
Η ΕΚΤ αναμένεται να παραμείνει σημαντικός υποστηρικτής των πράσινων ομολογιακών εκδόσεων
ΕΚΤ: Ενέργειες για διατήρηση της οικονομικής ανάκαμψης στη Ζώνη του Ευρώ
Αναζωπύρωση της νόσου και η διάρκεια της κρίσης
Το πραγματικό ΑΕΠ στη Ζώνη του Ευρώ, μετά από την πτώση κατά 15%, στο πρώτο εξάμηνο του 2020, ανέκαμψε κατά 12,5%, σε τριμηνιαία βάση, στο τρίτο τρίμηνο, επιτυγχάνοντας ισχυρότερη αύξηση από την αναμενόμενη. Παρ’ όλα αυτά, η πρόσφατη εντατικοποίηση των μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας, ως αντίδραση στην αναζωπύρωση της νόσου του κορωνοϊού (Covid-19) σε αρκετές χώρες, αυξάνει την πιθανότητα μιας νέας υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας, στο τέταρτο τρίμηνο του 2020. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δεν αποκλείει η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας να συνεχιστεί και στο πρώτο τρίμηνο του 2021. Από την άλλη πλευρά, τα θετικά νέα για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων κατά του κορωνοϊού προκαλούν αισιοδοξία για σταδιακή επίλυση της υγειονομικής κρίσης εντός του 2021 και πλήρη εξάλειψή της στις αρχές του 2022.
Τα πρακτικά της συνεδρίασης της ΕΚΤ, του περασμένου Οκτωβρίου, επιβεβαίωσαν την εγρήγορσή της σχετικά με την εξασθένιση των οικονομικών προοπτικών, λόγω του ενδεχόμενου αντικτύπου της λήψης νέων μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας και της κοινωνικής ζωής (lockdown). Επιπλέον, εγείρονται αρκετά ερωτηματικά για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις τόσο στην πλευρά της ζήτησης, όσο και στην πλευρά της προσφοράς και το ρυθμό της οικονομικής μεγέθυνσης. Επιπρόσθετα, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ επισήμαναν τις ανησυχίες τους για τις επιπτώσεις που η πανδημική κρίση θα μπορούσε να επιφέρει μακροπρόθεσμα στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών, των τραπεζών και των εθνικών κυβερνήσεων.
Νέα σημαντική ενίσχυση της ρευστότητας
Η ΕΚΤ, τους τελευταίους μήνες του 2020, προσπάθησε, με έμμεσο τρόπο, να επικοινωνήσει στους συμμετέχοντες στις αγορές τη συνέχιση του επεκτατικού χαρακτήρα της νομισματικής της πολιτικής, με έμφαση στη διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων, στην ενίσχυση της ρευστότητας, καθώς και στην συνέχιση του προγράμματος αγορών περιουσιακών στοιχείων (QE). Η επιβεβαίωση της νομισματικής πολιτικής που θα ακολουθήσει η ΕΚΤ για το προσεχές μέλλον ήρθε στις 10 Δεκεμβρίου, με την ευρέως αναμενόμενη απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου να αυξήσει το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού (pandemic emergency purchase programme-PEPP) που προορίζεται για τη στήριξη των οικονομιών των χωρών της Ζώνης του Ευρώ που επλήγησαν από την πανδημική κρίση, με Ευρώ 500 δισ. επιπλέον, με αποτέλεσμα το συνολικό ύψος του προγράμματος να ανέλθει σε Ευρώ 1,85 τρισ. και, παράλληλα, με την επέκταση της χρονικής διάρκειας του προγράμματος, έως 9 μήνες τουλάχιστον, μέχρι τον Μάρτιο 2022. Η ΕΚΤ αποφάσισε, επίσης, ότι θα επανεπενδύει τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων PEPP κατά τη λήξη τους, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2023, ενώ θα προβεί σε τέσσερις πρόσθετες έκτακτες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης λόγω πανδημίας (pandemic emergency longer-term refinancing operations-PELTRO), το 2021, οι οποίες θα εξακολουθήσουν να αποτελούν έναν αποτελεσματικό μηχανισμό ενίσχυσης της ρευστότητας, με τον επιτρεπόμενο δανεισμό να αυξάνεται από 50% σε 55% του υπολοίπου των επιλέξιμων δανείων. Παράλληλα, θα συνεχιστεί η διενέργεια καθαρών αγορών, στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού (asset purchase programme-APP), κατά Ευρώ 20 δισ., μηνιαίως, ενώ οι αγορές στοιχείων ενεργητικού στο πλαίσιο του προγράμματος APP θα διενεργούνται για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται αναγκαίο προκειμένου να ενισχυθεί η διευκολυντική επίδραση των επιτοκίων παρέμβασης, ενώ θα λήξουν λίγο πριν αρχίσουν να αυξάνονται τα βασικά επιτόκια. Επίσης, η διευκόλυνση συμφωνιών επαναγοράς του Ευρωσυστήματος για τις κεντρικές τράπεζες (Eurosystem Repo Facility for Central Banks-EUREP) και όλες οι προσωρινές συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων και επαναγοράς με κεντρικές τράπεζες εκτός της Ζώνης του Ευρώ θα παραταθούν μέχρι τον Μάρτιο 2022.
Η ζήτηση για ευρώ συνδράμει στην αντιπληθωριστική πολιτική της ΕΚΤ
Η ΕΚΤ, στην τελευταία συνεδρίαση (10.12.2020) του Διοικητικού Συμβουλίου της για το 2020, γνωστοποίησε την πρόθεσή της για παρακολούθηση των εξελίξεων στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, χωρίς ωστόσο να θέσει κάποιο ανώτατο όριο ενίσχυσης του ευρώ. Στις 16 Δεκεμβρίου, το ευρώ (1,22 EUR/USD) κατέγραφε, από την αρχή του έτους, άνοδο έναντι του δολαρίου ΗΠΑ κατά 9,5%, διαμορφούμενο στο υψηλότερο επίπεδο από τον Απρίλιο 2018 (Γράφημα 6).
Η ενίσχυση του ευρώ ευνοεί την αποπληθωριστική πολιτική της ΕΚΤ, αλλά ταυτόχρονα πλήττει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών. Ενδεχομένως, η ΕΚΤ στην παρούσα συγκυρία να μην έχει τη δυνατότητα ουσιαστικού επηρεασμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας EUR/USD, καθώς η σημειωθείσα ενίσχυση του ευρώ αποδίδεται σε σημαντικό βαθμό στην αδυναμία του δολαρίου, λόγω της καλυτέρευσης των προσδοκιών για την οικονομική ανάκαμψη στη Ζώνη του Ευρώ, μετά από τις εξελίξεις για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων κατά της πανδημίας, καθώς και στις προσδοκίες των συμμετεχόντων στις αγορές ότι το δολάριο θα συνεχίσει να υποτιμάται και το 2021 (Reuters Poll: US dollar Outlook – December 2020). Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση, η αποδυνάμωση του δολαρίου είναι πιθανό να διαρκέσει τουλάχιστον άλλους έξι μήνες, καθώς οι συμμετέχοντες στις αγορές συνεχίζουν να εκδηλώνουν ενδιαφέρον για τοποθετήσεις υψηλού επενδυτικού κινδύνου (αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες οικονομίες), οι οποίες προσφέρουν σχετικά μεγάλες αποδόσεις. Επιπρόσθετα, παρά τα 17 εκατ. άτομα που μολύνθηκαν στις ΗΠΑ από τον κορωνοϊό, οι ελπίδες για ένα νέο πακέτο δημοσιονομικών μέτρων στις αρχές του νέου έτους στις ΗΠΑ και με δεδομένη τη διαθεσιμότητα πλέον του εμβολίου για την καταπολέμηση της νόσου Covid-19 συνηγορούν στη διατήρηση του αγοραστικού ενδιαφέροντος για μετοχικούς τίτλους σε διεθνές επίπεδο, με αποτέλεσμα το δολάριο να εξασθενήσει σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Παρότι η ΕΚΤ δεν στοχεύει επίσημα σε συγκεκριμένα επίπεδα της συναλλαγματικής ισοτιμίας EUR/USD, δεν μπορεί να αγνοήσει την ταχεία άνοδο του ευρώ, ως εκ τούτου δεν αποκλείεται στο προσεχές μέλλον να προσαρμόσει την πολιτική της ώστε να στηρίξει την ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο, ας μη λησμονούμε ότι, καθώς πλησιάζουμε στο τέλος του έτους, παραδοσιακά καταγράφεται χαμηλή ρευστότητα στις χρηματαγορές και κατά συνέπεια οι απότομες διακυμάνσεις στις αγορές συναλλάγματος δεν μπορούν να αποκλεισθούν.
Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης εστιάζει πλην της πανδημίας και στα περιβαλλοντικά ζητήματα
Οι σημαντικές επιπτώσεις των κλιματικών και περιβαλλοντικών αλλαγών σε όλο τον κόσμο γίνονται ολοένα και πιο εμφανείς, με αποτέλεσμα το πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού της ΕΚΤ να εστιάζει και στα περιβαλλοντικά ζητήματα. Οι πράσινες χρηματοοικονομικές αγορές αναπτύσσονται ραγδαία παγκοσμίως. Αξίζει να επισημανθεί ότι τα πράσινα ομόλογα έχουν εκδοθεί, σε πρωτογενείς αγορές, με χαμηλότερα επιτόκια και με μεγαλύτερο αγοραστικό ενδιαφέρον συγκριτικά με τα συμβατικά ομόλογα το 2019 και το 2020. Ωστόσο, στη δευτερογενή αγορά, τα πράσινα ομόλογα δεν διαφέρουν από παρόμοια συμβατικά ομόλογα ούτε ως προς τους τόκους, αλλά ούτε και ως προς τη ρευστότητά τους.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, η αξία του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων με χαρακτήρα περιβαλλοντικής ανάπτυξης, κοινωνικής ευημερίας και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG) έχει αυξηθεί κατά 170% από το 2015 (ECB – Financial Stability Review, November 2020). Το ποσό των πράσινων ομολόγων της Ζώνης του Ευρώ έχει αυξηθεί επτά φορές την ίδια περίοδο, δεδομένων των κινδύνων χρηματοοικονομικής σταθερότητας που απορρέουν από την κλιματική αλλαγή. Η επικεφαλής της ΕΚΤ έχει επισημάνει, άλλωστε, ότι τα περιβαλλοντικά ζητήματα, λόγω της αλλαγής του κλίματος, έχουν σημαντική προτεραιότητα στη χάραξη της νομισματικής πολιτικής και ήδη έχει αρχίσει να συνυπολογίζεται ο κλιματικός κίνδυνος στη διάρθρωση του χαρτοφυλακίου της ΕΚΤ.
Με δεδομένη τη δέσμευση για συνέχιση μιας οικονομικής πολιτικής που δίνει σημασία στο περιβάλλον, η ΕΚΤ αναμένεται να παραμείνει σημαντικός υποστηρικτής των πράσινων ομολογιακών εκδόσεων στα επόμενα έτη, με αποτέλεσμα να ενισχύονται οι προσδοκίες για περαιτέρω επέκταση της συγκεκριμένης αγοράς. Άλλωστε, η ΕΚΤ σκοπεύει να δημιουργήσει μια καμπύλη απόδοσης με την έκδοση πράσινων κρατικών ομολόγων σε πρόσθετες λήξεις (δηλαδή, δύο, πέντε και 30 έτη). Η κίνηση αυτή θα επιτρέψει τη δημιουργία μιας καμπύλης αναφοράς για τη συγκεκριμένη κατηγορία περιουσιακών στοιχείων, η οποία θα ενισχύσει τη ρευστότητα και κατά συνέπεια τη συναλλακτική δραστηριότητα.
Επίσης, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι περίπου το 30% του σχεδίου διάσωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα Ευρώ 1 τρισ. του επταετούς προϋπολογισμού της προορίζονται για πρωτοβουλίες που αποσκοπούν στην καταπολέμηση των επιζήμιων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει, επίσης, δεσμευτεί να περιορίσει τη χρήση άνθρακα στην οικονομία, με στόχο μηδενικές καθαρές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου έως το 2050, ενώ, σε ομιλία της, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πρότεινε ένα ακόμη πιο φιλόδοξο στόχο, αυτό της μείωσης των εκπομπών άνθρακα κατά 55% έως το 2030 και την έκδοση πράσινων ομολόγων αξίας Ευρώ 225 δισ., για την ενίσχυση πρωτοβουλιών φιλικών προς το κλίμα. Αναμφίβολα, η ανάταξη της οικονομίας της Ζώνης του Ευρώ αποτελεί τη βασική προτεραιότητα της ΕΚΤ, αλλά στην προσπάθεια αυτή, η πανδημική κρίση δεν θα πρέπει να επιτρέψει να αγνοήσουμε τη συνεισφορά της πράσινης μετάβασης στην αναπτυξιακή διαδικασία.
Πηγή: Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank