ΣΕΒ: Εργαλεία ανταμοιβής και στήριξης της παραγωγικότητας των εργαζομένων και φορολογική αντιμετώπιση στην Ελλάδα

Τα εργαλεία ανταμοιβής και στήριξης της παραγωγικότητας των εργαζομένων στην Ελλάδα δεν έχουν τύχει της προσοχής και αξιοποίησης που έχουν σε άλλες χώρες της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ. Τα όποια βήματα προόδου που είχαν επιτευχθεί στο παρελθόν έχουν αναστραφεί τα τελευταία χρόνια κυρίως λόγω της υπερβολικής αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης στα εργαλεία αυτά, σημειώνει ανάλυση του Eβδομαδιαίου Δελτίου για την Ελληνική οικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις του ΣΕΒ.

Αυτό αποτελεί αρνητική εξέλιξη, καθώς τα εργαλεία αυτά θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην κάλυψη κοινωνικών αναγκών ή την επίτευξη κοινωνικά επιθυμητών στόχων, ειδικά σε ό,τι αφορά τις παροχές που αφορούν τη φύλαξη παιδιών, τη ιατροφαρμακευτική ασφάλιση της οικογένειας του εργαζομένου και τη χρήση δημοσίων μέσων μαζικής μεταφοράς. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως του εταιρικού αυτοκινήτου, η φορολογική αντιμετώπιση των τελευταίων ετών οδηγεί, τελικά, σε μείωση των συνολικών εσόδων του κράτους, όπως άλλωστε έχει συμβεί σε πολλές άλλες ανάλογες περιπτώσεις. Ο νομοθέτης και η αγορά οφείλουν να βρουν μια ισορροπία η οποία να εξασφαλίζει την εύλογη χρήση αυτών των εργαλείων, χωρίς όμως να οδηγούμαστε σε καταστάσεις που να ακυρώνουν την πρακτική χρησιμότητα των εργαλείων αυτών, όπως πλέον συμβαίνει στη χώρα μας.

