Δρ.Κ.Λουφάκης: «Αυτή η χώρα έχει προοπτικές, ευκαιρίες και πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα που μπορούν να παράξουν μεγάλο πλούτο για τους ανθρώπους της και γι’ αυτούς που θα τολμήσουν να επενδύσουν εδώ»

•O ΣΕΒΕ ζητά την αποκατάσταση ρευστότητας, την άμεση εξόφληση των υποχρεώσεων του Δημοσίου και την επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ

 

•Τα εργαλεία που θα μείωναν το ρίσκο χρηματοδότησης ελληνικών επιχειρήσεων

 

•Ολόκληρη η ομιλία του Αντιπρόεδρου του ΣΕΒΕ, Δρ. Κυριάκου Λουφάκη στο συνέδριο του Economist

 

 

 

Στο συνέδριο του Economist με τίτλο «Credit Risk Management for Banking and Business. Finding liquidity» που πραγματοποιήθηκε στις 09 Νοεμβρίου 2012 στην Αθήνα στο «Athenaeum Intercontinental», συμμετείχε με ομιλία ο Αντιπρόεδρος του ΣΕΒΕ, Δρ. Κυριάκος Λουφάκης, στην ενότητα «Risk financing for entrepreneurship and finance – The business response».

 

Σύμφωνα με τον Αντιπρόεδρο του ΣΕΒΕ:

 

«Το πρόβλημα της ρευστότητας προέρχεται τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό.

 

Για το εσωτερικό, η κύρια αιτία είναι η αδυναμία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.

 

Το αποτέλεσμα είναι να μην υπάρχουν πλέον πιστώσεις και όπου αυτές δίνονται, να δίνονται με εξαιρετικά υψηλά επιτόκια, που σε άλλες εποχές θα χαρακτηρίζονταν τοκογλυφικά, δημιουργώντας πρόβλημα στην βιωσιμότητα των επιχειρήσεων.

 

Είναι κεφαλαιώδους σημασίας και ελπίζουμε άμεσα να συμβεί επιτέλους η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ώστε σε ένα βάθος χρόνου, το τραπεζικό σύστημα να ξαναρχίσει να λειτουργεί.

 

Διότι, ισχυρή οικονομία, χωρίς ισχυρό τραπεζικό σύστημα δεν νοείται.

 

Το δεύτερο μέρος του προβλήματος προέρχεται από το εξωτερικό και συνδέεται άμεσα με το ρίσκο της χώρας.

 

Είναι γνωστό ότι οι πιστώσεις που λαμβάνουν ελληνικές επιχειρήσεις από τους ξένους προμηθευτές τους έχουν δραματικά μειωθεί και σε πλήθος περιπτώσεων μηδενισθεί, ενώ υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου και εγγυητικές επιστολές ελληνικών τραπεζών δεν γίνονται δεκτές.

 

Όσον αφορά την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, η χώρα μας έχει καταντήσει από τους λιγότερο ελκυστικούς προορισμούς λόγω ρίσκου.

 

Ωστόσο, η συνεχής διεθνής δυσφήμιση της χώρας μας τα τρία τελευταία χρόνια δημιούργησε έναν φαύλο αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο κακών ειδήσεων, αναλύσεων και φόβου που σκοτώνουν την οικονομία μας.

 

Και αυτόν πρέπει να παλέψουμε.

 

Ο ΣΕΒΕ έχει τονίσει κατ’ επανάληψη την ανάγκη τόνωσης της ρευστότητας των επιχειρήσεων, χρησιμοποιώντας εργαλεία που θα μείωναν το ρίσκο χρηματοδότησης ελληνικών επιχειρήσεων».

 

Τα στοιχεία από το μέτωπο των εξαγωγών δεν είναι ελπιδοφόρα.

 

Σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ, οι ελληνικές εξαγωγές χωρίς πετρελαιοειδή τον Σεπτέμβριο 2012 σημείωσαν κάμψη κατά 6,6% συγκριτικά με τον Σεπτέμβριο 2011.

 

Εφόσον πέρασε ο προϋπολογισμός και ψηφίστηκαν τα επώδυνα πλην αναγκαία μέτρα, πρέπει άμεσα να γίνουν οι αναγκαίες κινήσεις για να ανατραπεί η τάση που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται.

 

Συγκεκριμένα, ο ΣΕΒΕ ζητά την αποκατάσταση ρευστότητας, την άμεση εξόφληση των υποχρεώσεων του Δημοσίου και την επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ.

 

Επιτέλους ήρθε η ώρα οι δανειστές μας να δουν την ελληνική οικονομία όχι με το βλέμμα του τιμωρού, αλλά με το βλέμμα ενός πραγματικού εταίρου.

 

Η λιτότητα μόνο μαζί με κίνητρα για ανάπτυξη μπορούν να οδηγήσουν στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.

 
Αναλυτικά το κείμενο της ομιλίας του Αντιπροέδρου του ΣΕΒΕ, Δρ. Κυριάκου Λουφάκη έχει ως εξής:

 

 

 

«Αναδιάρθρωση της οικονομίας δεν σημαίνει μόνο καταστροφή του προηγούμενου καταναλωτικού μοντέλου, αλλά ταυτόχρονα δημιουργία ενός νέου παραγωγικού»

«Αξιότιμοι προσκεκλημένοι,

 

Κυρίες και κύριοι,

 

Δεν είμαι οικονομολόγος.

 

Γι’ αυτό ορισμένες από τις απόψεις που θα ακολουθήσουν ίσως σας φανούν υπεραπλουστευμένες.

 

Επιτρέψτε μου όμως να τις εκθέσω, να σας δώσω μια εικόνα ενός ανθρώπου της αγοράς για το πώς φθάσαμε ως εδώ και αφού περιγράψουμε το πρόβλημα να προσπαθήσουμε να προτείνουμε κάποιες ιδέες που μπορεί να βοηθήσουν για τη λύση του.

 

Η χώρα μας τουλάχιστον τα τελευταία 30 χρόνια από τη μεταπολίτευση και μετά, και σίγουρα από το 1980 και ύστερα, στήριξε την ανάπτυξή της στην κατανάλωση αγνοώντας την παραγωγή.

 

Οι βιομηχανικές και παραγωγικές επιχειρήσεις μάλιστα αισθάνονταν σε πολλές περιπτώσεις πραγματικά υπό διωγμό αντιμετωπίζοντας προβλήματα γραφειοκρατίας, προβλήματα με τις υπηρεσίες χωροθέτησης υπό το πρόσχημα της προστασίας του περιβάλλοντος, προβλήματα με την επιμελώς καλλιεργούμενη αντιεπιχειρηματική κουλτούρα, προβλήματα με τη διαφθορά.

 

Όλα αυτά αλληλοσυνδεόμενα και συνεργαζόμενα οδήγησαν στην αποβιομηχάνιση της χώρας, στην δραματική μείωση των ξένων επενδύσεων, στην αύξηση των εισαγωγών, την μείωση των εξαγωγών, την αύξηση του εμπορικού ελλείμματος, την κατάρρευση τελικά του πραγματικού παραγωγικού ιστού της χώρας.

 

Όλα αυτά καλύπτονταν με την αύξηση της κατανάλωσης.

 

Η κατανάλωση δημιουργούσε πλούτο που επανεπενδύονταν στην κατανάλωση, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση μια ανάπτυξης.

 

Ο κύκλος αυτός όμως κυρίες και κύριοι είναι ελλειμματικός και για να συνεχίσει να λειτουργεί χρειαζόταν δανεικά και εισροές από το εξωτερικό .

 

Και όσο η εισροή αυτή συνεχιζόταν, η χώρα συνέχιζε να εφησυχάζει ευδαιμονούσα.

 

Τα προβλήματα ξεκίνησαν όταν οι δανειστές μας, υπό την πίεση είναι αλήθεια, γεγονότων που δεν οφείλοντας στην Ελλάδα, την παγκόσμια οικονομική κρίση, έπαψαν να μας δανείζουν.

 

Αμέσως κατέστη προφανές ότι το μοντέλο της ανάπτυξης που στηρίζονταν στην κατανάλωση δεν μπορούσε να συνεχισθεί.

 

Η κατανάλωσε έπρεπε να μειωθεί.

 

Δεν γίνεται όμως να μειωθεί με διοικητικά μέτρα.

 

Ο μόνος τρόπος για να μειωθεί ήταν με μείωση της διαθέσιμης ρευστότητας.

 

Έτσι, εδώ και τρία χρόνια ξεκίνησε μια προσπάθεια μείωσης των εισοδημάτων, αύξησης των πάσης φύσεως φορολογικών εισφορών.

 

Το αποτέλεσμα ήταν και θα συνεχίζει να είναι μια μείωση της κατανάλωσης, αλλά ταυτόχρονα μια είσοδος σε έναν φαύλο κύκλο ανατροφοδοτούμενης ύφεσης και καταστροφής ακόμα και εκείνων των τομέων της οικονομίας μας που δούλευαν ικανοποιητικά, όπως για παράδειγμα το τραπεζικό μας σύστημα και την δημιουργία προβλημάτων επιβίωσης ακόμα και για υγιείς επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να στηρίξουν την μελλοντική ανάπτυξη της χώρας.

 

Αυτό συμβαίνει γιατί ξεχάσαμε και εμείς και οι ξένοι φίλοι μας ότι αναδιάρθρωση της οικονομίας δεν σημαίνει μόνο καταστροφή του προηγούμενου καταναλωτικού μοντέλου, αλλά ταυτόχρονα δημιουργία ενός νέου παραγωγικού.

 

Μειώνοντας την ρευστότητα πραγματικά μειώσαμε την κατανάλωση, ταυτόχρονα όμως επειδή δεν υπήρξαν μέτρα για να διακρίνουν τους πραγματικά παραγωγικούς τομείς, δημιουργήσαμε τρομακτικό πρόβλημα και στις υγιείς επιχειρήσεις της χώρας.

 

Ίσως περισσότερο σ’ αυτές, αφού για παράδειγμα δεν τους επιστρέφουμε το ΦΠΑ.

 

Επιστροφή ΦΠΑ ως γνωστόν έχουν οι εξαγωγικές επιχειρήσεις και αυτές που έχουν κάνει επενδύσεις, δύο από τους τομείς που υποτίθεται ότι θέλουμε να αναπτύξουμε προκειμένου να αντικαταστήσουμε το καταναλωτικό μοντέλο.

 

Η μείωση της ρευστότητας επίσης λειτούργησε αρνητικά κυρίως σε επιχειρήσεις που είχαν επενδύσει και συνεπώς είχαν αυξημένες ανάγκες κεφαλαίων.

 

Έτσι φθάσαμε στην σημερινή κατάσταση που μπορεί να περιγραφεί με δύο λέξεις: πιστωτική ασφυξία.

 

Όλες οι έρευνες δείχνουν ότι η ρευστότητα είναι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις.

 

Για παράδειγμα μελέτη της PWC δείχνει ότι για το 82% των ελληνικών οικογενειακών επιχειρήσεων, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η ρευστότητα, έναντι μόλις 17% του διεθνούς μέσου όρου.

 

Το πρόβλημα της ρευστότητας προέρχεται φυσικά και από το εσωτερικό και από το εξωτερικό.

 

Για το εσωτερικό η κύρια αιτία είναι η αδυναμία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.

 

Όπως το έθεσε εδώ και αρκετό καιρό Έλληνας τραπεζίτης: «Οι στρόφιγγες των τραπεζών είναι ανοιχτές, ρευστό δεν έχουν για να τροφοδοτήσουν την αγορά».

 

Το αποτέλεσμα είναι να μην υπάρχουν πλέον πιστώσεις και όπου αυτές δίνονται, να δίνονται με εξαιρετικά υψηλά επιτόκια, που σε άλλες εποχές θα χαρακτηρίζονταν τοκογλυφικά, δημιουργώντας πρόβλημα στην βιωσιμότητα των επιχειρήσεων.

 

Γι’ αυτό και πρόσφατα κάποιες διάλεξαν να μεταφέρουν την έδρα τους στο εξωτερικό, αξιολογώντας σαν ισχυρότερο κίνητρο την πρόσβαση σε φθηνές χρηματαγορές.

 

Είναι κεφαλαιώδους σημασίας και ελπίζουμε άμεσα να συμβεί επιτέλους η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ώστε σε ένα βάθος χρόνου, το τραπεζικό σύστημα να ξαναρχίσει να λειτουργεί.

 

Διότι, ισχυρή οικονομία, χωρίς ισχυρό τραπεζικό σύστημα δεν νοείται.

 

Το δεύτερο μέρος του προβλήματος προέρχεται από το εξωτερικό και συνδέεται άμεσα με το ρίσκο της χώρας.

 

Είναι γνωστό ότι οι πιστώσεις που λαμβάνουν ελληνικές επιχειρήσεις από τους ξένους προμηθευτές τους έχουν δραματικά μειωθεί και σε πλήθος περιπτώσεων μηδενισθεί, ενώ υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου και εγγυητικές επιστολές ελληνικών τραπεζών δεν γίνονται δεκτές.

 

Όσον αφορά την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, η χώρα μας έχει καταντήσει από τους λιγότερο ελκυστικούς προορισμούς λόγω ρίσκου.

 

Για παράδειγμα, έρευνα της εταιρίας οικονομικών ελέγχων BDO κατατάσσει την Ελλάδα στην 3η θέση στη λίστα με τις 20 χώρες στον κόσμο που παρουσιάζουν το υψηλότερο ρίσκο για επενδύσεις.

 

Χειρότεροι από εμάς είναι μόνο το Ιράν και το Ιράκ και η αμέσως καλύτερη από εμάς η Συρία του πολέμου κατατασσόμενη στην 4η θέση.

 

Επιτρέψτε μου βέβαια να μην αποδέχομαι τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής.

 

Δείχνουν όμως το αποτέλεσμα που είχε και έχει η συνεχής διεθνής δυσφήμηση της χώρας τα τρία τελευταία χρόνια.

 

Δημιούργησε έναν φαύλο αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο κακών ειδήσεων, αναλύσεων και φόβου που σκοτώνουν την οικονομία μας.

 

Και αυτόν πρέπει να παλέψουμε.

 

Ο ΣΕΒΕ, τον οποίο έχω την τιμή να εκπροσωπώ σήμερα, έχει τονίσει κατ’ επανάληψη την ανάγκη τόνωσης της ρευστότητας των επιχειρήσεων, χρησιμοποιώντας εργαλεία που θα μείωναν το ρίσκο χρηματοδότησης ελληνικών επιχειρήσεων.

 

Έτσι για παράδειγμα είχαμε προτείνει κεφάλαια του ΕΣΠΑ, του ΕΣΠΑ/ ΕΠΑΝ να δεσμευθούν σε επενδυτική τράπεζα του εξωτερικού (πχ. ΕΤΕΠ, KfW, EBRD), να μοχλευθούν με κεφάλαια της τράπεζας και να χρησιμοποιηθούν σαν αντεγγυήσεις προκειμένου οι ελληνικές επιχειρήσεις μετά από συγκεκριμένη και αντικειμενική αξιολόγηση να λάβουν εγγυητικές, κεφάλαια κίνησης και πιστώσεις.

 

Ανακοινώθηκε ότι ένας τέτοιος μηχανισμός με την μορφή project bonds θα χρησιμοποιηθεί για την ολοκλήρωση των μεγάλων δημόσιων έργων που έχουν ουσιαστικά παγώσει τα τελευταία χρόνια.

 

Χαιρόμαστε γι’ αυτό.

 

Θα θέλαμε να το δούμε να επεκτείνεται και στις υπόλοιπες επιχειρήσεις.

 

Ένας παρόμοιος μηχανισμός θα μπορούσε ενδεχομένως να δημιουργηθεί και για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων σε ελληνικές επιχειρήσεις.

 

Θα μπορούσε για παράδειγμα σε μια από τις μεγάλες επενδυτικές τράπεζες του εξωτερικού να δημιουργηθεί ένα επενδυτικό Fund, πάλι με εθνικά κεφάλαια, που θα μοχλεύονταν με κεφάλαια της επενδυτικής τράπεζας.

 

Αυτό το Fund θα επενδύει ένα μικρό ποσοστό μαζί με ξένους επενδυτές σε ελληνικά project με προκαθορισμένους τρόπους εξόδου.

 

Για να έχει βέλτιστο αποτέλεσμα θα έπρεπε να συνεπενδύει με στρατηγικούς επενδυτές και όχι μόνο με κεφαλαιούχους.

 

Όλες αυτές οι ιδέες ξεκινούν από την βαθιά πεποίθησή μας ότι αυτή η χώρα έχει προοπτικές και ευκαιρίες, έχει πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα που σε ελάχιστες άλλες περιοχές του κόσμου συναντιούνται και μπορούν να παράξουν μεγάλο πλούτο για τους ανθρώπους της και γι’ αυτούς που θα τολμήσουν να επενδύσουν εδώ.

 

Αντιλαμβανόμαστε επίσης πλήρως την δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται λόγω των λαθών του παρελθόντος.

 

Η χώρα όμως αλλάζει.

 

Μέχρι να γίνει αυτό αντιληπτό, το ρίσκο θα είναι μεγάλο και η οικονομία μας θα διψάει για ρευστότητα.

 

Η δημιουργία μηχανισμών που θα αναλαμβάνουν μέρος του ρίσκου θα βοηθήσει στην προσέλκυση κεφαλαίων, που με την σειρά τους θα φέρουν ανάπτυξη και θα κάνουν ορατή την αλλαγή που συντελείται, δημιουργώντας ένα αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο ανάπτυξης και ευημερίας.

 

Κλείνοντας λοιπόν, με αυτή την θετική, δύσκολα πραγματοποιήσιμη, αλλά παρόλα αυτά εφικτή εικόνα, αντί των συνήθων πεσιμισμών, σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.»

 

 

INFO Photo: O Αντιπρόεδρος του ΣΕΒΕ, Δρ. Κυριάκος Λουφάκης

 

Σχετικά Άρθρα