
Η βαθιά -και άνιση μεταξύ των χωρών- ύφεση για το 2020 και μια ατελής ανάκαμψη το 2021
Την περασμένη εβδομάδα, η ελληνική κυβέρνηση ξεκίνησε τη σταδιακή άρση των μέτρων για τον περιορισμό της εξάπλωσης της νόσου Covid-19, μετά την αποτελεσματικότητα που είχαν επί του σχετικού δείκτη μολυσματικότητας της ασθένειας (αριθμός μολύνσεων από ένα κρούσμα). Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (EE) δημοσίευσε πρόσφατα τις εαρινές προβλέψεις της για την εξέλιξη των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών την επόμενη διετία, καθώς και των δεικτών οικονομικού κλίματος για το μήνα Απρίλιο.
Οι εκτιμήσεις της ΕΕ για το μέγεθος και το σχήμα της υφεσιακής διαταραχής που πλήττει τις ευρωπαϊκές οικονομίες χαρακτηρίζονται από μια βαθιά -και άνιση μεταξύ των χωρών- ύφεση για το 2020 και μια ατελή ανάκαμψη το 2021. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι η Ευρωζώνη θα βυθιστεί σε ύφεση της τάξης του 7,7% το 2020 και θα ανακάμψει το 2021 με ρυθμό 6,3%. Για τη χώρα μας, οι εκτιμήσεις της ΕΕ αναφέρουν ένα ισχυρότερο shock για το τρέχον έτος, της τάξης του 9,7% και αντίστοιχα ισχυρή αλλά ατελή ανάκαμψη εντός του 2021 με ρυθμό 7,9%. Η ανωτέρω εκτίμηση είναι σημαντικά ευνοϊκότερη από εκείνη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, κυρίως, ως προς την ένταση της ανάκαμψης (2020: -10%, 2021: +5,1%).
Η εκτίμηση της ΕΕ είναι ότι η υφεσιακή διαταραχή που θα επιφέρει η πανδημική κρίση είναι ισχυρότερη ακόμη και από το δυσμενές σενάριο του Προγράμματος Σταθερότητας 2020 της ελληνικής κυβέρνησης -το οποίο ανακοινώθηκε επίσης, την προηγούμενη εβδομάδα- τόσο ως προς το μέγεθος, όσο και ως προς τη διάρκειά της.
Ειδικότερα, το Πρόγραμμα ενσωματώνει δύο σενάρια, το βασικό (με ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ -4,7% το 2020) και το δυσμενές (-7,9%), έχοντας λάβει υπόψη την επίδραση των δημοσιονομικών και άλλων μέτρων που έλαβε η Κυβέρνηση (Εβδομαδιαίο Δελτίο της 13.4.2020). Ο σχεδιασμός των σεναρίων του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης ξεκινά από ένα αρχικό σενάριο ύφεσης 10% (χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το fiscal stimulus των μέτρων), το οποίο, μετά τη συνεκτίμηση των πολλαπλασιαστικών επιδράσεων των μέτρων που έχουν έως τώρα σχεδιαστεί, καταλήγει στο βασικό σενάριο με ύφεση της τάξης του 4,7%.
Ποιοι είναι οι παράγοντες που θα οδηγούσαν σε μία μεγαλύτερη, σε σχέση με την Ευρωζώνη, υφεσιακή διαταραχή στην Ελλάδα; Η υψηλή εξάρτηση από τον κλάδο του τουρισμού και το υψηλό μερίδιο των μικρών επιχειρήσεων που εκτιμάται ότι είναι περισσότερο ευάλωτες στην τρέχουσα ύφεση. Πράγματι, σε ό,τι αφορά τον τουρισμό, η καθυστέρηση της έναρξης της τουριστικής περιόδου, σε συνδυασμό με την απροθυμία πολλών τουριστών για αεροπορικά ταξίδια (διαταραχή ζήτησης) και την επιβολή υγειονομικών πρωτοκόλλων που περιορίζουν τη δυναμικότητα των μονάδων σε κλίνες ή αυξάνουν το κόστος παροχής υπηρεσιών (διαταραχή προσφοράς), αποτελούν τους ισχυρότερους παράγοντες κινδύνου για την οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Τούτο σημαίνει ότι η εξέλιξη της πανδημίας διεθνώς -και κυρίως στις χώρες προέλευσης της τουριστικής κίνησης- κατά το τρίτο τρίμηνο του έτους είναι καθοριστικής σημασίας.
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα δεν έχει ενσωματωθεί στον ίδιο βαθμό με άλλες ευρωπαϊκές χώρες στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες, η διάσπαση των οποίων ευθύνεται για ένα μεγάλο μέρος της ύφεσης της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, κατά το πρώτο και κυρίως το δεύτερο τρίμηνο του έτους. Με αυτό το σκεπτικό, η κρίση στην Ελλάδα -ακόμη και αν είναι εν τέλει ισχυρότερη εντός του 2020- αναμένεται να επέλθει χρονικά αργότερα (δεύτερο και κυρίως τρίτο τρίμηνο του έτους) σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Επιπλέον, οι δυσμενείς επιπτώσεις της πανδημίας αποτυπώθηκαν στους δείκτες οικονομικού κλίματος των ευρωπαϊκών χωρών για τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σημειώνοντας ιστορικά, χαμηλά επίπεδα. Με βάση, ωστόσο, το γενικό δείκτη οικονομικού κλίματος, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες παρουσίασαν δυσμενέστερη εικόνα συγκριτικά με την Ελλάδα.
Τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο, καθώς το οικονομικό κλίμα θεωρείται πρόδρομος δείκτης της οικονομικής δραστηριότητας και μπορεί ενδεχομένως να αποδοθεί στην έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων στη χώρα μας. Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται από τα ευρήματα σχετικής έρευνας της Διανέοσις σε συνεργασία με την εταιρεία Marc (“Πώς ζουν οι Έλληνες στην πανδημία, Απρίλιος 2020), όπου παρουσιάζεται η σημαντική άνοδος του ποσοστού αισιοδοξίας και σιγουριάς μεταξύ Δεκεμβρίου 2019 και Απριλίου 2020.
Οι επιδόσεις της χώρας στο υγειονομικό πεδίο και στην αποτελεσματική εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων έως τώρα έχουν μεγάλη σημασία, καθώς πρόσφατα ευρήματα της εμπειρικής έρευνας στον τομέα της οικονομικής ιστοριομετρίας (cleometrics) από την περίπτωση της τελευταίας πολύ μεγάλης πανδημίας, της Great Influenza / Spanish Flu 1918-1920, δείχνουν ότι το ποσοστό θνητότητας και το μέγεθος της ύφεσης συσχετίζονται σε υψηλό βαθμό (Robert Barro, J. Ursua and J. Weng “The coronavirus and the Great Influenza epidemic: Lessons from the “Spanish Flu” for the coronavirus’ potential effects on mortality and economic activity”, National Bureau of Economic Research).
Η γενική καθίζηση του οικονομικού κλίματος στην Ευρωζώνη λόγω της πανδημίας Covid-19 -παρά τις επιμέρους διαφορές- είναι πλέον εμφανής και αντανακλάται τόσο στις επιχειρηματικές προσδοκίες, όσο και στην καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. οι δείκτες οικονομικού κλίματος ήταν μειωμένοι τον Μάρτιο, σε σύγκριση με το τέλος του 2019. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι τον εν λόγω μήνα και συγκεκριμένα κατά τη συλλογή των στοιχείων της έρευνας, η εξάπλωση του ιού σε κάποιες χώρες της Ευρώπης βρισκόταν σε αρχικό στάδιο και ως εκ τούτου, δεν είχαν ακόμα τεθεί αυστηροί περιορισμοί στις μετακινήσεις των πολιτών. Τον Απρίλιο, η πτώση του οικονομικού κλίματος, σε μηνιαία βάση, ήταν ραγδαία σε όλες τις χώρες και διαμορφώθηκε στις 30 μονάδες περίπου, κατά μέσο όρο. Οι μεγαλύτερες μηνιαίες πτώσεις σημειώθηκαν στην Πολωνία (-48,1 μονάδες), την Σλοβακία (-41,6 μονάδες) και την Δανία (-38,1 μονάδες), ενώ οι μικρότερες μειώσεις καταγράφηκαν στην Ελλάδα (-10,1 μονάδες), στην Γαλλία (-16,3 μονάδες) και στην Λετονία (-18,4 μονάδες). Επιπλέον, σε επίπεδο ευρωπαϊκού μέσου όρου, οι επιδόσεις που σημειώθηκαν τον Απρίλιο προσέγγισαν τις τιμές που είχαν καταγραφεί το 2009, κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης.
Στην Ελλάδα, οι προσδοκίες των επιχειρήσεων και των καταναλωτών είχαν βελτιωθεί σημαντικά το τελευταίο έτος, παράλληλα με την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας και τη μείωση της ανεργίας. Τον Φεβρουάριο δε, σημειώθηκε η καλύτερη επίδοση των τελευταίων είκοσι περίπου ετών, με τον ESI να ανέρχεται στις 113,2 μονάδες (Δεκέμβριος 2000: 116 μονάδες).
Τον Απρίλιο, ωστόσο, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος υποχώρησε για πρώτη φορά, από τον Ιούνιο του 2017, κάτω από το επίπεδο των 100 μονάδων και διαμορφώθηκε στις 99,3 μονάδες, από 109,4 μονάδες τον Μάρτιο. Η επιδείνωση των προσδοκιών επιχειρήσεων και καταναλωτών ήταν αποτέλεσμα του περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας στην πλειοψηφία των κλάδων της οικονομίας, που με τη σειρά της είχε ως επακόλουθο να τεθεί σε καθεστώς αναστολής σύμβασης εργασίας μεγάλο μέρος των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα.
Επίσης, η συγκριτικά μικρότερη πτώση του οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενδεχομένως να συνδέεται με το γεγονός ότι οι αρχικές προσδοκίες για τις παρεμβάσεις της δημοσιονομικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο να ήταν πολύ χαμηλότερες -λόγω της αρνητικής εμπειρίας της προηγούμενης κρίσης- σε σχέση με ό,τι εν τέλει υλοποιήθηκε. Σύμφωνα με το πρόσφατο Πρόγραμμα Σταθερότητας που κατατέθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η συνολική αξία των μέτρων στήριξης ανέρχεται σε Ευρώ 17,3 δισ. (9,7% του ΑΕΠ), εκ των οποίων τα Ευρώ 12,3 δισ. αφορούν στο συνολικό ταμειακό κόστος για τους μήνες έως τον Ιούνιο, αν ληφθεί υπόψη ότι οι επιστροφές φορολογικών και ασφαλιστικών αναστολών θα πραγματοποιηθούν μετά τον Αύγουστο. Από τα Ευρώ 12,3 δισ., τα Ευρώ 2 δισ. είναι το ταμειακό κόστος χορήγησης δανείων με εγγυήσεις, οι οποίες, μέσω μόχλευσης, θα οδηγήσουν στη χορήγηση δανείων Ευρώ 7 δισ.
