
ΙΟΒΕ: σημαντικό έλλειμμα στην διαδικασία βιώσιμης και υγιούς ανάπτυξης
Τόσο οι άνεργοι, υποαπασχολούμενοι και όσοι εγκαταλείπουν τη χώρα, όσο και επιχειρήσεις που δυνητικά θα προσέφεραν στην παραγωγή αλλά δεν τους επιτρέπεται, έχουν αναιμική εκπροσώπηση στο σημερινό γίγνεσθαι, και όμως η ενσωμάτωση τους στο σύστημα της οικονομίας είναι η κύρια προϋπόθεση για την αποφασιστική στροφή της οικονομίας προς την ανάπτυξη. Αν και βαριά τραυματισμένη η οικονομία δεν έχει βρεθεί κάτω από το επίπεδο της εισόδου στην Ευρωζώνη, δεν είναι χωρίς σφυγμό και χωρίς θετικές προοπτικές. Ένας νέος κύκλος ανάπτυξης είναι εφικτός, όμως δεν μπορεί να ξεκινήσει αυτόματα, ιδίως καθώς η πρόσβαση σε εξωτερικά κεφάλαια θα είναι αναγκαστικά περισσότερο μετρημένη. Απαιτείται πολύ καθαρό πολιτικό στίγμα και ανάλογη κοινωνική στήριξη, αναφέρθηκε κατά την σημερινή Συνέντευξη Τύπου του ΙΟΒΕ για την παρουσίαση της Έκθεσης «Η Ελληνική Οικονομία, 4/2016 ».
Αναλυτικά:
Στην επιφάνεια, η επιτυχία της οικονομικής πολιτικής κρίνεται από τη βραχυχρόνια πορεία των εισοδημάτων: αυξάνεται το ΑΕΠ και μειώνεται η ανεργία και πόσο; Όμως, η οικονομική πολιτική οφείλει κυρίως να δημιουργεί τις συνθήκες για διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα. Τρόποι ώστε να έχουμε άμεσο ή φαινομενικό όφελος αλλά πραγματική ζημιά στη συνέχεια υπάρχουν αρκετοί, όπως έχει δείξει η οικονομική πολιτική σε πολλές χώρες. Ο υπέρμετρος δανεισμός μπορεί να τρέφει την τρέχουσα ζήτηση αλλά επιβαρύνει τις επόμενες γενιές. Η υπερβολική φορολόγηση μπορεί να επιτρέπει πρόσθετες δημόσιες δαπάνες και μεταβιβαστικές πληρωμές αλλά στρεβλώνει την παραγωγική δομή. Και η κεντρική διαχείριση πόρων χωρίς μέριμνα για τη θεσμική λειτουργία, είναι τελικά επιβλαβής για τις επενδύσεις και την εργασία.
Για τη χρονιά που ήδη διανύουμε, αναμένεται να καταγραφεί μεγέθυνση της οικονομίας. Το κύριο ζητούμενο, όμως, είναι να βρεθεί σταδιακά η χώρα σε τροχιά βιώσιμης και υγιούς ανάπτυξης. Από αυτή την οπτική γωνία, παρατηρείται ακόμη σημαντικό έλλειμμα. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της ανάκαμψης στην τρέχουσα περίοδο; Η καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις και, συνακόλουθα, στη βελτίωση των όρων χρηματοδότησης και επενδύσεων καθιστά πολύ αμφίβολη την επίτευξη του φιλόδοξου στόχου που έχει τεθεί για μεγέθυνση κοντά στο 3% στο τρέχον έτος. Όμως, με τα σημερινά δεδομένα, αυτή είναι πιθανό να κυμανθεί στην περιοχή του 1,5 με 2%, ένα όχι ευκαταφρόνητο επίπεδο. Αρκετές από τις λειτουργίες της οικονομίας σταδιακά ανακάμπτουν από το πλήγμα του καλοκαιριού του 2015 και βρίσκουν μια κανονικότητα. Έτσι, καθώς η βάση εκκίνησης ήταν χαμηλή, η ανάκαμψη δεν πρέπει να δημιουργεί έκπληξη. Επιπλέον, μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων συνεισφέρουν θετικά, έστω με καθυστέρηση. Επίσης, η ενίσχυση των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών στην αγορά βελτιώνει το ΑΕΠ, όπως και τα φορολογικά έσοδα και μειώνει αντίστοιχα τη μη καταγεγραμμένη δραστηριότητα. Όμως, αυτή η θετική αντίδραση της οικονομίας δεν μπορεί να παρερμηνεύεται ότι εξασφαλίζει μια πορεία διατηρήσιμης ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα.
Ας θέσουμε τα δεδομένα σε προοπτική. Μετά τη βαθιά ύφεση που διαρκεί από το 2008, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα μας βρίσκεται σήμερα περίπου στο επίπεδο που είχε το 2000. Η ταχύτατη αύξηση των εισοδημάτων που παρατηρήθηκε από την είσοδο στην Ευρωζώνη και έως το 2008, στηριζόμενη κυρίως σε εξωτερικό δανεισμό, αντιστράφηκε, με μια μείωση περίπου συμμετρικής έντασης και χαρακτήρα έως το 2016. Το ίδιο λίγο-πολύ ισχύει και για τις τιμές των ακινήτων. Ήταν κυρίως η υψηλή εισροή κεφαλαίων και οι θετικές προσδοκίες που διαμόρφωναν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις που στήριξαν τότε τη μεγέθυνση. Η κρίση του 2008 ήταν διεθνής, όμως για την ελληνική οικονομία αμφισβήτησε στη βάση του το υπόδειγμά ανάπτυξης και πυροδότησε έναν κύκλο ακραίας αβεβαιότητας. Αν και βαριά τραυματισμένη πάντως, η οικονομία δεν έχει βρεθεί κάτω από το επίπεδο της εισόδου στην Ευρωζώνη, δεν είναι χωρίς σφυγμό και χωρίς θετικές προοπτικές. Ένας νέος κύκλος ανάπτυξης είναι εφικτός, όμως δεν μπορεί να ξεκινήσει αυτόματα, ιδίως καθώς η πρόσβαση σε εξωτερικά κεφάλαια θα είναι αναγκαστικά περισσότερο μετρημένη. Απαιτείται πολύ καθαρό πολιτικό στίγμα και ανάλογη κοινωνική στήριξη. Τότε μόνο θα υπάρξει σημαντική άνοδος επενδύσεων και αντιστροφή των αρνητικών προσδοκιών στη βάση ενός αξιόπιστου προτύπου ανάπτυξης. Καθώς μάλιστα βασικές ανισορροπίες της οικονομίας έχουν ουσιαστικά διορθωθεί, ήδη εδώ και περίπου μια διετία, δύσκολα γίνεται κατανοητό γιατί τόσο από την ελληνική πλευρά όσο και από τους εξωτερικούς εμπλεκόμενους θεσμούς δεν φαίνεται να αξιολογείται ως εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας ο χρόνος που χάνεται.
