Ημέρα εθνικής ταπείνωσης – Ξεπούλημα της Μακεδονίας – Κινητοποίηση για την ακύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών

Το «Δεν ξεχνώ- Η Μακεδονία είναι μια και ελληνική» αποτελεί από σήμερα τη νέα εθνική μάχη ενάντια στην εκχώρηση της Μακεδονίας από τον Τσίπρα

 
Η επικίνδυνη δήλωση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ κ.Καματερού ότι «λυπάται που δεν υπάρχει μια αντίστοιχη συμφωνία Πρεσπών και για τα Δωδεκάννησα», χωρίς μέχρι σήμερα να έχει καταδικαστεί από τον πρωθυπουργό, αποτελεί σήμα εγρήγορσης για Αιγαίο, Θράκη, Ήπειρο και Κύπρο

 
Άγγελος Συρίγος: για να αποφευχθούν τα χειρότερα, το καλύτερο είναι να μην κυρώσει η Ελλάδα τη συμφωνία

 
Σοφία Νικολάου: όταν η Συμφωνία γίνει νόμος του ελληνικού κράτους, μπορεί να προσβληθεί εκ νέου στο Συμβούλιο της Επικρατείας

 
Άγγελος Συρίγος: για να αποφευχθούν τα χειρότερα, το καλύτερο είναι να μην κυρώσει η Ελλάδα τη συμφωνία

Κατά καιρούς αναφέρεται στον δημόσιο λόγο ότι η επόμενη κυβέρνηση μπορεί να αποδεσμευθεί από τη συμφωνία των Πρεσπών με μία απλή καταγγελία. Κατ’ αρχήν η συμφωνία παράγει ήδη αποτελέσματα και χωρίς την κύρωσή της. Αμέσως μετά την υπογραφή της η Ελλάδα δέχθηκε να επανεκκινήσει η διαδικασία εντάξεως της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Αφ’ ης στιγμής η Βουλή των Σκοπίων προχωρήσει στις συνταγματικές αλλαγές, το ΝΑΤΟ θα συντάξει το πρωτόκολλο εντάξεως της γειτονικής χώρας στη Συμμαχία.

Το έγγραφο αυτό αποτελεί ξεχωριστό διεθνές κείμενο από το κείμενο των Πρεσπών. Θα έλθει στη ελληνική Βουλή προς κύρωση ανεξαρτήτως της πορείας της συμφωνίας των Πρεσπών. Επειδή η αίτηση για ένταξη έχει υποβληθεί με το προσωρινό όνομα ΠΓΔΜ, η Ελλάδα βαρύνεται από την ενδιάμεση συμφωνία (και μία σχετική καταδίκη στο Διεθνές Δικαστήριο) να κυρώσει το Πρωτόκολλο (ανεξαρτήτως του τι θα πράξει με τη συμφωνία των Πρεσπών).

Ως προς το θέμα της καταγγελίας, λύσεως ή τέλος πάντων «απαλλαγής» από τη συμφωνία των Πρεσπών, αφού αυτή κυρωθεί, τα πράγματα είναι (επώδυνα) προβληματικά. Το θέμα ρυθμίζεται από τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969) που δεσμεύει τόσο την Ελλάδα όσο και την ΠΓΔΜ. Εκεί περιλαμβάνονται οι εξής δυνατότητες: (α) ακύρωση, (β) καταγγελία και (γ) λήξη/αναστολή εφαρμογής μιας συνθήκης σε περίπτωση ουσιώδους παραβιάσεως των όρων της.

Η Σύμβαση της Βιέννης ορίζει περιοριστικά τους όρους υπό τους οποίους επιτρέπεται η ακύρωση μιας συμφωνίας. Πρέπει να επικαλεσθούμε πλάνη, απάτη, δωροδοκία, εξαναγκασμό με απειλή ή χρήση βίας και άλλα ανάλογα κατά την υπογραφή της συμφωνίας… Δεν προκύπτει ότι κάτι τέτοιο ίσχυσε, οπότε η πιθανότητα να χαρακτηρισθεί η συμφωνία άκυρη, δεν έχει βάσεις.

