
Που καταγράφονται οι μεγαλύτερες εξαγωγικές δυνατότητες της Ελλάδος
• Ιδιαίτερης σημασίας για τις εξαγωγικές δυνατότητες της χώρας η ενίσχυση των υφιστάμενων συγκριτικών πλεονεκτημάτων και η παράλληλη προσπάθεια δημιουργίας νέων πλεονεκτημάτων
Τον δείκτη εξαγωγικών δυνατοτήτων του τομέα αγαθών στην Ελλάδα, αναλύει η Έρση Αθανασίου, Ερευνήτρια του ΚΕΠΕ, στη μηνιαία έκδοση ελληνική Οικονομία.
O Δείκτης Εξαγωγικών Δυνατοτήτων (Export Potential Index) του ITC υπολογίζεται σε επίπεδο κλάδων ή προϊόντων, ανάλογα με το επιθυμητό επίπεδο λεπτομέρειας της εκάστοτε ανάλυσης.
Η μέθοδος υπολογισμού του δείκτη αποτυπώνεται συνοπτικά στο Σχήμα 1. Το δείκτη συνθέτουν δύο επιμέρους δείκτες: ένας Δείκτης Εξαγωγικών Επιδόσεων και ένας Δείκτης Παγκόσμιας Ζήτησης. Ο πρώτος δείκτης αντανακλά τις εξαγωγικές επιδόσεις στη βάση των τιμών ενός δείκτη αποκαλυπτόμενου συγκριτικού πλεονεκτήματος και των μεταβολών του δείκτη αυτού σε μία πρόσφατη περίοδο αναφοράς. Ο δεύτερος δείκτης αντανακλά τις επιδόσεις στη βάση των μεριδίων στις παγκόσμιες εξαγωγές και των μεταβολών στα μερίδια αυτά κατά την ίδια περίοδο αναφοράς.
Σύμφωνα με τον Πίνακα 1 ο Δείκτης Εξαγωγικών Δυνατοτήτων εντοπίζει σημαντικές εξαγωγικές δυνατότητες σε κλάδους που σχετίζονται με την πρωτογενή παραγωγή και τα τρόφιμα, αλλά και σε πληθώρα κλάδων του δευτερογενούς τομέα, όπως τα γουναρικά, τα ορυκτά, η διύλιση πετρελαίου, η βιομηχανία μετάλλων, και η κλωστοϋφαντουργία.
Ειδικότερα, στους τομείς των μεταποιημένων και μη αγροτικών προϊόντων και των τροφίμων, οι μεγαλύτερες εξαγωγικές δυνατότητες καταγράφονται:
- στα παρασκευάσματα διατροφής από λαχανικά και φρούτα (κονσέρβες φρούτων και λαχανικών, ελιές, μαρμελάδες, κ.ά.), στα έλαια και λίπη (ιδιαίτερα στο ελαιόλαδο),
- στα φρούτα (εσπεριδοειδή, σταφύλια/σταφίδες, ροδάκινα, ακτινίδια καρπούζια, κ.ά.),
- στο βαμβάκι (μη επεξεργασμένο και σε μορφή νήματος),
- στα αλιεύματα (ιδιαίτερα στα αλιεύματα ιχθυοκαλλιέργειας),
- στον καπνό (ανεπεξέργαστος καπνός, τσιγάρα/λοιπά καπνικά προϊόντα),
- στα λαχανικά διαφόρων ειδών και στα κηπευτικά,
- στα γαλακτοκομικά (ιδιαίτερα στα τυριά και το γιαούρτι),
- στη ζάχαρη και τα ζαχαρώδη προϊόντα.
Στο δευτερογενή τομέα, σημαντικά πλεονεκτήματα παρατηρούνται, μεταξύ άλλων:
- στη διύλιση πετρελαίου και τα συναφή προϊόντα,
- στον κλάδο του αλουμινίου (φύλλα και ταινίες αλουμινίου, προφίλ, ράβδοι, κράματα αλουμινίου, προϊόντα αλουμινίου για κατασκευές),
- στα πετρώματα (μάρμαρο, τσιμέντο, κ.ά.),
- στα λιπάσματα,
- στα γουναρικά,
- στα παιχνίδια,
- στα προϊόντα από χαλκό,
- στα δέρματα,
- στα πλεκτά υφάσματα,
- στο σίδηρο και το ατσάλι,
- στα πλαστικά, και
- στα φαρμακευτικά προϊόντα.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι από τους 29 κλάδους που καταγράφονται στον Πίνακα 1, οι 16 σημείωσαν αύξηση των μεριδίων τους στις παγκόσμιες εξαγωγές κατά το διάστημα 2009-2013, γεγονός που υποδηλώνει ιδιαίτερο δυναμισμό και αυξημένη ικανότητα αξιοποίησης των ευκαιριών στη διεθνή αγορά για τους συγκεκριμένους κλάδους. Ο δυναμισμός αυτός συνδέεται ασφαλώς, σε κάποιο βαθμό, με την ανάγκη των επιχειρήσεων να αναζητήσουν νέες διεξόδους για τα προϊόντα τους σε μία περίοδο σημαντικής κάμψης της εγχώριας ζήτησης στο πλαίσιο της κρίσης. Το γεγονός όμως ότι στους συγκεκριμένους κλάδους οι επιχειρήσεις πέτυχαν τα αποτελέσματα αυτά παρά τις σοβαρές αντιξοότητες που αντιμετώπισαν λόγω της κρίσης, ενισχύει την σημασία των επιδόσεών τους και την προοπτική για θετική πορεία και στο μέλλον.
Συνοψίζοντας, τα αποτελέσματα από τον υπολογισμό ενός Δείκτη Εξαγωγικών Δυνατοτήτων για τον τομέα των αγαθών στην Ελλάδα καταδεικνύουν δυνατότητες ουσιαστικής βελτίωσης των εξαγωγικών επιδόσεων σε σημαντικό αριθμό κλάδων. Όπως προκύπτει, οι δυνατότητες αυτές υφίστανται τόσο σε κλάδους με συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι της ΕΕ28, όσο και κάποιους κλάδους χωρίς συγκριτικό πλεονέκτημα. Εντούτοις, οι επιδόσεις των κλάδων ως προς το συγκριτικό πλεονέκτημα σχετίζονται στενά με τις αντίστοιχες επιδόσεις τους σε όρους μεριδίων στην παγκόσμια αγορά, γεγονός που υπογραμμίζει τη σημασία που λαμβάνει για τις εξαγωγικές δυνατότητες της χώρας η ενίσχυση των υφιστάμενων συγκριτικών πλεονεκτημάτων και η παράλληλη προσπάθεια δημιουργίας νέων πλεονεκτημάτων.