Κατάσταση “catch -22 situation”

• «Ποια εργαλεία οικονομικής πολιτικής μπορεί (ή δεν μπορεί) να χρησιμοποιήσει η ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να δώσει ένα τέλος στον οικονομικό εφιάλτη της χώρας»

 

 

• «Oι οικονομικές αρχές της χώρας δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να αναζητήσουν “μη συμβατικά” εργαλεία οικονομικής πολιτικής»

 

 

 

 

 

Το Κέντρο Προγραμματισμού  και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), στην νέα του περιοδική έκδοση Οικονομικές Εξελίξεις, δημοσιεύει μια αξιόλογη μελέτη του κυρίου  Αριστοτέλη Κουτρούλη, υπό τον τίτλο: «Η αντιμετώπιση της ελληνικής οικονομικής κρίσης υπό το καθεστώς των στενών περιθωρίων άσκησης εθνικής οικονομικής πολιτικής».  Αναλυτικά η μελέτη έχει  ως εξής:

 

 

 

 

 

 

“Αρχή Tinbergen” και “impossible trinity”

«Μία από τις βασικές λειτουργίες κάθε σύγχρονου εθνικού κράτους είναι η ενεργή παρέμβαση στο οικονομικό γίγνεσθαι προκειμένου να εξασφαλιστεί η διατήρηση ή η επαναφορά της οικονομίας προς την επιθυμητή κατεύθυνση.

 

 

 

 

Κεντρικό πρόβλημα σε αυτή τη διαδικασία αποτελούσε πάντοτε η αναζήτηση και χρήση των κατάλληλων πρακτικών ή μέσων από την πλευρά του κράτους.

 

 

 

 

Ειδικότερα, γνωρίζουμε από την οικονομική θεωρία ότι η δυνατότητα ενός κράτους να διασφαλίσει την οικονομική σταθερότητα και να δημιουργήσει τις απαραίτητες συνθήκες για διαχρονική οικονομική ανάπτυξη είναι συνάρτηση της ποσότητας και της ποιότητας των εργαλείων που έχουν στη διάθεσή τους οι φορείς άσκησης οικονομικής πολιτικής.

 

 

 

 

Η βασική ιδέα προέρχεται από τις εργασίες του Tinbergen (1952, 1956), ο οποίος υποστήριξε ότι, προκειμένου η οικονομική πολιτική να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει ο αριθμός των διαθέσιμων εργαλείων να είναι τουλάχιστον ίσος με τον αριθμό των στόχων που έχουν τεθεί.

 

 

 

 

Για να καταδείξει τη σπουδαιότητα της άποψης αυτής, ο Mundell (1968) –ένας επιφανής οικονομολόγος με σπουδαίο συγγραφικό έργο σχετικά με την οικονομική πολιτική– διατύπωσε την “αρχή Tinbergen” σε ένα μαθηματικό πλαίσιο υποστηρίζοντας το εξής: Η επίτευξη μιας σειράς οικονομικών στόχων με λιγότερα μέσα οικονομικής πολιτικής είναι τόσο εφικτή όσο εφικτή είναι η επίλυση ενός συστήματος εξισώσεων και η εξεύρεση μοναδικής λύ σης, όταν ο αριθμός των αγνώστων είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των εξισώσεων του συστήματος.

 

 

 

 

Τι ακριβώς όμως σημαίνει η “αρχή Tinbergen” στην πράξη και ποιες είναι οι επιπτώσεις όταν αυτή παραβιάζεται;

 

 

 

 

Μια πρώτη και αρκετά προφανής συνέπεια έχει να κάνει με τη συνολική αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής.

 

 

 

 

Όταν ο αριθμός των μέσων υπολείπεται του αριθμού των στόχων, τότε αναπόφευκτα κάποια μέσα επιφορτίζονται με πολλαπλά καθήκοντα.

 

 

 

 

Με τη σειρά της, η παράταξη του μέσου σε πολλά μέτωπα αποδυναμώνει το ίδιο το μέσο και μειώνει τις επιδράσεις που επιθυμούμε να έχει αυτό στα μακροοικονομικά μεγέθη.

 

 

 

 

Το πρόβλημα γίνεται οξύτερο όταν οι πολλαπλοί στόχοι ενός μέσου δεν είναι μεταξύ τους συμπληρωματικοί αλλά ανταγωνιστικοί.

