Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή

Η επενδυτική πρόκληση για την ανάκαμψη του παραγωγικού κεφαλαίου και την ενίσχυση της ανάπτυξης

 
Η ελληνική οικονομία, μετά από μια παρατεταμένη περίοδο αποεπένδυσης που συρρίκνωσε το παραγωγικό της κεφάλαιο, βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Η ανάκτηση του χαμένου εδάφους απαιτεί σημαντικές καθαρές επενδύσεις παγίων, ιδιαίτερα στους τομείς των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων και της γενικής κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, ο εκσυγχρονισμός του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, σε συνδυασμό με μεταρρυθμίσεις που τονώνουν τον ανταγωνισμό, προβάλλει ως αναγκαία συνθήκη για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και την επίτευξη υψηλότερων δυνητικών ρυθμών μεγέθυνσης.

 
Η κάλυψη του επενδυτικού κενού των €19 δισεκατομμυρίων

Την περίοδο 2010-2024, το σύνολο του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της ελληνικής οικονομίας υπέστη σημαντική συρρίκνωση, παραμένοντας μειωμένο κατά €75,5 δισεκατομμύρια σε σύγκριση με τα προ κρίσης χρέους επίπεδα. Εστιάζοντας στους τομείς που είναι κρισιμότεροι για την παραγωγική δυναμική, δηλαδή τις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και τη γενική κυβέρνηση (εξαιρουμένων των νοικοκυριών και των χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων), η μείωση του φυσικού κεφαλαίου διαμορφώνεται στα €19,0 δισεκατομμύρια. Ειδικότερα, η απώλεια για τις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις ανέρχεται σε €12,1 δισεκ. και για τη γενική κυβέρνηση σε €7,0 δισεκ..

Για την ανάκτηση αυτού του παραγωγικού κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, απαιτούνται καθαρές επενδύσεις παγίων ύψους €19,0 δισεκατομμυρίων τα επόμενα χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι οι επενδύσεις των εν λόγω τομέων θα πρέπει να υπερβούν σωρευτικά τις αντίστοιχες αποσβέσεις κατά το ποσό αυτό. Το 2024, οι αποσβέσεις παγίου κεφαλαίου των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων ανήλθαν σε €12,3 δισεκ. και της γενικής κυβέρνησης σε €7,5 δισεκ., διαμορφώνοντας ένα συνολικό ύψος αποσβέσεων της τάξης των €19,8 δισεκ. για τους δύο αυτούς τομείς.

Η πορεία για την κάλυψη αυτού του κενού έχει ήδη αρχίσει. Οι καθαρές επενδύσεις παγίων (επενδύσεις μείον αποσβέσεις) πέρασαν σε θετικό έδαφος το 2022 για πρώτη φορά από το 2009, ενισχυόμενες και από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Εξετάζοντας τη συνδυασμένη καθαρή επενδυτική δραστηριότητα των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων και της γενικής κυβέρνησης, αυτή διαμορφώθηκε σε €5,1 δισεκ. το 2022, €5,9 δισεκ. το 2023 και €7,2 δισεκ. το 2024.

Με βάση τον ρυθμό καθαρών επενδύσεων του 2024 (€7,2 δισεκ.), και υπό την προϋπόθεση διατήρησης παρόμοιων επιδόσεων, η κάλυψη του επενδυτικού κενού των €19,0 δισεκ. θα απαιτούσε θεωρητικά περίπου 2,6 έτη (€19,0 δισεκ. / €7,2 δισεκ./έτος). Ωστόσο, η ακριβής χρονική διάρκεια θα εξαρτηθεί από τη δυναμική των επενδύσεων τόσο του ιδιωτικού τομέα (μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις) όσο και του δημόσιου (γενική κυβέρνηση), καθώς και από τη συνεχιζόμενη αξιοποίηση χρηματοδοτικών εργαλείων όπως το ΤΑΑ. Η συμβολή θα προέλθει επομένως από ένα μείγμα ιδιωτικών και δημόσιων φορέων.

 
Εκσυγχρονισμός, μεταρρυθμίσεις και παραγωγικότητα: Ο δρόμος προς τη βιώσιμη ανάπτυξη

Ο περαιτέρω εκσυγχρονισμός του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της ελληνικής οικονομίας, συνοδευόμενος από τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση του ανταγωνισμού, δύναται να αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας και τον δυνητικό ρυθμό μεγέθυνσης. Η πρόκληση είναι σημαντική, καθώς την περίοδο 2017-2024, παρόλο που οι συνολικές ώρες εργασίας ενισχύθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,6%, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ανά ώρα εργασίας) ήταν μόλις 0,3%.

Η ανάλυση του οικονομικού δελτίου της Eurobank επισημαίνει ότι οι κλάδοι της μεταποίησης, των άλλων υπηρεσιών (που περιλαμβάνουν ενημέρωση, επικοινωνία, χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, διαχείριση ακίνητης περιουσίας, επαγγελματικές, επιστημονικές, τεχνικές, διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες, τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία) και των κατασκευών παρουσιάζουν τις καλύτερες επιδόσεις στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας την περίοδο 2017-2024. Αντιθέτως, παρατηρείται μείωση της παραγωγικότητας στους κλάδους της γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας (επηρεασμένος και από την κακοκαιρία “Daniel” το 2023), του εμπορίου, μεταφορών, αποθήκευσης, καταλυμάτων και εστίασης, καθώς και του δημόσιου τομέα.

Το  δελτίο τονίζει την κρισιμότητα των “αναγκαίων μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση του ανταγωνισμού” ως συνοδευτικό στοιχείο του εκσυγχρονισμού του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού. Ωστόσο, δεν προχωρά στην εξειδίκευση ή απαρίθμηση συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων που κρίνονται απαραίτητες. Η έμφαση παραμένει στη γενική αρχή ότι ένα πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον, σε συνδυασμό με σύγχρονο κεφαλαιουχικό απόθεμα, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος για την παραγωγική αναγέννηση της χώρας.

Η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει σε μια φάση ανάκαμψης των επενδύσεων, με τις καθαρές επενδύσεις παγίων να καταγράφουν θετικά πρόσημα τα τελευταία έτη, υποστηριζόμενες και από ευρωπαϊκούς πόρους. Η πρόκληση της πλήρους ανάκτησης του παραγωγικού κεφαλαίου που χάθηκε κατά την κρίση, ειδικά στους τομείς των επιχειρήσεων και της γενικής κυβέρνησης, παραμένει σημαντική και απαιτεί διατηρήσιμους υψηλούς ρυθμούς επενδύσεων από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς. Παράλληλα, η σύνδεση αυτών των επενδύσεων με έναν γενικότερο εκσυγχρονισμό και με μεταρρυθμίσεις που θα απελευθερώσουν τις ανταγωνιστικές δυνάμεις της οικονομίας, είναι καθοριστική για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και τη θεμελίωση μιας ισχυρής και βιώσιμης ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα.

 
mywaypress.gr – Για προσεκτικούς αναγνώστες

Σχετικά Άρθρα