
ΙΟΒΕ: H εξορυκτική βιομηχανία έχει δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης
Η συμβολή στο ΑΕΠ ανέρχεται σε €6,2 δισεκ. (3,4% του ΑΕΠ)
Η μελέτη του ΙΟΒΕ υπο τον τίτλο «Η συμβολή της εξορυκτικής βιομηχανίας στην ελληνική οικονομία» συνεισφέρει σημαντικά ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία για την αποτίμηση της ευρύτερης οικονομικής σημασίας της εξορυκτικής βιομηχανίας στην Ελλάδα, τα οποία συνοπτικά είναι:
Η αξία πωλήσεων της εξορυκτικής βιομηχανίας εκτιμάται σε €2,3 δισεκ. το 2014, από €2,5 δισεκ. το 2009
Η αξία των εξαγωγών ανέρχεται σε 50% των συνολικών πωλήσεων στο σύνολο της εξορυκτικής βιομηχανίας-Η διασπορά των προϊόντων, εφαρμογών και εξαγωγικών προορισμών συνεισφέρει στη διατήρηση της δραστηριότητας και στον περιορισμό των κινδύνων
Η συνολική επίδραση στο ΑΕΠ και την απασχόληση προσεγγίζει το 3,4% (€6,2 δισεκ. και 118 χιλ. αντίστοιχα)-Ιδιαίτερα ισχυρές επιδράσεις σε τοπικό επίπεδο (περιοχή Παρνασσού-Γκιώνας- Οίτης-Ελικώνα της Στερεάς Ελλάδας, νομοί Κοζάνης και Φλώρινας της Δυτικής Μακεδονίας κ.ά.)-Η πληρέστερη αξιοποίηση των αναπτυξιακών προοπτικών προϋποθέτει την εξάλειψη εμποδίων
Πρώτο και πλέον σημαντικό βήμα: εξειδίκευση και υλοποίηση της Εθνικής Πολιτικής για την Αξιοποίηση των Ορυκτών Πρώτων Υλών στην πράξη
Το ΙΟΒΕ ολοκλήρωσε πρόσφατα μελέτη για την αποτίμηση της ευρύτερης οικονομικής σημασίας της εξορυκτικής βιομηχανίας στην Ελλάδα και για την εξέταση των προϋποθέσεων που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα και την περαιτέρω ανάπτυξή της. Η σημασία του κλάδου για την ελληνική οικονομία προσεγγίζεται σε όρους προστιθέμενης αξίας παραγωγής, πωλήσεων, απασχόλησης, εξαγωγών. Πέρα από αυτές τις άμεσες επιδράσεις της εξορυκτικής βιομηχανίας, εκτιμήθηκαν οι έμμεσες επιδράσεις της, στους κλάδους οι οποίοι συμμετέχουν στην αλυσίδα εφοδιασμού, αλλά και οι προκαλούμενες επιδράσεις από τα εισοδήματα που δημιουργούνται λόγω της ύπαρξής της. Στις προϋποθέσεις βιώσιμης ανάπτυξης περιλαμβάνονται η απλοποίηση – επιτάχυνση των διαδικασιών αδειοδότησης, η μεγαλύτερη αξιοποίηση του ΙΓΜΕ για την παροχή πληροφόρησης για το δυναμικό των πρώτων υλών στη χώρα, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους, η εξάλειψη των υφιστάμενων παραλείψεων στο ρυθμιστικό πλαίσιο για τον κλάδο.
Η αξιοποίηση των ορυκτών πρώτων υλών έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα.
Η εξόρυξη δημιουργεί οικονομική δραστηριότητα, αξιοποιώντας εγχώριους πόρους, οι οποίοι αλλιώς θα έμεναν ανεκμετάλλευτοι. Ταυτόχρονα, o συγκεκριμένος κλάδος παρουσιάζει έντονη εξωστρέφεια, καθώς σημαντικό μερίδιο της παραγωγής του απευθύνεται στις διεθνείς αγορές. Επιπλέον, η εξόρυξη παρέχει τις ορυκτές πρώτες ύλες που διευκολύνουν την ανάπτυξη άλλων σημαντικών παραγωγικών δραστηριοτήτων εγχωρίως, όπως η ηλεκτροπαραγωγή, η βασική μεταλλουργία, η παραγωγή τσιμέντου και οι κατασκευές, συμβάλλοντας επομένως και με αυτό τον τρόπο στην ενδυνάμωση της ελληνικής οικονομίας. Η αποτίμηση της ευρύτερης οικονομικής σημασίας της εξορυκτικής βιομηχανίας στην Ελλάδα και η εξέταση των προϋποθέσεων που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα, την ανταγωνιστικότητα και την περαιτέρω ανάπτυξή της αποτελούν οι στόχοι της μελέτης που παρουσιάζεται αναλυτικά στη συνέχεια.
Βασικά μεγέθη
Οι συνολικές πωλήσεις της εξορυκτικής βιομηχανίας στην Ελλάδα ανήλθαν στα €2,1 δισεκ. το 2013, ενώ εκτιμάται ότι το 2014 αυξήθηκαν σε τρέχουσες τιμές, φθάνοντας τα €2,3 δισεκ. Ωστόσο, οι πωλήσεις εμφανίζονται στο σύνολο της εξορυκτικής βιομηχανίας μειωμένες κατά 15% το 2013 σε σχέση με το 2009, κυρίως όμως λόγω της δραστικής μείωσης στα αδρανή υλικά και το τσιμέντο, καθώς στις υπόλοιπες κατηγορίες καταγράφονται μικτές τάσεις, ακόμα και ισχυρή άνοδος. Σε όρους όγκου παραγωγής, παρατηρήθηκε κάμψη την περίοδο 2009-2014 κατά 37,8% στα αδρανή υλικά, κατά 24,4% στο τσιμέντο και 21,9% στα ενεργειακά ορυκτά. Στον αντίποδα, τα μάρμαρα (+44,4%) και τα βασικά μέταλλα (+32,9%) σημείωσαν σημαντική αύξηση.
Η προστιθέμενη αξία παραγωγής της εξορυκτικής βιομηχανίας ανήλθε στα €795 εκατ. το 2014, έπειτα από συνεχή πτώση από το 2007, όταν είχε διαμορφωθεί στα €1,6 δισεκ. Το μεγαλύτερο τμήμα της πτώσης μέχρι το 2013 οφείλεται στην κάμψη της οικοδομικής δραστηριότητας, η οποία οδήγησε σε πτώση της ζήτησης για τσιμέντο, ενώ η άνοδος του 2014, πέρα από τη μικρή αύξηση στους κλάδους εξόρυξης, οφείλεται στην ενίσχυση του αλουμινίου. Το μερίδιο της εξορυκτικής βιομηχανίας διαμορφώθηκε το 2014 στο 3,9% της προστιθέμενης αξίας παραγωγής του συνόλου της ελληνικής βιομηχανίας. Σημαντική παρουσία εμφανίζει η εξορυκτική βιομηχανία στις εγχώριες επενδύσεις, καθώς κατά την περίοδο 2007-2014 επένδυσε €2,1 δισεκ. συνολικά στην ελληνική οικονομία, αντιπροσωπεύοντας το 2014 το 7,8% των συνολικών επενδύσεων στη βιομηχανία.
Η απασχόληση στην εξορυκτική βιομηχανία προσέγγισε το 2014 τις 15,8 χιλ. θέσεις εργασίας ισοδύναμων πλήρους απασχόλησης (ΙΠΑ). Η απώλεια στην απασχόληση κατά τη διάρκεια της κρίσης είναι σχετικά περιορισμένη (-5,2% από το 2007 – Διάγραμμα 4.1), παρά τη σημαντική πτώση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (-50,3% την αντίστοιχη περίοδο). Ως αποτέλεσμα, το μερίδιο του κλάδου στο σύνολο της απασχόλησης της ελληνικής βιομηχανίας αυξήθηκε από 2,9% το 2007 σε 4,1% το 2014.
Η εξωστρέφεια της εξορυκτικής βιομηχανίας
Η εγχώρια εξορυκτική βιομηχανία παρουσιάζει έντονη εξωστρέφεια, η οποία δεν περιορίζεται στο υψηλό ποσοστό της παραγωγής με προορισμό τις διεθνείς αγορές. Η διεθνοποίηση του κλάδου της εξορυκτικής βιομηχανίας αναδεικνύεται και μέσω της ένταξης εγχώριων επιχειρήσεων σε πολυεθνικούς ομίλους, αλλά και με τη δημιουργία κοινών επιχειρήσεων (joint ventures), με πολλά σημεία εξόρυξης στο εξωτερικό και με δίκτυα εξαγωγών σε πολλούς προορισμούς.
Σημαντικό μέρος του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων της εξορυκτικής βιομηχανίας προέρχεται από πωλήσεις στις διεθνείς αγορές. Η αξία των εξαγωγών πλησίασε το €1,1 δισεκ. το 2013, ξεπερνώντας το 50% των συνολικών πωλήσεων του κλάδου, με ενδείξεις για αύξηση το 2014 κατά περίπου 8%. Η εξωστρέφεια είναι ιδιαίτερα αυξημένη σε προϊόντα όπως τα μάρμαρα, τα βιομηχανικά ορυκτά και τα μέταλλα, όπου η αξία των εξαγωγών ξεπερνά διαχρονικά το 70% της αξίας των πωλήσεων.
Ως προς τη διάρθρωση των εξαγωγών με βάση τα προϊόντα, περίπου το 1/5 της συνολικής αξίας των εξαγωγών καταλαμβάνουν το κάθε ένα από τα 3 προϊόντα με το υψηλότερο μερίδιο στις εξαγωγές (το τσιμέντο, το αλουμίνιο και το νικέλιο). Τα μάρμαρα και η αλουμίνα ακολουθούν με μερίδιο περίπου 10% αμφότερα, ενώ σημαντική συνεισφορά έχουν και τα παραγόμενα προϊόντα από λευκόλιθο (πυρίμαχες μάζες, δίπυρος μαγνησία και καυστική μαγνησία).
Η εξωστρέφεια της εγχώριας εξορυκτικής βιομηχανίας βασίζεται στα σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που διαθέτει ο κλάδος, ιδιαίτερα όσον αφορά την ευκολία πρόσβασης σε λιμάνια και επομένως σε υδάτινες μεταφορές (λόγω της εκτεταμένης ακτογραμμής της Ελλάδας), αλλά και εξαιτίας της κομβικής γεωγραφικής θέσης της χώρας. Ωστόσο, η έλλειψη βασικών υποδομών (κυρίως σε σιδηροδρομικές μεταφορές) είναι σημαντική. Η βελτίωση της σιδηροδρομικής σύνδεσης μεταξύ των εγκαταστάσεων παραγωγής της εξορυκτικής βιομηχανίας και των εγχώριων λιμανιών, αλλά και με τα βιομηχανικά κέντρα στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, εκτιμάται ότι μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στην περαιτέρω εξωστρέφεια και ανάδειξη του κλάδου στον παγκόσμιο εμπορικό χάρτη.
Χρηματοοικονομική ανάλυση
Η οικονομική κρίση είχε έντονα αρνητικό αντίκτυπο σε όλες τις κατηγορίες χρηματοοικονομικών αριθμοδεικτών στο σύνολο της εξορυκτικής βιομηχανίας την περίοδο 2010-2013, ωστόσο το 2014 οι αρνητικές τάσεις σε αρκετά μεγέθη και δείκτες αντιστράφηκαν. Η τάση διαφοροποιείται σημαντικά μεταξύ των επιμέρους κλάδων, κυρίως λόγω της διαφορετικής τους έκθεσης σε μεταβολές στην οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα και διεθνώς, στις διεθνείς τιμές εμπορευμάτων και στο κόστος των συντελεστών παραγωγής τους (ειδικά της ενέργειας).
Ενδεικτικά, η τάση μείωσης των πωλήσεων στα βιομηχανικά ορυκτά που παρατηρείται από το 2012, αντιστρέφεται το 2014, με τους δείκτες αποδοτικότητας ωστόσο να βρίσκονται σε αρνητικό έδαφος, λόγω σημαντικής αρνητικής επίδρασης από χρηματοοικονομικές πράξεις. Στα αδρανή υλικά, οι σημαντικές ζημιές που καταγράφηκαν το 2011, περιορίστηκαν σταδιακά στα επόμενα δύο έτη, με τους δείκτες αποδοτικότητας να επιστρέφουν σε θετικά επίπεδα το 2014. Στα μάρμαρα, η κερδοφορία παρέμεινε ισχυρή. Αντιθέτως, στα μεταλλικά ορυκτά και στη μεταποίηση βασικών μετάλλων παρατηρήθηκε σημαντική επιδείνωση των δεικτών αποδοτικότητας την περίοδο 2010-2013, αλλά και επιστροφή σε κερδοφορία το 2014. Στα μεταλλικά ορυκτά παρατηρείται επίσης αξιοσημείωτη αύξηση των περιουσιακών στοιχείων, η οποία φαίνεται να οφείλεται και στην ανάπτυξη μεταλλείων μεικτών θειούχων στην Χαλκιδική.
Οικονομικός αντίκτυπος
Η συμβολή της εξορυκτικής βιομηχανίας στην ελληνική οικονομία δεν περιορίζεται στα βασικά οικονομικά μεγέθη των επιμέρους δραστηριοτήτων εξόρυξης και μεταποίησης που εντάσσονται σε αυτή. Λαμβάνοντας υπόψη και τις έμμεσες επιδράσεις στους κλάδους που συμμετέχουν στην αλυσίδα εφοδιασμού της εξορυκτικής βιομηχανίας, αλλά και τις προκαλούμενες επιδράσεις από τα εισοδήματα που δημιουργούνται λόγω της ύπαρξής της, εκτιμάται ότι η συνολική συμβολή της εξορυκτικής βιομηχανίας στο ΑΕΠ ανέρχεται σε €4,1 δισεκ. (2,2% του ΑΕΠ), εκ των οποίων περίπου €2,7 δισεκ. προέρχονται από τις εξορυκτικές δραστηριότητες. Εάν επιπλέον ληφθεί υπόψη και η ηλεκτροπαραγωγή με καύση λιγνίτη, η οποία δεν θα ήταν εφικτή χωρίς τη στήριξη του εξορυκτικού τομέα, η συμβολή στο ΑΕΠ ανέρχεται σε €6,2 δισεκ. (3,4% του ΑΕΠ). Σε όρους απασχόλησης, η συμβολή της εξορυκτικής βιομηχανίας εκτιμάται σε 84 χιλ. ισοδύναμες θέσεις πλήρους απασχόλησης (2,2% της εγχώριας απασχόλησης), εκ των οποίων οι 55 χιλ. οφείλονται στη συνολική επίδραση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων, και σε 118 χιλ. θέσεις (3,4% της εγχώριας απασχόλησης) εάν ληφθεί υπόψη και η ηλεκτροπαραγωγή με λιγνίτη (Πίνακας 4.1).
Πρέπει να τονιστεί ότι η οικονομική συμβολή της εξορυκτικής βιομηχανίας έχει ιδιαίτερη βαρύτητα σε ορισμένες διοικητικές περιφέρειες της χώρας. Συγκεκριμένα, περίπου το 11% της απασχόλησης και σχεδόν το 12% της προστιθέμενης αξίας της Στερεάς Ελλάδας οφείλεται άμεσα ή έμμεσα στις δραστηριότητες της εγχώριας εξορυκτικής βιομηχανίας. Σημαντική συνεισφορά καταγράφεται και στην οικονομία της Δυτικής Μακεδονίας, ειδικά όταν ληφθούν υπόψη και οι επιδράσεις από την ηλεκτροπαραγωγή με την καύση λιγνίτη (22% της απασχόλησης στην περιφέρεια σε όρους συνολικού αντίκτυπου). Ιδιαίτερα υψηλή συνεισφορά της εξορυκτικής βιομηχανίας καταγράφεται επίσης στην Ανατολική Μακεδονία – Θράκη, στη Θεσσαλία, στο Νότιο Αιγαίο, αλλά και στην Πελοπόννησο όταν συνυπολογιστούν οι επιδράσεις από την ηλεκτροπαραγωγή με λιγνίτη.
Προοπτικές ανάπτυξης
Σημαντικούς παράγοντες για τη διατήρηση και την ενίσχυση του οικονομικού αντίκτυπου του κλάδου της εξορυκτικής βιομηχανίας αποτελούν η σταθεροποίηση και η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, καθώς και η ενίσχυση των παγκόσμιων ροών εμπορίου. Από τη μια πλευρά, οι προβλέψεις για ενίσχυση της ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, από την άλλη οι συνεχιζόμενες οικονομικές δυσκολίες στην Ελλάδα το 2015-2016, με την ανάκαμψη να προβλέπεται να ξεκινήσει το 2017, δημιουργούν μικτή εικόνα για τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές του κλάδου. Συγκεκριμένα, υπό την υπόθεση ότι οι τιμές των προϊόντων θα παραμείνουν αμετάβλητες, αναμένεται για το 2016 μικρή αύξηση της παραγωγής στα μεταλλικά και βιομηχανικά ορυκτά και στα μάρμαρα, ενώ προβλέπεται μικρή υποχώρηση στο τσιμέντο και τα ενεργειακά ορυκτά. Ισχυρότερη αύξηση και αντιστροφή της αρνητικής τάσης αντίστοιχα αναμένεται από το 2017, με αποτέλεσμα το επίπεδο παραγωγής το 2020 στο σύνολο της εξορυκτικής βιομηχανίας να είναι αυξημένο κατά 13,6% σε σχέση με το 2014, εφόσον επαληθευτούν οι αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας και της ΕΕ28 και διασφαλιστεί η επενδυτική ομαλότητα στη χώρα.
Όσον αφορά στον επενδυτικό σχεδιασμό των επιχειρήσεων στην εξορυκτική βιομηχανία, διαπιστώνεται μια σαφής διάθεση ενίσχυσης των επενδύσεων τα επόμενα έτη. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις 19 επιχειρήσεων, μελών του ΣΜΕ, προκύπτει μια συνολική προγραμματισμένη επενδυτική δαπάνη άνω του €1,7 δισεκ. στα επόμενα έτη, με το μεγαλύτερο τμήμα αυτών να προγραμματίζεται για την περίοδο 2016-2017. Ωστόσο, η ταχύτητα υλοποίησης των επενδύσεων θα επηρεαστεί τελικά από τις οικονομικές συνθήκες που θα διαμορφώνονται στην πορεία, τόσο στην εγχώρια οικονομία, όσο και διεθνώς, καθώς ήδη οι επιχειρήσεις του κλάδου αντιμετωπίζουν σημαντικά οικονομικά, διοικητικά, ρυθμιστικά κ.ά. προβλήματα στη λειτουργία τους.
Προτάσεις πολιτικής
Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ανακοίνωσε το 2012 την Εθνική Πολιτική για την Αξιοποίηση των Ορυκτών Πρώτων Υλών (ΕΠΑΟΠΥ). Ωστόσο, η εθνική πολιτική δεν έχει λάβει έως σήμερα τη μορφή νομοθετικών κειμένων και έτσι τελικά δεν εφαρμόζεται στην πράξη. Ως αποτέλεσμα, ακόμα υφίστανται σημαντικά εμπόδια στην περαιτέρω ανάπτυξη της εξορυκτικής βιομηχανίας.
Αναλυτικά, οι διαδικασίες αδειοδότησης για την αξιοποίηση πρώτων υλών εξακολουθούν να είναι χρονοβόρες, χωρίς σαφώς προσδιορισμένη μεθοδολογία. Στην καθυστέρηση της αδειοδότησης συμβάλλουν η πολυνομία, καθώς και η σχετική γραφειοκρατία στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο. Το δαιδαλώδες νομοθετικό σύστημα συσχετίζεται άμεσα και με τις πολυάριθμες προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας, προκαλώντας σημαντικές καθυστερήσεις στην υλοποίηση επενδύσεων. Παράλληλα, το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ) δεν έχει αξιοποιηθεί στο μέγιστο βαθμό, με αποτέλεσμα η πληροφόρηση για το δυναμικό των πρώτων υλών στη χώρα να είναι σχετικά περιορισμένη. Σε συνδυασμό με δυσμενείς εξελίξεις στο μη μισθολογικό κόστος (όπως τέλη, μισθώματα, λοιπή φορολογία και κόστος ενέργειας), οι εκκρεμότητες στο ρυθμιστικό πλαίσιο δυσχεραίνουν την ανταγωνιστικότητα και την περαιτέρω ανάπτυξη της εξορυκτικής βιομηχανίας στην Ελλάδα.
Η εξάλειψη των υφιστάμενων παραλείψεων στο ρυθμιστικό πλαίσιο και ευρύτερα στην πολιτική για τις ορυκτές πρώτες ύλες, αποτελεί βασική προϋπόθεση για πληρέστερη αξιοποίηση των αναπτυξιακών προοπτικών της εξορυκτικής βιομηχανίας. Η εξειδίκευση και η υλοποίηση της Εθνικής Πολιτικής για την Αξιοποίηση των Ορυκτών Πρώτων Υλών (ΕΠΑΟΠΥ) αποτελεί ένα βασικό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση. Προτεραιότητα σήμερα έχουν οι δράσεις που σκοπεύουν στη βελτίωση του χωροταξικού σχεδιασμού, την απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης, τον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας εξόρυξης, την προαγωγή της εκπαίδευσης και της έρευνας και την εξασφάλιση της κοινωνικής άδειας.
Εν κατακλείδι, η Ελλάδα διαθέτει αξιοσημείωτη εξορυκτική δραστηριότητα, με σημαντική συνεισφορά στην οικονομία. Η συνεισφορά είναι ιδιαίτερα υψηλή σε περιφέρειες όπως η Στερεά Ελλάδα και η Δυτική Μακεδονία, όπου επικεντρώνονται πολλές από τις εργασίες του τομέα. Δεδομένης της στρατηγικής σημασίας της εξασφάλισης της πρόσβασης σε ορυκτές πρώτες ύλες διεθνώς, η εξορυκτική βιομηχανία έχει δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης, με σεβασμό στις αρχές της βιωσιμότητας. Ωστόσο, η πληρέστερη αξιοποίηση αυτών των δυνατοτήτων προϋποθέτει την εφαρμογή μιας σειράς μέτρων που προβλέπονται στην εθνική πολιτική για τις ΟΠΥ, με στόχο τη διασφάλιση της λειτουργίας των επιχειρήσεων, τη διευκόλυνση νέων επενδύσεων, την προστασία του περιβάλλοντος και την εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.