
ΙΟΒΕ: Εκ νέου σε σημείο καμπής η οικονομία
Δεν είναι η πρώτη φορά, τα τελευταία χρόνια, που η τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ παρουσιάζεται ενώ καταγράφεται σημαντική καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις που διεξάγει η ελληνική κυβέρνηση με τους εταίρους και πιστωτές και όπου, εάν τελικά δεν υπάρξει συμφωνία, οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές , τονίσθηκε στην σημερινή παρουσίαση κατά την διάρκεια συνέντευξης Τύπου του ΙΟΒΕ για την παρουσίαση της Έκθεσης «Η Ελληνική Οικονομία».
Συνοπτικά τα συμπεράσματα της έκθεσης:
Ξανά σημαντική καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις που διεξάγει η ελληνική κυβέρνηση με εταίρους και πιστωτές
Η επανάληψη τέτοιων εξελίξεων, ο πιθανός εθισμός σε αυτές όσων τις παρακολουθούν δεν μειώνει την αρνητική σημασία τους • Πρώτη φορά βρίσκεται η οικονομία σε τόσο οριακή κατάσταση, με ελέγχους κεφαλαίων, μη ομαλή λειτουργία των τραπεζών επί 9 μήνες • Πλέον ανησυχητικό: το τελευταίο διάστημα οι εξελίξεις στην κρίση της ελληνικής οικονομίας έχουν σε μεγάλο βαθμό αυτονομηθεί από τα λοιπά προβλήματα της ευρωπαϊκής οικονομίας • H Ελλάδα δεν θεωρείται ότι αποτελεί αξιόλογο συστημικό κίνδυνο H απόφαση και η ευθύνη για την κατεύθυνση της χώρας θα πρέπει να αναζητηθεί σχεδόν αποκλειστικά στο εσωτερικό
Μάλλον μικρή ενίσχυση ύφεσης φέτος
Πτώση ΑΕΠ στην περιοχή του 1% • Η εξέλιξη του ΑΕΠ θα εξαρτηθεί αποφασιστικά από τον χρόνο και τα χαρακτηριστικά με τα οποία θα κλείσει η αξιολόγηση • Σε περίπτωση ρήξης ή μη ομαλής εφαρμογής του προγράμματος, οι εξελίξεις θα είναι ιδιαίτερα δραματικές, η σχετική άμεση και μακροπρόθεσμη ζημιά μη αναστρέψιμη Η ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης δεν μπορεί παρά να είναι μόνο η αρχή μιας συνολικής, συστηματικής, συνεπούς και έντονής προσπάθειας για την έξοδο από την κρίση
Έλλειψη σωστού προσανατολισμού στην πολιτική
Η παρατεταμένη ακραία αβεβαιότητα, δυσχεραίνει την εστίαση στα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας (χαμηλή παραγωγικότητα, παραγωγικοί συντελεστές σε εσωστρεφείς δραστηριότητες) • Όσο δεν μεταρρυθμίζεται η οικονομία, τόσο απομακρύνεται την ημερομηνία λήξης της ελληνικής κρίσης • Προς το παρόν, αντί να δρομολογείται η απαραίτητη μετάβαση σε μια νέα ισορροπία του οικονομικού συστήματος, ενισχύεται η αδράνεια • Δεδομένου του μεγέθους της πρόκλησης που η χώρα έχει μπροστά της, θα ανέμενε κανείς ότι θα υπήρχε γνήσια αναζήτηση λύσεων σε χρονίζοντα και πλέον οξυμένα προβλήματα • Ορισμένα εξ’ αυτών: ασφαλιστικό, φορολογία, μη εξυπηρετούμενα ιδιωτικά δάνεια, διαχείριση δημόσιας περιουσίας, δημόσιο χρέος
Προτεραιότητα η ανάκτηση της αξιοπιστίας
Η οικονομική πολιτική δεν μπορεί να αντιμάχεται στην πράξη αλλά και στα επιμέρους, τους σκοπούς που υποτίθεται ότι ονομαστικά υπηρετεί • Το Ευρώ αποτελεί εκ κατασκευής ένα ακριβό νόμισμα, εντός του οποίου οικονομίες χαμηλής παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας συστηματικά θα αντιμετώπιζαν δυσχέρειες. • Επομένως, απαιτείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο να ενδυναμωθούν οι θεσμοί και να προχωρήσει η εμβάθυνση της οικονομικής ένωσης. • Αλλά και οικονομίες σαν την ελληνική πρέπει να προχωρούν σε μεταρρυθμιστικές πολιτικές που ενισχύουν την παραγωγικότητά τους Η ελληνική οικονομία έχει σημαντικότατα μη αξιοποιούμενα πλεονεκτήματα και δυνατότητες που, υπό συνθήκες, μπορούν να οδηγήσουν σε υψηλότερη ανάπτυξη από την Ευρωζώνη
Όπως σημειώνει αναλυτικά η έκθεση:
«Δεν είναι η πρώτη φορά, τα τελευταία χρόνια, που η τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ παρουσιάζεται ενώ καταγράφεται σημαντική καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις που διεξάγει η ελληνική κυβέρνηση με τους εταίρους και πιστωτές και όπου, εάν τελικά δεν υπάρξει συμφωνία, οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές. Η επανάληψη όμως τέτοιων εξελίξεων, και ο πιθανός εθισμός σε αυτές όσων παρακολουθούν τις σχετικές δραματικές εξελίξεις, δεν μειώνει την αρνητική σημασία τους. Επιπλέον, είναι η πρώτη φορά που η οικονομία βρίσκεται σε τόσο οριακή κατάσταση, με ελέγχους κεφαλαίων και μη ομαλή λειτουργία των τραπεζών, ήδη από το προηγούμενο καλοκαίρι. Παράλληλα, και ίσως στοιχείο που αποτελεί τον μεγαλύτερο παράγοντα ανησυχίας, διαπιστώνεται σταδιακά στο τελευταίο διάστημα ότι οι εξελίξεις στην κρίση της ελληνικής οικονομίας έχουν πλέον σε μεγάλο βαθμό αυτονομηθεί από τα λοιπά προβλήματα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ενδεχόμενες περαιτέρω αρνητικές εξελίξεις στη χώρα μας δεν φαίνεται ότι θα συμπαρασύρουν προς την ίδια κατεύθυνση και τους εταίρους στην ευρωζώνη. Ως συνέχεια, σωρευτικά, προηγούμενων οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων, η Ελλάδα δεν θεωρείται ότι αποτελεί αξιόλογο συστημικό κίνδυνο και έτσι η απόφαση και η ευθύνη για την κατεύθυνση της χώρας θα πρέπει να αναζητηθεί σχεδόν αποκλειστικά στο εσωτερικό.
Η οικονομία διέρχεται περίοδο ύφεσης, ήδη από το προηγούμενο έτος, και στο πρώτο μισό του τρέχοντος. Όσο πιο σύντομα και με περισσότερο αξιόπιστο και πλήρη τρόπο ολοκληρωθεί η αξιολόγηση που βρίσκεται σε εξέλιξη, τόσο πιο γρήγορα θα υπάρξουν οι συνθήκες για να επιστρέψει η οικονομία σε ανάπτυξη. Υποθέτοντας ότι δεν θα υπάρξει πλέον άλλη σημαντική καθυστέρηση, ο ρυθμός ανάπτυξης στο δεύτερο μισό του έτους θα είναι θετικός και αναμένεται ότι θα καλύψει σε ένα βαθμό την ύφεση των πρώτων μηνών. Συνολικά, και υπό αυτές τις υποθέσεις, αναμένεται ότι η ύφεση για το τρέχον έτος θα είναι μεγαλύτερη από ότι ήταν στο προηγούμενο, κινούμενη προς την περιοχή του 1%. Όμως η σχετική εξέλιξη θα εξαρτηθεί αποφασιστικά από τον χρόνο και τα χαρακτηριστικά με τα οποία θα κλείσει η αξιολόγηση που είναι ένα αναγκαίο (αν και όχι από μόνο του επαρκές) βήμα για την απαρχή ενός πιθανού κύκλου θετικών εξελίξεων. Τότε, θα υπάρχουν και οι βάσεις για σημαντική ανάπτυξη σε όλη τη διάρκεια του επόμενου έτους. Αντίθετα, σε περίπτωση ρήξης και μη ομαλής εφαρμογής του προγράμματος, οι εξελίξεις θα είναι ιδιαίτερα δραματικές, η σχετική άμεση και μακροπρόθεσμη ζημιά για την ελληνική οικονομία απολύτως μη αναστρέψιμη και άρα μια τέτοια εξέλιξη θα πρέπει να θεωρείται αδιανόητη και να αποκλειστεί.
Βέβαια, σε μια οικονομία που ουσιαστικά αναζητά κατεύθυνση ήδη για επτά χρόνια και όπου η ύφεση σταδιακά αποκτά ορισμένα μόνιμα χαρακτηριστικά, η ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης δεν μπορεί παρά να είναι μόνο η αρχή μιας συνολικής, συστηματικής, συνεπούς και έντονης προσπάθειας για την έξοδο από την κρίση και την είσοδο σε έναν κύκλο ανάπτυξης. Αναφερόμενοι στις μακροοικονομικές προοπτικές, θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τις συνιστώσες του εθνικού προϊόντος. Η κατανάλωση παραμένει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, μεγαλύτερο ασφαλώς, από αυτό που θα σηματοδοτούσε τη στροφή σε ένα νέα αναπτυξιακό πρότυπο. Σε κάθε περίπτωση, και με την οικονομία να μην έχει θετική δυναμική, είναι οι διακυμάνσεις της κατανάλωσης, που βραχυπρόθεσμα και σε μεγάλο βαθμό καθορίζουν τις εξελίξεις στο εθνικό προϊόν. Ήταν, για παράδειγμα, κυρίως η σταθεροποίηση των προσδοκιών των νοικοκυριών αυτή που οδήγησε στην ανάπτυξη της οικονομίας κατά το 2014 και, με παρόμοιο τρόπο, μια μείωση της αβεβαιότητας θα συντείνει αποφασιστικά στην θετική στροφή και τώρα. Μεσοπρόθεσμα βέβαια, δυνατότητα ανάπτυξης μέσω αύξησης της κατανάλωσης δεν υφίσταται – ο κύριος προσδιοριστικός παράγοντας για αυτό θα είναι, φυσικά, οι επενδύσεις. Αυτές δέχονται περαιτέρω πίεση, κινούμενες σε πολύ χαμηλά ποσοστά του εισοδήματος, και μόνο μια θετική εξέλιξη εκεί μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για ενδεχόμενες θετικές αναπτυξιακές εξελίξεις. Η συντομότερη και πληρέστερη ολοκλήρωση της αξιολόγησης, θα συντείνει αποφασιστικά προς αυτή την κατεύθυνση με πολλούς τρόπους. Αμβλύνοντας τη μακροοικονομική αβεβαιότητα, οδηγώντας σε προοπτική αύξησης της ζήτησης και μειώνοντας το κόστος χρηματοδότησης.
Ειδικότερα, αναφορικά με τη χρηματοδότηση, η αξιολόγηση θα επιτρέψει την πληρωμή της επόμενης δόσης του προγράμματος, γεγονός που στη συνέχεια και εκτός των άλλων θα επιτρέψει στον δημόσιο τομέα να αποπληρώσει μέρος των υποχρεώσεων του προς τους προμηθευτές του, θα μειώσει το κόστος για τις τράπεζες, θα διευκολύνει τη σταδιακή προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό για άμεσες και άλλες επενδύσεις, και θα δημιουργήσει σταδιακά τις προϋποθέσεις εξομάλυνσης του συστήματος, με άρση των κεφαλαιακών ελέγχων σε σχετικά συντομότερο μελλοντικό χρόνο. Τέλος, όσον αφορά το εξωτερικό ισοζύγιο, η διόρθωση που έχει παρατηρηθεί δεν θα είναι βιώσιμη παρά μόνο αν υπάρξει αποφασιστική και σταθερή αύξηση των εξαγωγών, τόσο στις υπηρεσίες όσο και κυρίως στα αγαθά. Αλλιώς, η συμπίεση των εισαγωγών θα αντιστραφεί με τα πρώτα σημάδια ανάπτυξης, και θα αποτελέσει μια αρνητική ροπή στο σύνολο του εισοδήματος.
Με την επιμήκυνση, πάντως, της περιόδου ακραίας αβεβαιότητας και όσο δεν δρομολογείται η επιστροφή σε μια ομαλή οικονομική εξέλιξη, δυσχεραίνεται και η δυνατότητα εστίασης στα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, που ήδη υπήρχαν πριν την κρίση, οδήγησαν σε αυτή, και χωρίς την αντιμετώπισή τους δεν υπάρχει η δυνατότητα διατηρήσιμης, και με υψηλούς ρυθμούς, ανάπτυξης στο επόμενο διάστημα. Η αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας και η αποφασιστική μετατόπιση παραγωγικών συντελεστών προς εξωστρεφείς δραστηριότητες και όχι η προσφυγή σε εργασία και επιχειρηματικότητα που θα στηρίζεται παρασιτικά στο δημόσιο, είναι το κλειδί για τον ορισμό της οικονομίας σε νέες βάσεις. Μια τέτοια μετεξέλιξη της οικονομίας δεν γίνεται βέβαια χωρίς κόστος και δυσκολίες. Ακριβώς για αυτό θα έπρεπε να είναι το κύριο, αν όχι και το αποκλειστικό, μέλημα όλων όσων ασχολούνται με την οικονομική πολιτική στη χώρα. Όμως, αντί να υπάρχει συνολική και συστηματική προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση, η οικονομική πολιτική συχνά φαίνεται να αναλώνεται σε μάχες οπισθοφυλακής και να ασχολείται με τη διαχείριση της τρέχουσας ζήτησης, και ειδικότερα της κατανάλωσης. Αυτή η επιλογή, μπορεί να μην βαθαίνει την ύφεση προσωρινά, και να έχει εφήμερα πολιτικά οφέλη για τους εκάστοτε υπεύθυνους για την εφαρμοζόμενη πολιτική, όμως απομακρύνει τη χώρα από μια εφικτή θετική πορεία.
Η παρανόηση ότι η οικονομία μπορεί, δήθεν, να αναπτυχθεί όσο δεν μεταρρυθμίζεται και όσο προφυλάσσει τα εισοδήματα των ομάδων που τα απέκτησαν στο παρελθόν, και ενίοτε πετυχαίνουν να τα διατηρήσουν ακόμη και σήμερα, μέσω πολιτικής πίεσης και όχι λόγω της πραγματικής συνεισφοράς τους στην οικονομία, απομακρύνει την ημερομηνία λήξης της ελληνικής κρίσης. Έτσι, αντί να δρομολογείται, με όλες τις σχετικές δράσεις, η απαραίτητη μετάβαση σε μια νέα ισορροπία του οικονομικού συστήματος, ενισχύεται η αδράνεια. Δεδομένου του μεγέθους της πρόκλησης που η χώρα έχει μπροστά της, θα ανέμενε κανείς ότι θα υπήρχε γνήσια αναζήτηση λύσεων. Πώς θα κινητοποιηθεί η δημιουργία νέων και η ενδυνάμωση υπαρχουσών ανταγωνιστικών διεθνώς επιχειρήσεων; Πώς θα υποστηριχθεί η καινοτομία και η συμμετοχή σε διεθνή εξαγωγικά δίκτυα υψηλής αξίας; Πώς θα αναπτυχθεί και θα αξιοποιηθεί το ανθρώπινο κεφάλαιο; Πώς θα γίνει περισσότερο ευχερής η μεταφορά πόρων, κεφαλαίου και εργασίας, από μια δραστηριότητα σε μια πιο παραγωγική; Πώς θα προστατεύονται ουσιαστικά οι πλέον αδύναμοι στην οικονομία; Αντί, όμως, να δρομολογούνται λύσεις προς αυτές και άλλες σχετικές κατευθύνσεις, δημιουργείται συχνά η εντύπωση πως σε ορισμένες περιπτώσεις δεν ακολουθείται καν η βασική οικονομική λογική – ειδικότερα, πρέπει να είναι σαφές ότι η έξοδος από την κρίση δεν μπορεί να διέρχεται από την υπερβολική φορολόγηση των παραγωγικών συντελεστών στην οικονομία, αλλά αντίθετα από τη δημιουργία πλαισίου για την επιβράβευσή τους. Η προσφυγή στον δημόσιο τομέα, και η επέκταση της σχετικής δραστηριότητας, μπορεί ίσως να σταθεροποιεί το σύστημα μεσοπρόθεσμα αλλά αντιστρατεύεται τις πραγματικές προοπτικές ανάπτυξης.
Οι παραπάνω αρχές μπορούν να εξειδικευτούν και σε ορισμένα από τα επιμέρους τρέχοντα. Στο ασφαλιστικό και δεδομένης της σημασίας της σχετικής δαπάνης στο σύνολο του εισοδήματος, η λύση δεν μπορεί να μετατίθεται στο μέλλον, ούτε να επιβαρύνει υπέρμετρα τις επόμενες γενεές και τους σημερινούς φορολογούμενους. Οι σημερινές (κατά το δυνατό) και ασφαλώς οι μελλοντικές συντάξεις πρέπει να έχουν στενή αναλογικότητα (πέρα από ένα κοινό ελάχιστο επίπεδο) με το σύνολο των εισφορών κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου. Στη φορολογία, πρέπει να υποστηριχθεί η παραγωγή και η δημιουργία εισοδήματος. Μπορεί να υπάρξει σημαντικός εξορθολογισμός και αύξηση της αποδοτικότητας αν στη φορολογία εισοδήματος δεν υπάρχει υπέρμετρη αύξηση των συντελεστών με το εισόδημα, σε συνδυασμό με αφορολόγητα όρια που θα συνδέονται με ηλεκτρονικές πληρωμές, ώστε να διευθυνθεί η φορολογική βάση. Επίσης, ευεργετική θα ήταν η δέσμευση για μη αύξηση των επιβαρύνσεων σε φυσικά και νομικά πρόσωπα για ένα μελλοντικό διάστημα, και οι όποιες προσαρμογές ενδέχεται να χρειαστούν να γίνονται στην πλευρά των δημόσιων δαπανών. Στα μη εξυπηρετούμενα ιδιωτικά δάνεια, η απελευθέρωση πόρων για νέες επενδύσεις είναι η κύρια και επείγουσα προτεραιότητα. Η δημιουργία του ταμείου για τη δημόσια περιουσία έχει καθυστερήσει υπερβολικά. Η δυνατότητα σημαντικής ανάπτυξης της αξίας των περιουσιακών στοιχείων σε εύλογο βάθος χρόνου το καθιστούν και το κατάλληλο όχημα για την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων μεσοπρόθεσμα. Όσον αφορά στο δημόσιο χρέος, η χώρα δικαιούται και οφείλει να διεκδικήσει από τους εταίρους και πιστωτές ρύθμιση ώστε, πιθανότατα με προσαρμογή των επιτοκίων, το κόστος εξυπηρέτησης να μην επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά πέρα από ένα ελάχιστο συμφωνηθέν για το ορατό μέλλον.
Τα παραπάνω μπορούν και πρέπει να εξειδικευθούν περαιτέρω στο πλαίσιο ενός μεσοπρόθεσμου αναπτυξιακού σχεδίου και προτύπου, το οποίο μάλιστα, σύμφωνα με τη συμφωνία του Ιουλίου θα έπρεπε να είχε οριστικοποιηθεί ήδη (εντός του Μαρτίου).
Είναι αλήθεια ότι από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής περιφέρειας που βρέθηκαν σε ανάγκη προγράμματος προσαρμογής κατά την πρόσφατη και τρέχουσα κρίση, η Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει τον πλέον ανηφορικό και περίπλοκο δρόμο. Εν μέρει, αυτό ήταν λόγω του υψηλού συσσωρευμένου χρέους, στοιχείο που ενέτεινε την αβεβαιότητα και καθυστέρηση της εύρεσης λύσης. Κυρίως όμως λόγω των δομικών στρεβλώσεων. Η εισροή κεφαλαίων που ενισχύθηκε με την είσοδο στην ευρωζώνη από την αρχή της δεκαετίας του 2000, δεν μεταφράστηκε σε αύξηση της ανταγωνιστικότητας, αλλά σε μεγάλο βαθμό χρησιμοποιήθηκε ώστε να ενδυναμώσει ήδη στρεβλές και εσωστρεφείς δομές. Ως αποτέλεσμα, οι απαραίτητες προσαρμογές για την ελληνική οικονομία ήταν και παραμένουν σημαντικές. Ενώ, λοιπόν, έχει γίνει αξιοσημείωτη πρόοδος σε μια σειρά από τομείς, η συνολική έλλειψη συναίνεσης και μη ορατότητα ενός αξιόπιστου στόχου, αύξησε το βαθμό δυσκολίας, βαθαίνοντας και επιμηκύνοντας την κρίση υπέρμετρα. Η πορεία αντιστροφής θα αρχίσει, και συνακόλουθα η αβεβαιότητα θα αρχίσει να μειώνεται δραστικά, μόνο όταν αποκτήσει χαρακτηριστικά αξιοπιστίας η εφαρμοζόμενη πολιτική, χαρακτηριστικό στο οποία υπήρξε διαχρονικά έλλειμμα.
Ως προς την αξιοπιστία, ας τονιστεί ότι ένα κεντρικό στοιχείο της είναι ότι η οικονομική πολιτική δεν μπορεί να αντιμάχεται στην πράξη αλλά και στα επιμέρους, τους σκοπούς που υποτίθεται ότι ονομαστικά υπηρετεί. Από την κατασκευή του το Ευρώ αποτελεί ένα ακριβό νόμισμα, εντός του οποίου οικονομίες χαμηλής παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας δεν θα επωφελούνται από την αξία του, αλλά συστηματικά θα αντιμετωπίζουν δυσχέρειες. Άρα, όσο είναι αληθές ότι απαιτείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο να ενδυναμωθούν οι θεσμοί και να προχωρήσει η εμβάθυνση της οικονομικής ένωσης, άλλο τόσο είναι αυτονόητο ότι οικονομίες σαν την ελληνική δεν έχουν την πολυτέλεια να μην προχωρούν σε μεταρρυθμιστικές πολιτικές που ενισχύουν την παραγωγικότητά τους και διευκολύνουν την πραγματική σύγκλιση με το κέντρο της ένωσης. Σχετικά, η ελληνική οικονομία έχει σημαντικότατα μη αξιοποιούμενα πλεονεκτήματα και δυνατότητες που, υπό συνθήκες, μπορούν πράγματι να οδηγήσουν σε πολύ υψηλότερη ανάπτυξη από ότι σε άλλες οικονομίες της ευρωζώνης.
Καταληκτικά οφείλουμε να αναφερθούμε στο θεσμικό πλαίσιο και στο εξωτερικό περιβάλλον. Η λειτουργία της οικονομίας συναρτάται στενά με τον τρόπο λειτουργίας του κράτους και των λοιπών θεσμών. Η ενδυνάμωση θεσμών που λειτουργούν αποτελεσματικά και ανεξάρτητα από την κυβέρνηση αποτελεί βασικό για τη λειτουργία της οικονομίας και ευρύτερα της κοινωνίας. Αυτό περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, τα πανεπιστήμια, τις Ανεξάρτητες Αρχές και τα μέσα ενημέρωσης. Ειδικότερα, σε μια χώρα όπου διαχρονικά συχνά το κράτος συγχέεται με τις εκάστοτε κυβερνητικές προτεραιότητες, είναι βαρύ λάθος η ενδεχόμενη μη τήρηση των σχετικών ορίων. Τέλος πρέπει να υπάρχει μια μεγαλύτερη αίσθηση του επείγοντος. Το να εξέλθει η χώρα από την οικονομική κρίση το συντομότερο δυνατό και χωρίς χρονοτριβή, δεν είναι μόνο απόλυτα κρίσιμο για τους τους πολίτες και ειδικότερα τους άνεργους και τους νέους. Είναι επίσης απαραίτητο ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει η οικονομία εξωτερικές διαταραχές. Η προσφυγική κρίση και το ενδεχόμενο περιπλοκών στη σχέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το Ηνωμένο Βασίλειο είναι μόνο δύο από τις υπαρκτές προκλήσεις, και φυσικά δεν μπορούν να υπάρχουν διασφαλίσεις ότι άλλες παρόμοιες δεν θα εμφανιστούν στο μέλλον. Περιθώρια χρονοτριβής, συνεπώς δεν υπάρχουν.»