Με τους τελευταίους φορολογικούς νόμους, και ειδικά τους Ν4172/13, 4389/16 και 4387/16, οι αρχές έχουν προσεγγίσει συστηματικά αλλά ιδιαίτερα αυστηρά τα εργαλεία ανταμοιβής και στήριξης της παραγωγικότητας των εργαζομένων που χρησιμοποιούν οι επιχειρήσεις. Η αγωνία του νομοθέτη για το ενδεχόμενο η κατάχρηση των εργαλείων αυτών να οδηγήσει σε υποκατάσταση φορολογητέου εισοδήματος με παροχές και εργαλεία επιβράβευσης και με στόχο τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους του εργαζομένου, φυσικά είναι κατανοητή. Όπως είναι κατανοητό και ότι πολλές επιχειρήσεις, ειδικά όταν έχουν λιγότερο ανεπτυγμένη δομή και οργάνωση, δεν κατανοούν πλήρως τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να χρησιμοποιείται το εργαλείο μιας παροχής ή επιβράβευσης, στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης υποστήριξης και ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού της επιχείρησης. Διότι πράγματι, η παροχή δεν έχει στόχο τη μείωση του φορολογητέου εισοδήματος, αλλά αντίθετα αποτελεί ένα εργαλείο υποστήριξης του εργαζόμενου, ώστε αυτός να μπορέσει να αποδώσει καλύτερα, από τη μία, και, από την άλλη πλευρά, να δει έμπρακτα ότι ο εργοδότης αναγνωρίζει την προσπάθεια και απόδοσή του. Ο νομοθέτης και η αγορά οφείλουν να βρουν μια ισορροπία η οποία να εξασφαλίζει την εύλογη χρήση αυτών των εργαλείων, χωρίς όμως να οδηγούμαστε σε καταστάσεις που να ακυρώνουν την πρακτική χρησιμότητα τους, όπως πλέον συμβαίνει στη χώρα μας. Από την πλευρά των επιχειρήσεων η ενημέρωση ως προς τη χρησιμότητα των εργαλείων υποστήριξης και επιβράβευσης των εργαζομένων, καθώς και των καλών πρακτικών χρήσης τους, σίγουρα μπορεί να βελτιωθεί, καθώς η χώρα μας υστερεί στο πεδίο αυτό σε σύγκριση με άλλες χώρες. Αυτό ισχύει ειδικά στο βαθμό κατά τον οποίο πλέον η σύγχρονη τεχνολογία παρέχει υποστηρικτικά εργαλεία και επιτρέπει υπηρεσίες ορθής διαχείρισης. Από την άλλη πλευρά, το κράτος πρέπει και αυτό να αναγνωρίσει ότι υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός εργαζομένων των οποίων η ιδιαίτερη φύση της παρεχόμενης εργασίας δικαιολογεί την υποστήριξη τους μέσω της κάλυψης δαπανών. Το αυστηρό όριο των €300 / έτος είναι περιοριστικό σε πολλές περιπτώσεις, αναγκάζοντας έτσι τον εργαζόμενο να καταβάλλει από το φορολογημένο και με υψηλότατες εισφορές εισόδημά του δαπάνες που ουσιαστικά προκύπτουν λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεών του. Εναλλακτικά, η σημαντική αύξηση του ορίου (ενδεικτικά, σε ένα επίπεδο €1.500 / έτος) με την υιοθέτηση παράλληλα ενός σωρευτικού -ως προϋπόθεση απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος και τις ασφαλιστικές εισφορές- ανώτατου ορίου ως προς τις ετήσιες μικτές αποδοχές του εργαζομένου (πχ 10% αυτών) θα επέτρεπε στην αγορά να αξιοποιήσει καλύτερα αυτά τα εργαλεία, χωρίς να προκύπτουν υπόνοιες κατάχρησης. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει η παροχή εταιρικού αυτοκινήτου, όχι μόνο λόγω της καταρχήν υψηλότερης αξίας της, καθώς όταν αυτό παρέχεται από μια εταιρεία συνήθως αντανακλά, από τη μία, την εντατική χρήση του αυτοκινήτου από τον εργαζόμενο στα πλαίσια της εργασίας του (πχ συχνές επαγγελματικές διαδρομές) και, από την άλλη, τις αυξημένες επαγγελματικές υποχρεώσεις που καθιστούν απαραίτητη τη χρήση του αυτοκινήτου. Για παράδειγμα μια μητέρα, στέλεχος εταιρείας, υποχρεωτικά χρησιμοποιεί αυτοκίνητο για να μεταφέρει το παιδί της στον παιδικό σταθμό το πρωί καθώς δεν μπορεί να καθυστερήσει στη διαδρομή χρησιμοποιώντας μέσα μαζικής μεταφοράς. Η κάλυψη του νοητού κόστους αυτής της διαδρομής από τον εργοδότη δεν είναι ξεκάθαρο ότι είναι κάλυψη ιδιωτικής χρήσης του οχήματος, καθώς το αποτέλεσμα είναι η βελτίωση της ποιότητας ζωής της εργαζομένης μητέρας και αυτή έχει άμεση επίπτωση στην απόδοση της. Στα πλαίσια μιας τέτοιας ανάλυσης η φορολόγηση, πλέον κατά 80% μετά τη ψήφιση του Ν4389/16, Άρθρο 44, της παροχής εταιρικού αυτοκινήτου σε εργαζόμενο (και που δεν είναι πωλητής ή κάνει αντίστοιχη χρήση), η οποία περιλαμβάνει ως κόστος πέρα από τις αποσβέσεις, συντηρήσεις, τέλη κυκλοφορίας και το κόστος επισκευών, κρίνεται ως παράλογη και κατά πολύ υψηλότερη του πιο εύλογου ποσοστού 30% που ίσχυε με το Ν4172/2013. Πάντως, και αυτή η προσέγγιση ήδη ήταν σχετικά πολύπλοκη και οδηγούσε σε σχετικά υψηλή φορολόγηση, συγκριτικά με άλλες χώρες της Ε.Ε. Η αυστηρή προσέγγιση του νομοθέτη όμως είναι στην πράξη και αντιπαραγωγική για τα ίδια τα δημόσια έσοδα, όπως αναδεικνύει η περίπτωση του εταιρικού αυτοκινήτου. Γιατί το μισθωμένο εταιρικό αυτοκίνητο καταβάλλει όλους τους φόρους που προκύπτουν από το σύνολο των υπηρεσιών και καταναλώσεων που ακολουθούν τη χρήση του, σε αντίθεση με το ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητο. Το εταιρικό αυτοκίνητο πάντα είναι ασφαλισμένο, και μάλιστα μικτά, με αποτέλεσμα την καταβολή όλων των φόρων, περιλαμβανομένου του ειδικού φόρου στα ασφαλιστήρια συμβόλαια, πάντα συντηρείται σε συνεργείο που εκδίδει όλα τα νόμιμα παραστατικά και καταβάλλει όλους τους φόρους, ΦΠΑ και εισοδήματος, για το σχετικό έσοδο και δεν τίθεται ζήτημα μη έγκαιρης καταβολής τελών ή ολοκλήρωσης τεχνικού ελέγχου με καταβολή των σχετικών παραβόλων. Η ουσιαστική κατάργηση της αγοράς για εταιρικά αυτοκίνητα, μετά την επιβολή του φόρου 80% στην αξία της παροχής, θα οδηγήσει στην απώλεια αυτών των εσόδων για το κράτος οδηγώντας δυνητικά και σε καθαρή απώλεια εσόδων για το κράτος. Η πολιτική του κράτους στο ζήτημα των παροχών όμως δεν προκύπτει μόνο συχνά αντιπαραγωγική για τα δημόσια έσοδα. Προκύπτει και ορισμένες φορές ευθέως αντικοινωνική και μάλιστα σε μια περίοδο κατά την οποία οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η κοινωνία έχουν ενταθεί σε ιστορικά πρωτόγνωρο βαθμό.

