«Η προσέλκυση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, το μόνο, αυτή τη στιγμή, δραστικό μέτρο για ταχεία μείωση της ανεργίας»

• Ανταγωνιστικότητα:  ο ρόλος της στην ανάπτυξη

• «Η επίτευξη γρήγορων ρυθμών αναπτύξεως στην Ελλάδα δεν είναι άπιαστο όνειρο»

Η έννοια της Ανταγωνιστικότητος δείχνει να κυριαρχεί το τελευταίο διάστημα στον δημόσιο διάλογο και όχι αδικαιολόγητα, δεδομένου ότι όσο πιο ανταγωνιστική είναι μία οικονομία τόσο υψηλότερο είναι το επίπεδο ευημερίας της. Οι δείκτες ανταγωνιστικότητος της Ελλάδος ήταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο για πολλά χρόνια προ της παρούσης κρίσεως.

Εάν ως χώρα είχαμε εστιάσει στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητός μας αρκετά νωρίτερα –και βεβαίως προ της κρίσεως–και είχαμε λάβει τα αναγκαία μέτρα για την βελτίωση αυτής, οι επιπτώσεις της επεκτάσεως της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσεως στην Ελλάδα θα ήταν πολύ μικρότερες, αναφέρει σε άρθρο-μελέτη του,στο Μηνιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, Ελληνική Οικονομία, ο κ. Αθανάσιος Χύμης, Ερευνητής του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ).

Υπάρχουν, συνεχίζει, « αρκετοί παγκόσμιοι οργανισμοί που επιχειρούν να μετρήσουν την ανταγωνιστικότητα των κρατών, με πιο γνωστούς το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (World Economic Forum –WEF), την Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank –WB) αλλά και το διεθνές ίδρυμα International Institute for Management Development (IMD).

Λόγω της πληθώρας των δεικτών και υποδεικτών που χρησιμοποιούνται, αλλά και των ορισμών περί ανταγωνιστικότητος, το παρόν άρθρο έχει σκοπό α) να διερευνήσει τι σημαίνει ανταγωνιστικότητα και β) να επικεντρώσει σε ορισμένους κρίσιμους παράγοντες που την επηρεάζουν άμεσα και που η χώρα μας χρειάζεται να βελτιώσει τάχιστα, προκειμένου να αυξήσουμε σημαντικά τον ρυθμό αναπτύξεως ο οποίος μετά από 6 συνεχή χρόνια αρνητικού προσήμου, επιτέλους, κατέστη θετικός.

 

Τι είναι ανταγωνιστικότητα

Αυξημένη ανταγωνιστικότητα ουσιαστικά αντικατοπτρίζει την αυξημένη παραγωγικότητα, δηλαδή την ικανότητα μιας οικονομίας να παράγει προϊόν (όπως π.χ. μετρείται από το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν –ΑΕΠ) με χαμηλότερο κόστος σε σχέση με άλλες χώρες (Τράπεζα της Ελλάδος, 2010).

Όπως επεσήμανε η ΤτΕ ήδη από το 2010, η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας παρέμενε σε συνεχή πτώση για περισσότερο από μία εικοσαετία. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η Ελλάς παρήγαγε με συνεχώς αυξανόμενο κόστος, ήτοι με συνεχώς μειούμενη αποδοτικότητα και άρα η παραγωγικότητά της έφθινε συνεχώς σε σχέση με τους εταίρους της όχι μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και στον ΟΟΣΑ. Η μείωση της παραγωγικότητος αντανακλάται στην ισοτιμία του νομίσματος της χώρας με τα άλλα νομίσματα. Συγκεκριμένα, η ΤτΕ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) καταρτίζουν τον δείκτη της Πραγματικής Σταθμισμένης Συναλλαγματικής Ισοτιμίας (ΠΣΣΙ), ο οποίος αντανακλάεν μέρει, τις διαφορές στην παραγωγικότητα μεταξύ των χωρών σε παγκόσμιο επίπεδο. Έτσι, στην προ ΟΝΕ εποχή, η διαφορά στην παραγωγικότητα γινόταν, εμμέσως, αντιληπτή στο ευρύ κοινό με την συνεχή διολίσθηση της δραχμής (ενίοτε και υποτιμήσεις). Η ανταγωνιστικότητα και, κατά συνέπεια, η παραγωγικότητα της χώρας, δεν σταμάτησε να έχει διαφορά και να υπολείπεται σημαντικά αυτής των εταίρων μας και μετά την εισαγωγή του κοινού νομίσματος (ευρώ). Η διολίσθηση συνεχιζόταν, όπως δείχνουν τα στοιχεία της ΤτΕ και της ΕΚΤ. Συγκεκριμένα, την περίοδο 2001-2009, με βάση τον δείκτη ΠΣΣΙ της ΤτΕ η απώλεια ανταγωνιστικότητος της ελληνικής οικονομίας έφθασε το 27,7% σε όρους κόστους εργασίας (ΤτΕ, 2010). Όμως, δεν υπήρχε η δυνατότητα αυτό να φανεί στο –κοινό πλέον– νόμισμα. Έτσι, ήταν μοιραίο να φθάσουμε στην κρίση όπου ουσιαστικά είχαμε μία απότομη υποτίμηση (την λεγόμενη εσωτερική υποτίμηση που συνετελέσθη) μέσω της απώλειας σχεδόν 26% του ΑΕΠ από το 2009 έως σήμερα, ποσοστό που δεν απέχει πολύ από το ανωτέρω 27,7%.

Για να το πούμε δηλαδή με απλά λόγια, τα υψηλά επίπεδα του ΑΕΠ τα οποία φθάσαμε να απολαμβάνουμε λίγο πριν την κρίση δεν ήταν πραγματικά αλλά αποτέλεσμα «φούσκας», η οποία έσκασε για να επανέλθουμε εκεί όπου οφείλαμε να είμαστε βάσει της παραγωγικότητος της ελληνικής οικονομίας. Κατά συνέπειαν, δεν παίζει τόσο σημαντικό ρόλο εάν έχουμε δραχμή, ευρώ, δολάριο ή όπως αλλιώς ονομάσουμε το νόμισμά μας, την στιγμή που δεν έχουμε παραγωγικότητα και, κατά συνέπεια, ανταγωνιστικότητα.

 

Τι σημαίνει ανταγωνιστικότητα στην πράξη: προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων

Η σχέση μεταξύ Ανταγωνιστικότητος και Αμέσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) έχει μελετηθεί από την διεθνή βιβλιογραφία και δείχνει να είναι θετική (Anastassopoulos, 2007· Caves, 1974· Jayasuriya, 2011· Milner και Pentecost, 1996· Shneider και Matei, 2010· Walsh και Yu, 2010). Πράγματι, όταν ένα κράτος είναι ανταγωνιστικό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι έχει την ικανότητα να παράγει με χαμηλότερο κόστος από ό,τι άλλα κράτη. Εάν συμβαίνει αυτό, τότε επιχειρήσεις από το εξτερικό θα θελήσουν να δραστηριοποιηθούν στην χώρα με την υψηλή ανταγωνιστικότητα, αφού θα μπορέσουν να παράγουν με πιο αποτελεσματικό (βλ. ανταγωνιστικό) τρόπο. Μία ανταγωνιστική οικονομία είναι δηλαδή ελκυστική σε επιχειρήσεις και, κατά συνέπεια, επενδύσεις.

