
ΙΟΒΕ: «Οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία μπορεί να είναι πολύ θετικές»
• Απαραίτητη προϋπόθεση για μια τέτοια εξέλιξη είναι μια συμφωνία με τους ευρωπαίους εταίρους που θα διασφαλίζει τις συνθήκες για συστηματική άνοδο των επενδύσεων και της ανάπτυξης, στο πλαίσιο των κανόνων της ευρωζώνης
• Αυτή η συμφωνία μπορεί και πρέπει και να επιτευχθεί το συντομότερο δυνατό
Κατά τη σημερινή δημοσίευση της έκθεσης του ΙΟΒΕ τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας περιλαμβάνουν συγκεκριμένα και απτά στοιχεία ανάπτυξης, μαζί όμως με πολύ σημαντικούς όρους αβεβαιότητας, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
Υπάρχουν ασφαλώς οι συνθήκες ώστε το επόμενο διάστημα να συνεχιστεί η ανάκαμψη της οικονομίας και μάλιστα με αυξανόμενο ρυθμό, οι συνθήκες όμως αυτές εξαρτώνται αποφασιστικά από τις επιλογές της οικονομικής πολιτικής.
Όπως έχει καταγραφεί και σε προηγούμενες εκθέσεις, η οικονομία έχει εισέλθει σε στάδιο σταθεροποίησης. Η εξισορρόπηση στα δημόσια οικονομικά, με την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, η εξισορρόπηση στον εξωτερικό τομέα και η σταθεροποίηση στο τραπεζικό σύστημα, αποτέλεσαν τη βάση ώστε η σταδιακή ανάκαμψη της εσωτερικής καταναλωτικής εμπιστοσύνης και η αύξηση της ζήτησης για υπηρεσίες από το εξωτερικό να οδηγήσουν σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Παρά το γεγονός ότι οι επενδύσεις και οι εξαγωγές αγαθών ήταν σε χαμηλότερο του επιθυμητού επίπεδο, η συνολική δυναμική που αναπτύχθηκε μπορεί να οδηγήσει σε ρυθμούς ανάπτυξης για το 2015 που θα είναι άνω του 2%, συνοδευόμενη από μείωση της ανεργίας κατά περίπου δύο ποσοστιαίες μονάδες και τάση αναστροφής του αποπληθωρισμού. Σε αυτά τα δεδομένα, όμως πρέπει να προστεθούν και τα παρακάτω εξίσου σημαντικά στοιχεία εκλογές, πριν από λίγες μόνο ημέρες. Όμως η ισορροπία που έχει επιτευχθεί στην ελληνική οικονομία είναι ιδιαίτερα εύθραυστη και εύκολα ανατρέψιμη. Έτσι, παρά το πολύ σημαντικό γεγονός ότι η κυβέρνηση διαβεβαιώνει ρητά ότι η οικονομική πολιτική της θα κινηθεί τόσο εντός του πλαισίου της ευρωζώνης όσο και αυτού της δημοσιονομικής σταθερότητας, δημιουργούνται παράγοντες σημαντικής αβεβαιότητας που θα διατηρηθούν και πιθανώς θα ενταθούν μέχρι να επιτευχθεί μια νέα συμφωνία με την ΕΕ που θα διαδεχθεί την τρέχουσα.
Στο παραπάνω πλαίσιο, θα ήταν χρήσιμο να επιχειρηθεί μια καταγραφή ορισμένων προοπτικών και των σχετικών περιορισμών. Η πορεία της ελληνικής οικονομίας βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, δεν προβλέπεται να είναι ευθύγραμμη, όμως μπορεί να είναι σαφώς θετική, υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις.
Η πρώτη συνθήκη είναι να μην διακινδυνεύεται η παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη. Το κόστος εξόδου θα ήταν ανυπολόγιστα υψηλό για την Ελλάδα και η επαναφορά του ενδεχομένου αυτού έστω ως απειλή και από οποιαδήποτε πλευρά επιβαρύνει σημαντικά το πρόβλημα και περιπλέκει τη λύση.
