Οι προκλήσεις για τις οικονομίες της Ευρωζώνης σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα

Η εμπορική αντιπαράθεση ΗΠΑ-Κίνας υπενθύμιση για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης 

 
Το Ευρωσύστημα παρά τις προκλήσεις που αντιμετώπισε στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, ανταποκρίθηκε με σχετική επιτυχία στην εκπλήρωση του πρωταρχικού του σκοπού, δηλαδή στη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Τα είκοσι χρόνια ύπαρξης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) αν διαχωριστούν σε δύο δεκαετίες, αποκαλύπτουν δυο περιόδους με εκ διαμέτρου αντίθετα χαρακτηριστικά. Η πρώτη δεκαετία αποτέλεσε μια περίοδο που χαρακτηρίστηκε από την πολυετή οικονομική ανάπτυξη και τον σταθερό πληθωρισμό ενώ η δεύτερη ήταν εκείνη που έφερε την ΟΝΕ αντιμέτωπη με μια σειρά οικονομικών προκλήσεων. Η σχετική σταθερότητα κατά την πρώτη δεκαετία επέφερε μια αδράνεια σε επίπεδο σχεδιασμού, με αποτέλεσμα στη διάρκεια της δεύτερης δεκαετίας να αναδυθούν στην επιφάνεια ενδημικές αδυναμίες της ΟΝΕ. Τα μειονεκτήματα στη θεσμική αρχιτεκτονική της ΟΝΕ είχαν ως συνέπεια να την καταστήσουν επιρρεπή στη δημιουργία μακροοικονομικών και χρηματοπιστωτικών ασταθειών ενώ της προσέφεραν χαμηλό βαθμό ανθεκτικότητας στις κρίσεις. Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι το ήμισυ της συνολικής διάρκειας της ΟΝΕ έως σήμερα σημαδεύτηκε από μια σειρά προκλήσεων είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξουν επιπτώσεις στη δημόσια υποστήριξη για ενίσχυση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Χαρακτηριστικές μορφές  αντίδρασης:  η απόφαση αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και η περιορισμένη διάθεση εντός της Ευρωζώνης για εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις.

Η απουσία μηχανισμών διαχείρισης κρίσεων στην ΕΕ δεν προσέφερε τη δυνατότητα στους υπεύθυνους για τη χάραξη πολιτικής να αναλάβουν άμεσα δράση. Το μέγεθος της κρίσης χρέους στη Ζώνη του Ευρώ ενισχύθηκε από το γεγονός, ότι οι δίαυλοι μέσω των οποίων θα μπορούσε να λάβει χώρα η μακροοικονομική σταθεροποίηση δεν είχαν αναπτυχθεί επαρκώς, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος της απαιτούμενης προσαρμογής να εξαρτάται αποκλειστικά από την άσκηση νομισματικής πολιτικής. Οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ  «προσέφεραν» στους σχεδιαστές πολιτικής πολύτιμο χρόνο για την ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου, αλλά και για τα μεμονωμένα κράτη-μέλη, προκειμένου να εφαρμόσουν τις πολύ αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Τα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της κρίσης, τα οποία αποσκοπούσαν στην παροχή χρηματοδοτικής βοήθειας και στην ενίσχυση του συντονισμού των πολιτικών των κρατών-μελών, επηρέασαν σημαντικά το λειτουργικό πλαίσιο της ΕΕ. Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί, ότι η ενίσχυση του δημοσιονομικού κανονισμού που καθορίζει τις αρχές και τις διαδικασίες που διέπουν την κατάρτιση, την εκτέλεση του προϋπολογισμού και τον έλεγχο των κονδυλίων της ΕΕ, καθώς και η καθιέρωση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας αποτέλεσαν σημαντικά βήματα για την περαιτέρω ολοκλήρωση της ΟΝΕ.