Η οικονομική θεωρία ορίζει ότι, για να υπάρξει μείωση της ανεργίας, χρειάζεται η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στην πραγματική οικονομία, σε αντίθεση με το παλαιό μοντέλο ανάπτυξης της Ελλάδος, της δημιουργίας μη παραγωγικών, άρα μη ανταγωνιστικών, θέσεων εργασίας κυρίως στο Δημόσιο που, τελικά, μας οδήγησε στην κατάρρευση. Αυτό για να επιτευχθεί σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνουν στην Ελλάδα επενδύσεις, δηλαδή επιχειρηματίες (ημεδαποί και ξένοι) να θελήσουν να δραστηριοποιηθούν στην χώρα και να παράγουν. Για να γίνει τούτο θα πρέπει το, λεγόμενο, επενδυτικό κλίμα στην χώρα να είναι ευμενές, δηλαδή ελκυστικό στον επιχειρηματία, παραγωγό. Το Διάγραμμα 3 δείχνει το απόθεμα των εισροών ΑΞΕ στις υψηλού εισοδήματος χώρες του ΟΟΣΑ το έτος 2013. Η χώρα μας υπολείπεται κατά πολύ στην προσέλκυση ΑΞΕ, το μόνο, αυτή τη στιγμή, δραστικό μέτρο (δεδομένης της δυσκολίας στην χρηματοδότηση των εγχωρίων επιχειρήσεων) για ταχεία μείωση της ανεργίας. Επίσης, ο Πίνακας 1 παρουσιάζει συγκριτικά τα αποθέματα εισροών ΑΞΕ μεταξύ των ετών 2008 και 2013 σε επιλεγμένες οικονομίες χωρών-μελών του ΟΟΣΑ.

Είναι παραπάνω από εμφανές ότι η Ελλάς υπολείπεται σημαντικά σε ΑΞΕ και, παρά την επιχειρηματολογία περί βελτιώσεως του επενδυτικού κλίματος, η αύξηση του αποθέματος εισροών ΑΞΕ μεταξύ 2008-2013 είναι αμελητέα σε σχέση με χώρες που αντιμετώπισαν παρόμοια κρίση όπως η Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία. Να σημειωθεί εδώ ότι οι ΑΞΕ, όπως έχει άλλωστε επισημάνει και η διεθνής βιβλιογραφία (Anastassopoulos, 2007), είναι σημαντικότερες για μικρότερες οικονομίες όπως η ελληνική.

ΚΕΠΕ- ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1

Μεγάλες οικονομίες όπως η Γερμανία, οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Ιταλία (βλ. Διάγραμμα 3) και, ιδιαιτέρως, χώρες που έχουν ήδη αναπτύξει σημαντική εγχώρια βιομηχανία (ΗΠΑ, Κορέα, Ιαπωνία, Ιταλία), έχουν την δυνατότητα να στηριχθούν στην εγχώρια επιχειρηματικότητα. Μία χώρα σαν την Ελλάδα, που θέλει να αντιμετωπίσει γρήγορα και αποτελεσματικά το φλέγον ζήτημα της ανεργίας, δεν αρκεί να έχει απόθεμα εισροών ΑΞΕ μόλις στο 11-11,5% του ΑΕΠ της, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι κοντά στο 50%. Ας φανταστούμε την περίπτωση στην χώρα μας να εισρεύσουν ΑΞΕ αξίας ύψους όσο το μισό περίπου ΑΕΠ μας, δηλαδή περίπου 100 δις, πόσες θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν!

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα Διαγράμματα 1,2 και 3 αλλά και τον Πίνακα 1, είναι προφανές ότι μόνο τυχαίο δεν είναι ότι η Ελλάς, η οποία καταλαμβάνει την τελευταία θέση μεταξύ των 31 υψηλού εισοδήματος χωρών του ΟΟΣΑ, όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα (σύμφωνα με τον δείκτη του WEF), έχει τόσο περιορισμένη προσέλκυση ΑΞΕ. Τι πρέπει όμως συγκεκριμένα να διορθώσει άμεσα;

 

Παράγοντες που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα

Οι παράγοντες που καθορίζουν την ανταγωνιστικότητα –και άρα, μεταξύ άλλων, την ικανότητα, όπως εξηγήσαμε ανωτέρω, για παραγωγή με φθηνότερο κόστος– μιας χώρας είναι πάρα πολλοί.