Το δεύτερο σημείο που πρέπει να τονισθεί είναι ότι η ανάπτυξη ποτέ δεν έρχεται χωρίς επενδύσεις. Ειδικότερα έχει αναλυθεί σε αρκετές περιπτώσεις από το ΙΟΒΕ και άλλους ότι το κύριο πρόβλημα της έως τώρα προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας ήταν ότι η δυναμική στις επενδύσεις, και επίσης στις εξαγωγές αγαθών, ήταν πολύ ασθενής. Οι επενδύσεις αποτελούν ένα πολύ χαμηλό ποσοστό του ΑΕΠ που θα πρέπει σχεδόν να διπλασιαστεί στα επόμενα έτη, ώστε να επιτευχθούν οι επιθυμητοί και απαραίτητοι ρυθμοί ανάπτυξης.
Το κλειδί στην οικονομική πολιτική πλέον είναι η προσέλκυση επενδύσεων κάθε είδους και από κάθε πηγή. Αλλιώς δεν θα είναι εφικτή και η απαραίτητη «Ως ένα επόμενο βήμα, μπορεί να προωθηθεί το συντομότερο μια νέα, αμοιβαία επωφελής, συνεννόηση ανάμεσα στην ελληνική οικονομία και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή θα πρέπει να έχει ως στόχο τη διόρθωση των αστοχιών που έχουν πλέον παρατηρηθεί και κυρίως την ομαλή σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με το κέντρο της ευρωζώνης. […] Ρητή βάση […] πρέπει να αποτελεί το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας, με έμφαση στην εξωστρέφεια, την καινοτομία και τις επενδύσεις που θα τις στηρίζουν. Από την ελληνική πλευρά, πρέπει να υπάρξει δέσμευση για τις απαραίτητες δομικές μεταρρυθμίσεις, με προτεραιότητα σε όσες βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα. […] Θα πρέπει, δηλαδή, να αποτελέσει αντικείμενο και ευθύνη της ελληνικής πλευράς το πώς ακριβώς θα επιδιώξει την επίτευξη του κάθε στόχου, άλλωστε, η έως τώρα λεπτομερής εποπτεία, συχνά σε επίπεδο περιπτωσιολογίας, αποδείχθηκε μάλλον αναποτελεσματική. Απαιτείται διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας που έχει συμφωνηθεί, χωρίς όμως περαιτέρω προσαρμογή, καθώς μια τέτοια θα λειτουργούσε μάλλον αρνητικά για τις επενδύσεις, τις μεταρρυθμίσεις και τελικά για την ανάπτυξη. Από την πλευρά των πιστωτών και εταίρων, θα πρέπει να διασφαλισθεί ότι το βάρος εξυπηρέτησης του χρέους θα παραμένει επαρκώς χαμηλό για το ορατό μέλλον. Επίσης, θα πρέπει να υπάρχει ποικιλοτρόπως υποβοήθηση κατάλληλων επενδύσεων τόσο για τις απαραίτητες υποδομές όσο και για μακροχρόνιες ιδιωτικές παραγωγικές επενδύσεις. […].»
Συνεπώς, οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία μπορεί να είναι πολύ θετικές.
Απαραίτητη προϋπόθεση για μια τέτοια εξέλιξη είναι μια συμφωνία με τους ευρωπαίους εταίρους που θα διασφαλίζει τις συνθήκες για συστηματική άνοδο των επενδύσεων και της ανάπτυξης, στο πλαίσιο των κανόνων της ευρωζώνης. Αυτή η συμφωνία μπορεί και πρέπει και να επιτευχθεί το συντομότερο δυνατό.
Προοπτικές συνέχισης και ενίσχυσης της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας το 2015
Η σαφής ανάκαμψη που εμφάνισε η ελληνική οικονομία από το δεύτερο εξάμηνο του 2014, παρουσιάζει προοπτικές ενίσχυσης κατά το τρέχον έτος. Ορισμένες βασικές παράμετροι του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, είτε συνέχισαν να βελτιώνονται πέρυσι, είτε άρχισαν να αποκαθίστανται μετά από σειρά ετών, με το θετικό αντίκτυπο αυτών των εξελίξεων να μπορεί να γίνει αισθητός από φέτος, υπό προϋποθέσεις.
