφορολόγητου ορίου εισοδήματος) για την περίοδο 2018-2019.
Το κυριότερο είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση μετέβαλε πλήρως την αφήγησή της ως προς το επιδιωκόμενο πρωτογενές πλεόνασμα. Μέχρι πριν λίγους μήνες το πρωτογενές πλεόνασμα ήταν συνώνυμο της λιτότητας και της δημοσιονομικής και αναπτυξιακής ασφυξίας. Τώρα η ελληνική κυβέρνηση επαίρεται γιατί το 2016, υπό συνθήκες σχεδόν μηδενικής ανάπτυξης, κατέγραψε πρωτογενές πλεόνασμα 4,2% του ΑΕΠ αντί του προβλεπόμενου στο πρόγραμμα 0,5%. Η υπεραπόδοση αυτή οφείλεται στο σκέλος των εσόδων και όχι στο σκέλος των δαπανών του προϋπολογισμού. Οφείλεται στην υπερφορολόγηση και την μεγάλη αύξηση των υποχρεωτικών κοινωνικών εισφορών. Το νέο αφήγημα της Ελληνικής κυβέρνησης περιλαμβάνει μάλιστα ακόμη υψηλότερο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος ώστε να πληρούνται οι στόχοι του προγράμματος και να χρηματοδοτούνται δημοσιονομικά αντίμετρα, δηλαδή παροχές.
Η ελληνική κυβέρνηση πριν να οριστικοποιηθούν τα μέτρα για το χρέος που αφορούν πρωτίστως τους ετήσιους τόκους, συμφώνησε ότι θα επιτευχθεί από το 2018 έως και το 2022 πρωτογενές πλεόνασμα 3,5 του ΑΕΠ, στο οποίο θέλει να προσθέτει 1% για τη χρηματοδότηση αντιμέτρων. Ανεξαρτήτως της ονομαστικής διόγκωσης του ΑΕΠ που θα επιτυγχάνεται και ανεξαρτήτως του ύψους των τόκων και των αναγκών χρηματοδότησης για την πληρωμή λήξεων και χρεολυσίων. Όμως η δέσμευση δεν σταματά το 2023. Συνεχίζεται μέχρι το 2060 καθώς μέχρι τότε συμφωνήθηκε μέσο ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από 2% ( γύρω στο 2,2% ) του ΑΕΠ για 37 χρόνια μετά το 2023. Πρόκειται για το μεγάλο πρωθύστερο. Για μια συμφωνία ως προς το πρωτογενές πλεόνασμα πριν από την εξειδίκευση και οριστικοποίηση των μέτρων που μειώνουν την παρούσα αξία του ή έστω διατηρούν στα σημερινά χαμηλά επίπεδα τους ετήσιους τόκους.
Άλλωστε η συμφωνία ήδη από τις 12.7.2015 αποκλείει ρητά νέο ονομαστικό κούρεμα. Αναφέρεται μόνο στη συμπλήρωση της παρέμβασης του 2012 που εξαρχής προέβλεπε ότι θα ληφθούν συμπληρωματικά μέτρα. Η αποδοχή της παρέμβασης του 2012 και η προσχώρηση στη λογική της αποτελεί τη μεγαλύτερη μεταστροφή για τη σημερινή ελληνική κυβέρνηση που ήταν ακόμη εκπρόσωπος του δημοσιονομικού λαϊκισμού.
Ωστόσο η συμφωνία ανάμεσα στην σημερινή ελληνική κυβέρνηση και τους Ευρωπαίους εταίρους, ως προς το κόστος των μέτρων που βελτιώνουν τη βιωσιμότητα του χρέους κάνει μια θεμελιώδη διάκριση. Από τη μία πλευρά, τα μέτρα που ίσχυαν πριν το τέλος του δευτέρου προγράμματος βαρύνουν τους πιστωτές. Από την άλλη πλευρά, όλα τα νέα μέτρα θα λαμβάνονται χωρίς κόστος των κρατών – μελών του ESM και άρα θα βαρύνουν την Ελλάδα. Για το λόγο αυτό η μείωση της παρούσας αξίας από τα νέα μέτρα είναι πολύ μικρή. Η τελευταία έκθεση του ESM (Μάιος 2017) την υπολογίζει στο 8,4 % του ΑΕΠ.
