Η Διατλαντική Επενδυτική και Εμπορική Συμφωνία μπορεί να αποφέρει ουσιαστικά οφέλη για τις ΜμΕ

• Του Κ. Μίχαλου

«Μπορεί να γίνει ένα ακόμη πιο αποτελεσματικό όχημα, για την ενίσχυση της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της ευημερίας στις δύο πλευρές του Ατλαντικού»

 

«Είμαι ιδιαίτερα ευτυχής για την ευκαιρία να συμμετέχω σε αυτή τη συζήτηση, με θέμα τη Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων. Μια συμφωνία στρατηγικής σημασίας, η οποία μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα για την επιχειρηματική δραστηριότητα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Είναι γεγονός ότι στο πλαίσιο της μέχρι τώρα διαπραγμάτευσης έχουν υπάρξει αρκετές επικρίσεις, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το επίκεντρο αυτών των επικρίσεων είναι ότι η υπό συζήτηση εμπορική και επενδυτική συμφωνία θα εξυπηρετήσει αποκλειστικά τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα.

Η άποψη αυτή προφανώς δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ως εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιμελητηριακής Κοινότητας, θεωρούμε ότι η συμφωνία – εφόσον σχεδιαστεί σωστά – μπορεί να προσφέρει τεράστιες ευκαιρίες στις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις.

Είναι σημαντικό, λοιπόν, να διασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για την αξιοποίηση αυτών των δυνατοτήτων. Η θέση μας είναι ότι οι εμπορικές συμφωνίες που συνάπτει η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να ενσωματώνουν, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, την αρχή της «προτεραιότητας στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις». Κι αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε διαπραγματεύσεις για συμφωνίες – σταθμούς, όπως αυτές που διεξάγονται τώρα μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι προτεραιότητες και οι ανάγκες των ΜμΕ σε κάθε πλευρά.

Προς την κατεύθυνση αυτή, η συμβολή των Ευρωπαϊκών Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων, μπορεί να είναι ουσιαστική και χρήσιμη. Θα πρέπει εδώ να τονίσω ότι τα Επιμελητήρια είναι ο βασικός θεσμικός φορέας εκπροσώπησης των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην Ευρώπη, με κρίσιμο υποστηρικτικό ρόλο σε θέματα εξωστρέφειας. Στηρίζουμε τη διεθνή δραστηριότητα συνολικά 1,2 εκατομμυρίων ΜμΕ και εκδίδουμε πάνω από 4,5 εκατομμύρια εμπορικά έγγραφα κάθε χρόνο. Γεγονός που καθιστά τα Επιμελητήριά μας βασικό εταίρο των ΜμΕ στον τομέα του διεθνούς εμπορίου, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως των εμπορικών σχέσεων με τις ΗΠΑ.

Είναι σαφές ότι οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις αποτελούν κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης και της απασχόλησης, σε διατλαντικό επίπεδο. Είναι η ραχοκοκαλιά των οικονομιών μας, είναι η πλειοψηφία και όχι η εξαίρεση. Θεωρούμε, επομένως, ότι μια πραγματικά πλήρης και φιλόδοξη Διατλαντική Συμφωνία θα πρέπει να είναι πάνω από όλα φιλική προς αυτές τις επιχειρήσεις. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να ενδυναμώσουμε τη φωνή και τη συμμετοχή τους σε όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Σημαίνει επίσης ότι θα πρέπει να διασφαλιστεί επαρκής αντιπροσώπευση των ΜμΕ σε κάθε θεσμικό μηχανισμό που θα δημιουργηθεί στο πλαίσιο της Συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένης και της Επιτροπής ΜμΕ.

Κυρίως, όμως, θα πρέπει να προσαρμοστεί ανάλογα η οργάνωση του ρυθμιστικού πλαισίου της Συμφωνίας: δίνοντας έμφαση σε έξυπνες και λιγότερο γραφειοκρατικές ρυθμίσεις, οι οποίες θα συμβάλουν στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ΜμΕ και της δυνατότητάς τους να αξιοποιούν τις ευκαιρίες μιας πιο ολοκληρωμένης διατλαντικής αγοράς.

Κατά την άποψή μας, η διαπραγμάτευση θα πρέπει να εστιάσει στη διασφάλιση πέντε βασικών σημείων, στα οποία θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ συνοπτικά.

Το πρώτο αφορά την ύπαρξη κεφαλαίου το οποίο θα είναι αποκλειστικά αφιερωμένο στις ΜμΕ. Η Συμφωνία θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα ειδικό, φιλόδοξο κεφάλαιο περί ΜμΕ, το οποίο θα έχει διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε:

  • Να καλλιεργεί τη συνεργασία των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων
  • Να παρέχει πρόσβαση σε ένα πλήρες σώμα πληροφοριών, σχετικά με τις ρυθμίσεις
  • Να προβλέπει μια ισχυρή επιτροπή ΜμΕ, η οποία θα περιλαμβάνει εκπροσώπους των επιχειρήσεων και θα είναι αρμόδια για την παρακολούθηση του αντίκτυπου που θα έχει η Συμφωνία στη Μικρομεσαία Επιχειρηματικότητα.