Η επιδείνωση του οικονομικού κλίματος στο δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου 2020, των συνιστωσών του δείκτη, καθώς και του δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών για την απασχόληση (Employment Expectations Indicator, EEI), τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρουσιάζεται στο Γράφημα 2.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου, τη μεγαλύτερη πτώση σημείωσαν οι προσδοκίες στις κατασκευές, στο λιανικό εμπόριο και στις υπηρεσίες. Ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στις κατασκευές ειδικά, σημείωσε τη χειρότερη επίδοση μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27. Η πτώση των προσδοκιών των επιχειρηματιών στο λιανικό εμπόριο και στις υπηρεσίες ήταν της τάξης των 24,3 και 32,5 μονάδων αντίστοιχα, δεδομένου ότι τα μέτρα αναστολής λειτουργίας εφαρμόστηκαν σε μεγάλο ποσοστό επιχειρήσεων των δύο κλάδων. Οι δείκτες επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία και για την απασχόληση επίσης κινήθηκαν πτωτικά, αλλά ηπιότερα (-10,1 και -9,3 μονάδες αντίστοιχα). Σημειώνεται ότι ο βασικός παράγοντας που οδήγησε σε επιδείνωση των προσδοκιών στη βιομηχανία, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν οι μειωμένες προβλέψεις των επιχειρηματιών για την παραγωγή το επόμενο διάστημα. Αναφορικά με τις προσδοκίες για την απασχόληση, το πλαίσιο στήριξης που υιοθετήθηκε και η προϋπόθεση διατήρησης των θέσεων εργασίας για την ένταξη των επιχειρήσεων σε αυτό φαίνεται ότι συγκράτησαν την απαισιοδοξία των επιχειρηματιών. Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι η πτώση που σημειώθηκε κατά τους τελευταίους δύο μήνες στους δείκτες οικονομικού κλίματος και επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο, στις υπηρεσίες, στη βιομηχανία, καθώς και στην απασχόληση, είναι μικρότερη από την αντίστοιχη πτώση του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, οι εν λόγω δείκτες στη χώρα μας ήταν οι υψηλότεροι μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27, τον Απρίλιο 2020.
Θα πρέπει να επισημανθεί, ωστόσο, ότι υπάρχουν παράγοντες που ενδέχεται να εντείνουν την απαισιοδοξία των επιχειρηματιών το επόμενο χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα, εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με τη χρονική στιγμή επαναλειτουργίας σημαντικών κλάδων, όπως ο τουρισμός (π.χ. υπηρεσίες εστίασης, ξενοδοχεία, κ.λπ.). Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος Εργάνη του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, το τετράμηνο Ιανουαρίου-Απριλίου, το ισοζύγιο ροών απασχόλησης ήταν αρνητικό, για πρώτη φορά από το 2012, ως αποτέλεσμα κυρίως της μείωσης των προσλήψεων κατά τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο. Όπως αναφέρει σχετική ανακοίνωση του Υπουργείου, η πανδημία επηρέασε δυσμενώς το ισοζύγιο ροών μισθωτής απασχόλησης, ακυρώνοντας οποιεσδήποτε προσλήψεις κατά τους τελευταίους δύο μήνες και ιδίως τις προγραμματισμένες εποχικές προσλήψεις στον τομέα της εστίασης και του τουρισμού.
