
«Η βιομάζα μπορεί να αποτελέσει σημαντική πηγή πρώτης ύλης για την παραγωγή πράσινης ενέργειας και να συνεισφέρει σημαντικά στην επίτευξη των στόχων για το 2020»
• «Άριστο εναλλακτικό καύσιμο που θα οδηγήσει στη μείωση των εκπομπών και στην ελαχιστοποίηση του κόστους για αγορά δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα την αποφυγή της οικονομικής επιβάρυνσης των τελικών χρηστών»
• «Δημιουργείται ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάπτυξη επενδυτικής δραστηριότητας στην αγορά βιοενέργειας, τόσο στον τομέα της διαχείρισης και εμπορίας βιομάζας, όσο και στην παραγωγή ενέργειας από στερεά βιοκαύσιμα»
• «Εκτιμάται ότι, για το σύνολο της χώρας, μπορεί να αξιοποιηθούν για ενεργειακή χρήση περίπου 700 χιλ. τόνοι ξηρού βάρους υπολειμμάτων της καλλιέργειας αραβοσίτου και 300 χιλ. τόνοι Ξ.Β. άχυρο (σιταριού και κριθαριού).
• Σε όρους ενέργειας, οι παραπάνω ποσότητες μεταφράζονται σε περίπου 310 και 128 χιλ. τόνους ισοδύναμου πετρελαίου (ktoe), αντίστοιχα»
• «Δυνατότητα επενδύσεων σε:
√ χαμηλής δυναμικότητας περιφερειακές μονάδες βιοενέργειας,
√ στις ενδιάμεσες διαδικασίες επεξεργασίας και εμπορίας της βιομάζας,
√ στο σχεδιασμό και τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου και οργανωμένου δικτύου συλλογής, διαχείρισης, μεταφοράς και εμπορίας της βιομάζας,
√ δημιουργία ενεργειακών συνεταιρισμών, στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας με τη μορφή κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων»
Το τεύχος Φεβρουαρίου 2013 των «Οικονομικών Εξελίξεων» του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) περιλαμβάνει ανάλυση του κ. Βασίλη Λυχναρά, υπό τον τίτλο: «Παραγωγή ενέργειας από βιομάζα: Επισκόπηση του εγχώριου δυναμικού και των επενδυτικών ευκαιριών.»
Λόγω του εξαιρετικού ενδιαφέροντος της αναδημοσιεύουμε ολοκληρωμένη την μελέτη η οποία παρουσιάζει τις επενδυτικές δυνατότητες και τις ευκαιρίες αξιοποίησής της.
Επισκόπηση αγοράς και θεσμικό πλαίσιο
«Η Ελλάδα, όπως είναι γνωστό, έχει εναρμονιστεί με τη δέσμη στόχων “20-20-20” της Οδηγίας 2009/28/ΕΚ για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, μέσω του σχετικού Ν. 3851/10 για την επιτάχυνση της ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ).
Σε αυτό το πλαίσιο, ένας από τους βασικούς στόχους της Ε.Ε. είναι και η αύξηση της χρήσης της βιομάζας στην παραγωγή ενέργειας.
Η Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, είναι μια χώρα με σημαντικό γεωργικό τομέα και η βιομάζα μπορεί να αποτελέσει μια πολύ σημαντική πηγή πρώτης ύλης για την παραγωγή πράσινης ενέργειας και να συνεισφέρει σημαντικά στην επίτευξη των στόχων για το 2020.
Συγκεκριμένα, το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τις ΑΠΕ όρισε την επιδιωκόμενη εγκατεστημένη ισχύ για παραγωγή ενέργειας από βιομάζα το 2020 στα 350 MW, ενώ, ταυτόχρονα, ο Ν. 3851/10 αναθεώρησε το πλαίσιο της τιμολογιακής πολιτικής των εγγυημένων τιμών της παραγόμενης ενέργειας από βιομάζα και υιοθέτησε ένα ευνοϊκότερο τιμολογιακό καθεστώς σε σχέση με τον προηγούμενο Ν. 3468/06.
