
Κείμενα αξιολόγησης χωρίς σωσίβια
• Ασφαλιστικό με νέα θέματα και ελλείμματα
• €800 εκατ. παραπάνω στα κρατικά ταμεία από τη νέα φορολογική κλίμακα
«Ελπίζουμε να έχουμε τελειώσει έως την Κυριακή το απόγευμα σε ένα κείμενο απόφασης , ώστε να μπορούμε να πάμε στην Ουάσιγκτον την ερχόμενη Πέμπτη και μπορεί εκεί η συζήτηση να διευρυνθεί σε άλλα θέματα όπως το χρέος» δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών Ευ. Τσακαλώτος μετά από την ολοκλήρωση της 4ωρης συνάντησης με τους εκπροσώπους των θεσμών.
Σύμφωνα με τον υπουργό θα πρόκειται για ένα κείμενο με τους 3 ευρωπαϊκούς θεσμούς και βασικά με τον ESM , διότι πρόκειται για δάνειο του ESM και ένα δεύτερο κείμενο με το ΔΝΤ . Τα κείμενα αυτά θα μοιάζουν αλλά δεν θα είναι ίδια . Ερωτηθείς σχετικά με την εκταμίευση της δόσης των 5,7 δισ. ευρώ ο υπουργός είπε ότι η συμφωνία αυτή δεν φέρνει δόση καθώς πρέπει να αποσαφηνισθεί το ζήτημα της συμμετοχής του ΔΝΤ και να εγκριθεί από το Γιούρογκρουπ και την Κομισιόν .
Κατά τη σημερινή συνάντηση εντοπίστηκαν, όπως ανέφερε ο κ. Τσακαλώτος, τα ζητήματα που χρήζουν τεχνικής επεξεργασίας και κάποια θέματα για τα οποία χρειάζεται πολιτική συζήτηση.
Παράλληλα συνεχίζονται οι συζητήσεις για το τι πρέπει να γίνει σε επόμενο στάδιο έως την δεύτερη αξιολόγηση.
Ασφαλιστικό με νέα θέματα και ελλείμματα
Το ύψος των περικοπών στις επικουρικές συντάξεις φαίνεται πως είναι το μεγαλύτερο αγκάθι για την επίτευξη συμφωνίας στο ασφαλιστικό, παρ’ ότι κυβερνητικά στελέχη τόνιζαν χθες, ότι υπάρχει σημαντική πρόοδος η οποία και καταγράφεται σε ένα κείμενο που η κυβέρνηση φιλοδοξεί να έχει οριστικοποιηθεί εντός των επόμενων ημερών.
Το σημαντικότερο πρόσκομμα φαίνεται πως είναι οι επικουρικές συντάξεις, καθώς δεν διαφαίνεται σε τεχνικό επίπεδο συμφωνία στο θέμα της αύξησης των εισφορών, ενώ δύσκολες είναι οι διαπραγματεύσεις και όσον αφορά τους συντελεστές αναπλήρωσης που θα καθορίσουν το τελικό ύψος των της ανταποδοτικής σύνταξης των νέων συνταξιούχων.
Στον αντίποδα, συμφωνία υπάρχει στο ύψος της Εθνικής Σύνταξης στα 384 ευρώ μετά από 20 έτη ασφάλισης, καθώς και στη μείωση του ποσού κατά 2% για κάθε έτος κάτω των 20 και έως την 15ετία που παραμένει το όριο για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος.
Ήδη, οι εκπρόσωποι των δανειστών έχουν αποστείλει εγγράφως τα σημεία με τα οποία συμφωνούν καθώς και αυτά στα οποία υπάρχει ακόμη απόσταση, και πλέον, στο υπουργείο Εργασίας εκτιμούν ότι μέχρι το τέλος της εβδομάδας είναι πιθανό να υπάρξει συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών.
Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, οι λεπτομέρειες στα σημεία που έχει καταγραφεί συμφωνία θα περιγράφονται σε ένα τελικό κείμενο. Για το λόγο αυτό δεν έχει κλειστεί ακόμη κάποιο ραντεβού του υπουργού Εργασίας Γιώργου Κατρούγκαλου με τους επικεφαλής του κουαρτέτου των δανειστών.
Την ίδια στιγμή βέβαια οι εκπρόσωποι των θεσμών εμφανίζονται να εγείρουν νέα θέματα, όπως αυτό με τις συντάξεις χηρείας. Αναλυτικά, σύμφωνα με πληροφορίες, οι εκπρόσωποι των δανειστών ζητούν να τεθεί το 57ο έτος ηλικίας ως όριο για τους δικαιούχους σύνταξης χηρείας. Ζητούν δηλαδή (και φαίνεται πως το υπουργείο Εργασίας, προκειμένου να κλειδώσει τη συμφωνία θα το αποδεχθεί) οι επιζώντες σύζυγοι να δικαιούνται σύνταξη σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, εφόσον είναι από 57 ετών και άνω.
Οι νεότεροι, θα λαμβάνουν τη σύνταξη χηρείας μόνο για 3 έτη, ενώ σε περίπτωση ύπαρξης ανήλικων τέκνων η σύνταξη χηρείας θα καταβάλλεται μέχρι την ενηλικίωση των παιδιών ή σε περίπτωση σπουδών με τη συμπλήρωση του 24ου έτους ηλικίας τους. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι όποιες παρεμβάσεις θα αφορούν τις συντάξεις για θανάτους που θα επέλθουν μετά την ψήφιση του σχετικού σχεδίου νόμου.
Σήμερα, βάσει των αλλαγών που πέρασαν το 2010, ο επιζών σύζυγος δικαιούται το 70% της σύνταξης του θανόντα. Εφόσον εργάζεται ή συνταξιοδοτείται, το ποσό μειώνεται κατά 50%, μετά την πρώτη 3ετία και μέχρι τα 67. Από τα 67 και μετά, το 70% του δικαιούμενου ποσού απομειώνεται κατά 30%. Αν και οι δυο σύζυγοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι και ο επιζών επιλέξει να λάβει την σύνταξη του θανόντα, τότε τα χρόνια που θα διανύσει από τότε και στο εξής δεν προσμετρώνται ως συντάξιμα για την δική του σύνταξη.
Μεγάλη απόσταση χωρίζει βέβαια τις δύο πλευρές στο θέμα των επικουρικών συντάξεων, καθώς δεν έχει δοθεί από την ελληνική πλευρά πειστική απάντηση για το πως θα καλυφθεί το τεράστιο έλλειμμα που παρουσιάζει το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ) από το 2018 έως και το 2024 και το οποίο εκτιμάται ότι θα αγγίξει το 1,2 δισ. ευρώ, ακόμη κι αν οι εκπρόσωποι των δανειστών δεχθούν έστω και μερική αύξηση των εισφορών.
Η ελληνική πλευρά πάντως, επιμένει πως δεν μπορεί να κάνει άλλη “υποχώρηση” πέραν της πρότασης για μειώσεις έως και 40% στις επικουρικές συντάξεις με δίχτυ ασφαλείας τα 1.400 ευρώ (από κύριες και επικουρικές συντάξεις) και στόχο την εξοικονόμηση 200 εκατ. ευρώ. Οι εκπρόσωποι των δανειστών και κυρίως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εμφανίζεται να επιμένει στην εφαρμογή της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος, ενώ η κυβέρνηση αντιπροτείνει τον κανόνα βιωσιμότητας, βάσει του οποίου ένα σημαντικό μέρος των ελλειμμάτων μπορεί να καλυφθεί και από την εκποίηση της περιουσίας του ΕΤΕΑ, η οποία εκτιμάται σε 2,5 δισ. ευρώ, ενώ αναμένεται να αυξηθεί, με την ένταξη σε αυτό και των κλάδων εφάπαξ.
Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται και όσον αφορά τους νέους συντελεστές αναπλήρωσης. Οι δανειστές φαίνεται πως συμφωνούν με την ελληνική πρόταση για συντελεστή 0,77% για κάθε έτος μέχρι τη 15ετία από 0,80% της αρχικής πρότασης, καθώς και για συντελεστή 2% για τα έτη από 39,1 μέχρι 42. Παραμένουν βέβαια έντονες οι διαφωνίες για τους ενδιάμεσους συντελεστές, καθώς το τελικό ποσοστό αναπλήρωσης που ζητούν οι θεσμοί δεν ξεπερνά το 40% (για την ανταποδοτική σύνταξη) ενώ η ελληνική πλευρά προτείνει 45%.
«Κλειδωμένες» θεωρούνται και οι εκπτώσεις που έχει προτείνει η κυβέρνηση για τις νέες εισφορές των αγροτών και των ελευθέρων επαγγελματιών, με τις αλλαγές να τρέχουν από το 2017.
€800 εκατ. παραπάνω στα κρατικά ταμεία από τη νέα φορολογική κλίμακα
Μικρότερη είναι, σε σύγκριση με τα προηγούμενα σενάρια, η επιβάρυνση για τα μεσαία εισοδήματα με βάση τις αλλαγές στη φορολογική κλίμακα.
Βάζοντας “φρένο” στην απομείωση της έκπτωσης φόρου και αλλάζοντας την κλίμακα της έκτακτης εισφοράς, το οικονομικό επιτελείο μεταφέρει τα βάρη στα “ρετιρέ”. Ωστόσο, οι περίπου 2 εκατομμύρια φορολογούμενοι με εισοδήματα έως 20.000 ευρώ, καλούνται να βάλουν “πλάτη”, καταβάλλοντας επιπλέον φόρο ως και 100 ευρώ.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Γιώργου Παππού, το υπουργείο Οικονομικών υπολογίζει να βάλει στα κρατικά ταμεία περίπου 800 εκατ. ευρώ παραπάνω από τη νέα φορολογική κλίμακα, ανακατανέμοντας τα βάρη.
Μισθωτός με εισόδημα 15.000 ευρώ, δηλαδή 1.071 ευρώ/μήνα, σήμερα πληρώνει φόρο εισοδήματος 1.200 ευρώ και άλλα 105 για έκτακτη εισφορά, δηλαδή συνολικά 1305 ευρώ. Με την κλίμακα που τελεί υπό την έγκριση των δανειστών, ο φόρος εισοδήματος θα αυξηθεί στα 1.300 ευρώ ενώ η έκτακτη εισφορά θα περιοριστεί στα 66 ευρώ, διαμορφώνοντας τη συνολική επιβάρυνση στα 1.366 ευρώ, δηλαδή 61 ευρώ παραπάνω απ’ όσα πληρώνει σήμερα.
Για εισόδημα 25.000 ευρώ, δηλαδή 1.785 ευρώ το μήνα, σήμερα ο φόρος εισοδήματος διαμορφώνεται στις 3.800 ευρώ και η έκτακτη εισφορά στα 350 ευρώ, δηλαδή συνολικά 4.150 ευρώ. Με το νέο σύστημα, ο φόρος εισοδήματος αυξάνεται κατά 100 ευρώ, ενώ και η εισφορά φτάνει στα 426 ευρώ, με αποτέλεσμα η συνολική επιβάρυνση να αγγίζει τις 4.326 ευρώ, δηλαδή 176 ευρώ παραπάνω.
Μισθωτός με εισόδημα 35.000 ευρώ, δηλαδή 2.500 ευρώ το μήνα, επιβαρύνεται σήμερα με φόρο εισοδήματος 8.000 ευρώ και εισφορά 700 ευρώ, δηλαδή 8.700 ευρώ συνολικά. Η νέα φορολογική κλίμακα περιορίζει το φόρο εισοδήματος στις 7.300 ευρώ και παρά την αύξηση της εισφορά στα 1.001 ευρώ, η συνολική επιβάρυνση περιορίζεται στις 8.301 ευρώ, δηλαδή 399 ευρώ λιγότερα από σήμερα.
Πιο βαθιά θα βάλουν το χέρι στην τσέπη όσοι δηλώνουν εισόδημα 50.000 ευρώ, δηλαδή κάτι παραπάνω από 3.500 ευρώ το μήνα. Ο σημερινός φόρος εισοδήματος ανέρχεται στις 14.300 ευρώ και σε συνδυασμό με τα 1.000 ευρώ της έκτακτης εισφοράς, η συνολική επιβάρυνση διαμορφώνεται στις 15.300 ευρώ. Η νέα κλίμακα “ψαλιδίζει” το φόρο στις 13.800 ευρώ, αλλά η εισφορά φτάνει στις 2.076 ευρώ, με το συνολικό λογαριασμό στις 15.876 ευρώ, δηλαδή 576 ευρώ παραπάνω από σήμερα.
Πηγές: ΑΠΕ, euro2day, mega