Το κεφάλαιο περί ΜμΕ θα πρέπει πάνω από όλα να προσφέρει σοβαρή και ολοκληρωμένη καθοδήγηση προς τις επιχειρήσεις, ώστε να επιτυγχάνεται η ρυθμιστική συμμόρφωση και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Αυτό θα πρέπει να γίνει μέσω μιας online πλατφόρμας ή μιας διευρυμένης βάσης δεδομένων, η οποία θα καλύπτει πρότυπα, κανόνες και μη δασμολογικούς φραγμούς, ανά συγκεκριμένο προϊόν και σε ομοσπονδιακό και υπό – ομοσπονδιακό επίπεδο.

Το δεύτερο σημείο προτεραιότητας αφορά τη μείωση υπερβολικά επαχθών ρυθμίσεων και αποκλίσεων σε κανόνες και προδιαγραφές. Είναι σημαντικό, στο πλαίσιο των ρυθμιστικών διεργασιών, να περιοριστούν ή να εξαλειφθούν οι υπερβολικές απαιτήσεις διπλής πιστοποίησης, καθώς και περίπλοκες και άσκοπες διαδικασίες οι οποίες δυσχεραίνουν την εμπορική δραστηριότητα.

Ο παράγοντας αυτός είναι κρίσιμης σημασίας για τις ΜμΕ, οι οποίες λόγω του μεγέθους τους επωμίζονται δυσανάλογα μεγάλο βάρος, ως προς το ρυθμιστικό κόστος και τον διοικητικό φόρτο.

Δεν θα πρέπει επίσης να αγνοούμε το γεγονός ότι για τις περισσότερες ΜμΕ, η διεθνής δραστηριότητα αφορά κυρίως εξαγωγές και όχι άμεσες επενδύσεις. Αυτό σημαίνει ότι οι διαφορές στις προδιαγραφές δημιουργούν την ανάγκη επαχθών και κοστοβόρων προσαρμογών σε προϊόντα, ακόμα και για τη διακίνηση μεταξύ Αμερικανικών Πολιτειών. Ως παράδειγμα θα αναφέρω τις διαφορετικές ρυθμίσεις στον κλάδο της θερμικής επεξεργασίας, τις διαφορές στη νομοθεσία περί ασφάλειας τροφίμων, την ασυμβατότητα μεταξύ ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών προτύπων, κ.ά.

Επίσης, πέρα από την προσαρμογή σε διαφορετικές προδιαγραφές, υπάρχουν και οι υποχρεωτικές απαιτήσεις σήμανσης για τα εισαγόμενα προϊόντα, που επίσης δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στις ΜμΕ.

Επομένως, η συμφωνία θα πρέπει να δημιουργεί μια σαφή και προβλέψιμη βάση για την καθιέρωση πιθανών κριτηρίων ισοδυναμίας, σε τομείς όπου οι ρυθμίσεις και οι προδιαγραφές μας είναι ουσιαστικά συμβατές, σε ό,τι αφορά τους επιδιωκόμενους στόχους.

Η προσπάθεια για διαμόρφωση ευκολονόητων και λιγότερο περίπλοκων ρυθμιστικών κανόνων για το παρελθόν και ιδίως για το μέλλον, είναι ζωτικής σημασίας για τη βελτίωση της διαδικασίας χάραξης κανόνων και στις δύο πλευρές, με τεράστια οφέλη για τις ΜμΕ.

Σε αυτή την κατεύθυνση, θα πρέπει να προσπαθήσουμε από την πλευρά της Ε.Ε. να βελτιώσουμε το SME Benchmark Test, ώστε να αυξηθεί η αποτελεσματικότητά του. Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να δημιουργηθεί ανάλογη διαδικασία και στην πλευρά των ΗΠΑ, ώστε ο αντίκτυπος των επικείμενων ρυθμίσεων να αξιολογείται σωστά.

Η ενίσχυση της συγκρισιμότητας, με αυτό τον τρόπο, θα επιτρέψει την καθιέρωση ενός top ten με τις πλέον επαχθείς ρυθμίσεις για τις ΜμΕ και στις δύο πλευρές. Η λίστα αυτή θα καταρτίζεται και θα παρακολουθείται σε ετήσια βάση μετά την ολοκλήρωση της Συμφωνίας, έτσι ώστε οι προκλήσεις της ρυθμιστικής συμμόρφωσης να παραμένουν υψηλά στην ατζέντα και να προωθούνται οι απαραίτητες βελτιωτικές κινήσεις.