Συγκεκριμένα, στην ενέργεια που παράγεται από βιομάζα ο Ν. 3468/06 προέβλεπε εγγυημένες τιμές μεταξύ 73 και 84,6 €/MWh, ενώ ο τελευταίος νόμος ορίζει τιμές από 150 έως 200 €/MWh βάσει του μεγέθους της εγκατάστασης, ευνοώντας ταυτόχρονα τις μικρές εγκαταστάσεις.
Επίσης, από τον Ιανουάριο του 2013 σταματά η δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπών αερίων ρύπων που ισχύει μέχρι σήμερα και ξεκινά η υποχρεωτική αγορά δικαιωμάτων εκπομπής για το CO2 που παράγουν οι ηλεκτροπαραγωγές μονάδες.
Στην Ελλάδα, περίπου το 50% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας προέρχεται από λιγνιτικές μονάδες.
Ο λιγνίτης είναι ένα καύσιμο με χαμηλό ενεργειακό περιεχόμενο και υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Παλιότερες μελέτες για τη χώρα μας εκτίμησαν ότι οι συνολικές εκπομπές από τη χρήση λιγνίτη για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αντιστοιχούν περίπου στο 80% του συνολικού CO2 που εκλύεται από την ηλεκτροπαραγωγή και στο 40% των συνολικών εκπομπών της χώρας βλ.INFO
→INFO: Ψωμάς, Σ., 2006, Το Τέλος του Λιγνίτη και το Πέρασμα σε μια Νέα Ενεργειακή Εποχή, Έκθεση του Ελληνικού Γραφείου Greenpeace
Σε αυτό το πλαίσιο, η βιομάζα (υπολειμματικές μορφές και ενεργειακές καλλιέργειες), θεωρούμενη ως καύσιμο μηδενικών εκπομπών CO2, μπορεί να αξιοποιηθεί άμεσα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, είτε βραχυπρόθεσμα μέσω της μικτής καύσης με λιγνίτη, είτε μεσοπρόθεσμα μέσω της εγκατάστασης μονάδων βιοενέργειας και ως εκ τούτου να αποτελέσει ένα άριστο εναλλακτικό καύσιμο που θα οδηγήσει στη μείωση των εκπομπών και στην ελαχιστοποίηση του κόστους για αγορά δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα την αποφυγή της οικονομικής επιβάρυνσης των τελικών χρηστών.
Επισκόπηση γεωργικού τομέα και δυναμικού βιομάζας
Η Ελλάδα είναι μία χώρα με σημαντικό γεωργικό τομέα που μπορεί να αποτελέσει μια σημαντική πηγή βιομάζας για παραγωγή ενέργειας.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στατιστικά στοιχεία της Γεωργικής Στατιστικής του 2008, η γεωργική γη στην Ελλάδα είναι περίπου 37εκατ. στρέμματα.
Το μεγαλύτερο μέρος της (20 εκατ.στρ.) καλύπτεται από αροτραίες καλλιέργειες σε ποσοστό 54% και δενδρώδεις καλλιέργειες σε ποσοστό 27%(10 εκατ. στρ.).
Επίσης, ένα σημαντικό μέρος, περίπου 4,5 εκατ. στρ. (ποσοστό 12%) βρίσκεται σε αγρανάπαυση.
Από τις αροτραίες καλλιέργειες, οι σημαντικότερες είναι τα σιτηρά και το βαμβάκι (Διάγραμμα 4.2.1).
Οι βασικές πρώτες ύλες που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για παραγωγή ενέργειας είναι φυσικά τα υφιστάμενα υπολείμματα καλλιεργειών, ενώ υπάρχει και η δυνατότητα παραγωγής ενεργειακών καλλιεργειών, ιδιαιτέρα στα εδάφη που βρίσκονται σε αγρανάπαυση.
Τα γεωργικά υπολείμματα διαφοροποιούνται βάσει της διαθεσιμότητάς τους αλλά και των τεχνικών και ποιοτικών τους χαρακτηριστικών.
Βάσει των παραπάνω διαφοροποιούνται και οι δυνατότητες αξιοποίησής τους.
Γενικότερα τα υπολείμματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν απευθείας (καύση, αεριοποίηση, πυρόλυση) σε μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ή θερμότητας ή και συμπαραγωγής, μπορούν να αξιοποιηθούν για μικτή καύση με λιγνίτη σε μεγάλες μονάδες παραγωγής ηλεκτρισμού, αλλά μπορούν να μετατραπούν και σε σύμπηκτα (πελέτες και μπριγκέτες) για οικιακή χρήση.
