
ΙΟΒΕ: Οι καθυστερήσεις και η ατολμία είχαν πολύ υψηλό κόστος
• «Η εκκρεμότητα ως προς την έκβαση των διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές-εταίρους επιβαρύνει τα οικονομικά δεδομένα»
• «Θα αποτελέσει βαριά αποτυχία για όλες τις πλευρές να εκτροχιαστεί το πρόγραμμα με το μεγαλύτερο τμήμα της προσαρμογής ολοκληρωμένο»
• «H Ελληνική οικονομία βρίσκεται στον πιο κρίσιμο κρίκο μιας αλυσίδας που κατά τα τελευταία έτη απέτρεψε την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία»
• «Όσοι εκπροσωπούν τους εμπλεκόμενους θεσμούς θα πρέπει να αναλάβουν αποφασιστικά και από κοινού τη σχετική ευθύνη, που είναι βαριά και πιθανότατα ιστορική»
Παρουσιάσθηκε σήμερα σε συνέντευξη τύπου η τριμηνιαία έκθεση για την Ελληνική Οικονομία του ΙΟΒΕ, η οποία συνοπτικά αναφέρει:
Στην προηγούμενη τριμηνιαία έκθεση, περιγράφονταν οι υπό όρους θετικές προοπτικές της οικονομίας μαζί με την υψηλή αβεβαιότητα για τις επιλογές της οικονομικής πολιτικής. Έκτοτε, η εκκρεμότητα αναφορικά με την έκβαση των διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές και εταίρους επιβαρύνει τη συνολική εικόνα των οικονομικών δεδομένων. Η σημερινή έκθεση δημοσιεύεται, ενώ στην οικονομική και πολιτική ζωή κυριαρχεί πλέον η σκιά από αυτές τις διαπραγματεύσεις. Κάθε άλλη δραστηριότητα και απόφαση συναρτάται από το πότε και πώς θα εξειδικευτούν οι όροι της συμφωνίας του Φεβρουαρίου και επίσης πώς θα δρομολογηθεί η επόμενη περίοδος συνεννόησης με τους Ευρωπαίους εταίρους και τους λοιπούς εμπλεκόμενους θεσμούς. Κάθε είδους αρνητική εξέλιξη περιγράφεται πλέον καθημερινά από όσους συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις ως πιθανή εξέλιξη ή έστω απειλή. Οι πολίτες και οι επιχειρήσεις κινούνται σε ένα περιβάλλον όπου τα πλέον καταστροφικά σενάρια δεν αντιμετωπίζονται από όλους με την βαρύτητα που απαιτείται.
Εκτός από επικίνδυνο, καθώς οξύνει την αβεβαιότητα και αποθαρρύνει θετικές οικονομικές επιλογές, το πλαίσιο που διαμορφώνεται είναι και σε μεγάλο βαθμό παράδοξο.
Θα αποτελέσει πραγματική ειρωνεία, όσο και βαριά αποτυχία για όλες τις πλευρές, να υπάρξει εκτροχιασμός του οικονομικού προγράμματος όταν το σημαντικότερο τμήμα της προσαρμογής έχει ήδη γίνει και απομένει το σχετικά μικρότερο και μάλιστα αυτό που μπορεί να εκφραστεί με σημαντικό αναπτυξιακό χαρακτήρα. Ίσως θα ήταν λοιπόν χρήσιμο να αποστασιοποιηθεί κανείς κατά το δυνατό από τις υπό εξέλιξη διαπραγματεύσεις, και τις τακτικές κινήσεις που αναπόφευκτα εμπεριέχουν. Θα ήταν σκόπιμο να τοποθετηθούμε νοερά σε ένα μελλοντικό στάδιο, όπου η χώρα θα έχει ανακτήσει επιτέλους την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και θα κινείται, ως μια κανονική οικονομία. Ποιες θα πρέπει να είναι τότε οι προτεραιότητες της πολιτικής ώστε να βρίσκεται η οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης; Δεν θα υπάρχει χρηματοδότηση από τους εταίρους, με όρους που αποτελούν αναγκαστικά προϊόν διαπραγμάτευσης με αυτούς. H xώρα θα χρειάζεται να δημιουργεί τις συνθήκες για συστηματική αύξηση των εισοδημάτων και μείωση της ανεργίας.
Με δεδομένη τη χαμηλή εγχώρια αποταμίευση, θα απαιτείται χρηματοδότηση από το εξωτερικό και ένα υψηλό και σταθερό κύμα επενδύσεων. Η ελληνική οικονομία θα βρίσκεται λοιπόν, φυσιολογικά και όπως κάθε άλλη σύγχρονη ανεξάρτητη οικονομία, υπό τη συνεχή αξιολόγηση των ληπτών οικονομικών αποφάσεων, εγχώριων και στο εξωτερικό, ιδίως επενδυτών κάθε είδους. Η ουσιαστική άρση εμποδίων στις αγορές, η δραστική απλούστευση των διαδικασιών στη δημόσια διοίκηση, όπως και η σημαντική ποιοτική αναβάθμιση των συστημάτων εκπαίδευσης και δικαιοσύνης θα είναι απαραίτητοι προϋποθέσεις για να υπάρχει αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων. Υπό τέτοιες συνθήκες και χωρίς να υπάρχει κίνδυνος δημοσιονομικής ανισορροπίας, θα είναι πράγματι δυνατό να βρεθεί η χώρα σε μια δεκαετία υψηλών ρυθμών ανάπτυξης που θα επαναφέρει και την ανεργία προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η κατανόηση του πλαισίου της οικονομικής πολιτικής που θα πρέπει να ακολουθηθεί ακόμη και μετά το πέρας της τρέχουσας κατάστασης θα πρέπει να αποτελεί και τον κύριο οδηγό για τις διαπραγματεύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη. Το κύριο ζητούμενο από όλες τις πλευρές θα πρέπει να είναι η δημιουργία των όρων για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, με τις απαραίτητες βαθιές δομικές αλλαγές και όχι με περαιτέρω συνολική δημοσιονομική προσαρμογή. Βρισκόμαστε άλλωστε στα τελευταία στάδια μιας μακράς και επίπονης διαδικασίας που πρέπει να ολοκληρωθεί το συντομότερο ώστε να υπάρξει άρση της επί έτη αβεβαιότητας και να ανακτηθούν οι απαραίτητοι βαθμοί ελευθερίας της οικονομικής πολιτικής.
Όπως περιγράφεται αναλυτικά και στην έκθεση, οι προοπτικές για το επόμενο διάστημα είναι μεικτές. Οι εξελίξεις δεν επιτρέπουν αισιοδοξία για υψηλούς ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης σαν αυτούς που προβλέπονταν πριν από ένα έτος, όμως υπό συγκεκριμένους όρους η ανάπτυξη μπορεί να είναι σημαντική και άνω του 1%. Η συνεισφορά από το εξωτερικό ισοζύγιο αναμένεται συνολικά θετική, ως αντανάκλαση της εξασθένισης της συναλλαγματικής ισοτιμίας, γενικότερα της αύξησης της ζήτησης από το εξωτερικό και της μείωσης στο κόστος ενέργειας. Με την ιδιωτική κατανάλωση να είναι όμως αναγκαστικά περιορισμένη, οι ρυθμοί ανάπτυξης για το τρέχον έτος και τα αμέσως ακόλουθα θα εξαρτηθούν αποφασιστικά από την πορεία των επενδύσεων. Αυτό θα πρέπει να είναι και το κύριο σημείο κάθε επιμέρους μέτρου οικονομικής πολιτικής.
Όσα περιγράφονται αναλυτικά στην έκθεση, συμπληρώνουν τη μεικτή εικόνα που προκύπτει και από άλλες εργασίες του ΙΟΒΕ. Πρώτον, η μέτρηση των επιχειρηματικών προσδοκιών δείχνει ότι το σχετικό οικονομικό κλίμα επιδεινώνεται σταδιακά τους τελευταίους μήνες: αυτός είναι ένας παράγοντας ανησυχίας καθώς μάλιστα τείνει να συνοδευτεί και από την επιδείνωση του καταναλωτικού κλίματος που είχε προηγουμένως τεθεί σε τροχιά βελτίωσης.
Δεύτερον, πρόσφατη έκθεση του ΙΟΒΕ για την επιχειρηματικότητα έδειξε ότι υπήρχαν κατά το 2014 σημαντικές ενδείξεις ανάκαμψης, ιδίως της επιχειρηματικότητας των νέων, μια τάση που καλό θα ήταν να μην αντιστραφεί.
Τρίτον, σε πρόσφατο αυτοτελές σημείωμα του ΙΟΒΕ επισημαίνονται οι κύριες πηγές που οδήγησαν σε θετικό πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης (0.8%) κατά το προηγούμενο έτος: η σχετική βελτίωση των προσδοκιών έπαιξε σημαντικό θετικό ρόλο για την επιστροφή της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς, όπως και η αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών – συνολικά όμως η μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο που θα βασίζεται σε επενδύσεις και εξωστρέφεια γίνεται με πολύ αργούς ρυθμούς.
Σε ξεχωριστό σημείωμα, αναλύεται η πορεία των δημοσιονομικών στοιχείων – κατά τα έτη 2010-2013 συντελέστηκε πολύ σημαντική προσαρμογή, η οποία συνεχίστηκε έως το τρίτο τρίμηνο του 2014, αλλά έκτοτε έχει σταματήσει.
Συνολικά, η οικονομία βρίσκεται στον πιο κρίσιμο κρίκο μιας αλυσίδας που κατά τα τελευταία έτη απέτρεψε την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, με πολύ μεγάλο φυσικά κόστος για τους Έλληνες που το δέχτηκαν κατανοώντας το σχετικά πολύ υψηλότερο κόστος που θα είχαν μεσοπρόθεσμα οι εναλλακτικές επιλογές. Σε αυτή την πορεία, υπήρχαν σημαντικές επιτυχίες που δεν πρέπει να υποτιμούνται από καμία πλευρά, ούτε βέβαια να τίθεται σε κίνδυνο: ιδιαίτερα, η μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή μεγέθους και αντίστοιχα η δραστική βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου και η ανάκτηση ανταγωνιστικότητας.
Υπήρξαν όμως και σημαντικές αποτυχίες που σωρευτικά ενέτειναν την ύφεση πολύ περισσότερο από όσο θα ήταν απαραίτητο, τόσο με αστοχίες στο σχεδιασμό και εκτέλεση επιμέρους πολιτικών αλλά κυρίως με την διατήρηση ενός κλίματος έντονης αβεβαιότητας και συνεχούς αμφιθυμίας. Η ευθύνη για αυτή την αποτυχία βαραίνει περισσότερους από έναν παράγοντες και στην ελληνική πλευρά και σε αυτή την εταίρων και δανειστών. Από τη συνολική μελέτη της ελληνικής κρίσης προκύπτει σαφώς ότι οι καθυστερήσεις και η ατολμία είχαν πολύ υψηλό κόστος. Αν πραγματικά αναγνωρίζεται λοιπόν η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, με όρους επείγοντος, ως ο κοινός, και αδιαπραγμάτευτος στόχος, όσοι εκπροσωπούν όλους τους εμπλεκόμενους θεσμούς θα πρέπει να αναλάβουν αποφασιστικά και από κοινού τη σχετική ευθύνη που είναι επίσης βαριά, πιθανότατα και ιστορική. Μια θετική εξέλιξη θα είναι απολύτως συνεπής με τη γενικότερη δυναμική στην ευρωπαϊκή οικονομία, όπου γίνεται πλέον σαφές ότι θα πρέπει να συνδυάζεται η αξιοπιστία των πολιτικών με την αναπτυξιακή τους διάσταση.