Δείκτες Οικονομικού Κλίματος (ESI) και Επιχειρηματικών Προσδοκιών για την Απασχόληση (EEI)
Ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος (ESI) στην Ελλάδα διαμορφώθηκε, τον Απρίλιο, στις 99,3 μονάδες, παρουσιάζοντας αισθητή μείωση σε σχέση με τον Μάρτιο (109,4 μονάδες), ενώ μειώθηκε και σε σύγκριση με τις 102 μονάδες του Απριλίου 2019 (Γράφημα 3). Η επιδείνωση στο οικονομικό κλίμα είναι η δεύτερη κατά σειρά από τον Μάρτιο, η οποία προκύπτει ως απόρροια των δυσμενών οικονομικών συνθηκών που έχουν δημιουργηθεί λόγω της πανδημίας Covid-19. Παρά το γεγονός ότι η επίδοση στην Ελλάδα είναι η δυσμενέστερη που έχει σημειωθεί από τον Ιούνιο 2017 στη χώρα, είναι, ωστόσο, η υψηλότερη μεταξύ των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών, υπερβαίνοντας σημαντικά, τον Απρίλιο, το μέσο όρο τόσο των 65,8 μονάδων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27), όσο και της Ευρωζώνης (67 μονάδες) και καταγράφοντας, ταυτόχρονα, τη μικρότερη μείωση σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες. Σημειώνεται ότι οι δύο τελευταίοι δείκτες προσέγγισαν τον Απρίλιο τα επίπεδα του αντίστοιχου μήνα του 2009 (ΕΕ-27: 66,8, Ευρωζώνη: 67,2 μονάδες), ενώ οι μηνιαίες πτώσεις τους ήταν οι μεγαλύτερες που έχουν σημειωθεί από την αρχή των ερευνών οικονομικού κλίματος το 1985 (-28,8 και -27,2 μονάδες, αντίστοιχα). Σημαντικές μειώσεις σημείωσαν οι αντίστοιχοι δείκτες όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πρωτόγνωρες μηνιαίες απώλειες που ξεπερνούν σε πολλές χώρες τις 30 μονάδες. Συγκεκριμένα, ο ESI στην Γερμανία διαμορφώθηκε στις 72,1 μονάδες (-19,9 μονάδες), στην Ισπανία στις 73,3 μονάδες (-26 μονάδες) και στην Πορτογαλία στις 66,9 μονάδες (-31,5 μονάδες).
Όλοι οι επιμέρους δείκτες επιχειρηματικών προσδοκιών στη χώρα μας επιδεινώθηκαν τον Απρίλιο. Συγκεκριμένα:
(i) στη βιομηχανία, ο σχετικός δείκτης υποχώρησε σε αρνητικό επίπεδο, για πρώτη φορά μετά τον Ιούνιο 2019 και διαμορφώθηκε στις -5,6 μονάδες, μειωμένος κατά 8,7 μονάδες. Από τις βασικές μεταβλητές του δείκτη, αρνητική συμβολή είχαν οι προβλέψεις για την παραγωγή τους προσεχείς μήνες (-25,1 μονάδες), όπως και το ισοζύγιο των εκτιμήσεων για τις παραγγελίες, το οποίο διαμορφώθηκε στις -7,4 μονάδες, από -5,6 τον προηγούμενο μήνα. Αντίθετα, το ισοζύγιο για τα αποθέματα περιορίστηκε κατά 0,9 μονάδες σε σύγκριση με τον Μάρτιο, αντισταθμίζοντας εν μέρει μόνο τις παραπάνω αρνητικές μεταβολές.
(ii) στις υπηρεσίες, ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών κατέγραψε έντονη πτώση της τάξης των 25,5 μονάδων και διαμορφώθηκε στη 1,1 μονάδα. Όλες οι μεταβλητές του δείκτη μειώθηκαν σε σύγκριση με τον Μάρτιο, δηλαδή τόσο οι εκτιμήσεις για την τρέχουσα κατάσταση των επιχειρήσεων και τη ζήτηση, κατά 20,1 και 17,8 μονάδες, αντίστοιχα, όσο και οι προβλέψεις για την εξέλιξη της ζήτησης τους επόμενους 3 μήνες, κατά 38,6 μονάδες.
(iii) στο λιανικό εμπόριο, οι προσδοκίες επιδεινώθηκαν σημαντικά, με το σχετικό δείκτη να χάνει σχεδόν 18 μονάδες και να διαμορφώνεται στις 3,2 μονάδες. Αρνητική επίδραση στη διαμόρφωση του δείκτη είχαν όλες οι συνιστώσες. Συγκεκριμένα, παρατηρήθηκε αξιοσημείωτη επιδείνωση των εκτιμήσεων για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη των πωλήσεων (-38,8 μονάδες) και για τα αποθέματα (+10,3 μονάδες), ενώ μειώθηκε και το ισοζύγιο στις εκτιμήσεις για τις τρέχουσες πωλήσεις σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα (στις 37,4 μονάδες, από 42,7 τον Μάρτιο).