Άλλωστε, και η επιτυχία στην εξισορρόπηση των περίφημων δίδυμων ελλειμμάτων μπορεί να αναιρεθεί αν ακολουθηθεί στη συνέχεια λάθος δρόμος. Στο εξωτερικό ισοζύγιο, η ανάπτυξη αναπόφευκτα θα φέρει και άνοδο των εισαγωγών, οπότε πρέπει να υπάρχει και συστηματική άνοδος των εξαγωγών. Δημοσιονομικά, δεν θα είναι διατηρήσιμη η ισορροπία μέσω της υπερβολικής επιβάρυνσης όσων τηρούν το σύνολο των νόμων και των κανόνων, ούτε με υπερβολική μεταφορά πόρων, μέσω του προϋπολογισμού, από τους εργαζόμενους, προκειμένου να καλύπτονται ελλείμματα του ασφαλιστικού. Άρα για να είναι διατηρήσιμη η σημαντική εξισορρόπηση του έχει επιτευχθεί, χρειάζεται η επιμονή σε μεταρρυθμιστικές τομές. Τέτοιες διαρθρωτικές κινήσεις θα συνεισφέρουν συνολικά προς την κατεύθυνση της αξιοπιστίας του οικονομικού προγράμματος και τελικά της ανάπτυξης.
Για να κινηθεί συστηματικά ανοδικά η οικονομία από το σημερινό σημείο εκκίνησης, είναι απαραίτητο να υπάρξει σταθεροποίηση της οικονομικής πολιτικής σε μια αξιόπιστη κατεύθυνση χωρίς αμφιβολίες για ενδεχόμενες παλινδρομήσεις. Όσο αφήνεται να θεωρείται ότι καταστροφικές προοπτικές μπορεί να είναι ίσως αποδεκτά ενδεχόμενα, η οικονομία θα καρκινοβατεί στα σημερινά επίπεδα. Αν οι διαχειριστές της οικονομίας εκατέρωθεν του τραπεζιού της διαπραγμάτευσης δεν μπορούν να πείσουν ότι η μόνη τους πρόθεση και μέριμνα είναι να τεθεί η οικονομία σε διατηρήσιμη τροχιά ανάπτυξης, κάθε άλλη σκέψη ή πρόθεση τρίτων πολύ μικρή μόνο σημασία μπορεί να έχει.
Θα είναι τόσο απογοητευτικό όσο και επικίνδυνο να εκτροχιαστεί το πρόγραμμα και μια παρατεταμένη καθυστέρηση πράγματι αντιστοιχεί σε εκτροχιασμό. Οι βάσεις για βελτίωση στο άμεσο προσεχές διάστημα ασφαλώς υπάρχουν, όπως καταδεικνύεται από επιμέρους δείκτες, όπως της βιομηχανικής παραγωγής, εξαγωγών αγαθών και κατηγοριών επενδύσεων. Η οικονομία έχει περάσει από ιδιαίτερα δύσκολα μονοπάτια, όμως ακόμα έχει σφυγμό. Αξιοσημείωτη είναι η πορεία επιμέρους επιχειρήσεων σε σειρά κλάδων, που δείχνουν θετικά αποτελέσματα, με εξωστρεφή λειτουργία και χωρίς να επιζητούν τεχνητή κερδοφορία στηριζόμενη στο κράτος. Όμως, πρέπει να στραφεί συνολικά η οικονομική πολιτική μακριά από επιλογές που μπορεί να εξυπηρετούν πρόσκαιρες προτεραιότητες αλλά αναμένεται ότι θα έχουν αρνητική επίδραση στη συνέχεια. Όσο υπάρχει χρονοτριβή στο ξεκαθάρισμα των όρων της ανάπτυξης της οικονομία, δημιουργείται επιπλέον κόστος και κίνδυνος σε τουλάχιστον τρία ζητήματα.
Πρώτον, ενώ το σύνολο σχεδόν του ελληνικού πληθυσμού έχει βιώσει δραστική μείωση του εισοδήματος, της περιουσίας και του βιοτικού επιπέδου του, το πλήγμα είναι ιδιαίτερα βαρύ για όσους βρίσκονται ή πλησιάζουν σε συνθήκες φτώχειας, ιδίως σε κατάσταση μακροχρόνιας ανεργίας. Είναι επείγον να επιταχυνθεί η δημιουργία πλέγματος προστασίας, με στοχευμένες δράσεις και άξονα το πρόγραμμα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Είναι επίσης κρίσιμο να αυξηθεί η ποιότητα των υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης, όπου παρατηρείται έλλειμμα αποτελεσματικότητας.
Δεύτερον, όσο παρατείνεται η αβεβαιότητα παγώνουν οι αποφάσεις για σημαντικές επενδύσεις, τόσο σε φυσικό κεφάλαιο (όπως στην ενέργεια και άλλους σημαντικούς κλάδους όπου παρατηρείται αποεπένδυση και απαιτείται ξεκαθάρισμα των κανόνων), όσο και σε ανθρώπινο κεφάλαιο (η εκπαίδευση είναι αναγκαίος μοχλός για ανταγωνιστικότητα χωρίς μείωση μισθών, για καινοτομία, όσο και για κοινωνική κινητικότητα).
Τρίτον, η ελληνική κρίση πλέον εξελίσσεται μέσα σε ένα ευμετάβλητο και θολό ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Η διαδικασία απόσχισης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση θέτει εκ των πραγμάτων την Ένωση μπροστά σε επιλογές. Μια στάση αναμονής από της ελληνική πλευρά δεν μπορεί να είναι κατανοητή. Αν, όπως είναι πολύ πιθανό, υπάρξει απόπειρα επιτάχυνσης της εμβάθυνσης κοινών πολιτικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο (όπως στα δημοσιονομικά και τραπεζικά), η Ελλάδα δεν πρέπει να επιτρέψει να θεωρηθεί ότι απέχει σημαντικά από το κατάλληλο επίπεδο εκκίνησης. Αν, από την άλλη, παρατηρηθούν φυγόκεντρες τάσεις και έλλειψη συντονισμού, η χώρα έχει έναν λόγο παραπάνω να έχει καλύψει έγκαιρα το απαραίτητο έδαφος, αλλιώς θα βρεθεί εκτεθειμένη και ευάλωτη.
Γενικότερα, είναι σαφές πως η διεθνής οικονομία εισέρχεται σε ένα νέο κύκλο όπου οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις θα αλληλοεπιδρούν υπό συνθήκες απομόχλευσης και πίεσης στα εισοδήματα. Η ιδιαίτερα μακρά περίοδος ευημερίας και σταθερής αύξησης των εισοδημάτων που ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’80 στηρίχθηκε σε τρεις άξονες. Την αύξηση της παραγωγικότητας λόγω τεχνολογίας και τη σταδιακή ενσωμάτωση των ηλεκτρονικών υπολογιστών στην παραγωγή. Τη μείωση των εμποδίων στο εμπόριο και τη στενότερη διασύνδεση οικονομιών σε παγκόσμια κλίμακα. Και συνθήκες πολιτικής σταθερότητας και σχετικής, τουλάχιστον, ειρήνης. Μετά το 2000 η δυναμική της επίδρασης αυτών των παραγόντων εξασθένησε και η διατήρηση της ανόδου των εισοδημάτων στηρίχθηκε σε ιδιωτική αύξηση του δανεισμού σε ιδιωτικό ή δημόσιο επίπεδο. Με αυτά τα δεδομένα, από το 2008 παρατηρείται πίεση από τον αυξημένο συσσωρευμένο δανεισμό που οδηγεί σε μείωση των ρυθμών ανόδου των εισοδημάτων και επιφυλακτικότητα ως προς νέες επενδύσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, πολιτικές εξελίξεις και κοινωνικές αντιδράσεις που αμφισβητούν την υφιστάμενη κατάσταση είναι αναμενόμενες. Θα οδηγήσουν όμως δυνητικά σε ανατροφοδότηση των πιέσεων στην οικονομία αν υποσκάψουν ακριβώς τις τρεις συνθήκες που στήριξαν και μπορούν να στηρίξουν και σήμερα την ανάπτυξη: το ανθρώπινο κεφάλαιο και την τεχνολογική καινοτομία, το διεθνές εμπόριο και τις συνθήκες πολιτικής σταθερότητας.
Για τη χώρα μας, το μήνυμα πρέπει να είναι ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για εφησυχασμό ή αμφιταλαντεύσεις. Ενόψει και των εξελίξεων στο διεθνές περιβάλλον, η διαχείριση της ανάκαμψης που σήμερα παρατηρείται πρέπει να γίνει έτσι ώστε να αποτελέσει την έναρξη μιας διατηρήσιμης πορείας μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης. Αν και θα πρέπει να τονισθούν διάφορα επιμέρους χαρακτηριστικά (μείωση και απλούστευση φορολογίας, στήριξη επενδύσεων, μείωση του κόστους από την αναποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης) η θετική πορεία πρέπει να έχει μια κεντρική φυσιογνωμία. Τη μείωση των εμποδίων εισόδου και κινητικότητας, την άμβλυνση των κινήτρων για διεκδίκηση προσόδου και το άνοιγμα της οικονομίας σε όσους βρίσκονται αποκλεισμένοι «εκτός των τειχών». Τόσο οι άνεργοι, υποαπασχολούμενοι και όσοι εγκαταλείπουν τη χώρα, όσο και επιχειρήσεις που δυνητικά θα προσέφεραν στην παραγωγή αλλά δεν τους επιτρέπεται, έχουν αναιμική εκπροσώπηση στο σημερινό γίγνεσθαι, και όμως η ενσωμάτωση τους στο σύστημα της οικονομίας είναι η κύρια προϋπόθεση για την αποφασιστική στροφή της οικονομίας προς την ανάπτυξη.
Μικρή επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2017
Οι πρόσφατες προβλέψεις διεθνών οργανισμών για τη μεγέθυνση της παγκόσμιας οικονομίας το 2016 δεν αναθεωρήθηκαν σε σύγκριση με προηγούμενες, καταλήγοντας εκ νέου σε ρυθμό οριακά υψηλότερο του 3,0%, όπως πρόπερσι, εκτίμηση η οποία δεν διαφέρει από αυτή του ΙΟΒΕ. Σε ότι αφορά το 2017, προβλέπεται μικρή επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ. Όμως, καθώς πολλοί από τους παράγοντες που παρατέθηκαν ενδέχεται να επενεργήσουν αντίθετα σε αυτή την εξέλιξη, το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι είναι αρκετά πιθανό αυτός να μη μεταβληθεί.
Ελλάδα-Aύξηση του ΑΕΠ στο γ’ τρίμηνο του 2016, κυρίως λόγω πολιτικών γεγονότων – capital controls ένα χρόνο νωρίτερα
Η ύφεση στην ελληνική οικονομία επί ένα έτος (γ’ τρίμ. 2015 – β’ τρίμ. 2016) ανακόπηκε στο τρίτο τρίμηνο του 2016, στο οποίο το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,8%. Η άνοδος του ΑΕΠ σε αυτή την περίοδο –η μεγαλύτερη από το δεύτερο τρίμηνο του 2008- οφείλεται κατά κύριο λόγο στο χαμηλό επίπεδό του στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2015, όταν είχε υποχωρήσει κατά 2,2%, λόγω της αβεβαιότητας από την υψηλή πολιτική ρευστότητα, την τραπεζική αργία και την επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Συνεπώς, η αύξηση του ΑΕΠ στο 2016 σχεδόν αντισταθμίζει την πτώση του 2015. Στο σύνολο του εννεαμήνου Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου πέρυσι, το ΑΕΠ ανήλθε κατά 0,2%, έναντι κάμψης 0,6% στην ίδια περίοδο του 2015.
Ως προς τις τάσεις στις επιμέρους συνιστώσες του ΑΕΠ στο εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου, η εγχώρια κατανάλωση διευρύνθηκε κατά 0,5% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2015, έναντι οριακής υποχώρησης κατά 0,3% σε εκείνο το χρονικό διάστημα. Η αύξησή της οφείλεται αποκλειστικά στην άνοδο στο τρίτο τρίμηνο, κατά 3,8%. Η διεύρυνση των καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών κατά 5,1% σε αυτό το τρίμηνο αποτέλεσε την αιτία της ανόδου της εγχώριας κατανάλωσης, καθώς η δημόσια κατανάλωση παρέμεινε για ακόμη ένα τρίμηνο σε πτωτική τροχιά. Εκτός από τις επιπτώσεις των πολιτικοοικονομικών γεγονότων το καλοκαίρι του 2015 στο επίπεδο – βάση σύγκρισης της ιδιωτικής κατανάλωσης (μείωση 4,1%), η σημαντική αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών διεύρυνε την επίσημη οικονομική δραστηριότητα και ενίσχυσε την ανοδική τάση ένα χρόνο μετά.
Η ισχυρή άνοδος των επενδύσεων στο πρώτο εξάμηνο του 2016 (+23,7%) ανακόπηκε στο τρίτο τρίμηνο του (-16,9%). Επισημαίνεται ότι η πτώση στο τρίτο τρίμηνο προέρχεται από την εκτεταμένη συρρίκνωση των αποθεμάτων (-€1,7 δισεκ.). Στο σύνολο των τριών πρώτων τριμήνων πέρυσι οι επενδύσεις ήταν 10,2% υψηλότερες από ότι στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2015, όταν υποχωρούσαν κατά 13,2%. Η αύξηση των επενδυτικών δαπανών, η μεγαλύτερη στην περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου από το 2008, οφείλεται κατά κύριο λόγο στη διεύρυνση των επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου κατά 6,1% και δευτερευόντως στη μικρότερη αρνητική επίδραση των αποθεμάτων.
Στον εξωτερικό τομέα της οικονομίας, η συμπλήρωση τον περασμένο Ιούλιο ενός έτους από την επιβολή των capital controls, εξάλειψε τεχνικά την επίδρασή τους στις συγκρίσεις εισαγωγών και εξαγωγών με τον ίδιο τρίμηνο ένα χρόνο νωρίτερα, καθώς αυτή υφίσταται σε αμφότερες τις περιόδους. Κατόπιν αυτού του γεγονότος, η υποχώρηση σε αμφότερα τα σκέλη του εξωτερικού τομέα κατά το αρχικό εξάμηνο του 2016 αντιστράφηκε. Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές ανήλθαν στο τρίτο τρίμηνο πέρυσι κατά 10,2%. Παρά αυτή την σημαντική άνοδο, στο εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου του 2016 οι εξαγωγές ήταν 1,6% λιγότερες από ότι πρόπερσι, όταν αυξάνονταν κατά 5,0%. Η κάμψη των εξαγωγών προήλθε από τη μείωση των εξαγωγών υπηρεσιών, κατά 14,1%. Αντιθέτως, οι εξαγωγές αγαθών διευρύνθηκαν κατά 10,7%.
Η άνοδος των εισαγωγών στο τρίτο περυσινό τρίμηνο ήταν ισχυρότερη σε σύγκριση με αυτή των εξαγωγών (12,0%). Την ενίσχυση των εισαγωγών ευνόησε η περαιτέρω άρση των capital controls στο τέλος του περασμένου Ιουλίου. Σε συνδυασμό με την ηπιότερη μείωσή τους σε σύγκριση με τις εξαγωγές στο πρώτο εξάμηνο, οι εισαγωγές αυξήθηκαν στην περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου του 2016 κατά 2,0%, οριακά περισσότερο από ότι ένα χρόνο νωρίτερα (+1,4%). Η διεύρυνση των εισαγωγών προήλθε από την ισχυρότερη ζήτηση για παραγόμενα στο εξωτερικό αγαθά (+6,6%), αφού οι εισαγωγές υπηρεσιών υπολείπονταν κατά 15,6% του επιπέδου τους το 2015. Η αύξηση των εισαγωγών, σε συνδυασμό με την κάμψη των εξαγωγών, οδήγησαν σε διεύρυνση του ελλείμματος του εξωτερικού τομέα σε εθνικολογιστικούς όρους, για πρώτη φορά την τελευταία τριετία, κατά €1,6 δισεκ. (+92,0%), στα €3,3 δισεκ. (2,4% του ΑΕΠ).
Οριακή άνοδος του ΑΕΠ το 2016, επιτάχυνση ανάκαμψης το 2017
Το πολιτικοοικονομικό περιβάλλον εγχωρίως κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2016 και στην αρχή του νέου έτους καθορίζεται κυρίως από τις εξελίξεις γύρω από τη δεύτερη αξιολόγηση υλοποίησης του τρίτου Μνημονίου και την εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους. Σε ότι αφορά την πραγματοποίηση των προαπαιτούμενων ενεργειών για την αξιολόγηση, η πρόοδος έως τώρα είναι μερική. Ως προς τα δημόσια οικονομικά, ακόμα δεν έχει παρουσιαστεί το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2017 – 2020, το οποίο έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί έως τον περασμένο Δεκέμβριο. Επίσης, με εξαίρεση τις νομικές ρυθμίσεις για τις ηλεκτρονικές πληρωμές, δεν έχουν πραγματοποιηθεί οι υπόλοιπες προγραμματισμένες ενέργειες για την ενίσχυση του μηχανισμού δημοσίων εσόδων, κυρίως η πλήρης ετοιμότητα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.
Στο πεδίο των προαπαιτούμενων διαρθρωτικών αλλαγών, περιλαμβάνονται σε όσες έχουν νομοθετηθεί η εφαρμογή των συστάσεων του OECD Toolkit III, το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας σε τρεις τομείς, ο νέος πτωχευτικός κώδικας, ο καινούργιος χωρικός σχεδιασμός, η επιτάχυνση της διοικητικής δίκης. Μεταξύ όσων μεταρρυθμίσεων εκκρεμούν, η πλέον σημαντική είναι οι περαιτέρω αλλαγές στην αγορά εργασίας, ενώ δεν έχει γίνει η κωδικοποίηση του εργατικού δικαίου. Στις μη υλοποιημένες μεταρρυθμίσεις περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι εναπομένουσες ενέργειες προκειμένου να είναι λειτουργική η Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ, η αλλαγή των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών και του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η αναθεώρηση των επιδομάτων κοινωνικής πρόνοιας, η νομική ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, η τροποποίηση του νομικού πλαισίου για την εξωδικαστική διευθέτηση μη εξυπηρετούμενων δανείων κ.ά.
Ταυτόχρονα με τη δεύτερη αξιολόγηση, σε εφαρμογή της απόφασης του Eurogroup της 24ης Μαΐου 2016, ξεκίνησε η διαπραγμάτευση για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους. Καθώς αυτή η διαδικασία αποσκοπεί στη σταδιακή διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, κατέστη εφικτή η έναρξη των συνομιλιών με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) για την παροχή νέου δανείου. Οι αποφάσεις του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου 2016 για το δημόσιο χρέος, στις οποίες περιλαμβανόταν και αναφορά στο στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα το 2018 και μεσοπρόθεσμα δεν έχουν αξιολογηθεί επισήμως από το ΔΝΤ. Ωστόσο, η διάσταση απόψεων μεταξύ ΕΕ και ΔΝΤ για την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων στο δημόσιο χρέος και το ύψος των απαραίτητων πρωτογενών πλεονασμάτων, μάλλον και για άλλες πτυχές του τρίτου Προγράμματος, αντανακλώνται στο ότι σχεδόν δύο μήνες μετά την απόφαση του Eurogroup, το ΔΝΤ δεν έχει λάβει επισήμως απόφαση για μια νέα χρηματοδότηση ή όχι του ελληνικού κράτους.
Εκτός απ τη μη ελάφρυνση του δημόσιου χρέους, όσο διαρκούν οι διαπραγματεύσεις για την καταλληλότητα των σχετικών μέτρων και δεν ολοκληρώνεται η τρέχουσα αξιολόγηση, ένα άλλο θέμα στο οποίο δεν σημειώνεται εξέλιξη είναι η ένταξη της Ελλάδας στο μηχανισμό ποσοτικής χαλάρωσης (Q-E) της Ευρωπαϊκής Τράπεζας (ΕΚΤ). Η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα ενισχύσει σημαντικά τη ρευστότητα των τραπεζών και ακολούθως τη δυνατότητα χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, βελτιώνοντας τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Όσο παρατείνονται οι διαπραγματεύσεις για το δημόσιο χρέος και τη δεύτερη αξιολόγηση, αφενός αυτές οι δυνατότητες δεν γίνεται να εξεταστούν – αξιοποιηθούν, αφετέρου το χρονικό διάστημα για το οποίο θα είναι διαθέσιμες περιορίζεται. Πάντως επισημαίνεται πως στην απόφαση της ΕΚΤ για την παράταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης αναφερόταν ότι αυτή διατηρεί το ενδεχόμενο περαιτέρω επιμήκυνσης ή και ενίσχυσης της ποσοτικής χαλάρωσης μετά το τέλος του 2017.
Προς το παρόν, η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος ενισχύεται σταδιακά, από την επιστροφή καταθέσεων με χαμηλό ρυθμό. Στην περίοδο Ιουνίου – Νοεμβρίου πέρυσι, το υπόλοιπο των καταθέσεων και των ρέπος διευρύνθηκε κατά €8,2 δισεκ., αναπληρώνοντας ένα μικρό τμήμα της συρρίκνωσής τους στην περίοδο Δεκεμβρίου 2014 – Ιουνίου 2015 (-€54,1 δισεκ.). Η χαμηλή επιστροφή καταθέσεων αντανακλά την παραμένουσα υψηλή επιφυλακτικότητά έναντι των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, παρά την περαιτέρω χαλάρωσή τους τον περασμένο Ιούλιο και Νοέμβριο. Η αναμονή των εξελίξεων γύρω από τη διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων επίσης αποτρέπει την επιστροφή των καταθέσεων.
Δεδομένων των υποτονικών αντιδράσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων στη χαλάρωση των capital controls, καθώς και της εκκρεμότητας γύρω από τα “κόκκινα” δάνεια, δεν αναμένονται εξελίξεις στη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος και την παροχή πιστώσεων έως ότου ολοκληρωθούν οι διαβουλεύσεις για το δημόσιο χρέος. Για την εκκίνηση μιας σειράς εξελίξεων οι οποίες θα οδηγήσουν στη βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, κρίνεται απαραίτητη η ένταξη στο Q-E. Το συγκεκριμένο γεγονός θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη εγχώριων καταθετών, αλλά και διεθνών επενδυτών, με αποτέλεσμα την εισροή κεφαλαίων. Ακολούθως, θα ενισχυθεί η δυνατότητα παροχής δανείων και θα επιταχυνθούν τα βήματα για την άρση των capital controls.
Εκτός από τις εξελίξεις σχετικά με την αξιολόγηση του Προγράμματος και την ελάφρυνση του χρέους, βασικός παράγοντας ο οποίος επηρέασε την τάση της ελληνικής οικονομίας στο δεύτερο εξάμηνο της προηγούμενης χρονιάς και θα συνεχίσει να τη διαμορφώνει το 2017, πιθανόν σε μεγαλύτερο βαθμό, είναι τα νέα δημοσιονομικά μέτρα. Η αύξηση ήδη υπαρχόντων φόρων (ΕΦΚ στο πετρέλαιο και στο υγραέριο κίνησης, φόρος κατανάλωσης στον καπνό) και η επιβολή καινούργιων (τέλος συνδρομητών σταθερής τηλεφωνίας, φόρος στην εισαγωγή καφέ) από την αρχή του τρέχοντος έτους θα περιορίσουν περαιτέρω το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Οι εντονότερες πιέσεις από τα μέτρα που θα εφαρμοστούν από την αρχή του τρέχοντος έτους μάλλον θα ασκηθούν στο εισόδημα των ελευθέρων επαγγελματιών και των αγροτών, από την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών. Η πολύμηνη ασάφεια για το πως αυτός θα εφαρμοστεί κλιμάκωσε την αβεβαιότητα στους ελεύθερους επαγγελματίες, προκαλώντας ανακατατάξεις από το τελευταίο περυσινό τρίμηνο (π.χ. κλείσιμο βιβλίων, μεταβολή νομικής μορφής (σε ΙΚΕ ή ΑΕ)). Ανεξαρτήτως της επιλογής μεταβολής, η μετάβαση σε μια νέα κατάσταση θα επενεργήσει περιοριστικά, τουλάχιστον προσωρινά, στη δραστηριότητα των ελεύθερων επαγγελματιών οι οποίοι θα διέλθουν αυτή τη διαδικασία.
Σε ότι αφορά τις εξελίξεις σε άλλα πεδία οι οποίες θα επηρεάσουν τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας το 2017, οι καθυστερήσεις στη λειτουργία της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ θα επιδράσουν ανασχετικά στην υλοποίηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων. Από την άλλη πλευρά, ο αυξημένος σε σχέση με προηγούμενα έτη αριθμός αποκρατικοποιήσεων που ολοκληρώθηκαν το 2016, θα αποτυπωθεί στις επενδύσεις από το 2017, όταν προετοιμαστούν και αδειοδοτηθούν τα συνοδευτικά επενδυτικά σχέδια. Ώθηση στην επενδυτική δραστηριότητα παραπλήσια με αυτή το 2016 αναμένεται από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ).
Στον εξωτερικό τομέα της ελληνικής οικονομίας, ορισμένες από τις αλλαγές που έγιναν τον περασμένο Ιούλιο στα capital controls, ευνοούν τις εισαγωγές. Βάσει των πλέον πρόσφατων στοιχείων από την Τράπεζα της Ελλάδος, οι εξαγωγές αγαθών – υπηρεσιών διευρύνθηκαν στο τρίμηνο Αυγούστου – Οκτωβρίου πέρυσι κατά 4,7%. Μεγαλύτερη ήταν η άνοδος των εισαγωγών (6,6%). Η ευρύτερη άνοδος των εισαγωγών οδήγησε σε μικρή μείωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου αγαθών – υπηρεσιών έναντι του ίδιου τριμήνου ένα χρόνο νωρίτερα, κατά €87,8 εκατ. ή 2,9%. Οι πρόσφατες τάσεις σε εξαγωγές και εισαγωγές, αφενός αναδεικνύουν τη στήριξη που σταδιακά λαμβάνουν οι εξαγωγικές επιχειρήσεις από τις πωλήσεις στο εξωτερικό. Αφετέρου, δείχνουν ότι οι συσσωρευμένες ανάγκες επιχειρήσεων και νοικοκυριών σε εισαγωγές εξαιτίας των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, οδηγούν σε εντονότερη αύξησή τους από τις εξαγωγές καθώς αυτοί χαλαρώνουν. Τούτων δεδομένων, αναμένεται στο τέλος του 2016 και τουλάχιστον στο πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους συνέχιση της αύξησης των εξαγωγών, αλλά και επιδείνωση του ισοζυγίου αγαθών – υπηρεσιών.
Συνεκτιμώντας τα πρόσφατα πολιτικο-οικονομικά γεγονότα, τις αναμενόμενες εξελίξεις και τα διαθέσιμα στοιχεία για τις τάσεις σε οικονομικά μεγέθη στην Ελλάδα στην πραγματοποίηση προβλέψεων για τις συνιστώσες του ΑΕΠ, η έντονη άνοδος της κατανάλωσης των νοικοκυριών στο τρίτο τρίμηνο του 2016 θα αποκλιμακωθεί αρκετά στο επόμενο, εξαιτίας των δημοσιονομικών μέτρων που λήφθηκαν στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης. Πάρα ταύτα, η ιδιωτική κατανάλωση θα αυξηθεί στο τέλος του προηγούμενου έτους, από τη διαμόρφωση της ανεργίας λίγο παραπάνω από ότι τους καλοκαιρινούς μήνες, αλλά και από τη χορήγηση της εφάπαξ ενίσχυσης στους χαμηλοσυνταξιούχους, ύψους €616 εκατ. Κατόπιν της ήπιας ενίσχυσής της στο τέταρτο τρίμηνο πέρυσι, εκτιμάται ότι η κατανάλωση των νοικοκυριών διευρύνθηκε το 2016 περίπου κατά 1,0%, άνοδος που είναι η μεγαλύτερη από το 2010.
Η επίδραση των δημοσιονομικών μέτρων θα είναι πλήρης από την αρχή του 2017, όταν εφαρμοστούν όσα είχε προγραμματιστεί να ξεκινήσουν από τότε (αλλαγές στην άμεση φορολογία ελεύθερων επαγγελματιών, στον τρόπο υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών τους). Πρόσθετες επιβαρύνσεις θα προκύψουν από δημοσιονομικές παρεμβάσεις οι οποίες θα οριστικοποιηθούν στη δεύτερη αξιολόγηση, π.χ. στα ειδικά μισθολόγια του δημόσιου τομέα. Στον αντίποδα, ενισχυτικά στη διεύρυνση της κατανάλωσης των νοικοκυριών θα επενεργήσει η συνέχιση της αύξησης της απασχόλησης, με μικρότερο ρυθμό από πέρυσι, κυρίως στους εξωστρεφείς μεταποιητικούς κλάδους, στον Τουρισμό και στις Κατασκευές. Η επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, που διευρύνει την επίσημη οικονομική δραστηριότητα, επίσης θα συμβάλλει στη διεύρυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Ως αποτέλεσμα των ποικίλων, αντίρροπων μεταξύ τους δυνάμεων που θα επιδράσουν στην ιδιωτική κατανάλωση κατά το τρέχον έτος, προβλέπεται ήπια αύξησή της, στην περιοχή του 1,7%.
Η επανεκκίνηση της δημοσιονομικής προσαρμογής στο β’ εξάμηνο του 2015 και οι προσπάθειες επίτευξης του στόχου για το πρωτογενές έλλειμμα ο οποίος είχε τεθεί για πρόπερσι, είχαν οδηγήσει σε συγκράτηση της δημόσιας κατανάλωσης. Από αυτό το γεγονός προήλθε η μικρότερη ετήσια υποχώρηση των δημόσιων καταναλωτικών δαπανών κατά το τρίτο τρίμηνο του 2016. Η χαμηλότερη από όλα τα τρίμηνα του 2015 δημόσια κατανάλωση στο τελευταίο τρίμηνο του, σε συνδυασμό με τα καλά αποτελέσματα εκτέλεσης του περυσινού προϋπολογισμού στο εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου ως προς τις δαπάνες, έχουν διαμορφώσει τις συνθήκες ανόδου της στο τέταρτο τρίμηνο του 2016, περίπου κατά 1,5%. Η αναμενόμενη άνοδος των καταναλωτικών εξόδων του δημόσιου τομέα στο τελευταίο τρίμηνο του 2016 δεν θα μεταβάλλει την τάση στο σύνολο του έτους, με αποτέλεσμα την περιστολή τους κατά περίπου 0,5%. Σε ότι αφορά την τάση της δημόσιας κατανάλωσης το τρέχον έτος, στον Προϋπολογισμό του 2017 η έμφαση για τη συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής δίνεται στην ενίσχυση των φορολογικών εσόδων. Άλλωστε, τα ήδη γνωστά μέτρα στο σκέλος των δαπανών αφορούν σχεδόν αποκλειστικά σε συντάξεις, επιδόματα και ασφαλιστικές εισφορές του δημοσίου, όχι σε καταναλωτικά έξοδα. Δεδομένων των δημοσιονομικών παρεμβάσεων που έχουν σχεδιαστεί για το 2017, προβλέπεται ότι η δημόσια κατανάλωση θα διευρυνθεί ήπια στη διάρκειά του.
Στο πεδίο των επενδύσεων, η σημασία της ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ για την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας του τραπεζικού συστήματος και ακολούθως τη δυνατότητά του να παρέχει ρευστότητα στις επιχειρήσεις είναι καθοριστική. Εφόσον δεν σημειωθούν εξελίξεις στα θέματα της δεύτερης αξιολόγησης και των βραχυπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους οι οποίες θα οδηγήσουν σε είσοδο της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, η πιστωτική πολιτική των τραπεζών δεν θα μεταβληθεί. Επιπρόσθετα, η άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων θα καθυστερήσει και η χαλάρωσή τους θα είναι αργή, ανάλογη με το ρυθμό επιστροφής των καταθέσεων. Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία διαχείρισης των «κόκκινων δανείων» θα επιδράσει ανασταλτικά σε επιχειρήσεις και τράπεζες, για την υλοποίηση και τη χρηματοδότηση επενδύσεων αντίστοιχα.
Εκτός από την κεφαλαιακή ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος και την υλοποίηση μέτρων στην κατεύθυνση της διασφάλισης της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, δηλαδή παρεμβάσεις που αποσκοπούν στη βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, οι επενδυτές ενδιαφέρονται για τις συνθήκες οι οποίες επικρατούν στο επιχειρηματικό περιβάλλον. Οι διαδοχικές αλλαγές στην φορολογία επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών την τελευταία διετία, οι μεταβολές στις ασφαλιστικές εισφορές, καθώς και η αίσθηση μεταβλητότητας του ρυθμιστικού πλαισίου στην Ελλάδα που προξενούν, αποτελούν αποτρεπτικό παράγοντα στην ανάληψη επενδυτικού ρίσκου. Βεβαίως, και οι αλλαγές στις υπόλοιπες παραμέτρους του επιχειρηματικού περιβάλλοντος θα καθορίσουν τις επενδυτικές αποφάσεις, όπως η σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας. Πέρα από τα γεγονότα και τις πιθανές εξελίξεις που επηρεάζουν τις επενδυτικές αποφάσεις πολλών κλάδων, υφίστανται σε ορισμένους εξ’ αυτών συγκεκριμένες συνθήκες, που αφορούν και στις επενδύσεις τους. Για παράδειγμα, η συνέχιση της ανόδου της εξαγωγικής ζήτησης το 2016 και το παραμένον σχετικά χαμηλό ενεργειακό κόστος, παρά την πρόσφατη αύξηση της τιμής του πετρελαίου, ευνοούν την πραγματοποίηση επενδύσεων σε κάποιους εκ των κλάδων του πρωτογενή τομέα και της Μεταποίησης.
Σε ότι αφορά τη συμμετοχή του δημόσιου τομέα στην επενδυτική δραστηριότητα, εκτιμάται ότι οι δαπάνες του ΠΔΕ ήταν στο σύνολο του περασμένου έτους αμετάβλητες σε σχέση με πρόπερσι (€6,4 δισεκ.). Δεδομένου του ότι ο προϋπολογισμός δαπανών του ΠΔΕ για το 2017 είναι ίδιος με του 2016 (€6,75 δισεκ.), θεωρείται πλέον πιθανό ότι οι ενισχύσεις που θα παράσχει φέτος θα διαμορφωθούν στο ίδιο επίπεδο για τρίτο έτος. Αντιθέτως, αρκετά μεγαλύτερη ώθηση στις επενδύσεις από ότι το 2016 εκτιμάται ότι θα προέλθει από τις ιδιωτικοποιήσεις και τις παραχωρήσεις οι οποίες ολοκληρώθηκαν πέρυσι.
Δεδομένων κυρίως της μη ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης και των επενεργειών της, των εκκρεμοτήτων στις αλλαγές διοικήσεων στις τράπεζες, της αναμονής οριστικοποίησης των ρυθμίσεων για τις ασφαλιστικές εισφορές και τα εργασιακά θέματα, καθώς και του σχετικά υψηλού επιπέδου επενδύσεων στο τελευταίο τρίμηνο του 2015, εκτιμάται ότι οι επιχειρήσεις υποχώρησαν οριακά στην ίδια περίοδο του 2016. Ακολούθως, στο σύνολο της προηγούμενης χρονιάς, οι επενδυτικές δαπάνες ήταν 7,0% υψηλότερες από ότι πρόπερσι. Η ανοδική τάση αναμένεται να συνεχιστεί φέτος με ελαφρώς ταχύτερο ρυθμό, στην περιοχή του 12%, λόγω των επενδύσεων από μεταποιητικούς, εξωστρεφείς κλάδους, της εκκίνησης υλοποίησης επενδυτικών σχεδίων τα οποία σχετίζονται με αποκρατικοποιήσεις και των δημοσίων έργων.
Στον εξωτερικό τομέα, η άνοδος που αποτυπώθηκε σε αμφότερα τα σκέλη του στο τρίτο περυσινό τρίμηνο, θα συνεχιστεί τουλάχιστον στο τελευταίο τρίμηνο του 2016 και στο πρώτο του τρέχοντος έτους, καθώς στην αντίστοιχη περίοδο ένα χρόνο νωρίτερα δεν είχε σημειωθεί κάποια χαλάρωση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων ως προς τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές, που θα συνέβαλε στην εκτόνωση της συσσωρευμένης ζήτησης, για αμφότερες εισαγωγές και εξαγωγές. Κατόπιν της αρκετά μικρότερης διεύρυνσης των εξαγωγών στο κατά-ληκτικό περυσινό τρίμηνο από ότι στο προηγούμενο, η πτώση τους στο σύνολο του έτους θα διαμορφωθεί στην περιοχή του 0,7%. Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών από τη χαμηλή ισοτιμία ευρώ/δολαρίου θα συνεχιστεί στο τρέχον έτος. Οι παραμένουσες αναταραχές στις χώρες της νοτιοανατολικής Μεσογείου, ιδίως στην Τουρκία, θα ευνοήσουν μια νέα αύξηση του διεθνούς τουρισμού, αλλά και των σχετικών εισπράξεων. Στήριξη στις εξαγωγές υπηρεσιών θα προέλθει και από τις διεθνείς μεταφορές, χάρη και στη λειτουργία του επιπλέον προβλήτα ο οποίος εγκαινιάστηκε στον ΟΛΠ. Συνισταμένη των τάσεων στις επιμέρους συνιστώσες των εξαγωγών το 2017 θα είναι η διαμόρφωσή τους περίπου 5,5-6,0% υψηλότερα από ότι πέρυσι.
Στο σκέλος των εισαγωγών, η τονωτική επίδραση της χαλάρωσης των capital controls θα συνεχιστεί τουλάχιστον στο τελευταίο τρίμηνο της προηγούμενης χρονιάς και κατά τους περισσότερους μήνες του πρώτου φετινού εξαμήνου, έως ότου εκτονωθεί αρκετά η συσσωρευμένη ζήτηση για εισαγωγές. Από την άλλη πλευρά, η σταδιακή εφαρμογή των δημοσιονομικών μέτρων θα μετριάσει την αύξηση της κατανάλωσης, ασκώντας αντίστοιχες επιδράσεις στην εισαγωγική ζήτηση, χωρίς ωστόσο να αποτρέψει την άνοδό της στο τελευταίο τρίμηνο. Η ισχυρή αύξηση των εισαγωγών στο δεύτερο εξάμηνο του 2016 θα διαμορφώσει την τάση τους στο σύνολό του, οδηγώντας σε διεύρυνσή τους κατά 2,5 με 3,0%. Εκτός από τη συσσωρευμένη ζήτηση για εισαγωγές λόγω capital controls, η αναμενόμενη αύξηση της εγχώριας ζήτησης το 2017, τόσο από την υψηλότερη ιδιωτική κατανάλωση όσο και από τις επενδύσεις, θα διοχετευθεί σε μεγάλο βαθμό σε αγαθά και υπηρεσίες που δεν παράγονται εγχωρίως. Αντίρροπα στη διεύρυνση των εισαγωγών θα επενεργήσει η άνοδος της τιμής του πετρελαίου και η χαμηλή ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου, που περιορίζει την αγοραστική δύναμη. Ακολούθως, οι εισαγωγές προβλέπεται να είναι 7,5-8,0% υψηλότερες το 2017.
Συνεκτιμώντας τις παραπάνω τάσεις σε παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν τις συνιστώσες του ΑΕΠ, καθώς και την ένταση της ανόδου του στο τρίτο περυσινό τρίμηνο, η πρόβλεψη του ΙΟΒΕ για τη μεταβολή του ΑΕΠ το 2016 αναθεωρείται από ύφεση σε ανάπτυξη, της τάξης του 0,4%. Σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα, η μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας θα επιταχυνθεί το 2017, στην περιοχή του 1,5%-1,8%.
Συνοπτικές επισημάνσεις:
Συνεχίζεται η υπέρβαση στόχων του Κρατικού Προϋπολογισμού στο ενδεκάμηνο πέρυσι
Κρατικός Προϋπολογισμός 2017: Έμφαση σε υψηλότερα φορολογικά έσοδα για την επίτευξη των στόχων
Υποχώρηση της ανεργίας το 2016, συνέχιση της πτώσης της με μικρότερο ρυθμό το 2017 Συνεκτιμώντας τις αναμενόμενες επιδράσεις, μάλλον η ανεργία θα συνεχίσει να υποχωρεί το 2017, όμως η πτώση της θα είναι λίγο μικρότερη από πέρυσι, περίπου μια ποσοστιαία μονάδα (22,3%).
Κάμψη αποπληθωρισμού στο τέλος του 2016, αύξηση τιμών κυρίως από άνοδο τιμής πετρελαίου και έμμεσους φόρους το τρέχον έτος