
ΙΟΒΕ: Δεν υπάρχει περιθώριο για παρερμηνείες και εφησυχασμό
Την τρέχουσα οικονομική κατάσταση, όπως την εξετάζει η τριμηνιαία έκθεση Ελληνική Οικονομία, παρουσίασε σήμερα το ΙΟΒΕ.
Όπως αναφέρθηκε «η οικονομία χαρακτηρίζεται από τη σύνθεση επιμέρους δυναμικών που είναι ενδιαφέρουσες και πρέπει να αποκρυπτογραφηθούν προσεκτικά.
Οι αντικειμενικές συνθήκες για την αναστροφή της αρνητικής πορείας υπάρχουν. Όμως, ένας ενδεχόμενος εφησυχασμός από τους υπεύθυνους για την οικονομική πολιτική, όπως και μια πιθανή παρερμηνεία των δεδομένων θα έκρυβαν πολλούς κινδύνους.
Αναμφίβολα, η κύρια εξέλιξη που μπορεί να αποδειχθεί πολύ θετική, ίσως και καταλυτική, είναι ότι, για πρώτη φορά από το 2010, όταν η ελληνική οικονομία απώλεσε τη δυνατότητα ανεξάρτητης πρόσβασης στις διεθνείς αγορές και προσέφυγε σε προγράμματα προσαρμογής, τόσο η κυβέρνηση όσο και η μείζονα αντιπολίτευση, τοποθετούνται υπέρ της εφαρμογής του προγράμματος και της συμφωνίας με τους εταίρους.
Αυτό μάλιστα ισχύει και για μια ευρύτατη πλειονότητα του κοινοβουλίου, ως αποτέλεσμα των πρόσφατων γενικών εκλογών. Η κατάσταση αυτή αντιπροσωπεύει μια σημαντική μείωση του πολιτικού ρίσκου, όπως αυτό γινόταν αντιληπτό τα τελευταία χρόνια και συνέτεινε στη βαθιά αβεβαιότητα και την απομάκρυνση των επενδύσεων. Υπό συνθήκες, λοιπόν, η παρούσα συμφωνία και το αντίστοιχο πολιτικό τοπίο, μπορεί να αποτελέσουν τη βάση για τη σταδιακή επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, γεγονός που ήδη αποτυπώνεται δειλά σε επιμέρους δείκτες. Η σχετική επίδραση θα είναι θετικότερη, όσο χαμηλότερη θα παραμένει η αβεβαιότητα και όσο θα απομακρύνεται το ενδεχόμενο μιας νέας αποτυχίας ή ρήξης κατά την εφαρμογή του προγράμματος.
Θετική και σημαντική ήταν επίσης στο πρώτο μισό του 2015 και η επίδραση της σταθεροποίησης και της μικρής ανάκαμψης της οικονομίας που είχε επιτευχθεί πέρυσι. Η επιτυχής σχετική εξισορρόπηση στα δίδυμα ελλείμματα, δημοσιονομικό και εξωτερικού ισοζυγίου, επέτρεψε στους καταναλωτές και τους επενδυτές να εισέλθουν στο 2014 με βελτιωμένες προσδοκίες και με διάθεση, έστω και επιφυλακτική, να αυξήσουν τις δαπάνες και την επιχειρηματική τους δραστηριότητα.
Η αύξηση της ζήτησης για υπηρεσίες από το εξωτερικό, η μείωση του κόστους ενέργειας και η εξασθένιση του ευρώ επίσης προσέθεσαν στην ανάπτυξη. Η σχετική θετική επίδραση κατανέμεται ακόμη στον τρέχοντα χρόνο και επηρεάζει ευνοϊκά τομείς της οικονομίας. Αυτό ισχύει, παρά το γεγονός ότι μετά το καλοκαίρι του 2014 η αβεβαιότητα άρχισε να εντείνεται, να βαθαίνει μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου και να κορυφώνεται δραματικά με το δημοψήφισμα.