Η οικονομική σύγκλιση μεταξύ των κρατών-μελών με υψηλό και χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν ορατή από τα πρώτα χρόνια ύπαρξης της ΟΝΕ. Ωστόσο, η πραγματική σύγκλιση πριν από την κρίση στηρίχθηκε κυρίως στη ροή κεφαλαίων προς την περιφέρεια της Ζώνης του Ευρώ ενώ οι εξελίξεις στην παραγωγικότητα  είχαν αμελητέα επίπτωση στη σύγκλιση του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος. Η εισροή ξένου κεφαλαίου είχε, ως επί το πλείστον, στόχο να τονώσει τη δραστηριότητα σε λιγότερο παραγωγικούς, μη εμπορεύσιμους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των ακινήτων. Όταν αυτές οι μακροοικονομικές ανισορροπίες προσαρμόστηκαν στη διάρκεια της κρίσης, η πορεία σύγκλισης διακόπηκε και εν τέλει αντιστράφηκε σε μεγάλο βαθμό. Μετά την κρίση, οι διασυνοριακές ροές κεφαλαίων έχουν παραμείνει στάσιμες. γεγονός που υποδηλώνει ότι τα κράτη-μέλη εξακολουθούν να μην αποκομίζουν τα πλήρη οφέλη από τη συμμετοχή τους στην ΟΝΕ και ενδέχεται οι οικονομίες τους να είναι εκ νέου ευάλωτες στις κρίσεις. Υπό το πρίσμα αυτό, η πρόσφατη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας στη Ζώνη του Ευρώ, αν και οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη διαταραχή που έχει προκαλέσει η εμπορική αντιπαράθεση Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας, έρχεται να αποτελέσει μια υπενθύμιση για το πόσο απαραίτητη είναι η περαιτέρω θωράκιση της ΟΝΕ. Χωρίς πρόσθετες δράσεις, η υιοθέτηση αποκλειστικά και μόνο μιας διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής κινδυνεύει να προσφέρει περιορισμένα οφέλη στην αναπτυξιακή διαδικασία.

 
Δράσεις για την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού οράματος

Τα τελευταία έτη, το ευρωπαϊκό όραμα γίνεται ολοένα πιο θολό και ο προβληματισμός των πολιτών για το ευρωπαϊκό εγχείρημα αποτελεί αφορμή για εκμετάλλευση, με αποτέλεσμα να αναπτύσσεται ένας έντονος ευρωσκεπτικισμός. Η εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι μια πολυδιάστατη διαδικασία. Τα κράτη- μέλη καλούνται να αναλάβουν δράσεις σε «μεσοπρόθεσμο ορίζοντα» προκειμένου να θωρακίσουν τις οικονομίες τους από μελλοντικές αναταράξεις. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί, ότι από την πλευρά της νομισματικής πολιτικής, τα προβλήματα μεσοπρόθεσμα αποτελούν συνήθως αιτία για άμεση ανάληψη δράσης. Η δυσκολία εστιάζεται σε επίπεδο εθνικής πολιτικής, καθώς ο μεσοπρόθεσμος ορίζοντας πολλές φορές αποτελεί αιτία αναβλητικότητας και γενικότερα χρονικής μετατόπισης των αναγκαίων μέτρων. Ενδεχομένως λοιπόν, ο ετεροχρονισμός στις αντιδράσεις των υπευθύνων χάραξης πολιτικής μπορεί να βρίσκεται στον πυρήνα των θεσμικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Οικονομική και Νομισματική Ένωση μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση.

Αν και η εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης αποτελεί κοινό τόπο αναφοράς, ωστόσο προϋποθέτει την ανάληψη πρωτοβουλιών. Συγκεκριμένα:

Πρώτον, πρέπει να ενισχυθεί ο διασυνοριακός επιμερισμός των κινδύνων μεταξύ των κρατών-μελών, γεγονός που θα συμβάλει στην καλύτερη απορρόφηση ασύμμετρων αναταράξεων. Αυτό συνεπάγεται την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, δηλαδή ένα ενιαίο, ολοκληρωμένο πλαίσιο λειτουργίας και εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, μέσω ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης των καταθέσεων. Επιπλέον, θα πρέπει να ολοκληρωθεί η ενοποίηση των κεφαλαιαγορών η οποία στοχεύει στη βελτίωση των διασυνοριακών ροών χρηματοδότησης, οι οποίες με τη σειρά τους θα στηρίξουν τη δυνητική ανάπτυξη σε ολόκληρη τη Ζώνη του Ευρώ. Η εμβάθυνση της ΟΝΕ, συμπεριλαμβανομένης της ολοκλήρωσης της Τραπεζικής Ένωσης,  αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση.

Δεύτερον, η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική να κινηθούν προς την ίδια κατεύθυνση. Η νομισματική πολιτική μπορεί να επιτύχει τους στόχους της ταχύτερα και με λιγότερες παρενέργειες αν είναι ευθυγραμμισμένη με τη δημοσιονομική πολιτική. Ο συνδυασμός μιας συντονισμένης αντίδρασης της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής στις μεταβολές των οικονομικών συνθηκών μπορεί να δημιουργήσει ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο τόσο οι δημόσιες, όσο και οι ιδιωτικές επενδύσεις, μπορούν να ενισχύσουν την οικονομική ανάκαμψη και να στηρίξουν δυναμικά την αναπτυξιακή προοπτική.

Τρίτον, η αποδοχή και υιοθέτηση μιας συνεκτικής οικονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία θα εστιάζει σε πολιτικές και μεταρρυθμίσεις με βαρύνουσα σημασία για τους πολίτες και με γνώμονα την επίλυση προβλημάτων τα οποία δεν μπορούν να διαχειριστούν αποτελεσματικά οι εθνικές κυβερνήσεις, όπως η αύξηση της απασχόλησης των νέων, η άμβλυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων και η ενίσχυση της οικονομικής σύγκλισης μεταξύ των κρατών-μελών.

Μολονότι η οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση που έπληξε την Ευρώπη δεν είχε ως αφετηρία τη Ζώνη του Ευρώ, ανέδειξε θεσμικές αδυναμίες της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Ο ασθενής οικονομικός ρυθμός ανάπτυξης που βιώνει σήμερα η Ευρώπη, εξαιτίας του δυσμενούς εξωτερικού οικονομικού περιβάλλοντος,  επιτάσσει την επιτάχυνση των διαδικασιών για την περαιτέρω ολοκλήρωση της ΟΝΕ έως το 2025 το αργότερο, όπως έχει άλλωστε επισημανθεί στην έκθεση των πέντε Προέδρων (Completing Europe’s Economic and Monetary Union-June 2015). Αδιαμφισβήτητα, η εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης αποτελεί πεδίο συμβιβασμού, μεταξύ των κρατών-μελών. Στην παρούσα συγκυρία, το διαπραγματευτικό παίγνιο των οικονομικών σχέσεων είναι αρκετά πιο σύνθετο σε σχέση με το παρελθόν. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι θεσμικές ατέλειες της ΟΝΕ, για τη βελτίωση της συνοχής μεταξύ των δημοσιονομικών και των νομισματικών πολιτικών, καθώς και για την προαγωγή των διαρθρωτικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων στα κράτη-μέλη, απαιτείται η σθεναρή δέσμευση των πολιτικών ιθυνόντων. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες οφείλουν να επιδείξουν ενότητα και όραμα μπροστά στις διεθνείς προκλήσεις: τη γεωπολιτική αβεβαιότητα, τον προστατευτισμό και τον ευρωσκεπτικισμό. Η επάνοδος στις προπολεμικές δομές του 19ού αιώνα στη λογική του κράτους-έθνους καταδεικνύει  μια εσωστρεφή στάση, που ενδεχομένως θα οδηγήσει σε αναβίωση των εθνικών ανταγωνισμών. Οι διαρθρωτικές και οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις με στόχο την τόνωση της απασχόλησης παραμένουν απαραίτητες για την ενίσχυση της δυνητικής ανάπτυξης.

Πηγή: Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank

Σχετικά Άρθρα