Αναλυτικά, στο δημοσιονομικό πεδίο, η προσαρμογή συνεχίστηκε. Το τελικό αποτέλεσμα αναμένεται μεν να παρουσιάσει υστέρηση από το στόχο που είχε τεθεί, δε μικρής έκτασης, συνυπολογίζοντας, πρώτον, τα μη πραγματοποιημένα έως τώρα έσοδα από SMPs, τα οποία είναι ανεξάρτητα της απόδοσης της φορολογικής διοίκησης, δεύτερον, τη χρονική μετάθεση προς τα πίσω καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών, λόγω της ένταξής τους στη ρύθμιση για την αποπληρωμή τους, μειώνοντας τις εισπράξεις βραχυπρόθεσμα, όμως με ταυτόχρονη διεύρυνση των δυνητικών εσόδων μακροπρόθεσμα.
Η νέα βελτίωση των δημοσιονομικών επιδόσεων πέρυσι, ενίσχυσε περαιτέρω τη διεθνή εμπιστοσύνη στην εγχώρια πολυετή προσπάθεια να καταστούν βιώσιμα τα δημόσια οικονομικά. Παράλληλα, ισχυροποίησε τη διαπραγματευτική θέση της όποιας ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στους πιστωτές της, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας για τη διευθέτηση του δημόσιου χρέους.
Το προηγούμενο έτος επιτεύχθηκαν προϋποθέσεις για την ουσιαστική βελτίωση της ρευστότητας στην ελληνική οικονομία. Τελευταία σε αυτές προστέθηκε η ανακοίνωση στα τέλη του Οκτωβρίου των αποτελεσμάτων των stress tests που διενέργησε η
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις 130 μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρωζώνης, μεταξύ των οποίων για τις τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες στην Ελλάδα. Τα αποτελέσματά τους ανέδειξαν την κεφαλαιακή επάρκειά τους, όπως είχε προβλεφθεί σε προηγούμενες εκθέσεις του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία.
Αυτή είχε εκτιμηθεί ότι θα αποτελέσει το έναυσμα σταδιακής, ήπιας χαλάρωσης της πιστοδοτικής πολιτικής τους, για πρώτη φορά από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την ανταλλαγή ελληνικών κρατικών ομολόγων που έλαβε χώρα τον Απρίλιο του 2012. Ήδη το δίμηνο Οκτωβρίου ο ρυθμός πιστωτικής συρρίκνωσης προς τις επιχειρήσεις επιβραδύνθηκε κατά μια ποσοστιαία μονάδα, στην περιοχή του 3,6%-3,8%.
Στους επόμενους μήνες, υπό την προϋπόθεση ότι στους στόχους του νέου κυβερνητικού ανασχηματισμού θα παραμείνουν η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και η πραγματοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, που διασφαλίζουν τη διεθνή αποδοχή της ελληνικής οικονομίας, αναμένεται μεταστροφή της τάσης στις πιστώσεις σε αυξητική, με πιο ευνοϊκούς όρους για τους δανειζόμενους σε σχέση με αυτούς της περιόδου 2009- 2014. Ακολούθως, οι δυνατότητες ανάληψης επενδυτικών εγχειρημάτων θα διευρυνθούν αισθητά. Αυτά ενθαρρύνονται και από την εκτεταμένη υποχώρηση του ενεργειακού κόστους των επιχειρήσεων, λόγω της κατακόρυφης μείωσης της τιμής του πετρελαίου.
Ισχυρή πιθανότητα ενίσχυσης των επενδύσεων ειδικά σε κατοικίες κατά το τρέχον έτος, μετά από επτά χρόνια συνεχούς, έντονης πτώσης η οποία οδήγησε σε πρωτοφανή συρρίκνωση του κλάδου οικοδομικών έργων, προκύπτει από τη σταθερή, έντονη αποκλιμάκωση της μείωσής τους στα τέλη του 2014.