 

 

 

 

Κλασικό παράδειγμα ύπαρξης σύγκρουσης ή αντινομίας μεταξύ οικονομικών στόχων είναι η περίπτωση που στη διεθνή βιβλιογραφία είναι γνωστή ως “impossible trinity”.

 

 

 

 

Συγκεκριμένα, η περίπτωση αυτή αναφέρεται στην ασυμβατότητα μεταξύ της απελευθέρωσης της αγοράς κεφαλαίων και της εφαρμογής ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής, δηλαδή του δικαιώματος της μονομερούς επιλογής του εγχώριου επιτοκίου, υπό το καθεστώς σταθερών και διεθνώς καθορισμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών.

 

 

 

 

Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που μια χώρα χρησιμοποιεί τη νομισματική πολιτική ως εργαλείο για να διατηρήσει τη συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματός της σταθερή, αυτομάτως αποκλείει τη χρήση του ίδιου εργαλείου για την επίτευξη άλλων στόχων όπως είναι η σταθεροποίηση της οικονομίας ή η αύξηση της εισροής κεφαλαίων.

 

 

 

 

Το παράδειγμα αυτό αναδεικνύει ότι η “αρχή Tinbergen” και γενικότερα η σημασία των περιθωρίων οικονομικής πολιτικής (policy space) δεν είναι απλά το αποτέλεσμα των “ιδιοτροπιών” ενός θεωρητικού οικονομικού υποδείγματος.

 

 

 

 

Αντίθετα, αποτελεί μια ιστορική πραγματικότητα για όλες εκείνες τις χώρες που είχαν την εμπειρία της συμμετοχής στο διεθνές νομισματικό σύστημα του Bretton Woods για περισσότερο από δύο δεκαετίες τον περασμένο αιώνα.

 

 

 

 

 

 

 

Υπερεθνικοί οικονομικοί σχηματισμοί και περιθώρια οικονομικής πολιτικής

Δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι, σε σχέση με τις συνθήκες που επικρατούσαν την εποχή του Tinbergen, το σημερινό πλαίσιο άσκησης εθνικής οικονομικής πολιτικής και γενικότερα το διεθνές οικονομικό περιβάλλον έχουν αλλάξει ριζικά.

 

 

 

 

Πράγματι, η απελευθέρωση των αγορών χρήματος και κεφαλαίων, σε συνδυασμό με τη διεθνοποίηση των παραγωγικών διαδικασιών, έχουν οδηγήσει στη στενότερη διασύνδεση των εθνικών αγορών.

 

 

 

 

Όσο πιο συνδεδεμένες είναι μεταξύ τους οι οικονομίες, τόσο περισσότερο επηρεάζουν η μία την άλλη και επομένως τόσο περισσότεροι είναι οι περιορισμοί που τίθενται κατά την άσκηση εθνικής οικονομικής πολιτικής.

 

 

 

 

Μια άλλη εξέλιξη που συνδέεται με την επιβολή επιπρόσθετων περιορισμών σχετίζεται με τον αυξημένο αριθμό εθνικών δεσμεύσεων που προκύπτουν από τις διεθνείς συμφωνίες και κανόνες όπως είναι οι κανονισμοί που διέπουν τη λειτουργία του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου (INFO 1).

 

 

 

 

Φυσικά, οι πηγές εθνικών δεσμεύσεων και περιορισμών δεν εξαντλούνται στα προαναφερθέντα.

 

 

 

 

Για τις χώρες που συμμετέχουν στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), η δημιουργία του ευρώ προκάλεσε τις μεγαλύτερες απώλειες σε όρους αυτονομίας, καθώς η νομισματική και συναλλαγματική πολιτική έχουν περάσει πλέον στην αποκλειστική δικαιοδοσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

 

 

 

 

Πόσο λοιπόν μεγάλη είναι η ένταση που υπάρχει μεταξύ οικονομικής ολοκλήρωσης και αυτονομίας στην άσκηση εθνικής οικονομικής πολιτικής;

 

 

 

 

Είναι ισόποση η κατανομή του βάρους των περιορισμών στην αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής μεταξύ των χωρών;

 

 

 

 

Η γνώση που αντλεί κανείς από την πρόσφατη εμπειρία της Ευρωζώνης εύκολα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, για τις χώρες-μέλη του ευρωπαϊκού Βορρά (Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία, και Φιλανδία), το πρόβλημα των στενών περιθωρίων άσκησης εθνικής οικονομικής πολιτικής είναι χαμηλής έντασης.

