
Κ. Μίχαλος: Η ανάπτυξη πρέπει να ταυτιστεί με την παραγωγή περισσότερου εθνικού πλούτου
• «Τα Επιμελητήρια μπορούν και πρέπει να βρεθούν στο επίκεντρο της προσπάθειας για περιφερειακή ανάπτυξη. Θα δώσουμε μάχη ενάντια σε κάθε κίνηση υποβάθμισης του θεσμού»
«Παρ’ όλες τις θετικές εξελίξεις, ο δρόμος προς την ανάκαμψη μιας οικονομίας που έχει συρρικνωθεί σχεδόν κατά το ένα τρίτο της μέσα σε πέντε χρόνια, παραμένει μακρύς και δύσκολος. Η μεγάλη πρόκληση είναι να σχεδιάσουμε την ανάπτυξη της επόμενης ημέρας πάνω σε διαφορετικές, σταθερότερες και υγιέστερες βάσεις. Δεν είναι το ζητούμενο να βγούμε ξανά στις αγορές και να δανειζόμαστε για να καταναλώνουμε εισαγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες. Η ανάπτυξη και η σταδιακή αποκατάσταση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών πρέπει να ταυτιστεί με την παραγωγή περισσότερου εθνικού πλούτου. Με την ενεργοποίηση κεφαλαίων και επενδύσεων από τον ιδιωτικό τομέα, με τη δημιουργία θέσεων εργασίας, με την εξωστρέφεια και την ανταγωνιστικότητα», τόνισε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος και του ΕΒΕΑ κος Κ.Μίχαλος, σε ομιλία του στο συνέδριο « Επιμελώς Επιχειρείν». Αναλυτικά ο κ.Μίχαλος ανέφερε:
«Σας καλωσορίζουμε στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών και σας ευχαριστούμε θερμά που βρίσκεστε σήμερα εδώ, στο συνέδριο «Επιμελώς Επιχειρείν» που διοργανώνει η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος – σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Επιχειρηματικότητας και Αειφόρου Ανάπτυξης και την εταιρεία Boussias Communications.
Προτού αναφερθώ στο βασικό αντικείμενο του Συνεδρίου, που είναι ο ρόλος και η συμβολή της επιχειρηματικότητας στην Περιφερειακή Ανάπτυξη, θα μου επιτρέψετε να επισημάνω ότι σήμερα είναι μια ξεχωριστή μέρα, καθώς όλα δείχνουν ότι η χώρα μας βγαίνει ξανά στις αγορές μετά από τέσσερα χρόνια.
Έχουμε ήδη περάσει στο δεύτερο τρίμηνο μιας χρονιάς που όλοι ελπίζουμε ότι θα αποτελέσει ορόσημο στην πορεία εξόδου της χώρας από την κρίση. Οι θετικές εξελίξεις μέχρι τώρα είναι σημαντικές.
Μεταξύ αυτών, είναι βεβαίως η πρόσφατη συμφωνία με την τρόικα και η ολοκλήρωση της πολύμηνης διαπραγμάτευσης που είχε προηγηθεί. Η αναγνώριση ενός πρωτογενούς πλεονάσματος που ξεπερνά τα 2,5 δισ. ευρώ επιβεβαιώνει και επισήμως ότι η Ελλάδα έχει ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της έναντι των εταίρων της. Και πληροί πλέον τη βασική προϋπόθεση για την περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους της, με βάση τη συμφωνία του Eurogroup το Νοέμβριο του 2012. Ελπίζουμε ότι η συζήτηση αυτή θα ξεκινήσει το συντομότερο δυνατόν και ότι οι εταίροι μας θα φανούν εξίσου συνεπείς στις δικές τους δεσμεύσεις.
Κρίσιμης σημασίας θεωρούμε και την επικείμενη έκδοση ομολόγου από το ελληνικό δημόσιο, για πρώτη φορά μετά το 2010, όπως προείπα κατά πάσα πιθανότητα σήμερα. Πλέον, η επιστροφή της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές θεωρείται βέβαιη – και μάλιστα δείχνει να έχει ήδη δημιουργηθεί ένα θετικό κλίμα αναμονής.
