
Η πρόκληση για την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή στα οφέλη από το παγκόσμιο εμπόριο
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι, εκτός από τη δημοσιονομική πολιτική, διαρθρωτικές πολιτικές που δίνουν έμφαση στην εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση, ενεργητικές πολιτικές στην αγορά εργασίας και μεταρρυθμίσεις σε πολλούς άλλους τομείς είναι αναγκαίες ώστε να επιτευχθούν τόσο η δικαιότερη κατανομή των ωφελειών από το παγκόσμιο εμπόριο όσο και η καλύτερη δυνατή προσαρμογή των οικονομιών στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, υπογραμμίζει ειδικό θέμα ανάλυσης στην Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική. Αναλυτικά:
Παγκόσμιο εμπόριο: τάσεις, πρόσφατες εξελίξεις και πρωτοβουλίες στην ΕΕ και διεθνώς για την προώθησή του
Στο παρόν ειδικό θέμα αναλύονται οι τάσεις και οι πρόσφατες εξελίξεις στο παγκόσμιο εμπόριο και τα βασικά αίτια για την παρατηρούμενη τα τελευταία έτη επιβράδυνση στο ρυθμό ανόδου του. Εξετάζονται επίσης τα δυνητικά οφέλη από τη διεθνοποίηση της παραγωγής και τη μείωση του προστατευτισμού, οι κυριότερες πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και την Ευρωπαϊκή Ένωση για την ενίσχυση του παγκόσμιου εμπορίου και των επενδύσεων, αλλά και ο προβληματισμός για τη δικαιότερη κατανομή των ωφελειών από τις δραστηριότητες αυτές.
Η παρατηρούμενη το 2017 επιτάχυνση του ρυθμού ανόδου του παγκόσμιου ΑΕΠ στηρίχθηκε σε σημαντικό βαθμό στην ανάκαμψη του διεθνούς εμπορίου, το οποίο με τη σειρά του ωφελήθηκε από την αύξηση της διεθνούς ζήτησης και της επενδυτικής δαπάνης. Ο ρυθμός ανόδου του όγκου του διεθνούς εμπορίου εκτιμάται από το ΔΝΤ ότι θα επιταχυνθεί στο 4,2% το 2017, έναντι 3,8% των προβλέψεων του Απριλίου και έναντι ενός πολύ χαμηλού ρυθμού, 2,4%, το 2016. Στη ζώνη του ευρώ, που είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας παγκοσμίως με μερίδιο 26,5% στο σύνολο των παγκόσμιων εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (οι ΗΠΑ έχουν μερίδιο 10,7%, όπως και η Κίνα), η επιτάχυνση του ΑΕΠ το 2017 στηρίχθηκε στη σημαντική βελτίωση της συμβολής των καθαρών εξαγωγών, από -0,4% του ΑΕΠ το 2016 σε +0,1% του ΑΕΠ το 2017.
Στη βιβλιογραφία τεκμηριώνεται ότι η αύξηση των διασυνοριακών συναλλαγών μαζί με την τεχνολογική πρόοδο τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες έχουν βελτιώσει την κατανομή των πόρων σε διεθνές επίπεδο και έχουν αυξήσει τα εισοδήματα, αλλά και την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες. Λόγω της επιτάχυνσης της παγκοσμιοποίησης, όπως αυτή αποτυπώνεται στην αυξανόμενη ένταση του διεθνούς εμπορίου, οι επιλογές και το πλεόνασμα του καταναλωτή έχουν αυξηθεί τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ ταυτόχρονα έχει υποχωρήσει η εισοδηματική ανισότητα σε διεθνές επίπεδο, αφού εκατοντάδες εκατομμύρια κατοίκων του πλανήτη έχουν εξέλθει από την απόλυτη φτώχεια. Ταυτόχρονα, το διεθνές εμπόριο και η εξωστρέφεια έχουν συνεισφέρει αποφασιστικά στην αύξηση της παραγωγικότητας και της αποτελεσματικότητας σε κράτη κάθε εισοδηματικού επιπέδου.
1 Αίτια επιβράδυνσης του διεθνούς εμπορίου
Τα τελευταία έτη έχει υποχωρήσει ο ρυθμός ανόδου του όγκου των διεθνών εμπορικών συναλλαγών, ενώ έχει μειωθεί και η ελαστικότητα της μεταβολής του παγκόσμιου εμπορίου ως προς τη μεταβολή του παγκόσμιου ΑΕΠ στις αναδυόμενες οικονομίες (βλ. το διάγραμμα).