 

 

 

 

Συγκεκριμένα, έχοντας προ πολλού εξασφαλίσει (α) την εύρυθμη λειτουργία όλων των εγχώριων αγορών, (β) την ισχυρή παρουσία βιομηχανικών κλάδων υψηλής προστιθέμενης αξίας, (γ) τη συνεχή προσαρμογή του παραγωγικού προτύπου στην εγχώρια και εξωτερική ζήτηση, και τέλος, έχοντας προνοήσει για την αποφυγή σοβαρών εσωτερικών ή εξωτερικών μακροοικονομικών ανισορροπιών, οι ώριμες οικονομίες του ευρωπαϊκού Βορρά δεν αντιμετωπίζουν την ανάγκη για συνεχή προσδιορισμό και επαναπροσδιορισμό ενδιάμεσων στόχων και μέσων οικονομικής πολιτικής.

 

 

 

 

Είναι επίσης γεγονός ότι η δημοσιονομική πειθαρχία και εγκράτεια στους καλούς καιρούς έχουν αφήσει αρκετά δημοσιονομικά περιθώρια για την ενίσχυση της οικονομίας όπου και όταν αυτή χρειάζεται.

 

 

 

 

Με απλά λόγια, οι όποιες προκλήσεις οικονομικής πολιτικής στον ευρωπαϊκό Βορρά εξαντλούνται σήμερα στην υιοθέτηση εθνικών σχεδίων δράσης όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ο ιδιωτικός τομέας.

 

 

 

 

Ο τελευταίος και αρκετά εύρωστος είναι και το δρόμο στρωμένο έχει (περιβάλλον φιλικό προς την επιχειρηματικότητα, πρόσβαση σε σύγχρονες υποδομές, ανοικτές αγορές) ώστε να αντεπεξέλθει στο ρόλο του χωρίς τη δυναμική παρέμβαση της πολιτείας.

 

 

 

 

Αντίθετα, για τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας (δηλαδή την Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία και σε μικρότερο βαθμό την Ιταλία και την Ιρλανδία) το πρόβλημα της μη διαθεσιμότητας συμβατικών εργαλείων οικονομικής πολιτικής είναι ιδιαίτερα οξύ.

 

 

 

 

Ας πάρουμε για παράδειγμα την ελληνική περίπτωση.

 

 

 

 

Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στον ευρωπαϊκό Βορρά, βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελληνικής οικονομίας είναι το φτωχό θεσμικό πλαίσιο, οι πολλές τομεακές αδυναμίες, η χαμηλή παραγωγικότητα, οι συνεχείς απώλειες σε όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας, και η συσσώρευση σοβαρών εσωτερικών και εξωτερικών μακροοικονομικών ανισορροπιών.

 

 

 

 

Εάν σε όλα αυτά προστεθεί η πρωτοφανής σε διάρκεια και ένταση κρίση, έτσι όπως αυτή αποτυπώνεται στη μεγάλη συρρίκνωση του ΑΕΠ για πέντε συναπτά έτη και την υψηλή ανεργία, τότε η συνολική εικόνα που ανακύπτει για την ελληνική οικονομία δεν μπορεί παρά να είναι η χειρότερη εικόνα που θα μπορούσε να έχει κανείς για μια σύγχρονη ευρωπαϊκή οικονομία.

 

 

 

 

Έχοντας κατά νου αυτή την περιγραφή, ας εξετάσουμε τώρα ποια εργαλεία οικονομικής πολιτικής μπορεί (ή δεν μπορεί) να χρησιμοποιήσει η ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να δώσει ένα τέλος στον οικονομικό εφιάλτη της χώρας.

 

 

 

 

 

 

 

Η de jure και de facto απώλεια συμβατικών εργαλείων οικονομικής πολιτικής από την ελληνική πολιτεία

Ως σημείο εκκίνησης της ανάλυσής μας, υπενθυμίζουμε ότι η πλήρης συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ της ΕΕ έχει οδηγήσει στην de jure απώλεια του δικαιώματος χρήσης σημαντικών εργαλείων οικονομικής πολιτικής όπως είναι η άσκηση νομισματικής πολιτικής, οι παρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος και ο άμεσος έλεγχος της κίνησης κεφαλαίων από και προς το εσωτερικό της χώρας.

