ΙΟΒΕ: Βασικός μοχλός ανάπτυξης η ελληνική βιομηχανία Τροφίμων

Ο ρόλος της εγχώριας βιομηχανίας Τροφίμων είναι θεμελιώδης για την ελληνική μεταποιητική βιομηχανία και ευρύτερα για την ελληνική οικονομία, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΙΟΒΕ για τον κλάδο Τροφίμων και Ποτών.

 
Η ελληνική βιομηχανία Τροφίμων συνιστά σταθερά έναν από τους πιο σημαντικούς τομείς του δευτερογενή τομέα της εγχώριας οικονομίας και μία από τις κινητήριες δυνάμεις της ελληνικής μεταποίησης, με τις εξελίξεις γύρω από αυτή να επηρεάζουν σημαντικά και το σύνολο της ελληνικής παραγωγής. Η ελληνική βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών είναι μια δυναμική, ανταγωνιστική και εξωστρεφής βιομηχανία, με σημαντικές επενδύσεις και επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα, τα Βαλκάνια και σε όλη την Ευρώπη. Η βιομηχανία τροφίμων διατηρεί όλα αυτά τα χρόνια, ακόμη και στην παρατεταμένη περίοδο ύφεσης για την ελληνική οικονομία, το θεμελιώδη ρόλο της, έχοντας αποδείξει ότι διαθέτει τις προϋποθέσεις για να παραμείνει βασικός μοχλός ανάπτυξης.

Τα καίρια θέματα γύρω από το ρόλο της εγχώριας βιομηχανίας τροφίμων και ποτών κινούνται στην κατεύθυνση της εξωστρέφειας, της ελληνικής ποιότητας του προϊόντος, του ελληνικού brand name και της οργανωμένης προώθησης των ελληνικών τροφίμων. Ο αποτελεσματικότερος συντονισμός και η στενότερη συνεργασία των εκπροσώπων του κλάδου μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση της αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας της προσπάθειας προβολής των ελληνικών προϊόντων, στη διασφάλιση επιλογής της σωστής στρατηγικής και στη σταθερότητα υλοποίησης του μακροχρόνιου σχεδιασμού της.

Η δημιουργία προστιθέμενης αξίας και η ενίσχυση της εξωστρέφειας του κλάδου εναπόκεινται σε μεγάλο βαθμό και στην προβολή του ελληνικού προϊόντος, μέσα από τα κατάλληλα σχεδιασμένα δίκτυα διανομής, στην ποιότητα και τη διαφοροποίηση και στην ενίσχυση του προτύπου της ελληνικής / μεσογειακής κουζίνας. Η σύνδεση της μεταποίησης τροφίμων με τον πρωτογενή τομέα της αγροτικής παραγωγής, αλλά και με τον τριτογενή τομέα υπηρεσιών, όπως εστιατόρια, ξενοδοχεία και εν γένει τον τουρισμό, σε συνδυασμό με τις συνέργειες που αναπτύσσονται στο χώρο των τροφίμων, αποτελούν βασικό μέσο για την ανάδειξη των ελληνικών προϊόντων, προσθέτοντας σε αυτά αξία και εξαγωγική δυναμική.

Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων τροφίμων επαφίεται και στην ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού, των προσόντων που ενσωματώνει, των γνώσεων, της εμπειρίας, των δεξιοτήτων, του αντικείμενου και του βαθμού εξειδίκευσης. Η δυναμική του ανθρωπίνου κεφαλαίου και η εξειδίκευση της απασχόλησης περιλαμβάνει μία ευρύτατη γκάμα ειδικοτήτων και αντικειμένων στον τομέα της μεταποίησης και όχι μόνο. Οι νέες τεχνολογίες, η καινοτομική δραστηριότητα, τα προϊόντα έρευνας και ανάπτυξης οδηγούν καθοριστικά τις εξελίξεις σε όλα τα στάδια παραγωγής και διάθεσης στο χώρο των τροφίμων, ενώ η ταχύτατη μεταβολή τους καθιστά αναγκαία την ταχεία προσαρμογή, την εγρήγορση και ευελιξία του ανθρώπινου δυναμικού, ώστε να είναι ικανό να ανταποκριθεί άμεσα, έγκαιρα και αποτελεσματικά στις μεταβολές αυτές και τις νέες απαιτήσεις στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού.

Στην έκθεση παρουσιάζονται τα διαρθρωτικά μεγέθη, οι εξελίξεις και οι τάσεις της ελληνικής, αλλά και της ευρωπαϊκής βιομηχανίας Τροφίμων και ποτών, τόσο στο σύνολό της, όσο και στους επιμέρους υποκλάδους της.

 
Συνοπτικά στοιχεία της έκθεσης

Η εγχώρια Βιομηχανία τροφίμων καλύπτει πάνω από το 1/4 (26%) του συνόλου των επιχειρήσεων της ελληνικής μεταποίησης, γεγονός που την κατατάσσει πρώτη ανάμεσα στους κλάδους της μεταποίησης, ακολουθούμενη από τα Μεταλλικά προϊόντα (14%) και τα Είδη ένδυσης (10%) .

Ταυτόχρονα, συνιστά και το μεγαλύτερο εργοδότη της εγχώριας μεταποίησης, αφού σε αυτήν απασχολείται επίσης πάνω από το 1/4 (27%) του συνόλου των απασχολουμένων (9% τα Μεταλλικά προϊόντα και 6% τα Βασικά μέταλλα). Η παρουσία του τομέα είναι επίσης θεμελιώδους σημασίας υπό καθαρά οικονομικούς όρους, αφού βρίσκεται πρώτη ανάμεσα στους υπόλοιπους κλάδους της μεταποίησης σε όρους αξίας παραγωγής (33%) και ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (25%) και δεύτερη κατά σειρά σε όρους κύκλου εργασιών (21%, με πρώτα τον Οπτάνθρακα και προϊόντα διύλισης με 34%).

Από την ανάλυση των στοιχείων, είναι προφανής η ζωτική σημασία του τομέα της μεταποίησης των τροφίμων και η ηγετική του συμβολή και στην ευρωπαϊκή οικονομία. Η βιομηχανία Τροφίμων αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους τομείς της μεταποιητικής βιομηχανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ αναδεικνύεται σταθερά ανάμεσα στους πρώτους κλάδους σε σχέση με τους άλλους σημαντικούς τομείς της ευρωπαϊκής οικονομίας, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, τα χημικά, τα βιομηχανικά μηχανήματα και ο εξοπλισμός και τα μεταλλικά προϊόντα. Σε όρους κύκλου εργασιών, αξίας παραγωγής, και αριθμού εργαζομένων, τα Τρόφιμα κατατάσσονται πρώτα στους ευρωπαϊκούς κλάδους της μεταποίησης και δεύτερα σε όρους αριθμού επιχειρήσεων, και ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, συγκεντρώνοντας αντίστοιχα το 12,6% και το 10,7% του συνόλου της μεταποίησης. Συγκεκριμένα, ο συνολικός κύκλος εργασιών της ευρωπαϊκής βιομηχανίας τροφίμων καλύπτει σχεδόν το 14% της ευρωπαϊκής μεταποίησης, ακολουθούμενη από την Κατασκευή μηχανοκίνητων οχημάτων (12%), ενώ η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του τομέα καλύπτει περίπου το 11%, με την Κατασκευή μηχανημάτων και ειδών εξοπλισμού να προηγείται (12%).

Η βιομηχανία Τροφίμων παραμένει ο μεγαλύτερος εργοδότης στον τομέα της μεταποίησης, καθώς απασχολεί πάνω από τέσσερα εκατομμύρια εργαζόμενους, δηλαδή το 14% του συνόλου των εργαζομένων στην ευρωπαϊκή βιομηχανία (ακολουθούμενη από τα Μεταλλικά προϊόντα με 12%).

Σε σύγκριση με την ΕΕ-28 κατά μέσο όρο, ο τομέας των τροφίμων στην Ελλάδα έχει μεγαλύτερη συμβολή στον τομέα της μεταποίησης, όσον αφορά τον αριθμό των επιχειρήσεων, τον κύκλο εργασιών, την αξία της παραγωγής, την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία και τον αριθμό των απασχολούμενων, παρά το γεγονός ότι είναι ο πρώτος τομέας και στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε όλες τις παραπάνω κατηγορίες, εκτός από τον αριθμό των επιχειρήσεων και την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία. Το μεγαλύτερο μερίδιο του ελληνικού κλάδου τροφίμων στην μεταποίηση αντανακλά αφενός την εγχώρια δυναμική του, αφετέρου όμως και την μικρότερη ανάπτυξη άλλων κλάδων του εγχώριου τομέα της μεταποίησης.

Στην Ελλάδα, οι πέντε πρώτοι κλάδοι της μεταποίησης  καλύπτουν το 62% του συνόλου της μεταποίησης σε όρους αριθμού επιχειρήσεων (55% στην ΕΕ), το 73% σε όρους κύκλου εργασιών (50% στην ΕΕ), το 72% της αξίας παραγωγής (50% στην ΕΕ), το 55% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (49% στην ΕΕ) και το 53% του συνόλου των εργαζομένων (49% στην ΕΕ).

Τα ποσοστά μεταβολής στα βασικά διαρθρωτικά μεγέθη της εγχώριας βιομηχανίας τροφίμων το 2014 σε σχέση με το 2013 , υποδηλώνουν οριακή αύξηση στον αριθμό των επιχειρήσεων του κλάδου, σε αντίθεση με το σύνολο της μεταποίησης, όπου ο αριθμός των επιχειρήσεων σημείωσε μείωση της τάξης του 2%. Θετική μεταβολή του αριθμού των επιχειρήσεων καταγράφεται και στον κλάδο των Ποτών (2,4%). Σημαντική πτώση όμως σημειώνεται σε όρους ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας στα Τρόφιμα (-5%), ωστόσο αισθητά χαμηλότερη συγκριτικά με εκείνη στο σύνολο του μεταποιητικού κλάδου (-13%), αλλά και των Ποτών (-23%). Μικρότερος είναι κατά 1,5% και ο αριθμός των εργαζομένων στα Τρόφιμα το 2014 σε σχέση με το 2013 (-3% για τη μεταποίηση), ενώ αύξηση καταγράφεται στον κλάδο των Ποτών (5,7%). Όσον αφορά τον κύκλο εργασιών των Τροφίμων και την αξία παραγωγής, εκεί καταγράφονται ανοδικές τάσεις (κατά 1,4% και 3,8% αντίστοιχα). Θετικές τάσεις σημειώνονται επίσης και στα Ποτά, όταν ο κύκλος εργασιών και η αξία παραγωγής συνολικά στη Μεταποίηση σημειώνουν μείωση. Στην Ελλάδα, ως προς την κατανομή των υποκλάδων των Τροφίμων και Ποτών4 με βάση τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά που εξετάζονται, προκύπτουν τα εξής:

-Στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, το μεγαλύτερο ποσοστό της σχετικής κατανομής κατέχουν η Αρτοποιία και τα αλευρώδη (26%), ενώ ακολουθούν τα Ποτά (14%), τα Άλλα είδη διατροφής (13%) και τα Γαλακτοκομικά (13%).

-Όσον αφορά την αξία παραγωγής, το μεγαλύτερο μερίδιο της σχετικής κατανομής κατέχουν η Αρτοποιία και τα αλευρώδη (20%), ενώ ακολουθούν τα Γαλακτοκομικά προϊόντα (15%), τα Ποτά (14%) και ισομερώς τα Άλλα είδη διατροφής και τα Φρούτα (11%).

-Σχετικά με τον αριθμό των επιχειρήσεων του κλάδου, το σημαντικότερο μερίδιο έχει η Αρτοποιία και τα αλευρώδη (61%), ενώ ακολουθούν τα Έλαια και λίπη (10%), τα Άλλα είδη διατροφής (7%) και τα Γαλακτοκομικά προϊόντα (6%).

-Στον κύκλο εργασιών, το μεγαλύτερο ποσοστό της σχετικής κατανομής κατέχουν τα Γαλακτοκομικά προϊόντα και η Αρτοποιία και τα αλευρώδη (από ένα 16%), με τα Ποτά και τα Φρούτα να ακολουθούν (από ένα 13%).

-Ως προς τον αριθμό των εργαζομένων, η Αρτοποιία και τα αλευρώδη (35%) έρχονται πρώτα στη σχετική κατάταξη, δεύτερα τα Γαλακτοκομικά και Φρούτα ισομερώς (12%), και ακολουθούν η Ποτοποιία και τα Άλλα είδη διατροφής (από ένα 10%).

-Τέλος, σε σχέση με παραγωγικότητα εργασίας, οι Ζωοτροφές καταγράφουν την υψηλότερη επίδοση (53,6 ευρώ ανά εργαζόμενο), ενώ ακολουθούν τα Ποτά (48,7 ευρώ ανά εργαζόμενο), τα Άλλα είδη διατροφής (45,8 ευρώ ανά εργαζόμενο) καθώς και τα Προϊόντα αλευρόμυλων (40,8 ευρώ ανά εργαζόμενο).

Σε όρους ετήσιων μεταβολών στα βασικά μεγέθη των υποκλάδων τροφίμων και στα ποτά το 2013 σε σχέση με το 2012, καταγράφεται ανοδική τάση ως προς τον αριθμό των επιχειρήσεων σε όλους τους κλάδους, με εξαίρεση τα Ποτά (-5%). Σε όρους κύκλου εργασιών, η μεγαλύτερη άνοδος σημειώνεται στις Ζωοτροφές (43%) και ακολουθούν με μεγάλη διαφορά τα Φρούτα (5,5%). Όσον αφορά στην αξία παραγωγής, ξεχωρίζει η άνοδος των Ζωοτροφών κατά 32%. Ως προς την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, δύο είναι μόνο οι υποκλάδοι των τροφίμων στους οποίους η ετήσια ποσοστιαία μεταβολή το 2013 είναι θετική, τα Φρούτα και τα λαχανικά (3,3%) και οι Ζωοτροφές (16,3%). Τέλος, σε όρους αριθμού εργαζομένων, όλοι οι υποκλάδοι τροφίμων καταγράφουν μείωση, με εξαίρεση τα Έλαια και τα Φρούτα, τα οποία σημειώνουν άνοδο κατά 6,2% και 4% αντίστοιχα, καθώς και οριακά το Κρέας.

Σε όρους αριθμού επιχειρήσεων, τα υψηλότερα ποσοστά, τόσο στα Τρόφιμα σε ποσοστό 95%, όσο και στα Ποτά σε ποσοστό 88%, συγκεντρώνουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, δηλ. εκείνες στις οποίες ο αριθμός των εργαζομένων τους δεν ξεπερνά τα 9 άτομα.

Σε όρους κύκλου εργασιών από την άλλη πλευρά, τα υψηλότερα ποσοστά, τόσο στα Τρόφιμα (36%) και πολύ περισσότερο στα Ποτά (59%), συγκεντρώνουν οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, δηλ. εκείνες στις οποίες ο αριθμός των εργαζομένων τους ξεπερνά τα 250 άτομα. Στα Τρόφιμα, σημαντικό μερίδιο στον κύκλο εργασιών συγκεντρώνουν και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (18%), ενώ στα Ποτά το ποσοστό αυτό είναι μόλις 8%. Αυτό ερμηνεύεται από τη μεγάλη συγκέντρωση και τον υψηλό αριθμό των πολύ μικρών επιχειρήσεων (έως 9 άτομα) στα Τρόφιμα, οι οποίες φθάνουν σχεδόν τις 14.000, έναντι των 663 πολύ μικρών επιχειρήσεων στα Ποτά.

Ως προς την αξία παραγωγής και την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία στα Τρόφιμα και πάλι η κατανομή δίνει μεγαλύτερο βάρος, όπως άλλωστε είναι αναμενόμενο, στις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις (άνω του 36%), ενώ ακολουθούν οι μεγάλες επιχειρήσεις (32% και 30% αντίστοιχα), δηλαδή οι επιχειρήσεις με αριθμό εργαζομένων από 50 έως 249 άτομα. Στα Ποτά, οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις συγκεντρώνουν σχεδόν το 60% και 54% αντίστοιχα σε όρους αξίας παραγωγής και την ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας.

Στον αριθμό των εργαζομένων, στα Τρόφιμα το μεγαλύτερο ποσοστό κατανέμεται στις πολύ μικρές επιχειρήσεις (33%), ενώ ακολουθούν οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις (27%) και οι μεγάλες (από 50 έως 249 άτομα) (27%). Στα Ποτά, μεγάλο ποσοστό των εργαζόμενων του κλάδου (41%) απασχολούνται στις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ ένα 28% στις μεγάλες.

 
Τελική κατανάλωση νοικοκυριών

Η συνολική κατά κεφαλήν κατανάλωση στην Ελλάδα είναι ίση με €12.000 το 2014, σε τρέχουσες τιμές. Η συνολική κατά κεφαλή κατανάλωση Τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών το 2014 παρέμεινε σταθερή στα €2.000, ενώ το 2009 βρισκόταν στα €2.600, σημειώνοντας πτώση της τάξης του 23% σωρευτικά από το 2009 έως το 2014. Η κύρια δαπάνη των Ελλήνων καταναλωτών αφορά το κόστος για Στέγαση, ύδρευση και ηλεκτρισμό (€2.500 το 2014), η οποία και συγκεντρώνει το 21% της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης, σημειώνοντας ωστόσο μείωση της τάξης του 7,4% σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο έτος. Ως μερίδιο στη συνολική κατανάλωση, τα τρόφιμα και τα μη αλκοολούχα ποτά καταλαμβάνουν το 17% το 2014, δαπάνη η οποία κατατάσσεται δεύτερη σε όρους συνολικής ιδιωτικής κατανάλωσης, ενώ ακολουθούν τα Εστιατόρια και τα Μεταφορικά με μερίδιο 14% αμφότερα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τη μεγαλύτερη ποσοστιαία άνοδο καταγράφουν οι δαπάνες για Μεταφορικά (+6,7%) το 2014 σε σχέση με το 2013, ενώ σταθερές παραμένουν οι δαπάνες για τις υπόλοιπες κατηγορίες, οι οποίες ωστόσο αποτελούν ένα μικρό μερίδιο στη συνολική κατανάλωση.

 
Εργατικό δυναμικό του κλάδου

Η βιομηχανία Τροφίμων αποτελεί το μεγαλύτερο εργοδότη της ελληνικής μεταποίησης. Το μερίδιό της στο σύνολο των εργαζομένων της μεταποίησης καταγράφει αύξηση τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσμα όμως και της μείωσης του συνολικού εργατικού δυναμικού στις βιομηχανικές επιχειρήσεις της χώρας. Το 2010, το ποσοστό του εργατικού δυναμικού Τροφίμων και Ποτών στο σύνολο της απασχόλησης στη μεταποίηση βρισκόταν στο 27%, ενώ σταδιακά, μέχρι το 201510 έφθασε στο 36% . Η άνοδος αυτή οφείλεται ως επί το πλείστον στη μείωση του συνολικού αριθμού των εργαζομένων στην εγχώρια μεταποίηση. Συγκεκριμένα, η πτώση του αριθμού των απασχολούμενων στο σύνολο της μεταποίησης της χώρας από το 2009 έως το 2014 καταγράφει σωρευτικές απώλειες της τάξης του -9%, όταν η αντίστοιχη σωρευτική μεταβολή στα τρόφιμα και ποτά είναι κατά πολύ χαμηλότερη (-3%). Έτσι, το μερίδιο των απασχολουμένων των τροφίμων και ποτών ως προς το σύνολο του μεταποιητικού τομέα βαίνει αυξανόμενο. Από το 2013 και μετά, η πτωτική τάση στον αριθμό των εργαζομένων στα τρόφιμα και ποτά αλλάζει και ο ρυθμός μεταβολής βαίνει θετικός. Το 2015, οι εργαζόμενοι στη μεταποίηση τροφίμων και ποτών αυξάνονται κατά 5,7%, φθάνοντας τους 120 χιλιάδες περίπου. Αντίστοιχη, κατά το ίδιο έτος, είναι και η άνοδος στο σύνολο της μεταποίησης

 
Δείκτες τιμών

Σε όρους τιμών, από τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή Τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών προκύπτει ότι η ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του εγχώριου δείκτη για το 2015 ήταν ιδιαίτερα χαμηλή, της τάξης του 1,6%. Το 2014, η αντίστοιχη μεταβολή ήταν αρνητική (-1,7%), ενώ σε σχέση με την Ευρωζώνη12, οι τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα την τελευταία τριετία βρίσκονται σε χαμηλότερα επίπεδα Ως προς τις ετήσιες ποσοστιαίες μεταβολές του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή στα επιμέρους σχετιζόμενα με τα τρόφιμα αγαθά, το 2015 καταγράφεται εγχωρίως οριακή πτώση τιμών στο Κρέας (-0,1%), ενώ στα υπόλοιπα αγαθά τροφίμων, σε αντίθεση με το 2014, η τάση είναι θετική και εντονότερη στα Έλαια και λιπαρά (8,8%) και τα Λαχανικά (6,1%). Στα μη αλκοολούχα, αλλά και στα αλκοολούχα ποτά, η τάση μεταβολής των τιμών στη χώρα είναι οριακώς αρνητική το 2015 (-0,1%).

 
Εξωτερικό εμπόριο

Σε όρους εξωτερικού εμπορίου, το 2014 ο κλάδος τροφίμων και ποτών σημείωσε αύξηση του εμπορικού του ελλείμματος στα €2,1 δις., από περίπου €1,9 δις. το 2013 . Η άνοδος αυτή στο εμπορικό έλλειμμα του κλάδου προήλθε από την πτώση των εξαγωγών το 2014 κατά περίπου 9% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ήτοι κατά σχεδόν €228 εκατ. Οι εισαγωγές του κλάδου παρέμειναν στα ίδια επίπεδα, χωρίς να καταγράψουν αξιοσημείωτες μεταβολές, κυμαινόμενες στα €4,5 δις. Ως εκ τούτου, η σχετική σταθερότητα στις εισαγωγές, σε συνδυασμό με τη μείωση των εξαγωγών οδήγησαν στην αύξηση του εμπορικού ελλείμματος το 2014. Ένα χρόνο πριν, κατά το 2013, το εμπορικό έλλειμμα τροφίμων και ποτών είχε διαμορφωθεί στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας πενταετίας. Σε όρους του λόγου εξαγωγών –εισαγωγών στη μεταποίηση τροφίμων και ποτών, δηλαδή ως προς το μερίδιο των εγχώριων εξαγωγών προς τις αντίστοιχες εισαγωγές, αυτό κυμαίνεται το 2014 στο 53% (από 58% το 2013), έχοντας καταγράψει σημαντική αύξηση σε σχέση με το 2010, όταν και βρισκόταν κάτω από το 1/2 (46%). Σε σχέση με τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους της χώρας ως προς τις εξαγωγές μεταποιημένων τροφίμων και ποτών, την πρώτη θέση κατέχει σταθερά η Γερμανία, με ποσοστό 18,3% επί του συνόλου, ενώ ακολουθεί η Ιταλία (11,6%), το Ην. Βασίλειο (8,4%), οι ΗΠΑ (6,8%) και η Κύπρος (6,7%) . Την πρώτη δεκάδα των βασικών χωρών στις οποίες εξάγει η χώρα μεταποιημένα τρόφιμα συμπληρώνουν χώρες της ΕΕ. Συνολικά, οι δέκα πρώτες χώρες στις οποίες εξάγονται μεταποιημένα τρόφιμα καταλαμβάνουν σχεδόν το 70% του συνόλου των εξαγωγών. Εκτός δεκάδας, σε υψηλές όμως θέσεις βρίσκεται και η Αυστραλία (11η θέση), στην οποία εξάγεται σχεδόν το 2% του συνόλου, αλλά και η Αλβανία και ο Καναδάς (1,7% και 1,6% αντίστοιχα, στην 13η και 15η θέση).

Ως προς τις εισαγωγές, ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της χώρας σε προϊόντα μεταποιημένων τροφίμων και ποτών το 2014 είναι επίσης η Γερμανία, από την οποία εισάγεται το 16,8% των αγαθών, η Ολλανδία (15,3%), η Γαλλία (12%), η Ιταλία (11,3%) και η Βουλγαρία (6,3%). Την πρώτη δεκάδα των εισαγωγέων μεταποιημένων τροφίμων και ποτών συμπληρώνουν επίσης χώρες της ΕΕ. Συνολικά, οι δέκα πρώτες χώρες από τις οποίες εισάγονται μεταποιημένα τρόφιμα καταλαμβάνουν το 80% του συνόλου των εισαγωγών. Από τις χώρες εκτός ΕΕ, ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος στις εισαγωγές προϊόντων τροφίμων το 2014 είναι η Αργεντινή, η οποία βρίσκεται στην 11η θέση, με μερίδιο της τάξης του 2,1%, αλλά και η Ινδονησία (1,1%, 14η θέση) και η Τουρκία (0,9%, 15η θέση).

INFO-Η πλήρης έκθεση εδώ:

ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΤΡΟΦΙΜΩΝ_facts and figures_2015

Σχετικά Άρθρα