Οι προσδιοριστικοί παράγοντες της εξωστρέφειας των νέων επιχειρήσεων

Η εξαγωγική δραστηριότητα αποτελεί ένα σηµαντικό στοιχείο της λειτουργίας των µικρών και των νέων επιχειρήσεων, που τους επιτρέπει να δηµιουργήσουν αξία, να αναπτυχθούν, όπως και να έχουν πρόσβαση σε νέα γνώση και τεχνολογίες (Yeoh 2004).

Η δηµιουργία νέων επιχειρήσεων µε εξαγωγικό προσανατολισµό αποτελεί πλέον ένα κρίσιµο ζήτηµα επιχειρηµατικότητας που έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον της ακαδηµαϊκής κοινότητας και των διαµορφωτών πολιτικής στην Ελλάδα, καθώς συµβάλλει στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονοµίας και γενικότερα στην οικονοµική ανάπτυξη. Άλλωστε, έχει γίνει πλέον σαφές ότι το “νέο αναπτυξιακό πρότυπο” της χώρας πρέπει να εκφράζεται από την υψηλότερη σχετική συµµετοχή των εξαγωγών στο εθνικό προϊόν. Γενικότερα, σε µια εποχή που χαρακτηρίζεται από αυξανόµενη παγκοσµιοποίηση και όπου ο διεθνής ανταγωνισµός γίνεται ολοένα και πιο έντονος, οι νέες επιχειρήσεις χρειάζεται να ακολουθήσουν στρατηγικές διεθνοποίησης και εξωστρέφειας προκειµένου να ανταποκριθούν επιτυχώς, να είναι µεσοπρόθεσµα βιώσιµες και να αξιοποιήσουν ευκαιρίες για διείσδυση σε αγορές εκτός των συνόρων (Porter 1986, 1990).

Ειδικά τα τελευταία έτη, η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη, η ευρεία διάχυση των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) και η ψηφιακή ανάπτυξη επιτρέπουν την ανάδειξη και παρουσία νέων επιχειρήσεων µε εξωστρεφή χαρακτήρα (Oviatt and McDougall 1994). Με άλλα λόγια, η εξάπλωση του διαδικτύου και η ραγδαία ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εµπορίου φαίνεται ότι δηµιουργούν σηµαντικές ευκαιρίες για τη διείσδυση και εδραίωση νέων επιχειρήσεων σε αγορές εκτός των συνόρων, καθώς παρέχουν µοναδικούς, αποδοτικούς και εναλλακτικούς διαύλους για την προσέγγιση πελατών σε παγκόσµιο επίπεδο.

Ενδεικτικά, οι McDougall et al. (1994) και οι Oviatt and McDougall (2005) διατύπωσαν ένα θεωρητικό υπόβαθρο, σύµφωνα µε το οποίο οι νέες επιχειρήσεις µε διεθνή προσανατολισµό έχουν την ικανότητα να εντοπίζουν ευκαιρίες στο εξωτερικό, είναι σε ετοιµότητα να συνδυάσουν πόρους σε διαφορετικές διεθνείς αγορές και µπορούν επίσης να αξιοποιούν σε διεθνές επίπεδο ικανότητες που σχετίζονται µε την απορρόφηση γνώσης και τη δικτύωση. Όπως επισηµαίνουν οι Hessels and van Stel (2011), οι νέες επιχειρήσεις µε εξωστρεφή χαρακτήρα κατά τη διαδικασία διεθνοποίησής τους τείνουν να αναπτύσσουν εξειδικευµένο ανθρώπινο κεφάλαιο και καινοτόµες δεξιότητες. Ως εκ τούτου, η σηµασία των νέων επιχειρήσεων µε εξαγωγική δραστηριότητα µπορεί να αποδοθεί σε µεγάλο βαθµό στον καταλυτικό ρόλο που αυτές µπορούν να διαδραµατίσουν στη διάχυση νέας γνώσης και την απορρόφηση τεχνολογίας, που µε τη σειρά τους αναµένεται να έχουν συµβολή στην εισαγωγή νέων καινοτόµων λύσεων, στη βελτίωση της παραγωγικότητας και εποµένως στην οικονοµική ανάπτυξη. Η παρούσα εµπειρική ανάλυση έχει ως σκοπό να διερευνηθούν οι παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση των νέων επιχειρήσεων στην Ελλάδα να διεισδύσουν σε διεθνείς αγορές. Εκτός από την κατανόηση µιας κρίσιµης διάστασης της ελληνικής οικονοµίας, τα εµπειρικά ευρήµατα και συµπεράσµατα της έρευνας έχουν ως απώτερο στόχο τη διατύπωση προτάσεων πολιτικής σχετικά µε την ενίσχυση της επιχειρηµατικής εξωστρέφειας στην οικονοµία και της ανταγωνιστικότητας του εθνικού επιχειρηµατικού συστήµατος.

Ο βαθµός εξωστρέφειας µιας επιχείρησης, εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό από τον τοµέα δραστηριότητας της επιχείρησης. Κατά κύριο λόγο, αυξηµένη εξωστρέφεια έχουν οι επιχειρήσεις του Πρωτογενούς Τοµέα και της Μεταποίησης, οι οποίες σαφώς δεν παρέχουν υπηρεσίες έντασης γνώσης προς επιχειρήσεις, αλλά διαθέτουν Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών.

 
Συμπεράσματα

Το µέγεθος της επιχείρησης αποτελεί και αυτό καθοριστικό παράγοντα εξαγωγικού προσανατολισµού, µε τις µεγαλύτερες να εµφανίζονται περισσότερο εξωστρεφείς.

Αντίστοιχα συµπεράσµατα προκύπτουν και για την ηλικία µιας επιχείρησης. Οι επιχειρήσεις που έχουν ήδη εδραιωθεί στο χώρο τείνουν να έχουν µεγαλύτερη επιτυχία στη διείσδυση σε αγορές εκτός των συνόρων. Απαραίτητο παράγοντα για την αυξηµένη εξαγωγική δράση των επιχειρήσεων αποτελεί και η ρευστότητα, αλλά και οι περιορισµένες υποχρεώσεις προς τρίτους.

Εποµένως, µπορεί να αναδειχθεί και η σηµασία της ενεργοποίησης και ανάπτυξης αποτελεσµατικών συµβουλευτικών δοµών για τις νέες επιχειρήσεις, µε σκοπό την ενίσχυση της εξωστρέφειάς τους.

Μια πολιτική προς αυτή την κατεύθυνση οφείλει να περιλαµβάνει την αποτελεσµατική παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών, όπως

α) διευκόλυνση της µεταφοράς πληροφοριών και γνώσης αναφορικά µε τις εκτός των συνόρων αγορές και τη ζήτηση για τεχνολογία,

β) βοήθεια στην ανάπτυξη ενός στρατηγικού σχεδίου δράσης σχετικά µε διεθνείς δραστηριότητες,

γ) εργαλεία δικτυοποίησης µε πιθανούς στρατηγικούς επιχειρηµατικούς εταίρους που δραστηριοποιούνται ήδη σε ξένες αγορές,

δ) καθιέρωση ενός πρακτικού οδηγού για το επιχειρείν σε χώρες εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ε) εξάλειψη πιθανών νοµικών εµποδίων,

στ) ενηµέρωση για πιθανούς τρόπους χρηµατοδότησης της εξαγωγικής δραστηριότητας.

 
Δεδομένα

Τα διαθέσιµα στοιχεία για το ποσοστό εξαγωγών αφορούν την περίοδο 2010-2012 και συνολικά απαρτίζουν ένα δείγµα 8.764 παρατηρήσεων για επιχειρήσεις που ιδρύθηκαν την περίοδο 2000- 2004.

Οι πληροφορίες για τα ποσοστά εξαγωγών των επιχειρήσεων αντλήθηκαν από τους εταιρικούς καταλόγους της ICAP (Ελληνικός Οικονοµικός Οδηγός) για τα έτη 2012, 2013 και 2014. Η συλλογή των ανεξάρτητων µεταβλητών,  πραγµατοποιήθηκε από τη βάση δεδοµένων της Hellastat, που παρέχει χρηµατοοικονοµικά στοιχεία των επιχειρήσεων τα οποία έχουν δηµοσιευθεί στους ισολογισµούς και τις καταστάσεις αποτελεσµάτων χρήσεως. Επιπλέον, η συγκεκριµένη βάση δεδοµένων παρέχει πληροφορίες για το έτος ίδρυσης, για τον κλάδο οικονοµικής δραστηριότητας και την περιοχή δραστηριοποίησης των επιχειρήσεων.

 
Παράγοντες σε χωρικό επίπεδο

Τέλος, όταν εξετάζεται η επίδοση των επιχειρήσεων λαµβάνεται υπόψη και η χωρική διάσταση. Στην ανάλυση, ένα από τα ερευνητικά ερωτήµατα που τίθενται είναι αν και µε ποιο τρόπο η εξαγωγική επίδοση των νέων επιχειρήσεων επηρεάζεται από το βαθµό αστικοποίησης των περιοχών όπου βρίσκεται η έδρα τους και όπου ασκείται η βασική παραγωγική δραστηριότητά τους. Σύµφωνα µε τη διεθνή βιβλιογραφία, η συγκέντρωση υψηλής ποιότητας ανθρώπινου δυναµικού, η δικτύωση µεταξύ των επιχειρήσεων και η διάχυση γνώσης εντός γεωγραφικών ορίων επιτρέπουν στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε µητροπολιτικές περιοχές να αξιοποιούν χωρικές εξωτερικότητες, γνωστές ως “agglomeration economies” (π.χ. Jaffe et al. 1993, Krugman 1998).

Οι εξωτερικές αυτές οικονοµίες, σύµφωνα και µε τη θεωρία της νέας οικονοµικής γεωγραφίας που διατύπωσε ο Krugman (1998), οφείλονται σε παράγοντες που χαρακτηρίζουν γεωγραφικές περιφέρειες µε υψηλό βαθµό αστικοποίησης, καθώς σε αυτές συνήθως παρατηρείται µεγαλύτερη συγκέντρωση υψηλής ποιότητας ανθρώπινου δυναµικού. ∆ηλαδή σε αυτές τις περιοχές υπάρχει µια δεξαµενή εξειδικευµένου εργατικού δυναµικού, µε τεχνογνωσία και µε δεξιότητες, που έχει ως αποτέλεσµα τη µείωση του κόστους αναζήτησης από τις επιχειρήσεις. Επιπλέον, όταν µια οικονοµική δραστηριότητα είναι συγκεντρωµένη σε ένα γεωγραφικό χώρο, υπάρχει υψηλή πιθανότητα να συγκεντρωθούν και οι προµηθευτές του κλάδου στη συγκεκριµένη γεωγραφική ζώνη, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις του κλάδου να βρουν εξειδικευµένους πόρους, πρώτες ύλες, εξοπλισµό και σε περισσότερο ανταγωνιστικές τιµές.

Σε αυτή την κατεύθυνση, οι Freeman et al. (2012) υποστηρίζουν πως τα µεγάλα µητροπολιτικά κέντρα παρουσιάζουν πλεονέκτηµα, καθώς οι επιχειρήσεις έχουν ευκολότερη πρόσβαση σε δίκτυα, υποδοµές και συµβουλευτικές δοµές ή υπηρεσίες που σχετίζονται µε τις εξαγωγές και εποµένως αναµένεται να επιτυγχάνουν υψηλότερες εξαγωγικές επιδόσεις σε σχέση µε τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε λιγότερο αστικοποιηµένες περιοχές.

Η ανάλυση υπό τον τίτλο «Οι προσδιοριστικοί παράγοντες της εξωστρέφειας των νέων επιχειρήσεων» περιέχεται στο οικονομικό δελτίο της Τραπέζης της Ελλάδος, και αποτελεί εργασία των:

Νίκου Βέττα Ίδρυµα Οικονοµικών και Βιοµηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) Οικονοµικό Πανεπιστήµιο Αθηνών και Centre for Economic Policy Research, UK

Ιωάννη Γιωτόπουλου Τµήµα Οικονοµικών Επιστηµών, Πανεπιστήµιο Πελοποννήσου

Ευαγγελίας Βαλαβανιώτη Ίδρυµα Οικονοµικών και Βιοµηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ)

Svetoslav Danchev Ίδρυµα Οικονοµικών και Βιοµηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ)

Σχετικά Άρθρα