 

 

 

 

Επιπρόσθετα, οι κανονισμοί και οι παρελκόμενες εθνικές δεσμεύσεις στα πλαίσια της εύρυθμης λειτουργίας της ΕΕ έχουν περιορίσει σημαντικά την ευελιξία της χώρας ως προς την άσκηση εμπορικής και βιομηχανικής πολιτικής.

 

 

 

 

Αυτό σημαίνει ότι οι ελληνικές οικονομικές αρχές δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν ούτε εκείνα τα μέσα που κατά κόρον έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από τις ώριμες οικονομίες του σήμερα (INFO 2), ούτε τις πιο πρόσφατες πρακτικές των νεοεκβιομηχανισμένων χωρών της Ανατολικής Ασίας (INFO 3).

 

 

 

 

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι εθνικές οικονομικές αρχές αδυνατούν να λάβουν μέτρα αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής.

 

 

 

 

Η εξήγηση για την αδυναμία αυτή βρίσκεται τόσο στην κατασπατάληση των δημοσιονομικών περιθωρίων της χώρας τις καλές εποχές (de facto απώλεια ελέγχου της δημοσιονομικής πολιτικής), όσο και στους όρους που συνοδεύουν την παροχή χρηματοδότησης από την Τρόικα (de jure απώλεια ελέγχου της δημοσιονομικής πολιτικής).

 

 

 

 

Υπό αυτές τις συνθήκες, τα μοναδικά μέσα τα οποία έχει στη διάθεσή της η ελληνική πολιτεία προκειμένου να συμβάλλει στην ομαλοποίηση της οικονομικής κατάστασης σχετίζονται κυρίως με παρεμβάσεις μικροοικονομικού χαρακτήρα (π.χ. πολιτικές που αποσκοπούν στην εναρμόνιση αμοιβών και τιμών με τους όρους της αγοράς) και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (π.χ. απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και εργασίας).

 

 

 

 

 

 

Επανεκκίνηση της οικονομίας και καταπολέμηση της ανεργίας με λίγα εργαλεία οικονομικής πολιτικής

Το μήνυμα των παραπάνω παραγράφων είναι απλό: Η χώρα έχει εναποθέσει το σύνολο των μέσων οικονομικής πολιτικής που της έχουν απομείνει στην εξασφάλιση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών και τη διόρθωση των εξωτερικών και εσωτερικών ανισορροπιών, αφήνοντας ελάχιστα εργαλεία για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και την καταπολέμηση της ανεργίας.

 

 

 

 

Όμως, η μείωση του δημόσιου ελλείμματος ή του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών δεν συνιστούν τους απώτερους στόχους της οικονομικής πολιτικής. Είναι απλά ενδιάμεσοι στόχοι.

 

 

 

 

Οι κεντρικοί και απώτεροι στόχοι της οικονομικής πολιτικής, όπως επανειλημμένα έχει γραφτεί στα οικονομικά εγχειρίδια και συνεχώς διακηρύσσεται από τους πολιτικούς ηγέτες των σύγχρονων κρατών, είναι η αειφόρος ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας και η δημιουργία βιώσιμων θέσεων εργασίας.

 

 

 

 

Για να είμαστε δίκαιοι, η διεθνής εμπειρία διδάσκει ότι η επαναφορά μιας οικονομίας στο επιθυμητό μονοπάτι της ανάπτυξης είναι ανέφικτη όσο το δημόσιο χρέος είναι μη βιώσιμο και όσο η οικονομία ταλαιπωρείται από μεγάλες εσωτερικές και εξωτερικές ανισορροπίες.

 

 

 

 

Υπό αυτή την έννοια, η επανεκκίνηση της διαδικασίας συσσώρευσης κεφαλαίου, και γενικότερα η εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας προς την επιθυμητή κατεύθυνση, προϋποθέτουν τη δραστική και διατηρήσιμη μείωση των εσωτερικών ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους.

 

 

 

 

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η δημοσιονομική εξυγίανση είναι και η ικανή συνθήκη για την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.

 

 

 

 

Αντίθετα, είναι η οικονομική ανάπτυξη αυτή που θα οδηγήσει στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και όχι το αντίστροφο.

 

 

 

 

Από την άλλη, είναι επίσης αλήθεια ότι τα πρωτοφανή υψηλά επίπεδα στα οποία έχει ανέλθει η ανεργία μπορούν να παίξουν τον ίδιο αποσταθεροποιητικό ρόλο με αυτόν του δημοσιονομικού ελλείμματος.

 

 

 

 

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες εκφράζουν πλέον δημόσια την ανάγκη αύξησης των περιθωρίων οικονομικής πολιτικής και τη μετατόπιση του βάρους των προσπαθειών από τη δημοσιονομική εξυγίανση στην οικονομική ανόρθωση και την καταπολέμηση της ανεργίας (Gross, 2012).

 

 

 

 

Την ίδια φιλοσοφία φαίνεται να συμμερίζεται και ένα πολύ πρόσφατο επιστημονικό άρθρο (Barkbu et al., 2012), απόσπασμα του οποίου παρατίθεται παρακάτω:

 

 

 

 

“… σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από υψηλά ποσοστά ανεργίας και μεγάλα παραγωγικά κενά, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορεί να μην καταφέρουν από μόνες τους να δώσουν μια επαρκή ώθηση στη οικονομική δραστηριότητα σε σύντομο χρονικό διάστημα.

 

 

 

 

Αν και υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες για τις θετικές επιδράσεις των μεταρρυθμίσεων μακροχρόνια, τα οφέλη αναμένονται να είναι μικρά στο άμεσο μέλλον.

 

 

 

 

Επίσης, υπό το καθεστώς της σημερινής αναιμικής ζήτησης, δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα αποτυχίας των πολιτικών της προσφοράς και της γενικότερης αναδιάρθρωσης των οικονομιών να τονώσουν την παραγωγική δραστηριότητα.

 

 

 

 

Είναι, με άλλα λόγια, υπαρκτή η απειλή να εισέλθει ένα μεγάλο τμήμα της Ευρώπης σε κατάσταση οικονομικής στασιμότητας για μια μακρά χρονική περίοδο. (…)

 

 

 

 

Επιπρόσθετα, ο συνδυασμός ασθενικών ρυθμών ανάπτυξης και υψηλών ποσοστών ανεργίας ενδέχεται να υπονομεύσει τη δημοσιονομική εξυγίανση καθώς εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος απόσυρσης της απαραίτητης πολιτικής υποστήριξης από τους πολίτες.” (Barkbu et al., 2012, σελ. 8) (INFO 4).

 

 

 

 

Συμπερασματικά, η ελληνική οικονομία έχει περιέλθει σε μια κατάσταση που συχνά στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται συνοπτικά με τον όρο “catch -22 situation”.

 

 

 

 

Για την Ελλάδα αυτό σημαίνει ότι η συνέχιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης είναι πολύ δύσκολη, αν προηγουμένως δεν λυθεί το πρόβλημα της υψηλής ανεργίας και της αρνητικής ανάπτυξης και, ταυτόχρονα, η επάνοδος σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και η μείωση της ανεργίας είναι σχεδόν αδύνατες, εάν δεν προηγηθεί η δημοσιονομική προσαρμογή.

 

 

 

 

 

 

 

 Ποτέ δεν είναι αργά

Προτού ολοκληρώσουμε την ανάλυσή μας και για την αποφυγή παρεξηγήσεων είναι σκόπιμο να γίνουν κάποιες επισημάνσεις.

 

 

 

 

Η είσοδος της Ελλάδας στην ΟΝΕ και η επακόλουθη ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή οικονομία ήταν γνωστό ότι θα συνοδευόταν όχι μόνο από πολλαπλά οφέλη για τη χώρα αλλά και από σημαντικές απώλειες σε όρους αυτονομίας κατά την άσκηση οικονομικής πολιτικής.

 

 

 

 

Το βάρος της ευθύνης τόσο για τη αποκομιδή των οφελών όσο και για την εξεύρεση τρόπων αντιμετώπισης της απώλειας σημαντικών εργαλείων πολιτικής το έφεραν πάντα οι εκλεγμένες ελληνικές κυβερνήσεις.

 

 

 

 

Με αυτή την έννοια, στόχος μας δεν είναι η προβολή μιας κριτικής θέσης έναντι των δεσμεύσεων της χώρας από τη συμμετοχή της στην ΟΝΕ.

 

 

 

 

Ούτε υπονοούμε ότι η διαθεσιμότητα και χρήση συμβατικών εργαλείων αντικυκλικής πολιτικής είναι η πανάκεια όλων των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα.

 

 

 

 

Το ουσιώδες στοιχείο που αναδεικνύει η ανάλυσή μας είναι ότι τα εργαλεία οικονομικής πολιτικής που έχει στη διάθεσή της η Ελλάδα υπολείπονται –τουλάχιστον ποσοτικά– έναντι αυτών που χρειάζονται για τη διόρθωση των χρόνιων εσωτερικών και εξωτερικών ανισορροπιών και την ταυτόχρονη επίτευξη των δίδυμων στόχων της ανάπτυξης και της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.

 

 

 

 

Αν λοιπόν η κατάσταση έχει έτσι ακριβώς όπως την έχουμε περιγράψει, τότε οι οικονομικές αρχές της χώρας δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να αναζητήσουν “μη συμβατικά” εργαλεία οικονομικής πολιτικής.

 

 

 

 

Υπάρχουν τέτοια εργαλεία τα οποία θα είναι ταχείας απόδοσης και ταυτόχρονα μηδενικού δημοσιονομικού κόστους;

 

 

 

 

Η σχετική βιβλιογραφία έχει να κάνει μερικές ενδιαφέρουσες προτάσεις.

 

 

 

 

Δυστυχώς όμως, οι περισσότερες από τις προτεινόμενες λύσεις είτε είναι άμεσα συνυφασμένες με την άσκηση αυτόνομης νομισματικής πολιτικής είτε παραβιάζουν τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία της ΕΕ.

 

 

 

 

Βέβαια υπάρχουν και προτάσεις πολιτικής οι οποίες και χαμηλό (άμεσο) δημοσιονομικό κόστος έχουν και συμβατές είναι με τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας.

 

 

 

 

Από αυτές τις προτάσεις οι περισσότερες έχουν ήδη υιοθετηθεί από την ελληνική κυβέρνηση και βρίσκονται στο στάδιο της υλοποίησης.

 

 

 

 

Το μόνο που απομένει είναι να αποδώσουν καρπούς.

 

 

 

 

Εδώ ακριβώς βρίσκεται και το πρόβλημα: οι διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις δεν είναι ταχείας απόδοσης.

 

 

 

 

Αυτό ισχύει ειδικά όταν οι διαρθρωτικές αλλαγές λαμβάνουν χώρα σε περιόδους ύφεσης.

 

 

 

 

Εάν μάλιστα μιλάμε για κρίσεις πρωτοφανούς έντασης και διάρκειας όπως η ελληνική, τότε είναι πιθανό οι μεταρρυθμίσεις να έχουν ακόμα και αρνητικές επιδράσεις στη βραχυχρόνια περίοδο (Bouis et al., 2012 και Cacciatore et al., 2012).

 

 

 

 

Η ανεπάρκεια των μέσων που διαθέτουν οι εγχώριες οικονομικές αρχές προκειμένου να ασκήσουν αντικυκλική πολιτική και οι πολύ περιορισμένες επιλογές εναλλακτικών εργαλείων που θα μπορούσαν να δώσουν μια γρήγορη και δυναμική ώθηση στην οικονομία στρέφουν αναγκαστικά την προσοχή μας στους υπόλοιπους εταίρους της Ελλάδας και στην ιδέα της δημοσιονομικής ενοποίησης της Ευρώπης (ΔΕΕ).

 

 

 

 

Η ιδέα αυτή δεν είναι καινούρια. Ήδη από το 1990, σε κείμενα της τότε Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αναφέρονται επιχειρήματα υπέρ της ύπαρξης ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού εξομάλυνσης δημοσιονομικών διαταραχών (INFO 5).

 

 

 

 

Ο μηχανισμός αυτός θα μπορούσε να λειτουργήσει στα πρότυπα που λειτουργεί ο αντίστοιχος μηχανισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (INFO 6).

 

 

 

 

Όπως όλοι γνωρίζουμε βέβαια, η ιδέα αυτή δεν έχει υλοποιηθεί ακόμη στα πλαίσια της ΟΝΕ.

 

 

 

 

Αυτό όμως δεν αποκλείει τη δυνατότητα της, έστω και άτυπης, δημοσιονομικής στήριξης της Ελλάδας από χώρες που έχουν τα δημοσιονομικά περιθώρια.

 

 

 

 

Πολύ απλά, η αρχική ώθηση της οικονομίας που όλοι απεγνωσμένα περιμένουμε και που ο ελληνικός δημόσιος τομέας αδυνατεί να προσφέρει για τους γνωστούς λόγους, μπορεί να προκύψει από τη διοχέτευση ενός μικρού τμήματος των δημοσίων δαπανών των άλλων κρατών προς την ελληνική οικονομία.

 

 

 

 

Φυσικά, η δημοσιονομική στήριξη από μόνη της λίγο όφελος θα έχει, εάν αυτή δεν συνοδεύεται από τον καλύτερο συντονισμό των εθνικών οικονομικών πολιτικών των κρατών-μελών της ΟΝΕ.

 

 

 

 

Για παράδειγμα, μια χαλαρότερη πολιτική μισθών και τιμών από την πλευρά των πλεονασματικών χωρών του ευρωπαϊκού Βορρά, σε συνδυασμό με την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης στην Ελλάδα, θα επέτρεπε στην τελευταία να αντλήσει πολύ μεγαλύτερα οφέλη σε όρους ανταγωνιστικότητας.

 

 

 

 

Με τη σειρά της, η ταχύτερη και μεγαλύτερη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων θα μπορούσε να δώσει μια ισχυρή ώθηση στην εγχώρια παραγωγική δραστηριότητα και ειδικά σε αυτή του εξαγωγικού τομέα.

 

 

 

 

Όπως καθετί που ανήκει στη σφαίρα της ανθρώπινης γνώσης, έτσι και οι οικονομικές κρίσεις έχουν μια αρχή και ένα τέλος.

 

 

 

 

Το ίδιο ισχύει και για την κρίση την οποία διέρχεται η ελληνική οικονομία.

 

 

 

 

Αν στην ελληνική περίπτωση ο δρόμος προς την έξοδο από την κρίση φαντάζει λίγο πιο μακρύς, αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη βασικών εργαλείων οικονομικής πολιτικής.

 

 

 

 

Πιστεύουμε ότι το έργο των εγχώριων φορέων οικονομικής πολιτικής θα ήταν λιγότερο δυσχερές και ότι δρόμος που οδηγεί στην έξοδο από την κρίση θα ήταν βραχύτερος, εάν υπήρχε καλύτερος συντονισμός των εθνικών οικονομικών πολιτικών στα πλαίσια της ΟΝΕ.

 

 

 

 

Ποτέ όμως δεν είναι αργά.»

 

 

 

 

ΙΝFO 1. Βλ. Bradford (2005), Akyuz (2007) και Mayer (2008).

 

 

INFO 2. Σύμφωνα με τον Bairoch (1993) και πολλούς άλλους μελετητές της οικονομικής ιστορίας, οι κλάδοι της μεταποίησης των περισσότερων ώριμων βιομηχανικών οικονομιών έχουν τύχει ιδιαίτερης προστασίας κατά το παρελθόν. Τις περισσότερες φορές η προστασία αυτή έπαιρνε τη μορφή υψηλών δασμών και ποσοστώσεων επί των εισαγωγών ή/και τη μορφή κρατικών επιδοτήσεων προς την εγχώρια βιομηχανία.

 

 

INFO 3. Για τις βιομηχανικές πολιτικές που έχουν ακολουθήσει κατά την πρόσφατη εκβιομηχάνισή τους οι χώρες της Ανατολικής Ασίας βλ. English και Wulf (2002), και Weiss (2005, 2011).

 

 

INFO 4. Αξίζει να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο απόσπασμα προέρχεται από μια πρόσφατη επιστημονική δημοσίευση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Όσον αφορά τους συγγραφείς, οι περισσότεροι από αυτούς είναι μέλη του επιστημονικού προσωπικού του ΔΝΤ.

 

 

INFO 5. Βλ. Commission of the European Communities (1990).

 

 

INFO 6. Για παράδειγμα, όταν μια Πολιτεία των ΗΠΑ αδυνατεί λόγω της δυσμενούς δημοσιονομικής της κατάστασης να αντιμετωπίσει τις συνέπειες μιας φυσικής καταστροφής, τότε αυτή δεν εγκαταλείπεται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση στην τύχη της. Αντίθετα, ο κατά πολύ μεγαλύτερος ομοσπονδιακός προϋπολογισμός των ΗΠΑ χρησιμοποιείται για να ενισχύσει τον πολιτειακό προϋπολογισμό, έτσι ώστε να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα έως ότου ομαλοποιηθεί η κατάσταση. Με απλά λόγια, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ασκεί την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που δεν μπορεί να ασκήσει η κυβέρνηση της Πολιτείας.(πηγή kepe.gr)

 

 

 

 

www.mywaypress.gr

 

23/6/2013

 

 

 

Σχετικά Άρθρα