Ο ρυθμός ανόδου του διεθνούς εμπορίου, παρά την προσδοκώμενη ανάκαμψη το 2017, θα συνεχίσει να υπολείπεται του μέσου όρου της περιόδου 1980-2008 (6,0%). Παράλληλα, η ελαστικότητα μεταβολής του εμπορίου ως προς τη μεταβολή του παγκόσμιου ΑΕΠ ήταν 0,8 την περίοδο 2015-2016, έναντι 1,6 την περίοδο 1980-2008.
Κυκλικοί, διαρθρωτικοί και στατιστικοί παράγοντες ευθύνονται για τις εξελίξεις αυτές, οι οποίες αντανακλούν τη χαμηλότερη εξωτερική ζήτηση, το βραδύ ρυθμό υλοποίησης μεταρρυθμίσεων στον τομέα του εξωτερικού εμπορίου, καθώς επίσης και την ενίσχυση του προστατευτισμού. Σημαντικοί διαρθρωτικοί παράγοντες που συνέβαλαν στην επιβράδυνση του εμπορίου την περίοδο 2011-2015 υπήρξαν η επιβράδυνση ή και αντιστροφή των μέτρων απελευθέρωσης του εμπορίου, καθώς και η εξασθένηση των διεθνών αλυσίδων παραγωγής (GVCs), ιδίως στη ΝΑ Ασία και στην Κίνα. Η σταδιακή απεξάρτηση των ΗΠΑ από την εισαγωγή αργού πετρελαίου, λόγω της ραγδαίας ανόδου της εγχώριας παραγωγής με τη βοήθεια της νέας τεχνολογίας εξόρυξης σχιστολιθικών κοιτασμάτων με υδραυλική ρωγμάτωση, καθώς και η επιβράδυνση της οικονομικής μεγέθυνσης και η σταδιακή εξισορρόπηση του αναπτυξιακού προτύπου στην Κίνα είναι επίσης διαρθρωτικού χαρακτήρα παράγοντες ανάσχεσης του ρυθμού ανόδου του διεθνούς εμπορίου.
Ως προς τους κυκλικούς παράγοντες, ο ΟΟΣΑ βρίσκει ότι εξηγούνται σημαντικά από τη διεθνώς υποτονική ζήτηση, όπως αυτή αντανακλάται στο παραγωγικό κενό και την υστέρηση των επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου, αλλά και από τη βαθιά ύφεση σε ορισμένες χώρες παραγωγής βασικών εμπορευμάτων.
Τέλος, σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΚΤ, η μείωση της εισοδηματικής ελαστικότητας του εμπορίου οφείλεται σχεδόν κατά το ήμισυ στην επίδραση της σύνθεσης (compositional effect), δηλ. στη διαχρονικά μεταβαλλόμενη σύνθεση του παγκόσμιου ΑΕΠ υπέρ των αναδυόμενων οικονομιών, των οποίων η ανάπτυξη είναι μικρότερης έντασης εμπορίου σε σχέση με τις προηγμένες οικονομίες.
2 Πρωτοβουλίες του ΠΟΕ για την ενίσχυση του εμπορίου
Η ενδεχόμενη άρση των προσωρινών μέτρων προστατευτισμού τα οποία εισήχθησαν κατά την περίοδο της διεθνούς κρίσης, καθώς και η μείωση του κόστους για το διεθνές εμπόριο μπορούν να οδηγήσουν σε ανάκαμψη το διεθνές εμπόριο και μέσω αυτού να ενισχύσουν την αύξηση της παραγωγικότητας σε διεθνές επίπεδο. Η μείωση δασμών και ποσοστώσεων σε τομείς της οικονομίας στους οποίους παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, καθώς και η εφαρμογή της Συμφωνίας Διευκόλυνσης του Εμπορίου (Trade Facilitation Agreement – TFA) του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) εκτιμάται ότι θα συνεισφέρουν σημαντικά στην κατεύθυνση αυτή.
Η εφαρμογή της TFA, όπως αυτή συμφωνήθηκε από τους υπουργούς εμπορίου των χωρών-μελών του ΠΟΕ το 2013 στο Μάλι και τέθηκε σε ισχύ το Φεβρουάριο του 2017, θεωρείται η σοβαρότερη μεταρρύθμιση των τελευταίων δεκαετιών στο διεθνές εμπόριο. Ο ΠΟΕ εκτιμά ότι η συμφωνία αυτή μπορεί να μειώσει το κόστος συναλλαγών στο διεθνές εμπόριο κατά 14,3%, επιδρώντας καταλυτικά στην εξέλιξή του. Η συμφωνία υπολογίζεται ότι μπορεί έως το 2030 να προσθέτει 2,7 ποσοστιαίες μονάδες στον ετήσιο ρυθμό ανόδου του διεθνούς εμπορίου και περισσότερο από μισή ποσοστιαία μονάδα στον ετήσιο ρυθμό αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ. Μια τέτοιας έκτασης θετική επίδραση θα ήταν αποτελεσματικότερη ακόμη και από την ολοκληρωτική κατάργηση κάθε δασμού στην υφήλιο, σύμφωνα με τον ΠΟΕ.
3 Η Ευρώπη ωφελείται και γι’ αυτό προωθεί το εμπόριο
Στις ΗΠΑ εμφανίστηκαν τάσεις προστατευτισμού, κυρίως μέσω της απόσυρσης τον Ιανουάριο του 2017 από τη Συμφωνία Συνεργασίας του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership), η οποία είχε υπογραφεί το 2015 από 12 χώρες, αλλά και του αιτήματος επαναδιαπραγμάτευσης της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου της Β. Αμερικής (NAFTA) με τον Καναδά και το Μεξικό με σκοπό την επιβολή δασμών στις εισαγωγές προϊόντων από τις χώρες αυτές.
Σε αντίθετη κατεύθυνση κινείται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), η οποία επιδιώκει αύξηση των πολυμερών και διμερών εμπορικών σχέσεων, καθώς οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών έχουν αποδειχθεί ευεργετικές για την ευρωπαϊκή οικονομία. Επιθυμώντας να καταστήσει ευρύτερα γνωστά τα πλεονεκτήματα ενός διεθνούς εμπορίου με κανόνες και δίκαιη διανομή των ωφελειών του, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε κείμενο προβληματισμού με τίτλο “Reflection Paper on harnessing globalisation” το Μάιο του 2017. Μεταξύ άλλων, το κείμενο υπογραμμίζει ότι το 1/3 περίπου του εθνικού εισοδήματος στην ΕΕ προέρχεται από το διεθνές εμπόριο και επαναλαμβάνει ότι, όπως είχε αναφέρει και ο Πρόεδρος Γιούνκερ στις 14.9.2016, κάθε πρόσθετο 1 δισεκ. Ευρώ εισπράξεων από εξαγωγές στηρίζει περίπου 14.000 θέσεις εργασίας στην ΕΕ.
Η εμπορική συμφωνία λ.χ. μεταξύ ΕΕ και Νοτίου Κορέας, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 2011, οδήγησε μέσα σε λίγα χρόνια σε θεαματική άνοδο των εξαγωγών της ΕΕ προς τη Ν. Κορέα, περί το 55% μέχρι στιγμής, και μετέτρεψε σε πλεονασματικό το προηγουμένως ελλειμματικό για την ΕΕ εμπορικό ισοζύγιο με τη Ν. Κορέα. Σε ορισμένους τομείς η αύξηση των εξαγωγών μετά την παραπάνω συμφωνία υπήρξε ταχύτατη, όπως λ.χ. στα αγροτικά προϊόντα όπου έφθασε το 70%.5
Το 2013 τα κράτη-μέλη της ΕΕ εξουσιοδότησαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ για την υπογραφή της Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP). Οι διαπραγματεύσεις, με σκοπό την καλύτερη πρόσβαση στις αγορές και την απλοποίηση των τεχνικών προδιαγραφών, ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 2013 και συνεχίζονται, παρά τις επιφυλάξεις που έχουν εκφραστεί κατά καιρούς και από τις δύο πλευρές.
Παράλληλα, στις 30 Οκτωβρίου 2016 υπογράφηκε και στις 21 Σεπτεμβρίου 2017 τέθηκε σε ισχύ προσωρινά η Ολοκληρωμένη Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία ΕΕ-Καναδά (EU-Canada Comprehensive Economic and Trade Agreement – CETA), η οποία αίρει τα δασμολογικά και παραδασμολογικά εμπόδια στο 98% των αγαθών και υπηρεσιών τα οποία αποτελούν αντικείμενο διμερούς εμπορίου, ενώ προστατεύει και προωθεί και τις ξένες άμεσες επενδύσεις (ΞΑΕ).
Ενώ το όφελος από την εξάλειψη των δασμών στις εξαγωγές αγαθών της ΕΕ προς τον Καναδά είναι σχετικά μικρό (περί τα 0,6 δισεκ. ευρώ ετησίως), εκείνο που θα προκύψει από την απλούστευση των διαδικασιών και προϋποθέσεων πρόσβασης στην αγορά και από την εναρμόνιση μεταξύ των διαφορετικών προδιαγραφών εκτιμάται ότι θα είναι σημαντικό. Ειδικά για την Ελλάδα, η οποία ήδη απολαμβάνει εμπορικό πλεόνασμα στις συναλλαγές της επί αγαθών και υπηρεσιών με τον Καναδά, εκτιμάται ότι τα οφέλη θα είναι μεγάλα. Η συμφωνία μειώνει το 91% των δασμών που επιβάλλει ο Καναδάς στα ελληνικά αγροτικά προϊόντα, ενώ παράλληλα προστατεύονται 16 συγκεκριμένα ελληνικά προϊόντα “προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης” μεταξύ των 143 συνολικά σε επίπεδο ΕΕ. Ταυτόχρονα, απελευθερώνεται ο τομέας των υπηρεσιών και των κρατικών προμηθειών και έτσι δίνεται η ευκαιρία να αποκτήσουν δραστηριότητα στον Καναδά α) ελεύθεροι επαγγελματίες όπως αρχιτέκτονες, δικηγόροι, μηχανικοί και λογιστές και β) ευέλικτες ελληνικές ΜΜΕ στους τομείς των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, των τηλεπικοινωνιών, των ταχυδρομείων και ταχυμεταφορών.
4 Η πρόκληση για την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή στα οφέλη από το παγκόσμιο εμπόριο
Παρά τη μείωση της ανισότητας σε διεθνές επίπεδο η οποία καταγράφηκε τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες μέσω του διεθνούς εμπορίου, ως προς την ανισότητα στο εσωτερικό των οικονομιών παρατηρούνται διαφοροποιημένες εξελίξεις. Σε ορισμένες προηγμένες οικονομίες η εισοδηματική ανισότητα έχει αυξηθεί, γεγονός που έχει διαβρώσει την κοινωνική συνοχή και έχει μειώσει τη στήριξη στην παγκοσμιοποίηση των αγορών. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί μια σύγχρονη πρόκληση για τη δημοσιονομική πολιτική των προηγμένων κρατών, τα οποία καλούνται να ελαχιστοποιήσουν τυχόν κόστη της σχέσης ανταλλαγής (trade-off) μεταξύ ισότητας και συνολικής αποτελεσματικότητας, όπως επισήμανε τον Οκτώβριο του 2017 το ΔΝΤ (βλ. IMF, Fiscal Monitor – Tackling Inequality, Οκτώβριος 2017).
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι, εκτός από τη δημοσιονομική πολιτική, διαρθρωτικές πολιτικές που δίνουν έμφαση στην εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση, ενεργητικές πολιτικές στην αγορά εργασίας και μεταρρυθμίσεις σε πολλούς άλλους τομείς είναι αναγκαίες ώστε να επιτευχθούν τόσο η δικαιότερη κατανομή των ωφελειών από το παγκόσμιο εμπόριο όσο και η καλύτερη δυνατή προσαρμογή των οικονομιών στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης.
Παράλληλα, αντιστάθμισμα στις εύλογες ανησυχίες των εργαζομένων των προηγμένων οικονομιών ως προς τις αποδοχές τους, λόγω του ανταγωνισμού που δέχονται από τις αναδυόμενες οικονομίες χαμηλού κόστους στο διεθνές εμπόριο αγαθών, μπορεί να αποτελέσει η έμφαση στο διεθνές εμπόριο των υπηρεσιών. Ενώ το συγκριτικό πλεονέκτημα των προηγμένων οικονομιών στην παραγωγή και εξαγωγή αγαθών φαίνεται να υποχωρεί, εκείνο ως προς την παραγωγή και εξαγωγή υπηρεσιών ενισχύεται. Στις προηγμένες οικονομίες, μετά το 2000, σημειώνεται μεγάλη άνοδος τόσο στις εισαγωγές όσο και στις εξαγωγές υπηρεσιών, ιδίως εκείνων που σχετίζονται με την επικοινωνία, την πληροφορική, τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες κ.ά. Εκτιμάται ότι τα 3/4 της αξίας των υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο διεθνών εμπορικών συναλλαγών είναι ενδιάμεσες εισροές στη μεταποίηση, οι οποίες αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα των εμπορεύσιμων αγαθών σε όρους ποιότητας και τιμών.
Το επίπεδο ευημερίας δισεκατομμυρίων πολιτών διεθνώς είναι συνδεδεμένο άμεσα με το παγκόσμιο εμπόριο. Μια βαθύτερη οικονομική ολοκλήρωση μεταξύ των κρατών, με περαιτέρω απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου, συνοδευόμενη από κατάλληλη εγχώρια πολιτική ενίσχυσης των ομάδων που πλήττονται από τις δομικές μεταβολές που θα προκύπτουν, δύναται να οδηγήσει σε ενίσχυση των εισοδημάτων και της απασχόλησης τόσο στις προηγμένες όσο και στις αναδυόμενες οικονομίες.