Αυτό που δεν έχει ακόμη αντιμετωπισθεί και είναι ίσως το πιο επείγον είναι η λογιστική συσσώρευση τόκων την περίοδο 2022-2026 λόγω της λήξης της δεκαετούς περιόδου χάριτος του δεύτερου δανείου που ελήφθη από τον EFSF το 2012. Ήδη από τότε ήταν δεδομένο ότι η καμπύλη των τόκων θα εξομαλυνθεί με κεφαλαιοποίηση ενός μέρους τους.
Κατά βάθος πρόκειται για μια σύγκρουση νοοτροπιών. Η αντίληψη της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης ήταν ότι το βασικό πρόβλημα της χώρας είναι το χρέος ως εξωγενές πρόβλημα που έπρεπε να λυθεί με κινήσεις που θα γίνουν από τους πιστωτές. Η αντίληψη των Ευρωπαίων εταίρων είναι ότι το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι διαρθρωτικό, αφορά την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τους ρυθμούς ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα μπορούσε και μπορεί ακόμη να κάνει μια συμφωνία με τους εταίρους κερδίζοντας δημοσιονομικό χώρο ( μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα ) για την εφαρμογή πολιτικών ανάπτυξης που μεγαλώνουν το ΑΕΠ δηλαδή τον παρονομαστή του κλάσματος «δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ». Για να το πετύχει όμως αυτό πρέπει να υιοθετήσει μια καθαρή στρατηγική μεταρρυθμίσεων ως δική της επιλογή και όχι μέσω του καταναγκασμού των μνημονίων.
Τι διδάσκει η ελληνική εμπειρία
Επτά χρόνια μετά το πρώτο ελληνικό μνημόνιο ( 2010) και μετά από δέκα χρόνια ύφεσης ( 2007-2016) το στοίχημα είναι αν μπορεί να υπάρξει μια Ελλάδα μετά την κρίση. Μια Ελλάδα κανονικό και ισότιμο μέλος της Ευρωζώνης που θα επανέλθει στις αγορές με ικανοποιητικά επιτόκια, θα καταγράφει ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από το μέσο ρυθμό της Ευρωζώνης και θα καλύψει τη συσσωρευμένη ύφεση και επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα δοθεί πρωτίστως στην Ελλάδα, από τον ελληνικό λαό. Η ελληνική όμως εμπειρία ανέδειξε τις μεγάλες εσωτερικές ανισότητες που διαπερνούν την ΕΕ και την Ευρωζώνη και τις ανεπάρκειες της οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωζώνης. Η Ελλάδα μετά την κρίση, προϋποθέτει από την άποψη αυτή και μια Ευρωζώνη μετά την κρίση, έτοιμη να κινηθεί με μεγαλύτερη διορατικότητα, χωρίς αγκυλώσεις που μειώνουν τελικά την ίδια την ανταγωνιστικότητα της Ευρωζώνης στο πεδίο των χρηματοπιστωτικών και χρηματοοικονομικών θεσμών.
Η ελληνική εμπειρία δεν πρέπει συνεπώς να αντιμετωπίζεται ως μια μαύρη σελίδα που πρέπει να κλείσει και να ξεχαστεί, αλλά ως ένα ολόκληρο βιβλίο μαθημάτων που πρέπει να αντλήσει η Ευρώπη. Ως ένα εργαστήριο στο οποίο δοκιμάστηκαν τα υλικά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και, παρά τα προβλήματα, άντεξαν. Το κόστος όμως είναι άδικο να το καταβάλει ολόκληρο η ελληνική οικονομία και κοινωνία. Η στήριξη της Ευρωζώνης προς την Ελλάδα πρέπει να έχει καθαρό στόχο: τη χειραφέτηση, την ανάκτηση του χαμένου εδάφους και του χαμένου χρόνου. Στο πλαίσιο αυτό μια λειτουργική και έντιμη συμφωνία ως προς το χρέος και τη βιωσιμότητα του είναι εφικτή ξεκινώντας από την πλήρη αξιοποίηση των παραμέτρων της επέμβασης του 2012 και από την ορθή απεικόνιση του ελληνικού χρέους και των ευεργετικών ιδιομορφιών του
Διαβάστε το πλήρες άρθρο εδώ:
https://www.evenizelos.gr/415-mme/articles/2017/5660-commentaire.html