(iv) στις κατασκευές, σημειώθηκε ιδιαίτερα έντονη πτώση, ίση με 45,8 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς ο δείκτης διαμορφώθηκε στις -76,3 μονάδες τον Απρίλιο, από -30,5 τον Μάρτιο. Η μείωση αποδίδεται κυρίως στην επιδείνωση των προσδοκιών για την απασχόληση στον κλάδο (-52,3 μονάδες), ενώ και οι προβλέψεις για το πρόγραμμα εργασιών των επιχειρήσεων υποχώρησαν αισθητά (-39,3 μονάδες).
Επιπλέον, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης μειώθηκε κατά 16,1 μονάδες, τον Απρίλιο, στις -32,6 (Γράφημα 3), στη χειρότερη επίδοσή του από τον Φεβρουάριο 2019. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης στην Ελλάδα ήταν τον Απρίλιο αισθητά χαμηλότερος από τους αντίστοιχους μέσους όρους της ΕΕ-27 (-22 μονάδες) και της Ευρωζώνης (-22,7 μονάδες), παρά το γεγονός ότι τον Φεβρουάριο κινείτο σε υψηλότερα επίπεδα. Από τις επιμέρους μεταβλητές που συνθέτουν το συνολικό δείκτη, σημαντική πτώση καταγράφηκε στις προοπτικές για τη γενική οικονομική κατάσταση της χώρας τον επόμενο χρόνο (-32,9 μονάδες), στις προβλέψεις για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών (-15,7 μονάδες), καθώς και στις προθέσεις για μείζονες αγορές (-32,9 μονάδες). Αντίθετα, βελτίωση σημειώθηκε στις εκτιμήσεις των καταναλωτών για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών τους κατά τους τελευταίους 12 μήνες (+5,8 μονάδες).
Σημειώνεται ότι τον Φεβρουάριο η DG-ECFIN της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατήρτισε και δημοσίευσε για πρώτη φορά ένα νέο δείκτη για τις επιχειρηματικές προσδοκίες στην απασχόληση (Employment Expectations Indicator-EEI), ο οποίος ενσωματώνει τις προβλέψεις των επιχειρηματιών της βιομηχανίας, των υπηρεσιών, του λιανικού εμπορίου και των κατασκευών σχετικά με την εξέλιξη της απασχόλησης εντός του επόμενου τριμήνου. Ο νέος δείκτης στην Ελλάδα σημείωσε πτώση το φετινό Απρίλιο, καθώς διαμορφώθηκε στις 102,4 μονάδες, έναντι των 115,8 μονάδων τον Μάρτιο και των 108,8 μονάδων τον Απρίλιο 2019. Συγκεκριμένα, οι προσδοκίες για την απασχόληση υποχώρησαν σε μηνιαία βάση κατά 14,1 μονάδες στη βιομηχανία και κατά 4,4 μονάδες στο λιανικό εμπόριο, παραμένοντας ωστόσο σε θετικό πεδίο τιμών (5,2 και 19,2 μονάδες, αντίστοιχα). Αντίθετα, οι προσδοκίες για την εξέλιξη της απασχόλησης στις υπηρεσίες και στις κατασκευές κινήθηκαν σε αρνητικό έδαφος (στις -3,4 και -75,8 μονάδες οι αντίστοιχοι δείκτες), επιδεινούμενες σημαντικά σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά τη μεγάλη πτώση που κατέγραψαν τον Απρίλιο οι επιχειρηματικές προσδοκίες στη βιομηχανία, στις υπηρεσίες, στο λιανικό εμπόριο και στην απασχόληση, οι εν λόγω δείκτες στην Ελλάδα, μαζί με το συνολικό Δείκτη Οικονομικού Κλίματος, ήταν οι υψηλότεροι μεταξύ των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών, υπερβαίνοντας σημαντικά τους αντίστοιχους μέσους όρους της ΕΕ-27 και της Ευρωζώνης, γεγονός το οποίο υποδηλώνει, προς το παρόν, μικρότερη απαισιοδοξία των ελληνικών επιχειρήσεων απέναντι στην τρέχουσα υγειονομική κρίση. Από την άλλη πλευρά, ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στις κατασκευές ήταν ο χαμηλότερος, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ-27.