Το τρίτο σημείο προτεραιότητας αφορά τη διευκόλυνση των τελωνειακών διαδικασιών στο εμπόριο. Η πρόοδος σε αυτό τον τομέα θα έχει άμεσο αντίκτυπο στις συναλλαγές των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων με την αγορά των ΗΠΑ και γι’ αυτό έχει τεράστια σημασία. Στόχος μας θα πρέπει να είναι:

  • Η ενίσχυση της συγκρισιμότητας των δεδομένων που χρησιμοποιούνται από τις τελωνειακές αρχές
  • Η ενίσχυση της αμοιβαίας αναγνώρισης των διαδικασιών
  • Η κατάργηση άσκοπων τελωνειακών ελέγχων
  • Η επίσπευση των διαδικασιών
  • Η ενίσχυση του προγράμματος trustedpartners
  • Ο περιορισμός της γραφειοκρατίας

Θα πρέπει επίσης να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια προκειμένου να διαμορφωθούν απλοί και εύχρηστοι κανόνες καταγωγής, που θα επιτρέπουν μεγάλο βαθμό προμηθειών από τρίτες χώρες. Είναι επιπλέον σημαντικό να γίνουν προσπάθειες για περαιτέρω εναρμόνιση, σε ό,τι αφορά τους μη προτιμησιακούς κανόνες καταγωγής.

Τέταρτο σημείο προτεραιότητας είναι η μετακίνηση ανθρώπων: ένα ζωτικής σημασίας ζήτημα, για την ενίσχυση των Ευρωπαϊκών ΜμΕ στη διατλαντική αγορά. Η Συμφωνία δεν θα πρέπει απλώς να διευκολύνει τη μετακίνηση εξαιρετικά εξειδικευμένων εργαζομένων με ακαδημαϊκή κατάρτιση, αλλά θα πρέπει να προχωρά παραπέρα. Να διευκολύνει τις εταιρείες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να στέλνουν τεχνικούς για εργασίες σε εγκαταστάσεις στις ΗΠΑ ή εργαζομένους υψηλής εξειδίκευσης χωρίς πανεπιστημιακό τίτλο.

Στο ίδιο πλαίσιο, η Συμφωνία θα πρέπει να αποτελέσει και μια πλατφόρμα ανταλλαγής καλών πρακτικών επαγγελματικής κατάρτισης, έτσι ώστε να διευκολύνεται η πρόσληψη εργαζομένων. Η Ευρώπη και ειδικότερα τα Επιμελητήρια, έχουν πολλά να προσφέρουν από πλευράς εμπειρίας και γνώσης σε θέματα κατάρτισης και δεξιοτήτων. Η Συμφωνία θα μας δώσει την ευκαιρία να συνεργαστούμε αποτελεσματικότερα σε αυτό τον τομέα.

Πέμπτο και τελευταίο σημείο προτεραιότητας αποτελούν οι προμήθειες του δημοσίου. Το παράδειγμα της CETA στον τομέα των προμηθειών του δημοσίου δείχνει τη μορφή που μπορεί να έχει μια συμφέρουσα συμφωνία για την Ευρώπη σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στην αγορά στον συγκεκριμένο τομέα.

Αυτό που θα θέλαμε είναι αυξημένη πρόσβαση στην αγορά των προμηθειών του δημοσίου των ΗΠΑ, σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης. Με προβλέψεις που διευκολύνουν τη συμμετοχή επιχειρήσεων της Ε.Ε. σε δημόσιους διαγωνισμούς στις ΗΠΑ, οι ΜμΕ θα αποκτήσουν νέες ευκαιρίες, είτε άμεσα είτε έμμεσα, μέσω του εφοδιασμού μεγαλύτερων επιχειρήσεων.

Με την απαραίτητη έμφαση και προσοχή στους παραπάνω τομείς, η Διατλαντική Επενδυτική και Εμπορική Συμφωνία μπορεί να αποφέρει ουσιαστικά οφέλη για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις. Μπορεί να γίνει ένα ακόμη πιο αποτελεσματικό όχημα, για την ενίσχυση της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της ευημερίας στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Προς αυτή την κατεύθυνση, τα Ευρωπαϊκά Επιμελητήρια θα προσφέρουν κάθε δυνατή βοήθεια και συνεργασία, αξιοποιώντας την εμπειρία και τη γνώση που διαθέτουν».

Το κείμενο υπό μορφή άρθρου είναι από την τοποθέτηση του προέδρου της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ κ.Κ. Μίχαλου, με την ιδιότητα του αναπληρωτή προέδρου των Ευρωεπιμελητηρίων, στο πλαίσιο συνάντησης στην Ουάσινγκτον με τον επικεφαλής διαπραγματευτή Αμερικανο-Ευρωπαικών Οικονομικών Σχέσεων κ.Dan Mullaney στο υπουργείο Εμπορίου, με θέμα τη διατλαντική εταιρική σχέση εμπορίου και επενδύσεων.

Σχετικά Άρθρα