Σε ό,τι αφορά στη χρήση βιομάζας σε μεγάλες μονάδες για παραγωγή ενέργειας (π.χ. σύγκαυσης σε λιγνιτικές μονάδες), δύναται να αξιοποιηθούν υπολείμματα με αυξημένη υγρασία και χαμηλότερα ποιοτικά χαρακτηριστικά, ενώ για χρήση σε μικρότερες μονάδες ή για οικιακή χρήση, αλλά και για παραγωγή συμπήκτων απαιτείται η χρήση υπολειμμάτων με ανώτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά (χαμηλή περιεκτικότητα σε υγρασία καιστάχτη) και πιθανότατα υψηλότερο κόστος.
Σημαντικό επίσης είναι ότι, μελλοντικά, τα λιγνοκυτταρινούχα αυτά υπολείμματα θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην παραγωγή 2ης γενιάς υγρών βιοκαυσίμων για τις μεταφορές.
Μέχρι σήμερα έχει μελετηθεί η δυνατότητα αξιοποίησης των υπολειμμάτων των περισσότερων αροτραίων καλλιεργειών, όπως είναι για παράδειγμα το άχυρο των σιτηρών και τα υπολείμματα των καλλιεργειών αραβοσίτου, βαμβακιού, καπνού κλπ.
Επίσης, από τις δενδρώδεις καλλιέργειες, αλλά και από τα αμπέλια, είναι δυνατή η αξιοποίηση των κλαδεμάτων.
Βάσει των στοιχείων του 2008 για τη γεωργική παραγωγή της χώραςκαι λαμβάνοντας υπόψη τεχνικούς δείκτες και δείκτες διαθεσιμότητας, εκτιμήθηκε το θεωρητικό διαθέσιμο δυναμικό των υπολειμμάτων (Διάγραμμα 4.2.2).
Από τα παραπάνω, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αξιοποίηση του άχυρου των σιτηρών αλλά και των υπολειμμάτων της καλλιέργειας του αραβοσίτου.
Σε σχέση με τα υπόλοιπα είδη, η συλλογή των συγκεκριμένων είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί αποτελεσματικά με μηχανικά μέσα, επιτυγχάνοντας οικονομία στη συγκομιδή και τη διαχείριση της βιομάζας.
Αντίθετα, άλλα είδη υπολειμμάτων, είτε παρουσιάζουν τεχνικές δυσκολίες στη συγκομιδή τους, λόγω των χαρακτηριστικών τους, όπως είναι για παράδειγμα τα στελέχη του βαμβακιού καθώς και τα κλαδέματα των αμπελιών, είτε απαιτούν πολλές ώρες ανθρώπινης εργασίας, όπως είναι για παράδειγμα τα κλαδέματα των καρποφόρων, κάτι που αυξάνει σημαντικά το κόστος συγκομιδής και διαχείρισης.
Σε ό,τι αφορά τις καλλιέργειες σιταριού και κριθαριού, το 2008 έφτασαν στην Ελλάδα τα 8,8 εκατ. στρ.
Αντίστοιχα, η καλλιέργεια του αραβοσίτου ήταν 2,7 εκατ. στρ.
Το άχυρο των σιτηρών χρησιμοποιείται σε μεγάλη κλίμακα για ζωοτροφή και άλλες κτηνοτροφικές χρήσεις.
Για το λόγο αυτό, κατά την εκτίμηση του θεωρητικά διαθέσιμου δυναμικού υπολειμμάτων θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πιθανή χαμηλή διαθεσιμότητά του.
Επίσης, η καλλιέργεια του αραβοσίτου έχει υψηλά ποσά διαθέσιμων υπολειμμάτων μόνο όταν προορίζεται για παραγωγή σπόρου και όχι στην περίπτωση της ενσίρωσης, γεγονός που σε συνδυασμό με άλλους τεχνικούς παράγοντες μειώνει τη διαθεσιμότητα των υπολειμμάτων.
