Η ΕΚΤ έχει αγοράσει €125 δισ. γερμανικού χρέους

Πρόγραμμα αγοράς ομολόγων λόγω πανδημίας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)

 
Με το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης που προκλήθηκε από τον COVID-19, η ΕΚΤ εφάρμοσε μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής, με στόχο να στηρίξει τόσο τις εθνικές οικονομίες των κρατών-μελών της Ζώνης του Ευρώ, όσο και το τραπεζικό σύστημα, μέσω της χρηματοδότησης των εμπορικών τραπεζών με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους.

Στις 18 Μαρτίου, η ΕΚΤ, έχοντας να αντιμετωπίσει ένα αβέβαιο περιβάλλον με σημαντικές επιπτώσεις σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, μέσω του Διοικητικού της Συμβουλίου, ανακοίνωσε την εφαρμογή ενός έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (PandemicEmergencyPurchaseProgram-PEPP), συνολικού ύψους Ευρώ 750 δισ. Ωστόσο, το συγκεκριμένο πρόγραμμα ενισχύθηκε περαιτέρω στις 4 Ιουνίου με το επιπρόσθετο ποσό των Ευρώ 600 δισ., με αποτέλεσμα η συνολική βοήθεια να ανέλθει στα Ευρώ 1,35 τρισ., ενώ, παράλληλα, παρατάθηκε η διάρκειά του, από το τέλος Δεκεμβρίου που ήταν αρχικώς σχεδιασμένο, έως, τουλάχιστον, το τέλος Ιουνίου 2021. Το πρόγραμμα ΡΕΡΡ έχει προσωρινό χαρακτήρα και θα διαρκέσει έως ότου η ΕΚΤ αξιολογήσει ότι η κρίση του κορωνοϊού έχει τελειώσει, ενώ, σε συνδυασμό με το υφιστάμενο πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων (Asset Purchase Programme-APP), μπορεί να υποστηρίξει ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης για την πραγματική οικονομία, εν μέσω μιας περιόδου αυξημένης αβεβαιότητας.

Τα βασικά πλεονεκτήματα του προγράμματος PEPP είναι:

Πρώτον, έχει γενικό χαρακτήρα, καθώς αφορά όλες τις χώρες της Ζώνης του Ευρώ και ιδιαίτερα εκείνες που έχουν πληγεί εντονότερα από την πανδημία COVID-19, ενώ από μόνο του μπορεί να προκαλέσει μια θετική διαταραχή στην οικονομία.

Δεύτερον, η χρονική του διάρκεια είναι συνυφασμένη με την πορεία εξέλιξης του ιού COVID-19 και κατά συνέπεια, δεν υπάρχει περίπτωση να εγκαταλειφθεί πρόωρα.

Τρίτον, επιτρέπει στις νομισματικές αρχές να μπορούν να παρέμβουν σε όλο το τμήμα της καμπύλης των αποδόσεων (yield curve) των κρατικών ομολογιακών εκδόσεων, με αποτέλεσμα να αποφεύγονται ενδεχόμενες στρεβλώσεις στην τιμολόγηση νέων εκδόσεων.

Τέταρτον, οι αγορές των τίτλων θα πραγματοποιούνται με ευέλικτο τρόπο, ενώ η ΕΚΤ θα είναι σε θέση να αυξήσει το ύψος τους και να προσαρμόσει τη σύνθεσή τους.

Με βάση τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η ΕΚΤ, η αξία του συνολικού χαρτοφυλακίου του προγράμματος PEPP, στα τέλη Σεπτεμβρίου, διαμορφώθηκε σε περίπου Ευρώ 567,2 δισ., εκ των οποίων Ευρώ 511,7 δισ. αφορούν καθαρές αγορές ομολόγων του δημόσιου τομέα. Από τα τέλη Μαρτίου που ξεκίνησε το πρόγραμμα μέχρι τα τέλη Μαΐου, η ΕΚΤ προέβη σε καθαρές αγορές ομολόγων του δημόσιου τομέα αξίας Ευρώ 186,6 δισ., ενώ, τα δίμηνα Ιουνίου-Ιουλίου και  Αυγούστου-Σεπτεμβρίου, αγόρασε ομόλογα αξίας Ευρώ 198,2 δισ. και Ευρώ 126,8 δισ., αντίστοιχα. Αναφορικά με τα κράτη-μέλη, η ΕΚΤ έχει αγοράσει Ευρώ 125 δισ. γερμανικού χρέους, ενώ ιδιαίτερης αναφοράς χρήζουν οι αγορές ιταλικού χρέους που ανέρχονται σε Ευρώ 95,2 δισ., καθώς πρόκειται για ένα κράτος που επλήγει σφοδρά κατά το πρώτο «κύμα» εξάπλωσης της πανδημίας (Γράφημα 7). Αξίζει να επισημανθεί ότι με τις αγορές ομολόγων, μέσω του προγράμματος PEPP, η ΕΚΤ έχει επιτύχει να «συγκρατήσει» το κόστος δανεισμού των κρατών-μελών σε μια ιδιαίτερα δύσκολη οικονομική συγκυρία, ενώ οι συμμετέχοντες στις αγορές δεν αποκλείουν, εφόσον διατηρηθεί η αβεβαιότητα σε υψηλά επίπεδα, να υπάρξει εκ νέου αύξηση του συνολικού ποσού του προγράμματος.

πιν 7

 
Πηγή: Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank

Σχετικά Άρθρα