Η εξέλιξη του δείκτη PΜΙ
Ο δείκτης υπευθύνων για τις προμήθειες στη μεταποίηση (Purchasing Managers Index PMI-IHS Markit) υποχώρησε, τον Απρίλιο, στις 29,5 μονάδες, από 42,5 μονάδες, τον Μάρτιο. Οι αρνητικές επιπτώσεις από την εξάπλωση του Covid-19 άφησαν έντονο αποτύπωμα στην ελληνική μεταποίηση, τον Απρίλιο, με την επιδείνωση του δείκτη να είναι η εντονότερη που έχει καταγραφεί από την αρχή διεξαγωγής της έρευνας (Μάϊος 1999). Σημειώνεται ότι από τον Ιούνιο 2017 μέχρι τον Φεβρουάριο 2020, ήτοι για 33 διαδοχικούς μήνες, ο δείκτης διαμορφώθηκε άνω των 50 μονάδων, εξέλιξη η οποία υποδηλώνει ότι μέχρι το ξέσπασμα του Covid-19 η μεταποίηση στη χώρα βρισκόταν σε φάση επέκτασης, αντίθετα δηλαδή από τη συρρίκνωση του μεταποιητικού κλάδου στην Ευρωζώνη.
Η επιδείνωση που παρουσίασε ο δείκτης τον Απρίλιο αποδίδεται στη μείωση τόσο της παραγωγής, όσο και των συνολικών πωλήσεων (όγκος παραγγελιών), καθώς καταγράφηκε έντονη πτώση της ζήτησης από πελάτες εσωτερικού και εξωτερικού. Σημειώνεται ότι η παραγωγή μειώθηκε με τον εντονότερο ρυθμό που έχει παρατηρηθεί εδώ και 21 έτη, ενώ η μείωση και η ακύρωση παραγγελιών, τόσο από το εσωτερικό, όσο και από το εξωτερικό, είχαν ως αποτέλεσμα οι πωλήσεις να μειωθούν με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί ποτέ. Οι εταιρίες, λόγω της μείωσης των νέων παραγγελιών και της συρρίκνωσης των αδιεκπεραίωτων εργασιών, προέβησαν σε περιορισμό του εργατικού δυναμικού με το μεγαλύτερο ρυθμό που έχει παρατηρηθεί στην ιστορία της έρευνας. Ως αποτέλεσμα των δυσμενών αυτών εξελίξεων, οι υπεύθυνοι για τις προμήθειες του κλάδου της μεταποίησης είναι απαισιόδοξοι ως προς τη μελλοντική ανάπτυξη της παραγωγής, με τις βασικότερες ανησυχίες τους να σχετίζονται με την ταχύτητα ανάκαμψης της οικονομίας, τη χαλάρωση του περιορισμού των μετακινήσεων, καθώς και την πρόσβαση σε χρηματοδότηση.
Όσον αφορά στις τιμές των τελικών προϊόντων, κατέγραψαν τη μεγαλύτερη μείωση των τελευταίων 11 περίπου ετών, καθώς οι εταιρίες, συνεπικουρούμενες από το χαμηλότερο κόστος εισροών, προσπάθησαν να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητά τους και να προσελκύσουν πελάτες.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, η βιομηχανική παραγωγή στην Ελλάδα αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 4,1% το 2020. Η ανάκαμψη της μεταποίησης συνδέεται με την αύξηση της δραστηριότητας στον τομέα παροχής υπηρεσιών, λόγω της αυξημένης βαρύτητας της παραγωγής τροφίμων και ποτών στο μεταποιητικό τομέα.
Πηγή: Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank