Η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας καταλύτης για την ακολουθούμενη νομισματική πολιτική

Η νομισματική πολιτική και οι προκλήσεις στις προηγμένες και αναδυόμενες οικονομίες

 
Η παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα επιβραδύνθηκε στο πρώτο εξάμηνο του 2019 ενώ η περαιτέρω δυναμική της παραμένει εύθραυστη. Στις αρχές του περασμένου μήνα, η Παγκόσμια Τράπεζα αναθεώρησε προς τα κάτω κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες στο 2,6% την πρόβλεψή της για την παγκόσμια ανάπτυξη το 2019, ενώ προβλέπει ήπια ανάκαμψη της τάξης του 2,8% μέχρι το 2021. Αξίζει να επισημανθεί, ότι οι αναθεωρήσεις του διεθνούς οργανισμού αφορούσαν τις προβλέψεις του τόσο για τις προηγμένες, όσο και για τις αναδυόμενες οικονομίες.

Υπό τις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες, σε ορισμένες οικονομίες αναμένεται το 2019 περιορισμός της αναπτυξιακής δυναμικής που καταγράφηκε στα τέλη του 2017 και στις αρχές του 2018. Εξαίρεση αποτελούν οι Ηνωμένες Πολιτείες, στις οποίες παρά το γεγονός, ότι άρχισε να ατονεί η ώθηση των ιδιωτικών δαπανών που προήλθε από τα δημοσιονομικά κίνητρα του πρώτου εξαμήνου του 2018, η οικονομία διατήρησε τη δυναμική της και παρά την προσωρινή αναστολή υπηρεσιών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, κατόρθωσε να επιτύχει ισχυρή άνοδο του ΑΕΠ στο πρώτο τρίμηνο του 2019 κατά 3,1%. Αντιθέτως, σε άλλες χώρες, σημειώθηκε εξασθένιση της οικονομικής δραστηριότητας εν μέσω της επιβράδυνσης του ρυθμού αύξησης του παγκόσμιου εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών. Ειδικότερα στη ζώνη του ευρώ, ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ επιβραδύνθηκε από 2,4% το 2017 σε 1,8% το 2018, ενώ στο πρώτο τρίμηνο του 2019 διαμορφώνεται στο 1,2%, καθώς έχουν πληγεί σημαντικά οι εξαγωγές προς την Ασία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ανατολική Ευρώπη. Η Παγκόσμια Τράπεζα προβλέπει, ότι το 2019 το ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα αυξηθεί κατά μόλις 1,2% στηριζόμενο κατά κύριο λόγο στην εγχώρια ζήτηση. Η Κίνα αποτελεί επίσης, ένα άλλο παράδειγμα χώρας που απώλεσε, την αναπτυξιακή της δυναμική, καθώς η αυστηρή νομισματική πολιτική περιόρισε το δανεισμό από το μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα και η επιβολή δασμών σε κινεζικά προϊόντα από τις ΗΠΑ το 2018 επιβάρυνε σημαντικά τις εξαγωγές της.

Οι ανωτέρω οικονομικές εξελίξεις προκάλεσαν αποστροφή για ανάληψη επενδυτικού κινδύνου με αποτέλεσμα να επηρεασθούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές, ιδιαίτερα περί τα τέλη του 2018. Η απόφαση της ομοσπονδιακής τράπεζας (Fed) των ΗΠΑ να υιοθετήσει “υπομονετική στάση”, πριν από τη λήψη οποιωνδήποτε πολιτικών αποφάσεων συνέβαλε ώστε οι αγορές να ανακτήσουν τις προηγούμενες απώλειές τους. Στο πρώτο τρίμηνο του 2019, η Fed σηματοδότησε την παύση της αύξησης των βασικών της επιτοκίων ή και πιθανή μελλοντική μείωσή τους ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακοίνωσε τη διεξαγωγή νέων στοχευμένων πράξεων μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO-ΙΙΙ) χωρίς να αποκλείει την περαιτέρω μείωση των βασικών επιτοκίων ή και την επανενεργοποίηση του προγράμματος αγοράς τίτλων.

