
ΣΕΒ: Εμπόδια στη μεταβίβαση μεριδίων και αναδιάρθρωση δανείων επιχειρήσεων
Η δυνατότητα ταχείας και χωρίς υπερβολικό κόστος διάθεσης περιουσιακών στοιχείων σε αξιοπρεπή τιμή θα επιτρέψει σε πολλές ελληνικές επιχειρήσεις να εξεύρουν μετρητά ή δανειακά κεφάλαια, ώστε να αναδιαρθρωθούν γρήγορα στην βάση επιχειρηματικών κριτηρίων καθώς και να καλύψουν υποχρεώσεις έναντι της αγοράς και του κράτους, γυρίζοντας έτσι σελίδα. Η αντιμετώπιση δυσλειτουργιών του σχετικού πλαισίου, όπως ο περιορισμένος χρόνος μεταφοράς ζημιών, οι διατάξεις περί αλληλέγγυας ευθύνης που αποθαρρύνουν νέους επενδυτές και νέα στελέχη διοίκησης, η διασαφήνιση της φορολογικής μεταχείρισης των διαγραφόμενων δανείων και υποχρεώσεων προς προμηθευτές, το πλαίσιο ασφάλισης όσων συμμετέχουν στη διοίκηση των επιχειρήσεων καθώς και το πλαίσιο ευθυνών στελεχών τραπεζών και δημοσίου που εμπλέκονται σε διαγραφές υποχρεώσεων σήμερα περιπλέκουν τη διαδικασία και αναπόφευκτα συμπιέζουν το επενδυτικό ενδιαφέρον. Η βελτίωση του σχετικού πλαισίου πρέπει, επίσης, να ενισχυθεί με την παρουσία στη διοίκηση των τραπεζών στελεχών με ηγετική ικανότητα, γνώση της ελληνικής πραγματικότητας και διάθεση να προσαρμόσουν σε αυτή τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές, τονίζει ανάλυση του Eβδομαδιαίου Δελτίου για την Ελληνική οικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις του ΣΕΒ.
Δυστυχώς, παρόλο που σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν υπάρξει βελτιώσεις τα τελευταία χρόνια, τα κόστη συναλλαγών παραμένουν στην Ελλάδα είτε υψηλά είτε αβέβαια, κάτι που για την αγορά τουλάχιστον ισοδυναμεί με υψηλό κόστος, είτε και τα δυο. Ήδη έχει γίνει εκτενής αναφορά στη σημασία αυτής της στρέβλωσης στην αγορά ακινήτων . Αλλά τα σχετικά προβλήματα επεκτείνονται και σε όλο το φάσμα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και λειτουργίας της αγοράς. Ενδεικτικά, σε ό,τι αφορά τη μεταβίβαση μετοχών και εταιρικών μεριδίων, εκτός της υπεραξίας (Άρ 42, 43 Ν4712/2013, ΠΟΛ 1032/2015) που φορολογείται με 15% για φυσικά πρόσωπα και με 29% για επιχειρήσεις (και όσους μετόχους – φυσικά πρόσωπα έχουν εμπλακεί σε πάνω από 2 ομοειδείς κατά το άρθρο 21 ΚΦΕ πράξεις), υπάρχουν, ενδεικτικά, για τις μη κεφαλαιουχικές εταιρείες και μικροέξοδα όπως το ταμείο Νομικών (0,5% μεταβιβαζόμενης αξίας), ταμείο Πρόνοιας Δικηγόρων (1%) και το παράβολο €8 για το Πρωτοδικείο. Αντίστοιχα, για κεφαλαιουχικές επιχειρήσεις τα επιπλέον έξοδα πέρα από διάφορα παράβολα ύψους περίπου €150 υπάρχει και η αμοιβή συμβολαιογράφου (1,3%). Για ορισμένες (άτυχες) περιπτώσεις επιχειρήσεων, από την άλλη, μπορεί να αποτελέσει μεγαλύτερο πρόβλημα η πρόβλεψη να φορολογείται ως αξία αγοράς εταιρικού μεριδίου η μεγαλύτερη, μεταξύ της συμφωνημένης τιμής και των ιδίων κεφαλαίων. Αυτό μπορεί να δημιουργεί πρόβλημα ειδικά στην περίπτωση στην οποία τα ίδια κεφάλαια δεν αντικατοπτρίζουν μια μειωμένη λόγω της κρίσης και έλλειψης ρευστότητας στην αγορά αγοραία αξία, με αποτέλεσμα την καταβολή υπερβολικά υψηλού φόρου για το πραγματικό τίμημα μιας συναλλαγής. Αντίστοιχα, η δυνατότητα συμψηφισμού ζημιών από κεφάλαιο για φυσικά πρόσωπα για 5 έτη είναι μια θετική εξέλιξη, αλλά ενδέχεται να μην καλύπτει ειδικά τις ανάγκες επενδυτών όπως οι business angel, που μερικές φορές χρειάζονται περισσότερη χρονική ευελιξία και οπωσδήποτε σε ευρύτερο πλαίσιο το γεγονός ότι η πρωτοφανής, ιστορικά, διάρκεια της κρίσης καθιστά αυτό το όριο υπερβολικά σύντομο για έναν πολύ μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων. Επιπλέον, πρόσφατη μελέτη του ΤΧΣ ως προς τα εμπόδια επίλυσης των NPL’s αναγάγει το ζήτημα της 5ετούς, μόνο, δυνατότητας συμψηφισμού των ζημιών ως κεντρικό εμπόδιο εκκαθάρισης τους από τις τράπεζες, πλέον άλλων φορολογικών και διοικητικών εμποδίων και ασαφειών. Ένα επιπλέον και σημαντικό εμπόδιο στις αναδιαρθρώσεις προκύπτει από το γεγονός ότι χάνεται πολύ εύκολα η δυνατότητα μεταφοράς αυτών των ζημιών όταν μια εταιρεία πωλείται, μετασχηματίζεται ή τεμαχίζεται, κάτι που όμως συμβαίνει συνήθως στα πλαίσια ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήδη από το 2005 συστήνει ρητά τη διευκόλυνση της μεταβίβασης της ιδιοκτησίας επί μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, πέραν των αλλαγών στα πλαίσια αναδιάρθρωσης και λύσης με στόχο τη δημιουργία ενός πιο ευνοϊκού περιβάλλοντος για την ανάπτυξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Στην Ελλάδα καταγράφονται επίσης σημαντικές φορολογικές επιβαρύνσεις, θεσμικές αβεβαιότητες και γκρίζες ζώνες που σχετίζονται με την αναδιάρθρωση επιχειρήσεων και τη μεταβίβαση κόκκινων δανείων, πέρα των προβλημάτων του πτωχευτικού συστήματος της Ελλάδας. Οπωσδήποτε η πρόβλεψη του άρθρου 62 του Ν. 4389/16, που διασαφηνίζει ότι η διαγραφή χρέους δεν αποτελεί φορολογητέα δωρεά (αναμένεται όμως ακόμα η σχετική εγκύκλιος) αποτελεί μια σημαντική και θετική εξέλιξη. Όμως παραμένουν άλυτα άλλα ζητήματα τα οποία εκτείνονται από την επιβολή χαρτοσήμων έως το ζήτημα της επιστροφής φόρων εισοδήματος και ΦΠΑ που έχουν καταβληθεί από επιχείρηση που διαγράφει απαίτηση που έχει έναντι χρεοκοπημένου πελάτη της ο οποίος αναδιαρθρώνεται (σημειώνεται ότι μελέτη του ΔΝΤ έχει καταγράψει ως θετική τη σχετική μεταρρύθμιση στην Πορτογαλία που προβλέπει ακριβώς την επιστροφή του φόρου που αναλογεί στη διαγραφή απαίτησης σε τέτοιες περιπτώσεις). Ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός ότι παραμένει και η αδυναμία αξιωματούχων στο δημόσιο να διαγράψουν οφειλές από φόρους και εισφορές στα πλαίσια μιας συμφωνίας αναδιάρθρωσης, γεγονός που αποτρέπει την επίτευξη συμφωνίας με ιδιώτες πιστωτές μιας επιχείρησης που έχει οφειλές προς το κράτος, ακόμα και σε περιπτώσεις στις οποίες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να ανακάμψουν μετά από μια ουσιαστική αναδιάρθρωση χρέους. Σημειώνεται επίσης ότι δεν έχει επιλυθεί ούτε το ζήτημα της ποινικής ευθύνης όσων αξιωματούχων τραπεζών εγκρίνουν τη διαγραφή χρέους στα πλαίσια ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης. Μάλιστα, αυτό το ζήτημα παραμένει τη στιγμή που παραμένει σε εκκρεμότητα το ζήτημα επαναστελέχωσης μεγάλου μέρους των διοικήσεων των τραπεζών και παρά την κρισιμότητα της συγκυρίας που απαιτεί ικανότητα, γνώση της ελληνικής πραγματικότητας και διάθεση αναζήτησης χρήσιμων λύσεων για το σύνολο της οικονομίας, ολοκληρώνοντας έτσι ένα πλέγμα εμποδίων στην αναδιάρθρωση του χρέους αρκετών επιχειρήσεων που θα μπορούσαν να διασωθούν. Ένα υποτιμημένο, αλλά μείζον, εμπόδιο στη μεταβίβαση μεριδίων επιχειρήσεων από ιδιοκτήτες που δεν μπορούν πλέον να εξασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία τους σε νέους μετόχους, που έχουν την οικονομική δύναμη να στηρίξουν την αναδιάρθρωση μιας εταιρείας, αποτελεί η «αλληλέγγυα» ευθύνη των μετόχων για ασφαλιστικές (Άρ. 31 Ν 4321/2015) και φορολογικές υποχρεώσεις (Άρ. 50 &3-4 του Ν. 4174/2013, ΚΦΔ με όριο όμως τις απολήψεις κερδών της τελευταίας, πριν την εκκαθάριση, τριετίας). Το πρακτικό αποτέλεσμα της προσέγγισης που έχει υιοθετήσει η νομοθεσία είναι ότι καλόπιστοι επιχειρηματίες που όμως θέλουν να αναλάβουν μόνο τον εμπορικό κίνδυνο που αναλογεί στην επιχειρηματική τους απόφαση αποθαρρύνονται από την επένδυση σε επιχειρήσεις προς αναδιάρθρωση. Οι επιχειρηματίες αυτής της κατηγορίας εύλογα δεν επιθυμούν να εκτεθούν σε απεριόριστη ευθύνη έως το σύνολο της προσωπικής τους περιουσίας και του καθαρού τους ποινικού μητρώου -σε μια εποχή που η πλειοψηφία των επιχειρήσεων έχει μικρότερα ή μεγαλύτερα ζητήματα με τις υποχρεώσεις της ακριβώς λόγω της πρωτοφανούς κρίσης την οποία δεν προκάλεσε η αγορά, αλλά η πολιτική. Η ορθή προσέγγιση να περιοριστεί η αλληλέγγυα ευθύνη για τις ασφαλιστικές εισφορές με την υιοθέτηση του περιορισμού της έκθεσης του απλού μετόχου που υπάρχει για τις φορολογικές υποχρεώσεις αποπειράθηκε, ήδη, δυο φορές αν και τελικά δεν ψηφίστηκε. Ένα αντίστοιχο ζήτημα αποτελεί η πρόβλεψη του Ν4174/13 για μη διακοπή της ποινικής δίωξης σε διευθυντές επιχειρήσεων ακόμα και όταν εξοφλούνται χρέη προς το δημόσιο – κάτι που μειώνει το κίνητρο εκχώρησης εταιρικών μεριδίων σε νέο μέτοχο που εισφέρει κεφάλαια ακριβώς για την εξόφληση υποχρεώσεων προς το δημόσιο. Αντίστοιχα, παραμένει και η ευθύνη των διευθυντών που θα αναλάβουν μια επιχείρηση σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης, γεγονός που αποτελεί σοβαρό αντικίνητρο να αναλάβουν μια τέτοια θέση. Τα ζητήματα αυτά συνεχίζουν να παραμένουν άλυτα επί της ουσίας την ώρα που με το νέο ασφαλιστικό προκύπτουν σειρά πρακτικών προβλημάτων που αφορούν την ασφάλιση των μελών ΔΣ εταιρειών, είτε ως αυτοαπασχολούμενων, είτε ως μισθωτών είτε ταυτόχρονα και με τις δυο ιδιότητες, εξέλιξη που μπορεί, σε μια εποχή ταχύτατου brain drain, να καταστήσει ακόμα πιο δύσκολη την ευχέρεια εξεύρεσης κατάλληλων διευθυντών και μελών ΔΣ που θα ηγηθούν αναδιαρθρωμένων, και μη, επιχειρήσεων στη χώρα μας. Η καταβολή νέων κεφαλαίων για την ενίσχυση μιας εταιρείας στα πλαίσια σχεδίου αναδιάρθρωσης (την αυξανόμενη ανάγκη της οποίας δείχνει η σταθερή μείωση του μετοχικού κεφαλαίου των εταιρειών, σύμφωνα με στοιχεία των δημοσιευμένων ισολογισμών) επίσης επιβαρύνεται ακόμα με τον φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου (ΦΣΚ) 1%, παρά την θετική εξέλιξη κατάργησης αυτού του αναχρονιστικού φόρου για τις συστάσεις νέων επιχειρήσεων με το Ν4254/2014. Θυμίζουμε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συστήνει την κατάργηση αυτού του φόρου εδώ και 10 χρόνια.. Έτσι, παρόλο που πλέον τα έσοδα του είναι ελάχιστα μετά την εφαρμογή του Ν4254/2014 και αν εξαιρεθούν οι μεγάλες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου που οδήγησαν σε μια πρόσκαιρη ανάκαμψη των εσόδων του φόρου την περίοδο 2012-13 (Διάγραμμα 12), ο φόρος αυτός μένει ως άλλο ένα εμπόδιο στην προσέλκυση κεφαλαίων για τη διάσωση επιχειρήσεων. Εμπόδια που θέτει η Ελλάδα στη μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού καταγράφονται σε όποια σημεία και αν πιάσεις το Ελληνικό θεσμικό πλαίσιο: Μελέτη της KPMG για το κόστος μεταβίβασης οικογενειακών επιχειρήσεων καταγράφει ότι στην περίπτωση μεταβίβασης οικογενειακής επιχείρησης αξίας €10 εκατ. στην επόμενη γενεά είτε μέσω κληρονομιάς είτε μέσω δωρεάς σε τέκνο (Διάγραμμα 13) η Ελλάδα αριστεύει για άλλη μια φορά στον φοροπρωταθλητισμό, συγκρινόμενη με τις άλλες χώρες της Ε.Ε. Στο τέλος, τα φορολογικά και διαδικαστικά αντικίνητρα για μεταβιβάσεις κεφαλαίου πλήττουν τα δημόσια έσοδα, όπως δείχνει η υποχώρηση των σχετικών εσόδων του κράτους (Διάγραμμα 14).