Δεύτερη πιθανότητα που πρέπει να εξετασθεί είναι αυτή της καταγγελίας. Η συμφωνία των Πρεσπών αναφέρει στο άρθρο 20 ότι οι διατάξεις της «θα παραμείνουν σε ισχύ για αόριστο χρονικό διάστημα και είναι αμετάκλητες. Δεν επιτρέπεται καμία τροποποίηση της παρούσας συμφωνίας που περιέχεται στο άρθρο 1 (3) και στο άρθρο 1 (4)». Επομένως, κατ’ αρχήν προκύπτει ότι τα δύο κράτη θέλησαν να είναι αμετάκλητες οι διατάξεις της συμφωνίας. Επιπλέον, οι επίμαχες διατάξεις για το όνομα «Βόρεια Μακεδονία», για την υπηκοότητα του κράτους που ορίσθηκε ως «μακεδονική/πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας» και για την αναγνώριση «μακεδονικής» γλώσσας, περιβάλλονται με ιδιαίτερο κύρος και δεν τροποποιούνται. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το άρθρο 56 της Συμβάσεως της Βιέννης που ορίζει ρητώς ότι συνθήκη που δεν περιέχει διάταξη για καταγγελία «δεν δύναται να καταγγελθή ή να λυθή διά αποχωρήσεως».

Μοναδική εξαίρεση είναι να θεωρηθεί η φύση της συνθήκης των Πρεσπών τέτοια, που να δικαιολογεί την καταγγελία. Πρόκειται για δύσκολο εγχείρημα. Στο διεθνές δίκαιο αναφέρονται οι κατηγορίες των συνθηκών που δικαιολογούν την καταγγελία. Δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι η συμφωνία των Πρεσπών θα μπορούσε να υπάγεται σε κάποια από αυτές.

Στην πραγματικότητα, μετά την κύρωση της συμφωνίας θα ισχύει ο γενικός κανόνας του διεθνούς δικαίου που ορίζει ότι «τα συμπεφωνημένα πρέπει να τηρούνται».

Τέλος, υπάρχει η δυνατότητα λήξεως ή αναστολής εφαρμογής της συνθήκης σε περίπτωση ουσιώδους παραβιάσεως των όρων της (άρθρο 60). Η Ελλάδα καλείται να παρακολουθεί προσεκτικά την εφαρμογή της συμφωνίας. Εάν διαπιστώσει ουσιώδη παραβίαση, θα μπορεί να κινηθεί για να απαλλαγεί από τη συμφωνία. Δεν είναι κάτι απλό.

Η συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί συνέχεια και ολοκλήρωση της ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995. Επιδιώκει να επιλύσει μία διεθνή διαφορά, όπως την ορίζουν τα Ψηφίσματα 817 και 845 του Συμβουλίου Ασφαλείας. Για αυτόν άλλωστε τον λόγο τη συνυπέγραψε ως μάρτυρας ο εκπρόσωπος του ΟΗΕ Μάθιου Νίμιτς. Σε περίπτωση κυρώσεώς της και από την Ελλάδα, λήγει η ενδιάμεση συμφωνία και παύει η εκκρεμότητα γύρω από το όνομα της γειτονικής μας χώρας. Με την επιφύλαξη της ρωσικής στάσεως, το Συμβούλιο Ασφαλείας κανονικά θα πρέπει να αποφασίσει ότι έληξε η διεθνής διαφορά. Τα Σκόπια θα χρησιμοποιούν το όνομα «Βόρεια Μακεδονία».

Σε περίπτωση όμως «απαλλαγής» για οποιονδήποτε λόγο από τη συμφωνία των Πρεσπών, θα λήξει αντιστοίχως και η υποχρέωσή τους να χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο όνομα. Επιπλέον το κεκτημένο του σημερινού προσωρινού ονόματος ΠΓΔΜ θα έχει χαθεί. Τα Σκόπια θα προχωρήσουν σε νέα συνταγματική αλλαγή, θα επιστρέψουν στο όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και θα ενημερώσουν απλώς τους διεθνείς οργανισμούς για την αλλαγή. Αρκεί μία απλή ανακοίνωση. Οι συνέπειες απεμπλοκής θα είναι πιθανότατα πολύ πιο σοβαρές από την κατάσταση που θα έχει διαμορφωθεί. Το συμπέρασμα είναι πως, για να αποφευχθούν τα χειρότερα, το καλύτερο είναι να μην κυρώσει η Ελλάδα τη συμφωνία.

Άρθρο του κ. Αγγελου Μ. Συρίγου αναπληρωτή καθηγητή Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Πηγή: kathimerini.gr

 
Σοφία Νικολάου: όταν η Συμφωνία γίνει νόμος του ελληνικού κράτους, μπορεί να προσβληθεί εκ νέου στο Συμβούλιο της Επικρατείας

Δεν συνηθίζω να προσπαθώ να αντικρούσω με νομικό τρόπο όλα εκείνα, με τα οποία διαφωνώ πολιτικά.

Όταν, όμως, έχεις να κάνεις με μία διακρατική συμφωνία της χώρας μας, η οποία είναι εθνικά, πολιτικά, ιστορικά και ηθικά επιζήμια, τότε έχεις χρέος να χρησιμοποιήσεις κάθε όπλο, ώστε να καταστεί σαφές ότι αυτή η συμφωνία, εκτός από τα ιστορικά απαράδεκτα δεδομένα που εισάγει στο διεθνές νομικό γίγνεσθαι, στέκει, επιπροσθέτως, σε έωλα διαδικαστικά επιστηρίγματα, που την έχουν ήδη καταστήσει νομικά ανενεργή. Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν μπορεί να υπάρχει νομικά. Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι ανύπαρκτη για τη διεθνή έννομη τάξη.

Από τις αρχές του έτους, έχω υποστηρίξει την άποψη ότι όταν η Συμφωνία γίνει νόμος του ελληνικού κράτους, μπορεί να προσβληθεί εκ νέου στο Συμβούλιο της Επικρατείας (Η πρώτη απόπειρα δεν ευδοκίμησε, καθώς, το ανώτατο Δικαστήριο έκρινε πως μία –νομοθετικά ανεπικύρωτη – διεθνής συμφωνία είναι κομμάτι της κυβερνητικής πολιτικής και δεν ελέγχεται δικαστικά).
Την άποψή μου αυτή τη στηρίζω στο γεγονός ότι έχει υπεισέλθει παραβίαση της συμφωνίας, η οποία δεν εδράζεται μόνο στα πολιτικά ατοπήματα και τα ανιστόρητα παραληρήματα της πολιτικής ηγεσίας των Σκοπίων. Εδράζεται και σε παραβίαση της ίδιας της συμφωνίας από άποψη μη τήρησης των σε αυτή προβλεπόμενων διαδικασιών: Στο Πρώτο Μέρος της Συμφωνίας των Πρεσπών, στο πρώτο άρθρο, παράγραφος 4, περίπτωση ε, αναφέρεται ρητώς και κατηγορηματικώς πως: «Το Δεύτερο Μέρος (σ.σ. Σκόπια) θα ολοκληρώσει in toto τις συνταγματικές τροποποιήσεις έως το τέλος του 2018». Το τέλος του 2018 ήρθε. Και πέρασε. Αλλά το δεύτερο μέρος δεν ολοκλήρωσε τις συνταγματικές αλλαγές, ως όφειλε. Ψιλά γράμματα, θα μου πείτε. Όμως, σε επίπεδο διακρατικών συμφωνιών, όλα έχουν σημασία. Οι τόνοι, οι σύνδεσμοι και, κυρίως, οι προθεσμίες. Τα Σκόπια δεν τήρησαν την προθεσμία για την οποία είχαν δεσμευθεί, άρα η συμφωνία δεν μπορεί πια να ισχύει.

Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι εάν ποτέ ολοκληρώθηκε αυτή η περιβόητη συνταγματική αναθεώρηση, έστω και εκπροθέσμως. Η απάντηση είναι πως δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Έχει ήδη εμφιλοχωρήσει κι έτερο νομικό σφάλμα, το οποίο δεν είναι άλλο από τη μη υπογραφή των εκτελεστικών του Συντάγματος τροπολογιών από τον Πρόεδρο της χώρας των Σκοπίων, Γκιόργκι Ιβάνοφ.
Το άρθρο 75 του Συντάγματος των Σκοπίων προβλέπει ότι: «Οι νόμοι διακηρύσσονται με διάταγμα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Πρόεδρος της Συνέλευσης υπογράφουν το διάταγμα για την έκδοση των νόμων […]».

Εν προκειμένω, οι νόμοι που έθεσαν σε ισχύ τη Συμφωνία των Πρεσπών δημοσιεύτηκαν με μόνη την υπογραφή του Προέδρου της σκοπιανής Βουλής, ΤαλάτΤζαφέρι. Ο Ιβάνοφ αρνείται πεισματικά να υπογράψει. Αυτό, όμως, αφήνει εκκρεμή τη συνταγματική αναθεώρηση και ανολοκλήρωτη. Χωρίς ολοκληρωμένη συνταγματική αναθεώρηση, τα Σκόπια δεν έχουν εκπληρώσει προσηκόντως τις αναληφθείσες υποχρεώσεις τους, η Συνθήκη δεν έχει νομοτυπική ισχύ και δεν μπορεί να εισαχθεί στο ελληνικό κοινοβούλιο.

Δυστυχώς, το πιθανότερο είναι όλα τα ανωτέρω να μην εισακουστούν από την πλειοψηφία των προθύμων και σε λίγες ημέρες η Συμφωνία των Πρεσπών να είναι νόμος του Κράτους.

Εδώ είμαστε, όμως, για να την ακυρώσουμε. Ιστορικά, ηθικά, νομικά. Με κάθε τρόπο.

Πηγή: protothema.gr

Σχετικά Άρθρα