Αυτό φαίνεται από τον αριθμό υποδεικτών που οι διεθνείς οργανισμοί λαμβάνουν υπ’ όψιν τους προκειμένου να υπολογίσουν έναν γενικό δείκτη ανταγωνιστικότητος. Χαρακτηριστικά, αναφέρουμε ότι το WEF χρησιμοποιεί 114 τέτοιους υποδείκτες χωρισμένους σε 12 κατηγορίες-πυλώνες. Πολλοί από αυτούς τους υποδείκτες σχετίζονται μεταξύ τους και το κρίσιμο ερώτημα είναι:

ποιοι είναι οι πιο σημαντικοί για την Ελλάδα οι οποίοι χρήζουν αμέσου βελτιώσεως προκειμένου να αυξήσουμε δραστικά τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, έτσι ώστε να μειωθεί η ανεργία και να αυξηθεί το κατά κεφαλήν εισόδημα;

Η Ελλάς σήμερα χρειάζεται άμεση αύξηση του ΑΕΠ, δηλαδή αύξηση παραγωγής. Χρειάζεται δηλαδή άμεση δραστηριοποίηση επιχειρηματιών και επενδύσεις οι οποίες θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να βελτιωθούν συγκεκριμένοι παράγοντες.

Ποιοι είναι αυτοί; Το WEF δημοσιεύει στις ετήσιες εκθέσεις του τα βασικότερα εμπόδια στο επιχειρείν για κάθε χώρα. Σύμφωνα λοιπόν με τις ετήσιες εκθέσεις του WEF, επί σειράν ετών τα δύο βασικότερα προβλήματα στο επιχειρείν στην περίπτωση της Ελλάδος, εξαιρουμένης της προσβάσεως στην χρηματοδότηση που αποτελεί μείζον πρόβλημα λόγω της κρίσεως (για τις εγχώριες κυρίως επιχειρήσεις) είναι τα εξής:

α) η αναποτελεσματική γραφειοκρατία και β) οι φορολογικές ρυθμίσεις (WEF, 2008 σελ. 174· 2014 σελ. 194).

Επίσης, όπως ρητώς αναφέρει η έκθεση του Επιχειρείν της Παγκοσμίου Τραπέζης (WB), η δικαιοσύνη είναι ένας κρίσιμος (αν όχι ο κρισιμότερος) παράγων προσελκύσεως επενδύσεων σε μία χώρα. Επί λέξει, η τελευταία έκθεση αναφέρει: «Η αποτελεσματική επίλυση των εμπορικών διαφορών έχει πολλά οφέλη. Τα δικαστήρια είναι ουσιαστικής σημασίας για τους επιχειρηματίες διότι ερμηνεύουν και εφαρμόζουν τους νόμους και προστατεύουν έτσι τα δικαιώματα ιδιοκτησίας.

Τα αποτελεσματικά και διαφανή δικαστήρια ενθαρρύνουν νέες επιχειρηματικές σχέσεις καθ’ ότι οι επιχειρηματίες μπορούν να βασίζονται στα δικαστήρια εάν μια συμφωνία δεν τηρηθεί. Γρήγορες και αποτελεσματικές δίκες είναι ιδιαίτερα απαραίτητες για μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν διαθέτουν τους πόρους να παραμείνουν στην αγορά όσο περιμένουν την έκβαση μιας μακράς και χρονοβόρου δικαστικής υποθέσεως» (WB, 2014 σελ. 74).

Κατόπιν των ανωτέρω, και σύμφωνα με την διεθνή βιβλιογραφία, καταλήγουμε ότι η ανταγωνιστικότητα μίας χώρας εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό κυρίως από θεσμούς όπως: αποτελεσματική και γρήγορη απονομή δικαιοσύνης, αποτελεσματική γραφειοκρατία, και αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα (Acemoglu & Robinson, 2012· North, 1990, 2005· Olson, 1982· Rodrik et al., 2002· Williamson, 1985).

Στο Διάγραμμα 4 απεικονίζεται ο αριθμός ημερών που χρειάζεται σε κάθε μία από τις 31 πλούσιες χώρες του ΟΟΣΑ για να επιλυθεί μία μέση υπόθεση. Στην Ελλάδα ο αριθμός είναι 1580 μέρες (4,3 χρόνια περίπου), όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 540 ημέρες. Το Διάγραμμα είναι αρκετά εύγλωττο ώστε κάθε περαιτέρω σχολιασμός περιττεύει.

ΚΕΠΕ-ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 3

Στον Πίνακα 2 παραθέτουμε την κατάταξη της Ελλάδος όσον αφορά συγκεκριμένους δείκτες που αφορούν την αποτελεσματικότητα λειτουργίας του ρυθμιστικού πλαισίου (γραφειοκρατίας) και του φορολογικού συστήματος. Συγκεκριμένα, παραθέτουμε τους δείκτες: 1.09 «Βάρος ρυθμιστικού πλαισίου» ο οποίος αντικατοπτρίζει την γραφειοκρατία, 6.04 «Επίδραση φορολογίας στα κίνητρα προς επενδύσεις» και 7.05 «Επίδραση φορολογίας στα κίνητρα προς εργασία», οι οποίοι αντικατοπτρίζουν την αποτελεσματικότητα του φορολογικού συστήματος συνολικά και όχι μόνο το ύψος των φορολογικών συντελεστών. Η σύγκριση γίνεται με χώρες παρομοίου (πληθυσμιακού) μεγέθους με την Ελλάδα και με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Είναι σαφές ότι η χώρα μας κατατάσσεται όχι μόνο τελευταία των 31 πλουσίων χωρών του ΟΟΣΑ αλλά και πολύ πίσω από τις περισσότερες των 144 χωρών που αξιολογεί το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ.

ΚΕΠΕ-ΠΙΝΑΚΑΣ 1

Η αντιπαραβολή των Διαγραμμάτων 3 και 4 δείχνει με τον πιο εμφατικό τρόπο την σχέση μεταξύ ταχύτητος απονομής δικαιοσύνης και προσελκύσεως ΑΞΕ. Να επισημάνουμε μόνο εδώ ότι, όπως ανεφέρθη και πιο πάνω, οι μεγάλες οικονομίες (ΗΠΑ, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) δεν έχουν τόση ανάγκη ΑΞΕ όσο οι μικρότερες οικονομίες. Επιπλέον, όσον αφορά τις Ιαπωνία και Κορέα, σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζει και ο παράγων κουλτούρα. Ιάπωνες και Κορεάτες είναι λιγότερο ανοικτοί σε ξένες επιχειρήσεις και έχουν οι ίδιοι αναπτύξει ισχυρές βιομηχανίες και επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε όλον τον κόσμο. Αυτό, εν μέρει, εξηγεί το γεγονός των χαμηλών ΑΞΕ σε Κορέα και Ιαπωνία, παρά την εκεί αποτελεσματική λειτουργία της δικαιοσύνης (230 και 360 μέρες, αντίστοιχα, βλ. Διάγραμμα 4).

ΚΕΠΕ-ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 4

Θα πρέπει να τονισθεί ότι η χώρα μας, παρά την επώδυνη οικονομική κρίση και παρά την απώλεια του 26% του ΑΕΠ της σε σχέση με το 2008, παραμένει στην κατηγορία των 31 πλουσίων χωρών του ΟΟΣΑ, και έχει απολέσει μόνο λίγες θέσεις. Συγκεκριμένα, ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα, το 2008 η χώρα μας ήταν 21η, ενώ σήμερα (στοιχεία 2013) είναι στην 25η θέση. Η κατάταξή μας όμως ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα παρουσιάζει σχετικά μεγάλη αντίθεση με την κατάταξή μας ως προς τους δείκτες ανταγωνιστικότητος, που, όπως φαίνεται και από τα ανωτέρω στοιχεία, είμαστε σταθερά στην τελευταία θέση μεταξύ των 31 πλουσίων χωρών του ΟΟΣΑ.

ΚΕΠΕ-ΠΙΝΑΚΑΣ 2

Όπως τονίζει η σχολή της Νέας Οικονομικής των Θεσμών (New Institutional Economics), και συγκεκριμένα οι διακεκριμένοι και βραβευμένοι με το Νόμπελ Οικονομικών Douglass North (1990) και Oliver Williamson (2000), χρειάζεται χρόνος για να φανούν τα αποτελέσματα στην οικονομία των θεσμών οι οποίοι επιδρούν σημαντικά στην ανταγωνιστικότητα μιας χώρας. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η Κορέα, η οποία έχει βελτιώσει τους δείκτες ανταγωνιστικότητός της με μεταρρυθμίσεις που έκανε με αφορμή την κρίση του 1997-2000. Έτσι, ενώ το 2008 είχε μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα ύψους 19.690 δολαρίων, αρκετά πίσω από την Ελλάδα των $29.630, σήμερα (2013) βρίσκεται στα $25.920 ενώ εμείς υποχωρήσαμε στα $22.530.

Έτερο παράδειγμα και μάλιστα πιο κοντινό μας είναι η Ιρλανδία, η οποία προέβη σε δραστικές μεταρρυθμίσεις στις αρχές της δεκαετίας του ’90, προσήλκυσε σημαντικά ποσά ΑΞΕ με αποτέλεσμα, ενώ ήταν αρκετά φτωχότερη από τη χώρα μας όταν εισήλθε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σήμερα είναι αρκετά πιο πλούσια με $39.110 μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα!

Σε προηγούμενο άρθρο μας περί αποδοτικότητος των φόρων (τεύχος Σεπτεμβρίου) είχαμε αναφερθεί στην περίπτωση της Εσθονίας, όπου προβλέπαμε γρήγορη ανάκαμψη της χώρας λόγω ακριβώς του πολύ καλού επιπέδου ανταγωνιστικότητος στο οποίο βρίσκεται. Το 2008 η Εσθονία ήταν πολύ πιο φτωχή από την χώρα μας με $13.200 μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα. Σήμερα (2013) και παρά την κρίση που μαστίζει την Ευρώπη έχει φθάσει τα $17.370, όταν ένα χρόνο πριν (2012) ήταν στα $15.830. Αυτό σημαίνει ότι το 2013 είχε ρυθμό ανάπτυξης 9,7%, ποσοστό ασύλληπτο για την σημερινή Ελλάδα. Δεν αποκλείεται με τέτοιους ρυθμούς ανάπτυξης η Εσθονία να μας ξεπεράσει στα επόμενα 3-4 χρόνια, εάν εμείς δεν αρχίσουμε να αναπτυσσόμεθα με γρήγορους ρυθμούς.

 

Συμπεράσματα

Το βασικό συμπέρασμα των ανωτέρω είναι ότι η χώρα μας χρειάζεται να βελτιώσει άμεσα τους κρίσιμους παράγοντες που επιδρούν στην προσέλκυση επενδύσεων.

Αυτοί είναι: α) γρήγορη και αποτελεσματική απονομή δικαιοσύνης, β) αποτελεσματικό και φιλικό στην επιχείρηση ρυθμιστικό πλαίσιο και γ) αποτελεσματικό και απλό φορολογικό σύστημα.

Παρά την άνοδο κατά 10 θέσεις στον δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητος του 2014, παραμένουμε στις τελευταίες θέσεις σε σχέση με τους εταίρους μας.

Ιδιαίτερα όσον αφορά τους ανωτέρω τρεις παράγοντες, είμαστε στις τελευταίες θέσεις παγκοσμίως. Δεν είναι να απορεί λοιπόν κανείς που τα επίπεδα των επενδύσεων που προσελκύει η χώρα δεν είναι ικανοποιητικά.

Η βελτίωση σε αυτούς τους κρίσιμους παράγοντες θα ενισχύσει τις επενδύσεις, την παραγωγή και θα συμβάλει στην μείωση της ανεργίας και στην επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Ενδεικτικά μόνο θα αναφέρουμε το ακόλουθο παράδειγμα, για να διαπιστώσουμε τις δυνατότητες της Ελλάδος να επανέλθει σε τροχιά γρήγορης ανάπτυξης και να κερδίσει το χαμένο έδαφος:

Όπως ανεφέρθη προηγουμένως, υψηλή ανταγωνιστικότητα αντικατοπτρίζει υψηλή παραγωγικότητα. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η παραγωγικότητα του μέσου Έλληνος εργαζομένου το 2013 ήταν περίπου €23 την ώρα, η οποία πολλαπλασιαζόμενη με την μέση τιμή των 2.000 περίπου ωρών εργασίας –πάντα με στοιχεία του ΟΟΣΑ– μας δίνει €46.000 αξία παραγωγής ανά μέσο εργαζόμενο. Το 2013 οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ήταν περίπου 3,6 εκατ. Ο πολλαπλασιασμός των εργαζομένων επί το προϊόν εκάστου ισούται, περίπου, με το ΑΕΠ του 2013, ήτοι €165 δις. Ο μέσος όρος παραγωγικότητος της ΕΕ-28 ήταν €38 ανά ώρα ανά εργαζόμενο. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι, εάν η παραγωγικότητα στην Ελλάδα φθάσει στον μέσο όρο της ΕΕ-28, τότε το ΑΕΠ της Ελλάδος θα φθάσει, ceteris paribus, στα €274 δις, ή 65% παραπάνω από το σημερινό προϊόν! Αφήνουμε σαν άσκηση στον αναγνώστη να υπολογίσει το ΑΕΠ της χώρας εάν η παραγωγικότητά μας φθάσει στα επίπεδα της Νορβηγίας (της χώρας με το υψηλότερο εισόδημα μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ), ήτοι €67 μέση ωριαία αξία παραγωγής.

Φυσικά, η αύξηση της παραγωγής θα έλθει μέσα από επενδύσεις σε παραγωγικές επιχειρήσεις.

Για να δείξουμε την σημασία των επενδύσεων, αρκεί το εξής απλό παράδειγμα. Εάν έρθουν στην Ελλάδα επενδύσεις που θα μείωναν την ανεργία στα προ κρίσεως επίπεδα, δηλαδή στο 8%, αυτό μεταφράζεται σε ένα εκατομμύριο περισσότερους εργαζομένους από ό,τι το 2013. Για να είμαστε συντηρητικοί στους υπολογισμούς μας, υποθέτουμε ότι η νέα παραγωγικότητα εργασίας παραμένει στα σημερινά επίπεδα (πράγμα που σχεδόν αποκλείεται διότι η έλευση παραγωγικών επενδύσεων αυξάνει την παραγωγικότητα). Ένα εκατομμύριο επιπλέον εργαζόμενοι επί 46.000 παραγωγή έκαστος σημαίνει 46 δις περισσότερο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ), ή 28% υψηλότερο από το ΑΕΠ του 2013.

Τα ανωτέρω δύο απλά παραδείγματα δείχνουν ότι η επίτευξη γρήγορων ρυθμών αναπτύξεως στην Ελλάδα δεν είναι άπιαστο όνειρο. Εξαρτάται από εμάς και μόνον και, σε σημαντικό βαθμό, από το πόσο γρήγορα θα βελτιώσουμε την αποτελεσματικότητα: α) στην απονομή δικαιοσύνης, β) στο ρυθμιστικό και κανονιστικό πλαίσιο και γ) στο φορολογικό σύστημα.»

Σχετικά Άρθρα