Βάσει των παραπάνω, υποθέτοντας 15% διαθεσιμότητα για το άχυρο και 60% για τα υπολείμματα αραβοσίτου, εκτιμάται ότι, για το σύνολο της χώρας, μπορεί να αξιοποιηθούν για ενεργειακή χρήση περίπου 700 χιλ. τόνοι ξηρού βάρους (Ξ.Β.) υπολειμμάτων της καλλιέργειας αραβοσίτου και 300 χιλ. τόνοι Ξ.Β. άχυρο (σιταριού και κριθαριού).
Σε όρους ενέργειας, οι παραπάνω ποσότητες μεταφράζονται σε περίπου 310 και 128 χιλ. τόνους ισοδύναμου πετρελαίου (ktoe), αντίστοιχα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατανομή τους στις περιφέρειες, όπως παρουσιάζεται στα Διαγράμματα 4.2.3 και 4.2.4.
Η μεγαλύτερη συγκέντρωση των συγκεκριμένων υπολειμμάτων εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στην περιφέρεια της Μακεδονίας, καθώς και σε Θεσσαλία, Θράκη και Στερεά Ελλάδα.
Από τους υπόλοιπους τύπους υπολειμματικής βιομάζας, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα υπολείμματα της καλλιέργειας του βαμβακιού που για το 2008 εκτιμώνταισε 590 χιλ. τόνους ξηρής βιομάζας (255 ktoe) και εντοπίζονται κατά κύριο λόγο στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, καθώς και τα κλαδέματα από την καλλιέργεια της ελιάς, των οποίων η ξηρή βιομάζα εκτιμάται για το 2008 σε 760 χιλ. τόνους (330 ktoe) και η μεγαλύτερη συγκέντρωσή τους εντοπίζεται, όπως είναι αναμενόμενο, στην Πελοπόννησο και την Κρήτη.
Επενδυτικές δυνατότητες
Στην παρούσα χρονική συγκυρία, με αναθεωρημένο το θεσμικό πλαίσιο και το τιμολογιακό καθεστώς της χώρας μας για τις ΑΠΕ, καθώς και την επιτακτική ανάγκη στήριξης του γεωργικού τομέα, δημιουργείται ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάπτυξη επενδυτικής δραστηριότητας στην αγορά βιοενέργειας, τόσο στον τομέα της διαχείρισης και εμπορίας βιομάζας, όσο και στην παραγωγή ενέργειας από στερεά βιοκαύσιμα.
Παρά το σχετικά υψηλό κόστος της βιομάζας, οι εγγυημένες τιμές αγοράς της παραγόμενης ενέργειας είναι ικανοποιητικές, τόσο ώστε να συμβάλλουν στην οικονομική βιωσιμότητα μονάδων παραγωγής ενέργειας από βιομάζα, ενώ ταυτόχρονα ευνοούν περισσότερο τις μονάδες μικρής δυναμικότητας.
Το καθεστώς αυτό δίνει τη δυνατότητα επενδύσεων ακόμα και σε χαμηλής δυναμικότητας περιφερειακές μονάδες βιοενέργειας, οι οποίες αξιοποιούν το διαθέσιμο δυναμικό σε τοπικό επίπεδο και συμβάλλουν στην περιφερειακή ανάπτυξη.
Παράλληλα, υπάρχει και η δυνατότητα άμεσης αξιοποίησης της βιομάζας μέσω μικτής καύσης σε λιγνιτικές μονάδες, κάτι που θα συμβάλλει σημαντικά στη μείωση των εκπομπών CO2 και στην εξοικονόμηση κόστους από την αγορά δικαιωμάτων ρύπων.
Επίσης, στην παρούσα χρονική περίοδο παρουσιάζουν ενδιαφέρον και οι επενδύσεις στις ενδιάμεσες διαδικασίες επεξεργασίας και εμπορίας της βιομάζας.
Πιο συγκεκριμένα, και με δεδομένη την αυξημένη οικιακή χρήση ξύλου και παραγώγων του, λόγω των υψηλών τελικών τιμών του πετρελαίου θέρμανσης, υπάρχει αντίστοιχα και ενδιαφέρον για χρήση συμπήκτων (πελέτες και μπριγκέτες).
Σε αυτή την αγορά μάλιστα είναι σημαντική η διερεύνηση της χρήσης εναλλακτικών τύπων βιομάζας, πέραν του ξύλου, με τα κατάλληλα τεχνικά χαρακτηριστικά, αλλά και των διαδικασιών για την αξιοποίησή τους με τον οικονομικότερο και καταλληλότερο τρόπο.
Η βασική παράμετρος στα παραπάνω θα πρέπεινα είναι η παραγωγή συμπήκτων με υψηλά ποιοτικά χαρακτηριστικά τα οποία δε θα προκαλούν αυξημένες εκπομπές αερίων ρύπων και σωματιδίων.
Κρίσιμος παράγοντας για την επιτυχία επενδύσεων βιοενέργειας είναι η εξασφάλιση της ομαλής τροφοδοσίας καυσίμου με κατάλληλα τεχνικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά και κόστος ικανό να στηρίξει την οικονομική βιωσιμότητα μιας μονάδας.
Η δυσκολία εξεύρεσης των απαιτούμενων ποσοτήτων πρώτων υλών, καθώς και το υψηλό κόστος της βιομάζας, αποτελούν βασικούς ανασταλτικούς παράγοντες που αντιμετωπίζει η χώρα μας, στην προσπάθεια ενεργειακής αξιοποίησης της βιομάζας.
Τα υπολείμματα των καλλιεργειών αγρού, αλλά και η βιομάζα από ενεργειακές καλλιέργειες παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως είναι η μεγάλη διασπορά, η χαμηλή πυκνότητα και η εποχικότητα στη διαθεσιμότητά τους, τα οποία αυξάνουν τις τεχνικές δυσκολίες, καθώς και το κόστος για τη συλλογή, τη διαχείριση και τη μεταφορά τους.
Σε αυτό το πλαίσιο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η επένδυση στο σχεδιασμό και τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου και οργανωμένου δικτύου συλλογής, διαχείρισης, μεταφοράς και εμπορίας της βιομάζας.
Ένα τέτοιο δίκτυο μπορεί να συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην επίτευξη οικονομιών κλίμακας, με αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους της διαδικασίας και κατ’ επέκταση του τελικού κόστους της βιομάζας, αλλά και την ομαλή τροφοδοσία στη διάρκεια του έτους.
Ταυτόχρονα, η διαχείριση μέσω του δικτύου περισσότερων μορφών βιομάζας, τόσο υπολειμματικής μορφής, όσο και ενεργειακών καλλιεργειών, με διαφορετικές περιόδους συγκομιδής, συμβάλλει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργεί η εποχικότητα.
Συγκεκριμένα αυξάνει την περίοδο χρήσης των μηχανημάτων εντός του έτους, μειώνει τις απαιτήσεις σε αποθήκευση και συνεπώς ελαχιστοποιεί το κόστος της διαδικασίας, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζει τη διαθεσιμότητα της βιομάζας και τη συστηματική τροφοδοσία των μονάδων παραγωγής ενέργειας σε όλη τη διάρκεια του έτους.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα προσέγγιση είναι η δημιουργία ενεργειακών συνεταιρισμών, στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας και με τη μορφή κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων.
Υπάρχουν ήδη κάποια πρόσφατα παραδείγματα που δραστηριοποιούνται στον τομέα της βιοενέργειας.
Οι δραστηριότητες τέτοιων συνεταιρισμών δύναται να περιλαμβάνουν από την παραγωγή και τη συγκέντρωση της βιομάζας, μέχρι και την παραγωγή και εμπορία δευτερογενών προϊόντων, όπως είναι για παράδειγμα τα σύμπηκτα, αλλά και η παραγωγή και πώληση ενέργειας.
Το βασικό τους πλεονέκτημα είναι η άμεση συμμετοχή στο επενδυτικό σχέδιο των εμπλεκομένων στη διαδικασία, όπως είναι για παράδειγμα οι παραγωγοί.
Ως αποτέλεσμα δύναται να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας και ελαχιστοποίηση του κόστους,ενώ ταυτόχρονα οδηγούμαστε στην επίτευξη ωφελειών για τις τοπικές κοινωνίες.»
www.mywaypress.gr –ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΥΡΟΥΣ