Η Ελλάδα κατέχει το υψηλότερο χρέος (205,6%) ως ποσοστό του ΑΕΠ, στη Ζώνη του Ευρώ

Η γιγάντωση του παγκόσμιου χρέους, εν μέσω της πανδημίας, αιτία έντονου προβληματισμού

 
Στη μάχη εναντίον της πανδημίας Covid-19, οι εθνικές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο έχουν δαπανήσει τεράστια ποσά για την προστασία των πολιτών τους και τη θωράκιση των οικονομιών τους. Χαρακτηριστικό της έντασης της οικονομικής ύφεσης αποτελεί η υποχώρηση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 3,3%, το 2020, έναντι μείωσης κατά μόλις 0,1% που είχε καταγράψει, στη διάρκεια της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η οικονομία της Ζώνης του Ευρώ υπέστη ένα άνευ προηγουμένου σοκ, καθώς η ύφεση άγγιξε το 6,6%, το 2020, έναντι συρρίκνωσης 4,5%, το 2009. Στην προσπάθεια περιορισμού των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας, η ενίσχυση των δημοσίων δαπανών αποτέλεσε αναγκαιότητα, καθώς τα φορολογικά έσοδα μειώθηκαν, εξαιτίας της αύξησης της ανεργίας αλλά και της ασθενέστερης οικονομικής δραστηριότητας. Οι εθνικές κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις κατέφυγαν στο δανεισμό με χαμηλό κόστος, λόγω της διατήρησης των αρνητικών και χαμηλών επιτοκίων και των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης από τις κεντρικές τράπεζες. Οι κεντρικές τράπεζες, μειώνοντας τα επιτόκια και αγοράζοντας περιουσιακά στοιχεία αξίας άνω των 5 τρισ. δολαρίων ΗΠΑ, το 2020, επέτρεψαν στις εθνικές κυβερνήσεις να δανειστούν με πρωτοφανή ρυθμό. Το 2020, η ομοσπονδιακή  τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) πρόσθεσε περίπου 3 τρισ. δολάρια στον ισολογισμό της, δηλαδή το ίδιο ποσό με αυτό που διοχέτευσε στην οικονομία, στη δεκαετία που ακολούθησε την οικονομική κρίση του 2008.

Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική των εθνικών κυβερνήσεων στήριξε ολόκληρους τομείς της οικονομίας, από τον τουρισμό έως τις αερομεταφορές, καθώς και από τα νοικοκυριά έως τις τοπικές κυβερνήσεις, αλλά εκτόξευσε, το 2020, το συνολικό (ιδιωτικό και δημόσιο) χρέος στις 61 χώρες που απαρτίζουν το δείγμα του Institute of International Finance (IIF), στο ιστορικά υψηλό των 281 τρισ. δολαρίων ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, το συνολικό χρέος αυξήθηκε κατά 24 τρισ. δολάρια, το 2020, ήτοι πάνω από το ένα τέταρτο της αύξησης των 88 τρισ. δολαρίων ΗΠΑ που σημείωσε, στην τελευταία δεκαετία.

 
Η εκρηκτική δυναμική του παγκόσμιου χρέους

Σύμφωνα με το IIF (Global Debt Monitor), ο λόγος του συνολικού παγκόσμιου χρέους προς το παγκόσμιο ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 35 εκατοστιαίες μονάδες, με αποτέλεσμα να ανέλθει στο 355,8%, το 2020. Αξίζει να επισημανθεί ότι η άνοδος ήταν πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη που παρατηρήθηκε, στη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Το 2008 και το 2009, ο δείκτης αύξησης του παγκόσμιου χρέους ήταν της τάξης του 10% και 15%, αντίστοιχα. Η άνοδος του χρέους εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί και το 2021, όμως ο ρυθμός μεταβολής του θα είναι χαμηλότερος, σε σύγκριση με εκείνον του περασμένου έτους, ενώ ο λόγος συνολικό παγκόσμιο χρέος προς παγκόσμιο ΑΕΠ θα περιοριστεί, εφόσον επαληθευτούν οι οικονομικές προβλέψεις για οικονομική ανάκαμψη και, κατά συνέπεια, υψηλότερο ρυθμό μεταβολής του παγκόσμιου ΑΕΠ. Ωστόσο, αξίζει να τονιστεί ότι τα μεγέθη του συνολικού χρέους θα διαφέρουν σημαντικά ανά χώρα, καθώς ο διαφορετικός ρυθμός εμβολιασμού μεταξύ των χωρών θα καθυστερήσει την οικονομική ανάκαμψη, ιδίως σε υπερχρεωμένες χώρες ή χώρες χαμηλού εισοδήματος.

 
Ασύμμετρη  αύξηση του χρέους μεταξύ χωρών

Οι παρεκκλίσεις από τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας πολλών εθνικών κυβερνήσεων, με στόχο τη διάσωση των οικονομιών τους, είχαν ως αποτέλεσμα τη διόγκωση του παγκόσμιου δημόσιου χρέους κατά 12,2 τρισ. δολάρια ΗΠΑ, το 2020, έναντι 4,3 τρισ. δολάρια ΗΠΑ, το 2019. Συνολικά, το παγκόσμιο δημόσιο χρέος διαμορφώθηκε, το 2020, σε 82,3 τρισ. δολάρια ΗΠΑ, σύμφωνα με το IIF, εκ των οποίων τα 63,5 τρισ. δολάρια αφορούσαν τις ανεπτυγμένες οικονομίες και τα 18,8 τρισ. δολάρια τις αναδυόμενες οικονομίες. Στον δημόσιο τομέα οφείλεται το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του συνολικού χρέους, λόγω της ικανότητάς του να δανείζεται περισσότερο και υπό καλύτερες συνθήκες (χαμηλότερα επιτόκια και μεγαλύτερες λήξεις).

Σύμφωνα με την έκθεση Global Financial Stability Report-April 2021, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), σχεδόν όλες οι χώρες ξοδεύουν για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους τους περίπου το 2% του ΑΕΠ (Γράφημα 3). Ωστόσο, το επίπεδο χρέους και η δυναμική του ποικίλουν ανά χώρα. Το 2020, το χρέος των πλουσιότερων χωρών έχει αυξηθεί κατά περίπου 20 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, από το 2019, ενώ έχουν συσσωρεύσει ένα απόθεμα χρέους που ισοδυναμεί με το 120% του ΑΕΠ τους. Στις αναδυόμενες οικονομίες, το επίπεδο του χρέους αυξήθηκε μόνο κατά 10 εκατοστιαίες μονάδες, στο 65% του ΑΕΠ, το 2020, ενώ, στις χαμηλού εισοδήματος χώρες, η αύξηση του χρέους ήταν της τάξης των 5 εκατοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί λίγο χαμηλότερα από το 50% του ΑΕΠ.

Επομένως, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί, στους επόμενους μήνες, η επαρκής πρόσβαση στη διεθνή ρευστότητα για την πλειονότητα των χωρών. Οι χώρες χαμηλού εισοδήματος που χρήζουν πρόσθετης ρευστότητας θα επωφεληθούν από την πρόσφατη απόφαση περί παύσης των διεθνών αποπληρωμών χρέους, στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας Αναστολής Υπηρεσιών Χρέους (DSSI), έως τον Δεκέμβριο 2021. Συμπληρωματικά, η πρόσφατα αποφασισμένη νέα κατανομή των ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων (Special Drawing Rights) του ΔΝΤ, ύψους 650 δισ. δολαρίων, θα παράσχει την απαραίτητη προστασία ρευστότητας που απαιτεί το εξαιρετικά αβέβαιο περιβάλλον.

 
Τα υψηλά επίπεδα δημοσίου χρέους και το τέλος της πανδημίας

Παρότι οι επιπτώσεις της πανδημίας Covid-19 στην οικονομική μεγέθυνση τείνουν να θεωρούνται ως κυκλικές και παροδικές, οι επιπτώσεις στο χρέος και στις μελλοντικές δανειακές ανάγκες είναι διαρθρωτικές και μακροπρόθεσμες. Το συνολικό χρέος και τα ελλείμματα αναμένεται ότι θα παραμείνουν αυξημένα, για τα επόμενα χρόνια, γεγονός που μπορεί να επιφέρει διαταραχές στην οικονομική μεγέθυνση, με αποτέλεσμα οι υπεύθυνοι χάραξης της οικονομικής πολιτικής να απαιτηθεί στο μέλλον να ισορροπήσουν μεταξύ οικονομικής μεγέθυνσης και δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Οι εθνικές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο πρέπει να σχεδιάσουν τον τρόπο αντιμετώπισης της διόγκωσης του δημόσιου χρέους και της βιωσιμότητας της οικονομικής μεγέθυνσης, μετά την πανδημική κρίση. Ακόμη και στην περίπτωση της ταχείας ανάκαμψης και των αμετάβλητων επιτοκίων, οι δείκτες χρέους αναμένεται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται και να παραμένουν πολύ υψηλότερα από τα επίπεδα, πριν από την εμφάνιση της πανδημίας Covid-19. Η ανάκαμψη, ακόμη και αν είναι πιο ισχυρή από το αναμενόμενο, θα παραμείνει αρκετά άνιση. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η Κίνα επέστρεψε, το 2020, στα επίπεδα της οικονομικής δραστηριότητας που βρισκόταν, στα τέλη του 2019, οι ΗΠΑ αναμένεται να το επιτύχουν, στο πρώτο εξάμηνο του 2021, η Ιαπωνία, στο δεύτερο μισό του 2021 και η ΕΕ, το 2022. Ωστόσο, για πολλές αναδυόμενες και χαμηλού εισοδήματος οικονομίες, η κατάσταση είναι δυσμενέστερη, με αποτέλεσμα να προσδοκάται ότι θα επιστρέψουν στα επίπεδα προ πανδημίας, το 2023. Σε ένα δυσμενές σενάριο όπου το κόστος δανεισμού των ΗΠΑ αυξηθεί κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες, οι επιτοκιακές δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους της χώρας θα ανέλθουν από 2% του ΑΕΠ, το 2020, σε σχεδόν 6% του ΑΕΠ, το 2030 (Bloomberg Economics). Στην Ιταλία, το κόστος θα μπορούσε να αγγίξει το 5,5% του ΑΕΠ, το οποίο είναι υψηλότερο συγκριτικά με αυτό κατά την κρίση του ευρωπαϊκού δημόσιου χρέους. Μεταξύ των αναδυόμενων οικονομιών, το ήδη μη βιώσιμο χρέος της Νότιας Αφρικής θα μπορούσε να φτάσει σε σημείο κρίσης ταχύτερα, ενώ η Ινδία και η Βραζιλία θα έρθουν αντιμέτωπες με σημαντικά δημοσιονομικά διλήμματα.

Τα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων από τις κεντρικές τράπεζες έχουν συμβάλει στην  ενίσχυση των χρηματοπιστωτικών αγορών, βοηθώντας τις επιχειρήσεις να αντλήσουν, το 2020, μέσω ομολογιακών εκδόσεων το ποσό των 4,4 τρισ. δολαρίων ΗΠΑ. Ένα μεγάλο τμήμα των αντληθέντων κεφαλαίων βοήθησε χιλιάδες επιχειρήσεις να παραμείνουν σε λειτουργία, αλλά ο κίνδυνος ότι η ύπαρξη του χρέους θα αναγκάσει τις εταιρείες να μεταφέρουν σημαντικό τμήμα των μετρητών που διαθέτουν προς την αποπληρωμή του, ενδεχομένως, να περιορίσει την ενίσχυση της απασχόλησης και των επενδύσεων, με συνέπεια, να τεθεί υπό δοκιμασία η οικονομική ανάκαμψη.

Οι τρέχουσες οικονομικές συνθήκες υποδηλώνουν ότι για πολλές οικονομίες το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους θα παραμείνει υπό έλεγχο, καθώς δεν προβλέπεται άμεσα άνοδος των επιτοκίων από τις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες. Ωστόσο, οι ισολογισμοί των εθνικών κυβερνήσεων και των επιχειρήσεων είναι τώρα πολύ πιο εκτεθειμένοι στον κίνδυνο αύξησης των επιτοκίων.

Η επιτυχία στον αγώνα κατά της πανδημίας Covid-19 και η επιστροφή στην οικονομική κανονικότητα δεν μπορούν να επιτευχθούν έως ότου υπάρξει σχεδόν καθολικός εμβολιασμός. Η αύξηση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων των εθνικών οικονομιών είναι κρίσιμη για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους τους, ενώ βάρος θα πρέπει να δοθεί στην ενίσχυση της ανάκαμψης και στην αναμόρφωση των οικονομιών, υποστηρίζοντας τις μακροπρόθεσμες επιχειρηματικές επενδύσεις, την αύξηση των δεξιοτήτων των εργαζομένων, τη δημιουργία εγχώριων αλυσίδων εφοδιασμού και την ανάπτυξη των πράσινων αγορών.

 
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατέγραψε πτώση κατά 47,8%, σε ετήσια βάση

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 2021: Προσδιοριστικοί Παράγοντες

Οι τάσεις που επικράτησαν το 2020 στις εξωτερικές συναλλαγές διατηρούνται και κατά το τρέχον έτος. Σωρευτικά, τους πρώτους δύο μήνες του 2021, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατέγραψε πτώση κατά 47,8%, σε ετήσια βάση, γεγονός που οφείλεται στην πτώση του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών αλλά και στην άνοδο των πλεονασμάτων των ισοζυγίων πρωτογενών και δευτερογενών εισοδημάτων. Η πτώση του ελλείμματος του ΙΤΣ αντισταθμίστηκε, μερικώς, από τη μείωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών κατά 35,6%, σε σύγκριση με το πρώτο δίμηνο του 2020. Οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν, με ηπιότερο ετήσιο ρυθμό, σε σύγκριση με τις εισαγωγές αγαθών (-2,4%, έναντι -11,2%), με τις εισαγωγές καυσίμων να έχουν υποχωρήσει κατά 26,8%, σε ετήσια βάση. Επιπρόσθετα, οι εισπράξεις από υπηρεσίες σημείωσαν ετήσια πτώση της τάξης του 21,5%, ενώ, συγκεκριμένα, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις συρρικνώθηκαν κατά 90,3% και οι εισπράξεις από μεταφορές κατά 17,1%, σε σύγκριση με την περίοδο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2020. Αξίζει να σημειωθεί ότι, το πρώτο δίμηνο του 2020, πριν το ξέσπασμα της πανδημίας Covid-19 στη χώρα, οι τουριστικές εισπράξεις σημείωσαν καλές επιδόσεις, καθώς ήταν αυξημένες, σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2019, κατά 17%.

Η αναμενόμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, εκτιμάται ότι θα έχει θετικές επιδράσεις στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της χώρας μας, κατά το τρέχον έτος. Ειδικά για τις εισπράξεις από υπηρεσίες και συγκεκριμένα τις ταξιδιωτικές, σημειώνεται ότι η ανάκαμψη είναι άμεσα συνδεδεμένη με την εξέλιξη της πανδημίας αλλά και την υλοποίηση των προγραμμάτων εμβολιασμού του πληθυσμού, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις χώρες προέλευσης του εισερχόμενου τουρισμού. Σύμφωνα με την Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας για το 2020 (Απρίλιος 2021), οι ταξιδιωτικές εισπράξεις εκτιμάται ότι σχεδόν θα διπλασιαστούν, κατά το τρέχον έτος, σε σύγκριση με το προηγούμενο, αν και θα απέχουν σημαντικά από το επίπεδο που είχε καταγραφεί το 2019 (περί τα Ευρώ 8,5 δισ., έναντι Ευρώ 18,2 δισ. το 2019).

Η αναμενόμενη άνοδος των επενδύσεων, η οποία συνδέεται, σε μεγάλο βαθμό, με την εισροή των πόρων του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, προβλέπεται να οδηγήσει σε άνοδο της ζήτησης για εισαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών και, επομένως, σε επιβάρυνση του εμπορικού ισοζυγίου. Ωστόσο, η χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θα πραγματοποιηθεί με τη μορφή μεταβιβάσεων, θα έχει μια άμεση θετική επίδραση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, καθώς θα βελτιώσει ταυτόχρονα τα ισοζύγια πρωτογενών (εισπράξεις από εργασία, επενδύσεις κ.λπ.) και δευτερογενών εισοδημάτων (εισροές για τη Γενική Κυβέρνηση και τους λοιπούς τομείς).

 
Δείκτες Ανταγωνιστικότητας

Παρά το γεγονός ότι η επίπτωση της πανδημικής κρίσης στη διεθνή ζήτηση αποτέλεσε τον κυρίαρχο προσδιοριστικό παράγοντα στις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας, αξίζει να εξετάσουμε τυχόν απώλειες ανταγωνιστικότητας, κατά τo προηγούμενο έτος.

Η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία (Real effective exchange rate-REER) αποτελεί έναν δείκτη μέτρησης της ανταγωνιστικότητας μιας χώρας, σε σύγκριση με τους κύριους εμπορικούς εταίρους της, είτε ως προς τις τιμές (σύμφωνα με τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή), είτε ως προς το κόστος εργασίας (με βάση το Κόστος Εργασίας ανά μονάδα προϊόντος). Οι μεταβολές του δείκτη εξαρτώνται όχι μόνο από τις μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών αλλά και από τις τάσεις του κόστους εργασίας, ή  των τιμών, ενώ η πτώση του συνεπάγεται την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας.

Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 2α, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας και πιο συγκεκριμένα μεταξύ 2012 και 2016, η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας ισχυροποιήθηκε και, μάλιστα εντονότερα, σε όρους κόστους εργασίας (κόκκινη διακεκομμένη γραμμή). Το γεγονός αυτό αποδίδεται, κυρίως, στην πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης που αποτέλεσε δομικό στοιχείο των πρώτων προγραμμάτων προσαρμογής. Τη διετία 2017-2018, παράλληλα με την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα, παρατηρήθηκε μερική απώλεια της ανταγωνιστικότητας, τόσο σε όρους τιμών, όσο και σε όρους κόστους εργασίας, η οποία ωστόσο ανακτήθηκε το 2019. Η υποχώρηση των δύο δεικτών, το 2019, αντανακλά αφενός τη βραδύτερη, σε σύγκριση με τους κυριότερους εμπορικούς εταίρους, άνοδο του εγχώριου κόστους εργασίας, αλλά και τον πιο υποτονικό πληθωρισμό.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2020, ο δείκτης REER, με βάση το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, αυξήθηκε εκ νέου, κατά 3%, καθώς το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα κατέγραψε εντονότερο ρυθμό ανόδου, σε σύγκριση με τους κυριότερους εμπορικούς εταίρους. Η εν λόγω επιδείνωση συνδέεται τεχνικά με την πτώση της εγχώριας παραγωγικότητας της εργασίας, καθώς το 2020 η διατήρηση των θέσεων απασχόλησης συνδυάστηκε με μεγάλη πτώση του παραγόμενου προϊόντος, εξαιτίας της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων που τέθηκαν σε εφαρμογή. Αντίθετα, ο αντίστοιχος δείκτης με βάση τους σχετικούς δείκτες τιμών καταναλωτή, υποχώρησε οριακά το 2020, κατά 0,2%, σε ετήσια βάση, παρά την ανατίμηση του Ευρώ έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, της στερλίνας και άλλων νομισμάτων, καθώς η επίδρασή της επί της ανταγωνιστικότητας υπεραντισταθμίστηκε από τον αρνητικό εγχώριο πληθωρισμό. Συγκεκριμένα, ο ΕνΔΤΚ, το 2020, μειώθηκε κατά 1,3% στην Ελλάδα, έναντι αύξησης 0,7% στην ΕΕ-27, λόγω της μειωμένης ζήτησης εξαιτίας της πανδημίας, αλλά και των μειωμένων τιμών της ενέργειας. Παράλληλα, ο ΕνΔΤΚ αυξήθηκε, το 2020, σε μεγάλες οικονομίες που συμπεριλαμβάνονται στο δείκτη REER, μεταξύ των 37  κυριότερων εμπορικών εταίρων της Ελλάδας, όπως οι ΗΠΑ (+1,2%), ο Καναδάς (+0,7%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (+0,9%) (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, World Economic Outlook, Απρίλιος 2021).

 
Εξωτερικές Συναλλαγές και Υφεσιακή Διαταραχή

Μια από τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης, το 2020, ήταν η επιβάρυνση των καθαρών οικονομικών συναλλαγών της χώρας μας με τον υπόλοιπο κόσμο. Συγκεκριμένα, το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) κατέγραψε έλλειμμα της τάξης του 6,7% του ΑΕΠ (Ευρώ 11,1 δισ.), έναντι 1,5% του ΑΕΠ, το 2019 (Ευρώ 2,7 δισ.). Το γεγονός αυτό οφείλεται, πρωτίστως, στη συρρίκνωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών, κατά 65,5%, ως αποτέλεσμα του περιορισμού στις μετακινήσεις εξαιτίας της πανδημίας, της αναστολής της λειτουργίας του τουριστικού κλάδου, για μεγάλο χρονικό διάστημα του έτους, και της επακόλουθης πτώσης των τουριστικών εισπράξεων κατά 76,2%. Η εν λόγω πτώση, ωστόσο, αντισταθμίστηκε, σε σημαντικό βαθμό, από τη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών κατά 18,9%, η οποία προήλθε από τις μειωμένες εισαγωγές αγαθών (-14,2%) και κυρίως των καυσίμων (-34,1%).

Πιο αναλυτικά, στην παραδοσιακή περίοδο αιχμής της τουριστικής κίνησης, δηλαδή στο διάστημα Μαΐου-Σεπτεμβρίου του 2020, ο εξωτερικός τομέας της οικονομίας δεν ακολούθησε το εποχικό πρότυπο, όπως αυτό αποτυπώνεται για το έτος 2019, στο Γράφημα 1. Συγκεκριμένα, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα του 2019, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατέγραψε πλεονάσματα, πρωτίστως, λόγω των καλών επιδόσεων του τουρισμού και του πλεονασματικού ισοζυγίου υπηρεσιών. Τους αντίστοιχους μήνες του 2020, ωστόσο, το ισοζύγιο του εξωτερικού τομέα ήταν ελλειμματικό εξαιτίας της πανδημίας Covid-19 και των μέτρων περιορισμού στις μετακινήσεις που ήταν σε εφαρμογή και τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, τις περιορισμένες ταξιδιωτικές εισπράξεις. Το τελευταίο αντανακλάται στον εντονότερο, ετήσιο ρυθμό πτώσης των συνολικών εξαγωγών (κόκκινη διακεκομμένη γραμμή γραφήματος), κατά το διάστημα Μαΐου-Σεπτεμβρίου 2020, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο ρυθμό μείωσης των συνολικών εισαγωγών (μπλε γραμμή).

 
Το υψηλότερο χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, στη  Ζώνη του Ευρώ κατέχει η Ελλάδα (205,6%)

Ζώνη του Ευρώ (ΖτΕ) – Εξέλιξη Δημoσιονομικών Μεγεθών 2020

Σύμφωνα με την Eurostat, το 2020, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης των κρατών-μελών της ΖτΕ ανήλθε σε Ευρώ 820,4 δισ. (7,2% του ΑΕΠ), έναντι ελλείμματος Ευρώ 75,4 δισ. (0,6% του ΑΕΠ), το 2019. Η μεγάλη διεύρυνση του ελλείμματος αντανακλά την καταλυτική επίδραση της πανδημικής κρίσης στα δημόσια οικονομικά των κρατών-μελών. Η πλειονότητά τους έλαβε μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και αναστολής της οικονομικής δραστηριότητας περί τα μέσα Μαρτίου 2020, προκειμένου να περιοριστείη εξάπλωση του κορωνοϊού. Παρά τη σταδιακή χαλάρωση των μέτρων, από τον Μάιο 2020, η έξαρση των κρουσμάτων, από τα τέλη του καλοκαιριού, ώθησε τις κυβερνήσεις στην επιβολή νέων περιοριστικών μέτρων σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης.  Επιπλέον, στην προσπάθεια ενίσχυσης των αντοχών των εθνικών τους οικονομιών, οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν ιδιαίτερα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, προκειμένου να στηρίξουν τα εθνικά συστήματα υγείας και να διασφαλίσουν την απασχόληση και τη συνέχιση της επιχειρηματικότητας. Σημειώνεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχώρησε σε προσωρινή άρση των δημοσιονομικών κανόνων που ισχύουν βάσει του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, για τη διετία 2020-2021, προκειμένου να διευκολύνει τα κράτη-μέλη να επανέλθουν σε πορεία ανάκαμψης.

Οι ανωτέρω εξελίξεις είχαν ως αποτέλεσμα σε όλα τα κράτη-μέλη να καταγραφεί έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, το 2020, λόγω, κυρίως, της αύξησης των δαπανών και, δευτερευόντως, της υστέρησης των εσόδων.

Τα μεγαλύτερα ελλείμματα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, σημειώθηκαν στην Ισπανία (-11%), στην Μάλτα (-10,1%), στην Ελλάδα (-9,7%), στην Ιταλία (-9,5%), στο Βέλγιο (-9,4%) και στην Γαλλία (-9,2%). Όσον αφορά στη μεγαλύτερη οικονομία της ΖτΕ, στην Γερμανία, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε στο 4,2% του ΑΕΠ.

Προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τα δημοσιονομικά πακέτα, τα κράτη-μέλη κατέφυγαν στο δανεισμό από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση ευνοϊκών συνθηκών χρηματοδότησης, καθώς, με τις αγορές κρατικών ομολόγων, μέσω του Έκτακτου Προγράμματος Αγοράς Στοιχείων Ενεργητικού, λόγω της πανδημίας (PandemicEmergencyPurchaseProgramme-PEPP), συνολικού ύψους Ευρώ 1,85 τρισ., πέτυχε να «συγκρατήσει» τις αποδόσεις τους, επιτρέποντας στα κράτη-μέλη να αντλήσουν κεφάλαια με ιστορικά -σε πολλές περιπτώσεις- χαμηλό κόστος. Η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας, σε συνδυασμό με το νέο δανεισμό, ως απόρροια της δημοσιονομικής στήριξης, είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση του δημοσίου χρέους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε όλα τα κράτη-μέλη, το 2020 ( βλέπε Γράφημα 5 –αρχική σελίδα). Το υψηλότερο χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατέχει η Ελλάδα (205,6%), ενώ ακολουθεί η Ιταλία (155,8%), η Πορτογαλία (133,6%) και η Ισπανία (120%). Αντίθετα, το χαμηλότερο χρέος εμφανίζεται στην Εσθονία (18,2%) και στο Λουξεμβούργο (24,9%).

Όσον αφορά στο 2021, η δημοσιονομική πολιτική των κρατών-μελών της ΖτΕ θα παραμείνει επεκτατική. Αναμένεται, ωστόσο, ότι, καθώς υλοποιούνται τα προγράμματα εμβολιασμού των Ευρωπαίων πολιτών, θα ξεκινήσει η σταδιακή κατάργηση των προσωρινών μέτρων στήριξης των οικονομιών. Επιπλέον, η αναμενόμενη χρηματοδότηση από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility, RRF)εκτιμάται ότι θα προσφέρει επιπρόσθετη δημοσιονομική στήριξη και θα συνεισφέρει σημαντικά στην ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών, συμβάλλοντας στη σταδιακή μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.

 
Info

weekly 28042021 pin 21

Πίνακες

 
Πηγή: Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank

Σχετικά Άρθρα