ΙΟΒΕ: Τα βασικά μεγέθη που θα σηματοδοτήσουν την έξοδο από την κρίση είναι η προσέλκυση επενδύσεων και η αύξηση των εξαγωγών

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ύφεση ήδη από το 2008, σχεδόν εννέα χρόνια, και σε πρόγραμμα προσαρμογής από το 2010, σχεδόν επτά χρόνια. Αυτό το χρονικό διάστημα είναι ιδιαίτερα μακρύ, και όμως η αβεβαιότητα παραμένει τόσο για τις άμεσες όσο και για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές, σύμφωνα με την Έκθεση για την Ελληνική Οικονομία που παρουσίασε σήμερα το ΙΟΒΕ, υπογραμμίζοντας ότι αν και ο στόχος που έχει τεθεί από τον προϋπολογισμό για μεγέθυνση 2,7% είναι ιδιαίτερα φιλόδοξος, ρυθμοί περί το 1,5% (ή ελαφρά χαμηλότερα, ανάλογα με το πότε θα ολοκληρωθεί η τρέχουσα αξιολόγηση) θα είναι εφικτοί.

 
Αναλυτικά όπως σημειώνει το ΙΟΒΕ:

Η δημοσίευση αυτής της τριμηνιαίας έκθεσης γίνεται ενώ η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε ένα ακόμη κρίσιμο στάδιο του προγράμματος προσαρμογής. Η καταγραφή σημαντικού πρωτογενούς (αλλά και συνολικού, έστω μικρού, μετά από πολλά χρόνια) πλεονάσματος για το προηγούμενο έτος σηματοδοτεί μια εξισορρόπηση στα δημόσια οικονομικά της χώρας, άσχετα με τα επιμέρους χαρακτηριστικά της εξέλιξης των δαπανών και των εσόδων. Ταυτόχρονα, το περασμένο ήταν ένα ακόμη έτος στασιμότητας στην οικονομία, με το ΑΕΠ να παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητο για τρίτη χρονιά στη σειρά. Επίσης, η μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης έχει οδηγήσει σε μείωση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, που αρχικά αναμενόταν για τους πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους, καθώς παρατείνει την αβεβαιότητα, απομακρύνει επενδύσεις και καθυστερεί την εφαρμογή μέτρων βελτίωσης της ρευστότητας. Ένα πρώτο ζήτημα που προκύπτει, λοιπόν, είναι πώς αναμένεται ότι θα εξελιχθεί το τρέχον έτος τόσο από πλευράς δημοσιονομικής όσο και συνολικής οικονομικής δραστηριότητας. Το πιο κρίσιμο ζήτημα είναι, όμως, αν σταδιακά δρομολογείται μια πορεία της οικονομίας που θα έχει αναπτυξιακά χαρακτηριστικά, ενώ ταυτόχρονα θα μπορεί να διατηρεί σημαντικά δημοσιονομικά πλεονάσματα.

Συνολικά, η συγκυρία προσφέρεται για μια αξιολόγηση των δυνατοτήτων και προκλήσεων για την οικονομία. Υπάρχει αντικειμενικά η ευκαιρία για θετικά βήματα αλλά ταυτόχρονα, υπάρχουν σημαντικότατοι κίνδυνοι, πολλοί από τους οποίους σχετίζονται με ενδεχόμενες παρερμηνείες των εξελίξεων. Ένα πρώτο ενδεχόμενο λάθος θα ήταν να θεωρηθεί πως το μέτρο της θετικής εξέλιξης της οικονομίας θα πρέπει να είναι η επίτευξη υψηλών δημοσιονομικών πλεονασμάτων, ιδίως όταν επιτυγχάνονται με μεγάλη αύξηση των φορολογικών εσόδων. Ένα δεύτερο ενδεχόμενο λάθος θα ήταν να θεωρηθεί πως μια πρόσκαιρη ανάκαμψη της οικονομίας εξασφαλίζει μια πορεία βιώσιμης ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα. Ένα τρίτο λάθος που θα μπορούσε να γίνει, κατά την αξιολόγηση της τρέχουσας κατάστασης στην οικονομία, είναι να αγνοηθούν οι προκλήσεις και ευκαιρίες από το ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον.

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ύφεση ήδη από το 2008, σχεδόν εννέα χρόνια, και σε πρόγραμμα προσαρμογής από το 2010, σχεδόν επτά χρόνια. Αυτό το χρονικό διάστημα είναι ιδιαίτερα μακρύ, και όμως η αβεβαιότητα παραμένει τόσο για τις άμεσες όσο και για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές. Η οικονομία φαίνεται πως βρίσκεται συνολικά ένα νέο επίπεδο ισορροπίας, με χαμηλά εισοδήματα και ευημερία. Επιμέρους σημεία και χαρακτηριστικά που θα στήριζαν σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης υπάρχουν. Σε αυτά θα έπρεπε να συμπεριλάβει κανείς τόσο επιδόσεις ορισμένων επιχειρήσεων και κλάδων, που δείχνουν πως η οικονομία έχει σφυγμό, έχει δυνατότητες, όσο και την ίδια την επίτευξη του δημοσιονομικού πλεονάσματος που επιβεβαιώνει ότι η χώρα, αν και κινείται εκατέρωθεν των ορίων της πτώχευσης τα τελευταία χρόνια, και αποκομμένη από τις αγορές, δεν είναι συνολικά φτωχή αλλά, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να τεθεί σε τροχιά ευημερίας. Όμως, γενικά η οικονομία κινείται χωρίς πυξίδα και έτσι τα όποια θετικά χαρακτηριστικά και προσπάθειες δεν επιτρέπουν την αναστροφή του κλίματος αβεβαιότητας, αποεπένδυσης, και στασιμότητας. Είναι χαρακτηριστικό πως στη μέτρηση του οικονομικού κλίματος από το ΙΟΒΕ, στην καταναλωτική εμπιστοσύνη υπάρχει χαμηλό 3,5 ετών, ενώ στις επιχειρήσεις υπάρχει γενικά στασιμότητα σε χαμηλό επίπεδο. Οι αποφάσεις που θα ληφθούν, λοιπόν, εντός της χώρας, τους επόμενους μήνες είναι ιδιαίτερα κρίσιμες καθώς δυνητικά μπορούν να σηματοδοτήσουν την απαρχή ενός αναπτυξιακού κύκλου ή, εναλλακτικά, της παράτασης της στασιμότητας και, συνακόλουθα, την ένταση των κινδύνων ιδίως καθώς θα πλησιάζει η λήξη του τρέχοντος προγράμματος.

Από την άποψη των δημοσιονομικών εξελίξεων, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι η επίτευξη πλεονάσματος είναι θετική εξέλιξη, καθώς αυξάνει την αξιοπιστία του κράτους ενόψει και μιας μελλοντικής εξόδου στις αγορές για δανεισμό. Τα κύρια ερωτήματα είναι δύο. Πώς σχετίζεται το δημοσιονομικό πλεόνασμα με το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας και αν είναι μεσοπρόθεσμα διατηρήσιμο. Το πλεόνασμα προέρχεται σε ένα μεγάλο μέρος από τις παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό σύστημα (τόσο τη μείωση του επιπέδου των συντάξεων, όσο και την αύξηση των εισφορών) και κατά ένα άλλο από την αύξηση των φορολογικών εσόδων. Προκύπτει πως αν έχει εφαρμοστεί ηπιότερη φορολογία ιδίως όσον αφορά τη δημιουργία νέου εισοδήματος, ο ρυθμός ανάπτυξης για το περασμένο έτος θα ήταν θετικός. Επιπλέον σημαντική φαίνεται πως είναι η επίδραση της χρήσης ηλεκτρονικών μεσών πληρωμών ώστε να καταγραφεί ένα πρόσθετο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας. Σε ειδική έρευνα, το ΙΟΒΕ είχε πολύ έγκαιρα επισημάνει την ευεργετική επίδραση που θα είχε στα φορολογικά έσοδα η ενθάρρυνση των πληρωμών με ηλεκτρονικά μέσα. Ένα σημαντικό μέρος της καταγραφόμενης αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης, λοιπόν, πρέπει να αποδοθεί εκεί. Αυτή η επισήμανση έχει διπλή σημασία. Πρώτον, στο βαθμό που ένα μέρος της οικονομικής δραστηριότητας μεταφέρεται από το μη επίσημο στο επίσημο τμήμα της οικονομίας, οι επίσημα καταγραφόμενοι ρυθμοί ανάπτυξης υπερεκτιμούν την εξέλιξη της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας. Άρα, η ύφεση που επήλθε στην οικονομία ως απόρροια των ελέγχων κεφαλαίου δεν καταγράφεται στο σύνολο της, ακριβώς και λόγω της επίδρασης αυτών των ελέγχων στους τρόπους πληρωμών. Δεύτερον, αν είχε δρομολογηθεί περισσότερο έγκαιρα και αποτελεσματικά η ενθάρρυνση αυτών των ηλεκτρονικών πληρωμών, θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί το ίδιο ή και καλύτερο αποτέλεσμα συλλογής εσόδων (φορολογικών αλλά και ασφαλιστικών) αλλά με μειωμένους φορολογικούς συντελεστές. Ειδικότερα, η υπερβολική φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση της εργασίας και της επιχειρηματικότητας, όπως και στρεβλωτικοί φόροι στην αγορά ακινήτων, προκαλούν σωρευτικά σημαντική επιβάρυνση της οικονομικής δραστηριότητας και οδηγούν σε συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης. Άρα ο εξορθολογισμός τους πρέπει να είναι προτεραιότητα.

Όπως καταγράφεται στην  έκθεση, η εικόνα που προκύπτει από τους επιμέρους δείκτες για τους πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους είναι μικτή και υποδηλώνει μάλλον στασιμότητα. Συνολικά, πάντως, για το έτος μπορεί να αναμένεται ανάπτυξη στην περιοχή του 1,5%, σε πραγματικούς όρους. Η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί υπό την υπόθεση πως η ολοκλήρωση της αξιολόγησης δεν θα καθυστερήσει και άλλο, καθώς η αποκλιμάκωση (έστω και με χαμηλό και μειούμενο ρυθμό) της ανεργίας έχει θετική επίδραση όπως και η περαιτέρω στροφή στις ηλεκτρονικές πληρωμές. Οι ιδιωτικές επενδύσεις αναμένεται επίσης να αυξηθούν, έστω και πολύ κάτω από τον επιθυμητό ρυθμό, καθώς ξεκινούν από χαμηλή βάση, ενώ οι δημόσιες μπορούν επίσης σχετικά να ανακάμψουν στο σύνολο του έτους. Η συνολική επίδραση του εξωτερικού ισοζυγίου αναμένεται να είναι αρνητική, παρά την αύξηση εισοδημάτων στις χώρες στις οποίες εξάγουμε, καθώς σημαντικό μέρος της αύξησης της κατανάλωσης θα διαρρεύσει στο εξωτερικό ως εισαγωγές.

Αν και ο στόχος που έχει τεθεί από τον προϋπολογισμό για μεγέθυνση 2,7% είναι ιδιαίτερα φιλόδοξος, ρυθμοί περί το 1,5% (ή ελαφρά χαμηλότερα, ανάλογα με το πότε θα ολοκληρωθεί η τρέχουσα αξιολόγηση) θα είναι εφικτοί. Σε αυτήν την τάση θα πρέπει να προστεθεί και η άνοδος τιμών, που αναμένεται περί το 1,5% κυρίως λόγω της αύξησης φόρων και της αύξησης της τιμής των καυσίμων. Αναφορικά με τις δημοσιονομικές εξελίξεις, η βασική ανησυχία προκύπτει λόγω της σταδιακής εξάντλησης του αποθέματος φοροδοτικής ικανότητας των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Συνεπώς, η επίτευξη των στόχων στην πλευρά των εσόδων για την τρέχουσα και τις αμέσως επόμενες χρονιές, θα εξαρτηθεί άμεσα από την επίτευξη ρυθμών ανάπτυξης.

Πλέον, η οικονομία εξισορροπεί εκ νέου σε χαμηλό επίπεδο μετά την ολοκλήρωση των εξελίξεων που την τραυμάτισαν, εκατέρωθεν του καλοκαιριού του 2015. Αναμένεται ανάκαμψη για το τρέχον έτος, όμως το ζητούμενο είναι εάν εξελίσσεται και μετασχηματίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρξει εκκίνηση μιας βιώσιμης αναπτυξιακής πορείας. Καταρχάς, υπάρχουν ανησυχητικά σημεία που σχετίζονται με το χαμηλό ρυθμό επενδύσεων συνολικά (συνυπολογίζοντας και την αργή πορεία αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, όπως και την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων), την ιδιαίτερα αργή πρόοδο, ή και οπισθοδρόμηση, στη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης, υγείας και στην απονομή δικαιοσύνης, και την αναιμική παρουσία των εξαγωγών.

Συνολικά, πρέπει να γίνουν δύο σχετικές επισημάνσεις. Πρώτον, η ελληνική κρίση εκφράστηκε στα περίφημα δίδυμα ελλείμματα, δημοσιονομικού και εξωτερικού ισοζυγίου, γιατί η οικονομία ήταν αφενός υπερβολικά εσωστρεφής και αφετέρου υπερβολικά εξαρτημένη από το κράτος. Όσο, λοιπόν, δεν τονώνεται αποφασιστικά η εξωστρεφής και στηριζόμενη στην καινοτομία επιχειρηματικότητα, απλώς υπάρχει ανακύκλωση εισοδημάτων (και, μάλιστα, με σχετική ενίσχυση του δημόσιου τομέα), σε χαμηλό επίπεδο δραστηριότητας, και με σταδιακή εξάντληση των αποταμιεύσεων. Τα βασικά μεγέθη που θα σηματοδοτήσουν την έξοδο από την κρίση και τη δημιουργία προϋποθέσεων για βιώσιμη ανάπτυξη είναι η προσέλκυση επενδύσεων και η αύξηση των εξαγωγών. Η δημοσιονομική εξισορρόπηση είναι ασφαλώς προϋπόθεση ανάπτυξης, αλλά η συγκέντρωση πόρων στο δημόσιο έλεγχο δεν μπορεί να αποτελεί αυτοσκοπό της οικονομικής πολιτικής.

Δεύτερον, οι προσδοκίες για τη μελλοντική εξέλιξη της οικονομίας, ίσως και σε βάθος δεκαετίας, είναι ακριβώς αυτές που θα προσδιορίσουν και το ρυθμό προσέλκυσης επενδύσεων, και τελικά και τους σημερινούς ρυθμούς ανάπτυξης. Σχετικά, δύο ζητήματα είναι κρίσιμα, η εξασφάλιση ότι η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους δεν θα επιβαρύνει υπέρμετρα την οικονομία στο ορατό μέλλον (ακόμη και αν δεν χρειαστεί προσαρμογή στα ονομαστικά μεγέθη) και ότι θα υπάρξει πρόοδος (πόσο μάλλον ότι δεν θα υπάρξει οπισθοδρόμηση) στις δομικές μεταρρυθμίσεις.

Στην εξέλιξη των ελληνικών προγραμμάτων έως τώρα, η βασική κινητήρια δύναμη ήταν ουσιαστικά ο φόβος μιας ανεξέλεγκτης αρνητικής εξέλιξης, ενίοτε για τους πιστωτές και ασφαλώς και συστηματικά για τη χώρα. Δεν υπήρξε όμως ουσιαστική υποστήριξη ενός αναπτυξιακού σχεδίου που θα ενέπνεε και θα έθετε την οικονομία σε τροχιά επίτευξης υψηλότερων εισοδημάτων με βιώσιμο τρόπο. Αυτό ενδεχομένως συνέβη λόγω έλλειψης πίστης στις δυνατότητες της οικονομίας αλλά κυρίως λόγω της εσφαλμένης εντύπωσης πως ήταν δύσκολο να διατηρηθούν επιμέρους προνόμια του παρελθόντος και πως η μεταρρύθμιση της παραγωγικής βάσης αποτελούσε πολυτέλεια ή μη εφικτό στόχο. Ο κίνδυνος που υπάρχει σήμερα είναι πως, χωρίς πραγματική ισχυρή στήριξη για την οικοδόμηση μιας ανταγωνιστικής οικονομίας, μια πρόσκαιρη ανάκαμψη στο τρέχον έτος και επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων μπορεί να οδηγήσει όχι μόνο σε εφησυχασμό αλλά και σε οπισθοδρόμηση. Σε απόλυτη συνάφεια, από το εξωτερικό της χώρας υπάρχει ο κίνδυνος το πλεόνασμα να παρερμηνευθεί ως τελική απόδειξη επιτυχίας του προγράμματος και ότι άρα δεν χρειάζεται υποστήριξη των δομικών μεταρρυθμίσεων ή περαιτέρω διασφάλιση της εξυπηρέτησης του χρέους.

Συνυπολογίζοντας, τις επιμέρους εξελίξεις, η δημοσιονομική εξισορρόπηση που εκ νέου επιτυγχάνεται αποτελεί δίκοπο σπαθί. Αν συνδυαστεί με μια πολιτική προσέλκυσης επενδύσεων, μείωση του βάρους του κράτους και συστηματικού ανοίγματός της, η οικονομία θα γυρίσει σελίδα και θα βγει από την κρίση, με βελτιωμένα δομικά χαρακτηριστικά. Αν όμως θεωρηθεί πως η αύξηση της φορολογίας αποτελεί υποκατάστατο για τη βελτίωση των δομικών χαρακτηριστικών και των απαραίτητων τομών, τότε θα πρέπει να αναμένεται μεσοπρόθεσμα περαιτέρω συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης, απομάκρυνση της προοπτικής εξόδου στις αγορές και βαθύτερη ύφεση. Άλλωστε, έχει επισημανθεί ότι συστηματικά, από την αρχή του προγράμματος, έχει δοθεί πολύ μεγαλύτερη έμφαση στα δημοσιονομικά μέτρα παρά στα δομικά, με κοινή ευθύνη αυτών που τα σχεδίαζαν και εφάρμοζαν. Οι σχετικές επιλογές θα εξελιχθούν στους επόμενους μήνες, με το αποτέλεσμα να διαφαίνεται προς το τέλος του έτους. Σε κάθε περίπτωση, κλειδί για την κρίσιμη αυτή επιλογή και για τη δρομολόγηση ενδεχόμενων θετικών εξελίξεων αποτελεί η αύξηση της αξιοπιστίας του προγράμματος που ακόμη κινείται σε χαμηλά επίπεδα.

Σχετικά Άρθρα