Η σχετική δυναμική, προσφέρεται για δυο παρατηρήσεις, που μπορεί να είναι χρήσιμες και ενόψει των τρεχουσών επιλογών. Πρώτον, η σταθεροποίηση των προσδοκιών και η μείωση της αβεβαιότητας είναι ένα κύριο και πολύ αποτελεσματικό στοιχείο που από μόνο του προσφέρει σημαντικό μέρος της απαιτούμενης δυναμικής ώστε να καλυφθεί το χαμένο έδαφος για την ελληνική οικονομία. Η θετική ανάκαμψη των προσδοκιών αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την είσοδο της οικονομίας σε έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης. Δεύτερον, ορισμένες διαρθρωτικές αλλαγές που δρομολογήθηκαν στις αγορές εργασίας και προϊόντων μετά το 2010, φαίνεται ότι έχουν αρχίσει σταδιακά να αποδίδουν έστω και σε σχετικά χαμηλό ακόμη επίπεδο, κυρίως βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα και στρέφοντας πόρους προς τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες.
Στην αρνητική, και επίσης πολύ σημαντική, πλευρά της κατάστασης θα πρέπει να αναφερθεί κυρίως η αβεβαιότητα που προκλήθηκε από την παρατεταμένη περίοδο έντασης με τους εταίρους, χωρίς συμφωνία χρηματοδότησης και τη σχετική κορύφωση της κρίσης με το δημοψήφισμα, την τραπεζική αργία και τον έλεγχο των κινήσεων κεφαλαίων. Πλέον η οικονομία κινείται ουσιαστικά με τις τράπεζες να μη λειτουργούν, τουλάχιστον αναφορικά με τις κύριες δραστηριότητές τους, και χωρίς επενδύσεις. Στην πραγματικότητα, σε μια ήδη πολύ επιβαρυμένη και ευάλωτη οικονομία, μετά από τέσσερα χρόνια σε πρόγραμμα προσαρμογής και σταδιακής συρρίκνωσης, ήρθε επιπλέον να προστεθεί η διακοπή της τραπεζικής λειτουργίας, η ακραία αβεβαιότητα με κίνδυνο για ασύντακτη χρεοκοπία και απώλεια των καταθέσεων. Η πορεία εκτροπής εντέλει περιορίστηκε σχετικά σε ένα νέο πρόγραμμα προσαρμογής που διατηρεί την επιτήρηση για μια ακόμη τριετία. Αναπόφευκτα, αυτές οι εξελίξεις συνολικά έχουν ένα βαρύ κόστος που θα χρειαστεί χρόνος και επίμονη προσπάθεια να απαλειφθεί.
Σε κάθε περίπτωση, από την προσδοκία για ανάπτυξη περί το 2% φέτος και μεγαλύτερη του χρόνου, πλέον πρέπει να αναμένουμε σημαντική ύφεση και στις δύο χρονιές. Η ύφεση πάντως προς την οποία έστεψαν την οικονομία τα γεγονότα των τελευταίων μηνών, έχει σχετικά περιορισμένο βάθος αλλά και ίσως μεγαλύτερη έκταση σε χρόνο, διότι η διακοπή της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος δεν συνέβη ξαφνικά. Αντίθετα είχε προβλεφθεί από πολλά νοικοκυριά και επιχειρήσεις, που επί μήνες και σταδιακά απέσυραν τις αποταμιεύσεις τους και προσάρμοζαν τη συμπεριφορά τους στους επικείμενους κινδύνους. Σε ένα βαθμό λοιπόν, μέρος των εξελίξεων είχε προεξοφληθεί, και οι σχετικές εξελίξεις ήταν u963 σχετικά ομαλές, δεδομένων των, κατά τα άλλα, ακραίων συνθηκών.
Συνθέτοντας τις δυνάμεις που περιγράφονται παραπάνω, συνολικά αναμένουμε ότι θα υπάρξει σημαντικός υποβιβασμός του επιπέδου των επενδύσεων, που με τη σειρά του θα οδηγήσει σε ύφεση στο δεύτερο μισό της τρέχουσας χρονιάς και στο πρώτο μισό της επόμενης. Οι κεντρικές μακροοικονομικές προβλέψεις που περιέχονται στο πρόσφατο προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού, αποτελούν εφικτούς στόχους και κινούνται στο επίπεδο που περιγράφηκε κατά την προηγούμενη τριμηνιαία έκθεσής μας. Μάλιστα, αν το πρόγραμμα εξελιχθεί χωρίς παρεκκλίσεις, και ειδικότερα αν διευθετηθεί έγκαιρα το τραπεζικό ζήτημα, τα πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν ότι μια χαμηλότερη ύφεση, κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, θα είναι πιθανή για το τρέχον έτος (ίσως με μετάθεση μέρους της ύφεσης προς το μέλλον). Σε κάθε περίπτωση, η επαναλειτουργία και η σταδιακή ομαλοποίηση των τραπεζών αποτελεί απολύτως αναγκαία, αν και όχι από μόνη της ικανή συνθήκη, για την σταδιακή εμφάνιση σημαντικών επενδύσεων, και για αυτό το λόγο, θα πρέπει να προχωρήσει με επείγοντα και ξεκάθαρο τρόπο.
Ας σημειώσουμε εδώ ότι τους ρυθμούς ύφεσης θα τείνει να μετριάσει η πορεία του εξωτερικού ισοζυγίου, καθώς η επίδραση των ελέγχων κεφαλαίων αναμένεται να είναι σχετικά βαρύτερη στην πλευρά των εισαγωγών παρά των εξαγωγών. Συνολικά πάντως, και στο βαθμό που μέσω της αύξησης του κόστους πρόσβασης σε εισαγόμενα κεφαλαιουχικά αγαθά και πρώτες ύλες, καθυστερεί η ανάπτυξη δυναμικής των εξαγωγών, η μεσοπρόθεσμη επίδραση θα έχει μεικτό πρόσημο. Θα είναι πολύ σημαντικό να έρθει το συντομότερο η εξισορρόπηση των προσδοκιών και η άρση των περιορισμών στην οικονομία, με την παρατήρηση ότι τα δύο αυτά στοιχεία είναι πλήρως αλληλοεξαρτώμενα.
Η μεικτή, και μάλλον πρωτόγνωρη από πλευράς οικονομικής ανάλυσης, εικόνα που περιγράφηκε παραπάνω, ίσως προσφέρει τη δυνατότητα για παρερμηνείες προς δυο τουλάχιστον κατευθύνσεις. Η πρώτη θα ήταν ότι επειδή, αναπόφευκτα, οι επόμενοι μήνες θα είναι δύσκολοι και για τα νοικοκυριά και για τις επιχειρήσεις, αυτό θα σημαίνει ότι το εφαρμοσμένο πρόγραμμα που βρίσκεται είναι αδιέξοδο. Το κόστος, είναι υπαρκτό και για πολλούς πράγματι ιδιαίτερα επώδυνο, τόσο λόγω της ύφεσης όσο και των περαιτέρω δημοσιονομικών μέτρων. Αντιστοιχεί όμως κυρίως σε ό,τι θα πρέπει να πληρωθεί λόγω της μη έγκαιρης επίτευξης μιας ευνοϊκής συμφωνίας χρηματοδότησης της οικονομίας και της παρατεταμένης εκκρεμότητας. Η αδυναμία να δημιουργηθεί εσωτερικά μια επαρκώς ευρεία πολιτική συναίνεση με ρητή, ειλικρινή, και συστηματική κατεύθυνση προς την αναπτυξιακή πορεία της χώρας, υπονόμευσε σταδιακά και την αξιοπιστία προς το εξωτερικό, οδηγώντας συνολικά σε ύφεση που έχει υπάρξει πολύ βαθύτερη από την απαραίτητη για τη διόρθωση των αρχικών ανισορροπιών. Αυτό το κόστος, ειδικότερα, των εξελίξεων των τελευταίων μηνών και της ακραίας αβεβαιότητας θα επιβαρύνει την οικονομία και κατά τους επόμενους μήνες.
Υπάρχουν όμως ασφαλώς οι προϋποθέσεις να γυρίσει η οικονομία σε θετικούς ρυθμούς στο δεύτερο μισό του επόμενου έτους και πρέπει να γίνει κάθε προσπάθεια ώστε αυτό να επιτευχθεί το συντομότερο.
Μια όμως ακόμη λάθος ανάγνωση των δεδομένων θα ήταν ότι η μελλοντική θετική πορεία είναι δήθεν διασφαλισμένη ή ανεξάρτητη των τρεχουσών επιμέρους επιλογών. Ισχύει το ακριβώς αντίθετο και οι επόμενοι λίγοι μήνες θα είναι πολύ κρίσιμοι. Με την πρόσφατη συμφωνία δόθηκε ένα τελευταίο περιθώριο προσαρμογής στην ελληνική οικονομία. Ουσιαστικά, υπάρχει χρήσιμος χρόνος μας διετίας, όμως για να έχει προλάβει να εκφραστεί μέσα σε αυτό το διάστημα το θετικό αποτέλεσμα από τις απαραίτητες νέες επενδύσεις, θα πρέπει να έχουν γίνει οι κύριες σταθεροποιητικές κινήσεις ήδη μέσα στις επόμενες εβδομάδες ή έστω πολύ λίγους μήνες. Οι σχετικές προτεραιότητες περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και τον σχετιζόμενο χειρισμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το ασφαλιστικό σύστημα, όπως και την απλούστευση και σταθεροποίηση ενός φιλικού προς τις επενδύσεις και τις επιχειρήσεις φορολογικού και διοικητικού πλαισίου. Όσο μεγαλύτερη θα είναι η συναίνεση γύρω από πολιτικές με σαφές αναπτυξιακό πρόσημο, και η έμπρακτη στήριξή τους στην πορεία, τόσο μεγαλύτερη θα είναι και η σχετική τους αποτελεσματικότητα. Άλλωστε, αν κάτι πρέπει να έχει γίνει σαφές από την εξέλιξη της ελληνικής κρίσης τα τελευταία χρόνια, είναι ότι το βάθος της είναι τέτοιο που για να αναστραφεί δεν αρκούν επιμέρους κινήσεις τακτικής και πολιτικές. Απαιτείται, αντίθετα, μια δυναμική συνεννόησης για την άρση των βασικών στρεβλώσεων που, στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο, υπονομεύουν τις μεσοπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας.
Η αίσθηση ότι μπορούν να ευδοκιμήσουν και να έχουν θετικό οικονομικό και κοινωνικό αντίκτυπο παρελκυστικές πρακτικές, ακόμη και προερχόμενες από τους ίδιους που εφαρμόζουν την κεντρική οικονομική πολιτική, δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Κάθε αμφισημία και καθυστέρηση, είχε ένα πολύ πραγματικό κόστος για το σύνολο της οικονομίας και των νοικοκυριών. Το ίδιο θα ισχύει αν υπάρξει στροφή προς πολιτικές υπερβολικής, ασυνεπούς και ασαφούς φορολόγησης ή άλλες παρόμοιες που θα εξακολουθούν να αποθαρρύνουν τις επενδύσεις και την εργασία, επιδοτώντας επί της ουσίας μη αποτελεσματικές και αδιαφανείς κρατικές δομές. Η αίσθηση του επείγοντος πρέπει να είναι σαφής, καθώς όχι μόνο εξαντλούνται οι αντοχές των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων αλλά δεν υπάρχει και καμία εξασφάλιση ότι το διεθνές οικονομικό περιβάλλον θα είναι μεσοπρόθεσμα θετικό.
Συνολικά, και δεδομένου του πρόσφατου ιστορικού της, η συνεχιζόμενη κρίση της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να ξεπεραστεί με οριακές προσαρμογές και κινήσεις τακτικής. Για να επιτευχθεί η προσέλκυση των απαραίτητων επενδύσεων και u957 να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας υψηλής αξίας, χρειάζονται τομές με το παρελθόν.
Αυτές απαιτούν συναινέσεις αλλά και τόλμη ώστε να μεγιστοποιηθεί το κοινό όφελος. Με άλλα λόγια, απαιτείται μια πορεία πραγματικής σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας, ως προς τα δομικά χαρακτηριστικά της, προς το μέσο όρο των άλλων οικονομιών στην Ευρω-ζώνη. Οι αντικειμενικές δυνατότητες για αυτή την εξέλιξη υπάρχουν, μάλλον για μια τελευταία φορά. Απαιτείται όμως και η σαφής και αποφασιστική έκφραση της υποκειμενικής βούλησης από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.»