Η κίνηση αυτή πιστεύουμε ότι θα έχει καθοριστικό ρόλο στην προσπάθεια ανάκαμψης. Όχι γιατί θα αποτελέσει πανάκεια στα προβλήματα της οικονομίας. Αλλά γιατί, στο βαθμό που θα είναι επιτυχημένη, θα επιβεβαιώσει οριστικά την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών. Θα ανοίξει το δρόμο για να επιστρέψει η ρευστότητα και η ροή κεφαλαίων προς τη χώρα, τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις της. Θα δημιουργήσει καλύτερες προϋποθέσεις για την προσέλκυση των ιδιωτικών κεφαλαίων που απαιτούνται για την υλοποίηση παραγωγικών επενδύσεων και τη δημιουργία βιώσιμων θέσεων εργασίας.
Επιπλέον, η άρση του αποκλεισμού της χώρας από τις αγορές, θα δώσει επίσης μια πολύτιμη ανάσα στις εξωστρεφείς επιχειρήσεις, που τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζουν ένα τεράστιο ανταγωνιστικό μειονέκτημα, λόγω της έλλειψης ρευστότητας και του ακριβού δανεισμού.
Θεωρούμε, λοιπόν, ότι η έκδοση ομολόγου, αποτελεί μια εθνικής σημασίας προσπάθεια, η οποία απαιτεί συσπείρωση και στήριξη από όλες τις πλευρές. Θα ήταν μεγάλο λάθος, το κρίσιμο αυτό εγχείρημα να υπονομευθεί στο πλαίσιο της προεκλογικής αντιπαράθεσης και των μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Η επιστροφή στις αγορές είναι υπόθεση που αφορά όλους και πρέπει να διασφαλίσουμε ότι θα πάει καλά.
Όσον αφορά ειδικότερα τις εξελίξεις στο επιχειρηματικό περιβάλλον και εκεί θα έλεγα ότι είχαμε αρκετές θετικές ειδήσεις το τελευταίο διάστημα.
Η απόφαση για μείωση των ασφαλιστικών εισφορών από την 1η Ιουλίου, αποτελεί ένα σημαντικό βήμα με σκοπό τον περιορισμό του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας. Ακόμα και μετά από αυτή την απόφαση, βεβαίως, το κόστος των εισφορών στην Ελλάδα παραμένει ένα από τα υψηλότερα μεταξύ των χωρών – μελών του ΟΟΣΑ. Χρειάζεται περαιτέρω μείωση, ώστε να γίνει ανταγωνιστικό σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, αναγνωρίζουμε τη θετική κίνηση και ελπίζουμε ότι τα επόμενα βήματα θα ακολουθήσουν.
Εξίσου θετική εξέλιξη αποτελούν και οι πρόσφατες ανακοινώσεις για συμψηφισμό των οφειλών ΦΠΑ μεταξύ ιδιωτών και δημοσίου. Με τον τρόπο αυτό, έστω και καθυστερημένα, ικανοποιείται ένα πάγιο αίτημα των Επιμελητηρίων και αποκαθίσταται μια τεράστια αδικία σε βάρος των επιχειρήσεων. Ζητούμε και αναμένουμε την επέκταση αυτής της πρακτικής στο σύνολο των χρεών μεταξύ δημοσίου και επιχειρήσεων.
Η απόφαση να εκταμιευθεί 1 δισ. ευρώ εντός του 2014, για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τον ιδιωτικό τομέα είναι βεβαίως προς τη σωστή κατεύθυνση. Όμως είναι καιρός να δοθεί μια συνολική λύση στο πρόβλημα και να περάσουμε σε μια πραγματικά ισότιμη και δίκαιη σχέση μεταξύ κράτους και φορολογουμένων επιχειρήσεων και ιδιωτών.
Παρ’ όλες τις θετικές εξελίξεις, ο δρόμος προς την ανάκαμψη μιας οικονομίας που έχει συρρικνωθεί σχεδόν κατά το ένα τρίτο της μέσα σε πέντε χρόνια, παραμένει μακρύς και δύσκολος.
Η μεγάλη πρόκληση είναι να σχεδιάσουμε την ανάπτυξη της επόμενης ημέρας πάνω σε διαφορετικές, σταθερότερες και υγιέστερες βάσεις.
Δεν είναι το ζητούμενο να βγούμε ξανά στις αγορές και να δανειζόμαστε για να καταναλώνουμε εισαγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες.
Η ανάπτυξη και η σταδιακή αποκατάσταση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών πρέπει να ταυτιστεί με την παραγωγή περισσότερου εθνικού πλούτου.
Με την ενεργοποίηση κεφαλαίων και επενδύσεων από τον ιδιωτικό τομέα, με τη δημιουργία θέσεων εργασίας, με την εξωστρέφεια και την ανταγωνιστικότητα.
Αυτή η προσπάθεια θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό στο επίπεδο των Περιφερειών.
Σε μια χώρα με τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά της Ελλάδας, η περιφερειακή ανάπτυξη δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως επιμέρους στόχος πολιτικής.
Αντίθετα, είναι βασική προϋπόθεση για υγιή και διατηρήσιμη εθνική ανάπτυξη.
Με αποτελέσματα που θα διαχέονται και θα καλύπτουν το σύνολο του πληθυσμού.
Η πορεία της οικονομίας σε επίπεδο περιφέρειας, θα αποτελέσει δείκτη επιτυχίας για την οικονομική πολιτική σε εθνικό επίπεδο.
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια νέα προσέγγιση για την περιφερειακή ανάπτυξη, η οποία θα αξιοποιήσει τις δυνάμεις και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε περιοχής.
Από αυτή την άποψη, θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι οι Περιφέρειες αποκτούν βαρύνοντα ρόλο στη διαχείριση των πόρων της νέας προγραμματικής περιόδου.
Σύμφωνα με την αρχιτεκτονική που έχει παρουσιαστεί, θα κληθούν να διαχειριστούν συνολικά περίπου 6,6 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 35% του συνόλου των πόρων, έναντι του 22% που οι περιφέρειες διαχειρίζονται στο πλαίσιο του τρέχοντος ΕΣΠΑ.
Ακόμη πιο σημαντικό, όμως, είναι το γεγονός ότι κάθε Περιφέρεια θα μπορεί να καταρτίσει το δικό της, πολυτομεακό και πολυταμειακό, Επιχειρησιακό Πρόγραμμα, ώστε να προωθεί ολοκληρωμένες τοπικές παρεμβάσεις.
Πρόκειται για μια στρατηγική κατεύθυνση η οποία είναι απόλυτα σωστή. Είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να πάει χαμένη.
Αυτό απαιτεί σωστό σχεδιασμό, αλλά και αυξημένη αποτελεσματικότητα σε επίπεδο υλοποίησης. Απαιτεί ενδυνάμωση των τοπικών και περιφερειακών φορέων, με στόχο να μπορέσουν να εντοπίσουν, να καλλιεργήσουν και να αξιοποιήσουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, που μπορεί να είναι διαφορετικά από περιοχή σε περιοχή.
Σε κάποιες περιφέρειες μπορεί να είναι η αγροτική παραγωγή και η στήριξή της, ώστε να αποκτήσει εξωστρέφεια και να γίνει διεθνώς ανταγωνιστική.
Σε κάποιες περιφέρειες είναι ο τουρισμός, με την ποιοτική ανάδειξη και τη βιώσιμη αξιοποίηση της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.
Σε άλλες περιοχές μπορεί να είναι η φιλική προς το περιβάλλον ενέργεια, ή η ύπαρξη δραστήριων πανεπιστημίων, κέντρων έρευνας και τεχνολογίας κτλ.
Βεβαίως, και ο σχεδιασμός σε κεντρικό επίπεδο θα πρέπει να στηρίζει αυτή την προσέγγιση: με επενδύσεις σε έργα εθνικής εμβέλειας στον τομέα των μεταφορών, για την ενίσχυση της προσπελασιμότητας, με παρεμβάσεις και στρατηγικές συνεργασίες για την αξιοποίηση και την αναβάθμιση περιφερειακών λιμένων, αεροδρομίων κτλ.
Στη νέα προσπάθεια για τη στήριξη της Περιφερειακής Ανάπτυξης, τα Επιμελητήρια μπορούν και πρέπει να έχουν ουσιαστική συμμετοχή.
Είναι οι φορείς που βρίσκονται σε άμεση επαφή με τις παραγωγικές δυνάμεις κάθε περιοχής. Διαθέτουν βαθιά γνώση των προβλημάτων, των ιδιαιτεροτήτων, των πλεονεκτημάτων και των αναπτυξιακών δυνατοτήτων σε τοπικό επίπεδο.
Εκπροσωπούν το σύνολο των επιχειρηματικών κλάδων και είναι ο φυσικός φορέας εκπροσώπησης κυρίως των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά κάθε τοπικής οικονομίας.
Έχουν τη δυνατότητα να λειτουργούν ως άτυποι σύμβουλοι των μελών τους, σε θέματα εξωστρέφειας, επενδύσεων, αξιοποίησης ευκαιριών χρηματοδότησης κτλ.
Παράλληλα, όμως, αναλαμβάνουν να ασκούν και γνωμοδοτικό ρόλο σε θέματα τοπικής ανάπτυξης, μέσω της συμμετοχής τους σε σχετικές επιτροπές, συμβούλια, ομάδες εργασίας κ.τ.λ. Μελετούν τα προβλήματα που απασχολούν την οικονομία κάθε περιοχής. Αναπτύσσουν συγκεκριμένες προτάσεις, διεκδικήσεις και αιτήματα, με στόχο τη δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών για την ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Επίσης, μέσω της δικτύωσής τους σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, έχουν τη δυνατότητα να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη διαπεριφερειακών και διακρατικών δικτύων συνεργασίας. Μπορούν να μεταφέρουν καλές πρακτικές από περιφέρειες του εξωτερικού και να επεξεργάζονται προτάσεις για την προσαρμογή τους στα τοπικά δεδομένα.
Για όλους αυτούς τους λόγους, τα Επιμελητήρια μπορούν και πρέπει να βρεθούν στο επίκεντρο της προσπάθειας για περιφερειακή ανάπτυξη.
Ζητούμε, λοιπόν, από την κυβέρνηση να αποσύρει τη ρύθμιση για άρση της υποχρεωτικής εγγραφής στα Επιμελητήρια από το 2015. Η ρύθμιση αυτή, ισοδυναμεί ουσιαστικά με λουκέτο για το θεσμό, που λειτουργεί μέχρι σήμερα με αποκλειστική χρηματοδότηση από τα μέλη του και χωρίς να επιβαρύνει ούτε κατά ένα ευρώ τον κρατικό προϋπολογισμό.
Όπως έχουμε τονίσει επανειλημμένα, εάν τα Επιμελητήρια εκλείψουν με τη σημερινή τους μορφή, το σύνολο των υπηρεσιών που παρέχουν θα πρέπει να μεταφερθεί στο κράτος και να χρηματοδοτηθεί από τον προϋπολογισμό. Το κόστος που θα υπάρξει με άλλα λόγια θα είναι πολλαπλάσιο από το – αμελητέο – όφελος για τις επιχειρήσεις από την κατάργηση της συνδρομής.
Κανείς δεν αρνείται την ανάγκη αναμόρφωσης της λειτουργίας των Επιμελητηρίων, ώστε οι υπηρεσίες τους να προσαρμοστούν ακόμη καλύτερα στις ανάγκες της εποχής και των μελών τους. Γι’ αυτό, άλλωστε, η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων έχει ξεκινήσει την κατάρτιση ολοκληρωμένης πρότασης, για τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση του θεσμού.
Όμως, θα δώσουμε μάχη ενάντια σε κάθε κίνηση υποβάθμισης του θεσμού. Ενός θεσμού που υπηρετεί εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Ενός θεσμού που αποδεικνύει καθημερινά τη χρησιμότητα και την αποδοτικότητά του.
Με αυτές τις σκέψεις, θα ήθελα και πάλι να σας ευχαριστήσω που μας τιμάτε σήμερα με την παρουσία σας. Εύχομαι ότι οι εισηγήσεις και η συζήτηση που θα αναπτυχθεί στο πλαίσιο αυτού του συνεδρίου, θα οδηγήσουν σε χρήσιμα συμπεράσματα και θα συμβάλουν στην εθνική προσπάθεια για ανάπτυξη στα επόμενα χρόνια.»