Η προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής των τελευταίων ετών, ιδιαίτερα η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος την τελευταία διετία, με παράλληλη προώθηση μεταρρυθμίσεων, έχουν αναθερμάνει το διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον. Πλέον, μια κυβερνητική στρατηγική διασφάλισης της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και πραγματοποίησης διαρθρωτικών αλλαγών σε κλάδους και δραστηριότητες, θα συμβάλλει σε σημαντική διεύρυνση της ροής ξένων άμεσων επενδύσεων.
Η ώθηση στην ελληνική οικονομία κατά την τελευταία διετία από τον τομέα του Τουρισμού δεν εμφανίζει προς το παρόν σημάδια υπαναχώρησης το τρέχον έτος.
Από την άλλη πλευρά, τα περιθώρια διεύρυνσης της δραστηριότητάς του είναι σαφώς περιορισμένα σε σύγκριση με πριν δύο χρόνια, καθώς πολλές από τις επιχειρήσεις του τομέα έχουν πλησιάσει τα όρια της λειτουργικής τους δυναμικότητας. Σε κάθε περίπτωση, θα δημιουργηθούν φέτος στον Τουρισμό, όπως και πέρυσι, πολλές χιλιάδες θέσεις εργασίας, αποτρέποντας την ανάκαμψη της ανεργίας.
Τη ζήτηση τουριστικών υπηρεσιών εγχωρίως και ευρύτερα, ελληνικών εξαγωγών, από χώρες εκτός της Ευρωζώνης ευνοεί η πρωτοφανής από το 2008 υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου. Βοηθητικό παράγοντα για τις εξαγωγές αγαθών εκτός αυτής θα αποτελέσει η ήπια, ωστόσο υψηλότερη της περυσινής, ανάκαμψη στην Ευρωζώνη. Πέρα από τις τάσεις σε οικονομικά μεγέθη και τα γεγονότα στα τέλη του 2014 με σημαντικές επιδράσεις στο πεδίο της οικονομίας, αναμφίβολα, οι πολιτικές εξελίξεις που πυροδότησε η αδυναμία ανάδειξης Προέδρου της Δημοκρατίας από την προηγούμενη βουλή, είναι πολύ πιθανό να αποτελέσουν το βασικό προσδιοριστικό παράγοντα των κοινωνικοοικονομικών προοπτικών της Ελλάδας, όχι μόνο για το 2015, αλλά για μια σειρά ετών.
Η παραμένουσα και μετά το σχεδιασμό της νέας κυβέρνησης, αβεβαιότητα ως προς τις επιλογές και τις προτεραιότητες της πολιτικής του σε σημαντικό εύρος οικονομικών θεμάτων, αποτελεί πρόσκομμα στην πραγματοποίηση μακροοικονομικών προβλέψεων, με σχετικά περιορισμένα περιθώρια αποκλίσεων. Είναι ευνόητο ότι η δημοσιονομική στρατηγική που θα καθορίσει η νέα κυβέρνηση, τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει για την υλοποίησή της και τα αποτελέσματά της, θα επηρεάσουν καίρια τις αποφάσεις όχι μόνο των οικονομικών μονάδων εγχωρίως, αλλά και σε κάθε χώρα ως προς την Ελλάδα. Θα ληφθούν υπόψη στις αποφάσεις των κρατών για τις σχέσεις τους εφεξής με τη χώρα μας, πρωτίστως όσων είναι εταίροι της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις δανείστριες χώρες.
Κομβικής σημασίας για τις εξελίξεις που θα ακολουθήσουν είναι το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων με τους επίσημους δανειστές της χώρας.
Ανεξαρτήτως αυτού, τουλάχιστον μέχρι την ολοκλήρωσή τους η επιφυλακτικότητα εντός και εκτός Ελλάδας θα είναι υψηλή, επιδρώντας ιδιαίτερα ανασταλτικά στη λήψη οικονομικών αποφάσεων. Από την άλλη πλευρά, είναι αρκετά πιθανό μετά την ολοκλήρωσή τους, και εφόσον δεν έχουν μεταβληθεί άρδην βασικές πολιτικοοικονομικές επιλογές της Ελλάδας κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, να διαδεχθεί στο εσωτερικό της χώρας την έντονη επιφυλακτικότητα υψηλή αισιοδοξία, με οικονομικές αποφάσεις και ενέργειες οι οποίες να αντισταθμίζουν τις επιπτώσεις της προηγούμενης αναβλητικότητας. Η υποχώρηση της διστακτικότητας διεθνώς απέναντι στην Ελλάδα θα γίνει με σαφώς μικρότερη ταχύτητα.
Πέρα από τις επιδράσεις των τρεχουσών πολιτικών εξελίξεων και τις δυνητικές στο προσεχές μέλλον στη λειτουργία της οικονομίας, υπενθυμίζεται ότι πριν το ξεκίνημα του εκλογικού κύκλου, η βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος είχε επιβραδυνθεί από τις παρατεταμένες διαπραγματεύσεις με την τρόικα και το ισχυρό ενδεχόμενο λήψης πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων.
Στην πλέον πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αξιολόγηση του Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής, το ύψος των αναγκαίων πρόσθετων μέτρων για το 2015 προσδιοριζόταν σε 1% του ΑΕΠ, όσο περίπου η σχετική εκτίμηση του ΔΝΤ (1,1%).
Ακόμα και αν δεν γίνονταν εκλογές, όσο θα διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις για την οριστικοποίηση αυτών των μέτρων, η κατάσταση αναμονής στην οποία ήδη είχαν περιέλθει εξαιτίας τους πολλές κατηγορίες οικονομικών μονάδων, θα διατηρούταν.
Υπό τις παραπάνω τάσεις και δεδομένα στην ελληνική οικονομία στις αρχές του 2015, η κατανάλωση των νοικοκυριών εμφανίζει ανοδική δυναμική το τρέχον έτος, λίγο ισχυρότερη του 2%, καθώς η υποχώρηση της ανεργίας μπορεί να συνεχιστεί, με ταχύτητα τουλάχιστον ίδια με την περυσινή. Βεβαίως, καθώς στα προηγούμενα χρόνια οι προσδοκίες των νοικοκυριών και οι καταναλωτικές αποφάσεις τους επηρεάστηκαν έντονα από τη διάρκεια και την έκβαση των διαπραγματεύσεων, οι σχετικές εξελίξεις θα καταστούν σταδιακά στη διάρκεια του τρέχοντος εξαμήνου ο βασικός προσδιοριστικός παράγοντας των καταναλωτικών εξόδων τους. Θα επηρεάσουν έντονα και τους κλάδους στους οποίους διευρύνθηκαν πέρυσι η απασχόληση και το προϊόν, αφού αυτοί παρέχουν τελικά προϊόντα και υπηρεσίες στους καταναλωτές.
Η υφιστάμενη παράταση των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές έως τα τέλη Φεβρουαρίου, συνεπάγεται ότι μέχρι την ολοκλήρωσή τους αναστέλλονται οι μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα, συνεπώς δεν θα μεταβληθεί η δημόσια κατανάλωση εξαιτίας αυτού του παράγοντα.
Ανεξάρτητα από την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων, η επιστροφή μισθολογικών περικοπών του 2012, που από την αρχή του 2015 επεκτάθηκε και σε άλλες κατηγορίες εργαζόμενων στο δημόσιο τομέα (πανεπιστημιακοί), διαμόρφωσε συνθήκες μικρής αύξησης της δημόσιας κατανάλωσης το τρέχον έτος.
Ευνόητα, η πολιτική της νέας κυβέρνησης σχετικά με την απασχόληση στο δημόσιο τομέα και η τροπή των διαπραγματεύσεών της με την τρόικα, είναι αρκετά πιθανό να μεταβάλουν την κατεύθυνση και το εύρος της μεταβολής στη δημόσια κατανάλωση κατά το τρέχον έτος.
Προχωρώντας στις δημόσιες δαπάνες για επενδύσεις, οι περικοπές στο προϋπολογισμένο ύψος του Π.Δ.Ε. για το 2015, σε συνδυασμό με τη μικρή προς τα πίσω μετάθεση της υλοποίησής του λόγω του εκλογικού κύκλου, προμήνυαν στις αρχές του 2015 χαμηλότερη συμβολή του στην επενδυτική δραστηριότητα από ότι πέρυσι. Ωστόσο αυτή θα μπορούσε να υπεραντισταθμιστεί από την προγραμματισμένη κλιμάκωση της δραστηριότητας του ΤΑΙΠΕΔ, εφόσον υλοποιηθεί.
Η διαγραφόμενη αναθέρμανση της οικοδομικής δραστηριότητας πριν ολοκληρωθεί το 2014 και η αναμενόμενη επανάκαμψη του επιχειρηματικού επενδυτικού ενδιαφέροντος, εγχώριου και διεθνούς, κυρίως χάρη στις καλύτερες συνθήκες ρευστότητας, μπορούν να δώσουν σημαντική ώθηση στις ιδιωτικές επενδύσεις το τρέχον έτος. Εξ΄αυτής, είναι εφικτός ένας μέσος ρυθμός αύξησης του σχηματισμού κεφαλαίου στην περιοχή του 7-8%.
Ωστόσο πλέον, όσο θα διαρκούν οι διαπραγματεύσεις και οι σχετικές πολιτικές διεργασίες εντός και εκτός Ελλάδας, η λήψη πολλών επενδυτικών αποφάσεων θα αναβάλλεται. Μετά τη λήξη των διαπραγματεύσεων, οι αποφάσεις θα εξαρτηθούν από το αποτέλεσμά τους. Στην περίπτωση που δεν θα προκύψουν από αυτές εκτεταμένες αλλαγές σε παραμέτρους της ελληνικής οικονομίας, είναι αρκετά πιθανή η εκδήλωση υψηλής επενδυτικής δραστηριότητας.
Ειδικά η επίδραση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων μάλλον θα εξαρτηθεί από νέες σχετικές προτεραιότητες που θα τεθούν από την καινούργια κυβέρνηση. Πάντως εκτιμάται ότι σε κάθε περίπτωση ο στόχος των ενισχύσεων για φέτος δεν θα διαφέρει σημαντικά από τις προβλεπόμενες στον Προϋπολογισμό του 2015.
Στην πλευρά του εξωτερικού ισοζυγίου της οικονομίας, η διατήρηση της ώθησης από τον τουρισμό, οριακά αυξημένης σε σχέση με πέρυσι, καθώς και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των εξαγωγών από τη χαμηλή ισοτιμία ευρώ/δολαρίου, ευνοούν την αύξηση των εξαγωγών φέτος, σχεδόν κατά 4,5%.
Η ισχυροποίηση της καταναλωτικής ζήτησης που αναμένεται, όπως και η κλιμάκωση της επενδυτικής δραστηριότητας, εφόσον λάβουν χώρα θα οδηγήσουν σε διεύρυνση της ζήτησης για εισαγωγές αγαθών.
Η αύξησή τους θα διαμορφώσει κατά κύριο λόγο την έκταση της ανόδου στο σύνολο των εισαγωγών, η οποία αναμένεται να βρεθεί πλησίον του περυσινού της επιπέδου.
Οι παραπάνω τάσεις στις βασικές συνιστώσες του ΑΕΠ, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι σημαντικοί δυνητικοί παράγοντες μεταβολής τους, οι οποίοι οφείλονται σε αλλαγές στην έως τώρα ακολουθούμενη πολιτική από τη νέα κυβέρνηση και στην αβεβαιότητα για το περιεχόμενο και το αποτέλεσμα της εφεξής διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, η επίδραση των οποίων προς το παρόν δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ασφάλεια, διαμορφώνουν ένα μέσο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ για το 2015, στην περιοχή του 2,3%.