 
Το αβέβαιο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον

Παρ’ όλα αυτά, πολλοί κίνδυνοι παραμένουν για την παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση. Η παρατεταμένη λήψη μέτρων εμπορικού προστατευτισμού από τις ΗΠΑ και την Κίνα, σύμφωνα με το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, συμβάλει στη μεγαλύτερη συρρίκνωση της παγκόσμιας ανάπτυξης, καθώς πλήττεται το εμπόριο, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη και η παραγωγικότητα. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Κοινοβούλιο πασχίζει να συμφωνήσει με τους όρους αποχώρησης της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), ενώ η παράταση της αβεβαιότητας σχετικά με το καθεστώς των εμπορικών σχέσεων μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΕ, προξενεί πλήγματα στην ανάπτυξη και στις επενδύσεις. Ταυτόχρονα, οι χρηματοπιστωτικές αγορές προσπαθούν να προβλέψουν τα νέα επίπεδα ισορροπίας επηρεασμένες από την κατεύθυνση των πολιτικών εξελίξεων. Επιπροσθέτως, εξακολουθούν να υφίστανται οι γεωπολιτικές εντάσεις, ιδίως μεταξύ του Ιράν, των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στη Μέση Ανατολή.

 
Τι σηματοδοτούν οι οικονομικές εξελίξεις για τις αναδυόμενες οικονομίες;

Σε ένα τόσο ευμετάβλητο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, οι αναδυόμενες οικονομίες αντιμετωπίζουν σημαντικές πιέσεις. Το πρόσφατο παρελθόν αποδεικνύει ότι δεν είναι μόνο η πορεία της νομισματικής πολιτικής στις μεγάλες οικονομίες, αλλά και οι αποκλίσεις αυτής μεταξύ των χωρών, που επιφέρουν σοβαρές συνέπειες στις αναδυόμενες οικονομίες. Χαρακτηριστικά αναφέρεται, ότι το 2018, το διαρκώς αυξανόμενο χάσμα ανάπτυξης μεταξύ της αμερικανικής οικονομίας και των εταίρων της, σε συνδυασμό με τις εντεινόμενες εμπορικές εντάσεις, συνέβαλε στην ενίσχυση του αμερικανικού νομίσματος.

Επιπροσθέτως, η εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής και οι αυξήσεις των βασικών επιτοκίων της Fed, όταν άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες διατήρησαν ουδέτερη στάση, βοήθησαν στην ανατίμηση του δολαρίου. Ο συνδυασμός των αυξανόμενων αμερικανικών επιτοκίων, οι τοποθετήσεις υπέρ του δολαρίου και ο περιορισμός των τοποθετήσεων στα επονομαζόμενα «υψηλού επενδυτικού κινδύνου περιουσιακά στοιχεία» επιβάρυνε τις ισοτιμίες και τα ομόλογα των αναδυόμενων οικονομιών, κυρίως εκείνων με αδύναμα εξωτερικά και δημοσιονομικά ισοζύγια.

Συγκεκριμένα το 2018, η χρηματοπιστωτική κατάσταση σε Αργεντινή και Τουρκία, εν μέσω της ανάγκης μετακύλισης τμήματος του βραχυπρόθεσμου χρέους αλλά και των προσδοκιών για τον πληθωρισμό, επιτάχυναν την πώληση περιουσιακών στοιχείων σε πολλές αναδυόμενες οικονομίες.

Ωστόσο, η κατάσταση μετεβλήθη το τέταρτο τρίμηνο του 2018, όταν οι ενδείξεις επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στις ΗΠΑ οδήγησαν τις χρηματοπιστωτικές αγορές να προβλέψουν λιγότερες αυξήσεις επιτοκίων από τη Fed, με αποτέλεσμα το δολάριο να αρχίσει να εξασθενεί και παράλληλα να μειώνονται οι αποδόσεις των κρατικών τίτλων. Οι επικρατούσες συνθήκες συνέβαλαν στην ανάκαμψη των τιμών των περιουσιακών στοιχείων των αναδυόμενων οικονομιών και στην επιστροφή επενδυτικών κεφαλαίων προς αυτές. Παράλληλα, διάφοροι παράγοντες (πχ η μείωση των τιμών πετρελαίου) συνέβαλαν στη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής σε μεγάλο αριθμό αναδυόμενων οικονομιών, περιορίζοντας τις επιτοκιακές διαφορές με τις προηγμένες οικονομίες.

 
Οι αναδυόμενες οικονομίες κινδυνεύουν από μια ενδεχόμενη αύξηση της μεταβλητότητας στις αγορές;

Οι επενδυτές χαρτοφυλακίων και οι διάφοροι δανειστές, διαφοροποιούν τις τοποθετήσεις τους στις αναδυόμενες οικονομίες ανάλογα με την πορεία των μακροοικονομικών μεγεθών τους και το πολιτικό περιβάλλον. Εντούτοις, η κατάσταση έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά σε σχέση με το παρελθόν και οι αναδυόμενες οικονομίες στην πλειονότητά τους εμφανίζονται λιγότερο ευπαθείς, καθώς:

Πρώτον, οι περισσότερες διαθέτουν υψηλά συναλλαγματικά αποθέματα.

Δεύτερον, οι κεντρικές τράπεζες παρακολουθούν στενά τις πληθωριστικές πιέσεις.

Τρίτον, σε πολλές αναδυόμενες οικονομίες, το δημόσιο χρέος τυγχάνει καλύτερης διαχείρισης από ότι στο παρελθόν.

Ωστόσο, οι ενδογενείς πηγές ευπάθειας στις μελλοντικές αναταράξεις της παγκόσμιας οικονομίας δεν έχουν εξαφανισθεί τελείως. Στις περισσότερες αναδυόμενες οικονομίες το συνολικό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό), υπερβαίνει τα επίπεδα πριν την εκδήλωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Επιπροσθέτως, η αύξηση των υποχρεώσεων σε ξένο νόμισμα (κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα) προκαλεί σε ορισμένες οικονομίες, αναντιστοιχίες μεταξύ περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα να απειλείται η χρηματοπιστωτική τους σταθερότητα .

 
Προκλήσεις

Στο πρώτο τρίμηνο του 2019, καταγράφηκε μια σημαντική αλλαγή στη νομισματική πολιτική των μεγάλων κεντρικών τραπεζών, ιδίως της Fed και της ΕΚΤ, η οποία έδωσε το στίγμα για ανάγκη υιοθέτησης μιας περισσότερο διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής. Όπως αποδεικνύει το πρόσφατο παρελθόν οι παγκόσμιες ροές κεφαλαίων εμφανίζουν κύκλους οι οποίοι είναι έντονα συνδεδεμένοι με τη νομισματική πολιτική που ακολουθούν οι προηγμένες οικονομίες. Η Fed διαδραματίζει το βασικότερο ρόλο στην κατεύθυνση αυτών των ροών, λόγω της θέσεως του δολαρίου ως χρηματοδοτικού νομίσματος.

Ο εμπορικός προστατευτισμός και η ενδεχόμενη ενίσχυση του δολαρίου δημιουργούν πρόσθετους κινδύνους σε ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες εξαιτίας του εκτεταμένου δανεισμού (δημόσιο ή/και ιδιωτικό χρέος) σε ξένο νόμισμα, με πιθανό αντίκτυπο ακόμα και σε προηγμένες οικονομίες. Οι κίνδυνοι που απειλούν την παγκόσμια οικονομία απαιτούν οι κεντρικές τράπεζες να διαδραματίσουν το ρόλο τους στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ενώ οι υπεύθυνοι χάραξης της οικονομικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο στις αναδυόμενες οικονομίες να επικεντρωθούν σε μέτρα που αυξάνουν την ικανότητα των εγχώριων ιδιωτικών φορέων να προσαρμοστούν στους εξωτερικούς κραδασμούς.

 
Πηγή: Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank

Σχετικά Άρθρα