
Η Alpha Bank για την Γερμανική οικονομία: Παραμένει η ατμομηχανή της Ευρώπης;
Σύμφωνα με το υπουργείο οικονομικών της Γερμανίας, οι προοπτικές για τη διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης θα εξαρτηθούν από το κατά πόσο η βιομηχανία της χώρας, θα κατορθώσει να εισχωρήσει σε νέες και υποσχόμενες παραγωγικές διαδικασίες, όπως η παραγωγή ηλεκτρικών αυτοκινήτων, η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και η τεχνητή νοημοσύνη. Αισιοδοξία εμπνέει το γεγονός ότι παρά την οικονομική αδυναμία που καταγράφεται την τρέχουσα περίοδο, η οικονομία στο σύνολό της βρίσκεται ακόμα σε πορεία επέκτασης. Ωστόσο, όπως επισημαίνει το οικονομικό ινστιτούτο IW, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στις επενδύσεις ανθρώπινου δυναμικού και στην επιμόρφωση των εργαζομένων, καθώς αποκτούν βαρύτητα στην οικονομική δραστηριότητα λόγω γήρανσης του πληθυσμού και έλλειψης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, υπογραμμίζει ανάλυση του Εβδομαδιαίου Δελτίου Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank. Αναλυτικά:
Ευρωστία της οικονομίας στη διάρκεια της κρίσης
Οι αξιόλογες επιδόσεις της γερμανικής οικονομίας την τελευταία δεκαετία, συνέβαλαν στο να καθιερωθεί στην αντίληψη των επενδυτών, ως η «οικονομική ατμομηχανή» της Ευρωζώνης.
Στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ενώ οι περισσότερες οικονομίες κατέγραφαν άνοδο της ανεργίας, η γερμανική σημείωνε μικρές απώλειες στις θέσεις εργασίας. Παράλληλα, την ίδια περίοδο, αν και το μεγαλύτερο τμήμα της Ευρωζώνης βρέθηκε αντιμέτωπο με χρέη και ελλείμματα, η γερμανική οικονομία διακρινόταν για τη δημοσιονομική της σταθερότητα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται, ότι το δημόσιο χρέος της Γερμανίας ως ποσοστό του ΑΕΠ, εισήλθε σε πτωτική πορεία με αποτέλεσμα το 2017 να διαμορφωθεί σε 63,9% από 81% που ήταν το 2010, υπερβαίνοντας κατά μόλις 3,9% το στόχο του 60%, που έχει καθοριστεί από τις συνθήκες της ΕΕ.
Στην αγορά εργασίας, οι μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν στη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, συνέτειναν στην επίτευξη υψηλών επίπεδων απασχόλησης. Στην κατεύθυνση αυτή σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε ο γεωγραφικός διασκορπισμός πολλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ο οποίος συνέβαλε συνάμα και στον περιορισμό των περιφερειακών ανισοτήτων εντός της χώρας, που στην περίπτωση άλλων χωρών οδήγησε σε έξαρση του λαϊκισμού.
Υπάρχουν σήμερα σημεία αδυναμίας;
Η οικονομία της Γερμανίας το τελευταίο χρονικό διάστημα, εμφανίζεται απροσδόκητα ευάλωτη. Το 2018, η οικονομική ανάπτυξη περιορίσθηκε στο 1,5% από 2,2% το 2017, με αποτέλεσμα να παρατηρείται ο χαμηλότερος αναπτυξιακός ρυθμός των τελευταίων πέντε ετών.
Ωστόσο, οι πρώτες ενδείξεις για το 2019 δεν είναι ενθαρρυντικές για το τι πρόκειται να ακολουθήσει στο υπόλοιπο του έτους. Ο δείκτης υπευθύνων προμηθειών του κλάδου της μεταποίησης ΡΜΙ Markit υποχώρησε στις 49,7 μονάδες τον Ιανουάριο από 51,5 μονάδες το Δεκέμβριο. Η διαμόρφωση του δείκτη σε επίπεδο χαμηλότερα των 50 μονάδων υποδηλώνει είσοδο σε υφεσιακό περιβάλλον για τον κλάδο της μεταποίησης. Η αξιοσημείωτη πτώση του δείκτη, αποδίδεται στην επιδείνωση του υποδείκτη που προσμετρά τις νέες παραγγελίες. Οι τελευταίες συρρικνώθηκαν στο μέγιστο βαθμό σε διάστημα έξι ετών. Η αιτία της υποχώρησης των παραγγελιών αποδίδεται στη μείωση της ζήτησης από τις διεθνείς αγορές, με τις εξαγωγικές επιχειρήσεις που συμμετέχουν στην έρευνα να επικαλούνται μειώσεις των πωλήσεων προς τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία, την Τουρκία και την Ασία (κυρίως την Κίνα).
Η εικόνα της βιομηχανικής παραγωγής στη Γερμανία έχει επιδεινωθεί, με μεγάλο ποσοστό της αρνητικής εικόνας να αποδίδεται στα προβλήματα παραγωγής, που αντιμετωπίζει η μηχανή της γερμανικής οικονομίας, η αυτοκινητοβιομηχανία. Τα αυστηρότερα πρότυπα εκπομπών ρύπων για τα αυτοκίνητα, εξηγούν την αδυναμία. Ωστόσο, το νέο σύστημα έχει αρνητικές επιπτώσεις και στους προμηθευτές της αυτοκινητοβιομηχανίας και συγκεκριμένα από τους κλάδους της μεταλλουργίας και των χημικών προϊόντων. Η εικόνα που έχει αρχίσει να καταγράφει η οικονομία της Γερμανίας σε επίπεδο ζήτησης αλλά και οι δυσκολίες που καλείται να αντιμετωπίσει η αυτοκινητοβιομηχανία, ανάγκασε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και την κυβέρνηση της χώρας να αναθεωρήσουν σε χαμηλότερα επίπεδα τις προβλέψεις τους για την οικονομική ανάπτυξη, το 2019. Ειδικότερα, το ΔΝΤ αναθεώρησε την αύξηση του ΑΕΠ το 2019 σε 1,3% από 1,9% που αρχικώς είχε εκτιμήσει τον περασμένο Οκτώβριο, ενώ η ΕΕ εμφανίζεται περισσότερο απαισιόδοξη, εκτιμώντας την αύξηση του ΑΕΠ για το 2019 στο 1,1% (από 1,8%).
Αξίζει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με το οικονομικό ινστιτούτο Ifo, ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος υποχώρησε τον Ιανουάριο στις 99,1 μονάδες (το χαμηλότερο επίπεδο από το Φεβρ. 2016) από 101,0 μονάδες το Δεκέμβριο, καθώς οι ερωτηθέντες επιχειρηματίες μείωσαν τις προσδοκίες τους πολύ περισσότερο από την εκτίμησή τους για την τρέχουσα κατάσταση.
Ενδεχόμενες επιπτώσεις του εμπορικού προστατευτισμού και του Brexit
Η εξασθένιση του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομικής δραστηριότητας έλαβε χώρα, εν μέσω των εντόνων εμπορικών αντιπαραθέσεων των ΗΠΑ με την Κίνα, καθώς και της αυξημένης πιθανότητας για αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ χωρίς συμφωνία.
Η εικόνα της βιομηχανικής δραστηριότητας έχει επηρεάσει χωρίς αμφιβολία το οικονομικό περιβάλλον. Η συγκρατημένη ανάπτυξη των εξαγωγών και η έντονη εγχώρια ζήτηση έχουν επιτρέψει στη γερμανική οικονομία να ξεπεράσει μέχρι ένα βαθμό τις απώλειες της βιομηχανικής παραγωγής. Σε αυτή την κατεύθυνση συνηγορούν τα θετικά μηνύματα από τον κατασκευαστικό κλάδο και τη βιομηχανία τροφίμων .
Ωστόσο, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία λόγω της πολιτικής εμπορικού προστατευτισμού που έχουν υιοθετήσει οι ΗΠΑ είναι πολύ πιθανό να έχουν αντίκτυπο στην οικονομία της Γερμανίας. Ιδιαιτέρως δε, στην περίπτωση που ο εμπορικός προστατευτισμός εξαπλωθεί παγκοσμίως. Αυτού του τύπου η εξέλιξη θα έπληττε σοβαρά τη γερμανική βιομηχανία, καθώς το επιχειρηματικό της πρότυπο διακρίνεται για τον εξαγωγικό του χαρακτήρα.
Οι επενδύσεις αιχμής αντίδοτο στην οικονομική επιβράδυνση
Σύμφωνα με το υπουργείο οικονομικών της Γερμανίας, οι προοπτικές για τη διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης θα εξαρτηθούν από το κατά πόσο η βιομηχανία της χώρας, θα κατορθώσει να εισχωρήσει σε νέες και υποσχόμενες παραγωγικές διαδικασίες, όπως η παραγωγή ηλεκτρικών αυτοκινήτων, η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και η τεχνητή νοημοσύνη.
Αισιοδοξία εμπνέει το γεγονός ότι παρά την οικονομική αδυναμία που καταγράφεται την τρέχουσα περίοδο, η οικονομία στο σύνολό της βρίσκεται ακόμα σε πορεία επέκτασης. Ωστόσο, όπως επισημαίνει το οικονομικό ινστιτούτο IW, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στις επενδύσεις ανθρώπινου δυναμικού και στην επιμόρφωση των εργαζομένων, καθώς αποκτούν βαρύτητα στην οικονομική δραστηριότητα λόγω γήρανσης του πληθυσμού και έλλειψης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού.