
Η συνολική ανεργία στην Ελλάδα ανέρχεται στο 31,3% βάσει του διευρυμένου δείκτη μέτρησης της ΕΚΤ
Τεράστιο πρόβλημα στην εγχώρια αγορά εργασίας
Η πιο πρόσφατη εκτίμηση της διευρυμένης υποχρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού δείχνει ότι στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 31,3% στην Ελλάδα, απαντά ο Μάριο Ντράγκι σε σχετική ερώτηση που του απεύθυνε ο ευρωβουλευτής Ν. Χουντής. Σε αντίθεση με τον παραδοσιακό τρόπο μέτρησης της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής η ανεργία στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 21,7% (Απρίλιος 2017).
Σημειώνουμε ότι η ΕΚΤ έχει επεκτείνει την μέτρηση πέραν του παραδοσιακής μεθοδολογία των τυπικά ανέργων και τρεις επιπλέον κρίσιμες κατηγορίες: αυτών που έχουν μερική απασχόληση αλλά θα ήθελαν να έχουν πλήρες ωράριο, αυτών που θέλουν να εργαστούν αλλά έχουν απογοητευθεί και δεν αναζητούν ενεργά εργασία και τους «σιωπηλούς» ανέργους που ψάχνουν μεν εργσία αλλά δεν καταγράφονται διότι δεν είναι σε ετοιμότητα να αναλάβουν καθήκοντα εντός δύο εβδομάδων, όπως συνήθως απαιτείται στατιστικά.
Στην επιστολή του μεταξύ άλλων αναφέρει:
«Στο πλαίσιο με τίτλο «Assessing labour market slack» του Οικονομικού Δελτίου της ΕΚΤ εξετάζονται οι εξελίξεις σε διευρυμένους δείκτες υποχρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού σε σύγκριση με τον μάλλον στενό ορισμό του ποσοστού ανεργίας. Όπως εξηγείται στο πλαίσιο, η διαφορά μεταξύ των δύο δεικτών μέτρησης οφείλεται στο γεγονός ότι συνεκτιμούνται τρεις επιπλέον ομάδες ανέργων πέραν του αριθμού όσων προσμετρούνται ως άνεργοι, συγκεκριμένα:
- τα άτομα που είναι διαθέσιμα αλλά δεν αναζητούν εργασία (συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων «που έχουν αποθαρρυνθεί»)·
- τα άτομα που αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι διαθέσιμα να εκμεταλλευτούν ευκαιρίες απασχόλησης εντός δύο εβδομάδων, δηλ. το χρονικό διάστημα που απαιτείται προκειμένου να θεωρούνται άνεργοι σύμφωνα με τον διεθνή ορισμό.
- υποαπασχολούμενοι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης που επιθυμούν να εργαστούν περισσότερες ώρες. Επιπλέον, οι δύο δείκτες διαφέρουν ελαφρώς ως προς τους παρονομαστές τους.
Στον διευρυμένο δείκτη γίνεται προσαρμογή του εργατικού δυναμικού προκειμένου να συνεκτιμούνται οι δύο πρώτες εκ των παραπάνω ομάδων, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται συνήθως στους υπολογισμούς για τα ποσοστά ανεργίας βάσει τυποποιημένου ορισμού.
Κατόπιν του συγκεκριμένου ερωτήματός σας, οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ υπολόγισαν τα ποσοστά (τα οποία είναι επί του παρόντος διαθέσιμα έως και το δ΄ τρίμηνο του 2016, σύμφωνα με μέσους όρους τεσσάρων τριμήνων σε κυλιόμενη βάση).
Δεδομένου ότι τα ποσοστά ανεργίας βάσει τυποποιημένου ορισμού παρουσιάζουν ευρέως αναγνωρισμένες σημαντικές διαφορές από χώρα σε χώρα, δεν προκαλεί ενδεχομένως έκπληξη το γεγονός ότι οι διευρυμένες εκτιμήσεις της υποαπασχόλησης του εργατικού δυναμικού υποδεικνύουν επίσης αποκλίνουσες εξελίξεις μεταξύ των χωρών.
Έτσι, ενώ η πιο πρόσφατη εκτίμηση της διευρυμένης υποχρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού για τη ζώνη του ευρώ διαμορφώθηκε σε επίπεδο μόλις κάτω από το 18,5%, οι εκτιμήσεις ανά χώρα κυμαίνονται από 7,3% και 9,6% του διευρυμένου εργατικού δυναμικού στη Μάλτα και στη Γερμανία αντίστοιχα μέχρι 29,2% στην Ισπανία και 31,3% στην Ελλάδα.
Με βάση την πιο μακρόχρονη σειρά διαθέσιμων στοιχείων, διαπιστώνεται ότι σε όλες σχεδόν τις χώρες της ζώνης του ευρώ καταγράφηκε σημαντική αύξηση στους διευρυμένους δείκτες υποχρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού στη διάρκεια της κρίσης – συχνά ως αποτέλεσμα σημαντικών αυξήσεων τόσο στα ποσοστά ανεργίας όσο και σε διευρυμένους δείκτες υποαπασχόλησης. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν η Γερμανία και η Σλοβακία, όπου οι μετρήσεις της διευρυμένης υποχρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού ήταν σχετικά υψηλές ακόμη και πριν από την κρίση.
Σε όλες τις χώρες τα ποσοστά ανεργίας έχουν σημειώσει κάποια υποχώρηση μετά την κορύφωσή τους – ανεξαρτήτως του αν χρησιμοποιείται το ποσοστό ανεργίας «βάσει τυποποιημένου ορισμού» υπό τη στενότερη έννοια ή ο διευρυμένος δείκτης υποαπασχόλησης.
Επιπλέον, σε έξι χώρες της ζώνης του ευρώ (Γερμανία, Εσθονία, Λεττονία, Λιθουανία, Μάλτα και Σλοβακία) καταγράφηκαν στο τέλος του 2016 χαμηλότερα ποσοστά υποαπασχόλησης σε σχέση με το α΄ τρίμηνο του 2006 και σε τρεις από αυτές (Γερμανία, Μάλτα και Σλοβακία) υποχώρηση σημείωσαν επίσης και τα ποσοστά ανεργίας βάσει τυποποιημένου ορισμού την ίδια περίοδο.»