Έτσι είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς γιατί το κράτος δεν ενθαρρύνει, μέσω φορολογικά ευνοϊκής μεταχείρισης, την προσφορά από την επιχείρηση στον εργαζόμενο εισιτηρίων πολλαπλών διαδρομών για μέσα μαζικής μεταφοράς – όπου τα τελευταία θα εισπράττουν άμεσα το αντίτιμο και δεν θα τίθεται ζήτημα λαθρεπιβίβασης ενώ θα ενθαρρυνθεί και η χρήση τους που από κοινωνικής πλευράς έχει σημαντικά οφέλη την ώρα μάλιστα που οι επιδόσεις της χώρας σε ό,τι αφορά το δίκτυο ΜΜΕ, την ικανοποίηση των επιβατών και την ένταση χρήσης τους εμφανίζονται τουλάχιστον ικανοποιητικές.

Ή, ακόμα χειρότερα, γιατί το κράτος θεωρεί εδώ και λίγο καιρό ότι η επιδότηση παιδικού σταθμού για το παιδί εργαζόμενου από τον εργοδότη αποτελεί «κεκαλυμμένη φοροδιαφυγή» που πρέπει να αντιμετωπιστεί αυστηρά, την ώρα που τα κενά των δημόσιων δημοτικών σταθμών είναι πρωτοφανή και που οι αδυναμίες του επίσημου μηχανισμού φύλαξης παιδιών αποτελούν βασικό λόγο που κρατάει τις Ελληνίδες μακριά από την αγορά εργασίας, ειδικά όταν έχουν υψηλή εκπαίδευση και το παιδί είναι κάτω των 3 ετών, αλλά και μετά μέχρι το σχολείο.

Δηλαδή, εδώ η παροχή της επιχείρησης στον εργαζόμενο όχι μόνο υποστηρίζει τον (και ειδικά την) εργαζόμενη, αλλά καλύπτει και σημαντικά κενά του κράτους στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών. Αντί να ενθαρρύνει το κράτος τον ιδιωτικό τομέα ώστε να μειωθεί η πίεση στις ήδη σε οριακό σημείο δημόσιες υποδομές, πράττει ακριβώς το αντίθετο και μάλιστα σε ένα πεδίο όπου ο πάροχος της υπηρεσίας είναι αυστηρά εποπτευόμενος με έναν τρόπο που συνεπάγεται την έκδοση όλων των νόμιμων παραστατικών και την καταβολή κατά 100% όλων των φόρων που αυτά εκφράζουν.

Ένα επίσης σημείο που θα πρέπει το κράτος να επικεντρώσει την προσοχή του αφορά στο γεγονός ότι το όριο της παροχής για την ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή κάλυψη του υπαλληλικού προσωπικού (€1.500/ έτος) που αναγνωρίζει ο νομοθέτης, πριν το φορολογήσει ως εισόδημα, δεν καταλαμβάνει και τα τυχόν εξαρτώμενα μέλη. Η επιλογή αυτή παρακάμπτει τη σημασία που έχει η μέριμνα του εργοδότη για την υγεία όχι μόνο του ιδίου του εργαζόμενου αλλά και της οικογένειας του υπό την έννοια ότι ένας υγιής εργαζόμενος που δεν ανησυχεί για την υγεία της οικογένειας του αποδίδει καλύτερα. Επιπλέον, και εδώ θα έπρεπε το κράτος να αναγνωρίσει τη συνεισφορά του εργοδότη την ώρα που καταγράφονται σημαντικά κενά στις δημόσιες πολιτικές όσον αφορά στην παροχή ιατρικών υπηρεσιών καθώς και η συνεισφορά του εργοδότη μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της πίεσης που ασκείται στους δημόσιους πόρους. Η ίδια αρχή θα έπρεπε να εφαρμοστεί και στην περίπτωση της ανταμοιβής των εργαζόμενων με διανομή κερδών ή καταβολή έκτακτης αμοιβής για την απόδοσή τους. Στο βαθμό που οι καταβολές αυτές υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές (άρθρ.43 του Ν.1892/1990) και φόρους (Ν 3943/2011, Άρ14 και πλέον ως κανονικό εισόδημα από μισθό κατά το Ν4172/13. ΠΟΛ1134898-16/09/2016), που συνδυαστικά στη χώρα μας ξεπερνούν πλέον το 50% του ποσού που καταβάλλει ο εργοδότης, τα εργαλεία αυτά έχουν αναπόφευκτα ελάχιστη χρήση στην αγορά, ειδικά στο βαθμό που μια επιχείρηση σκοπεύει να ανταμείψει εργαζόμενους των οποίων τα εισοδήματα βρίσκονται σε κλιμάκια στα οποία ο οριακός φορολογικός συντελεστής αυξάνει ραγδαία και όπου οι ασφαλιστικές εισφορές δεν έχουν προσεγγίσει το όριο στο οποίο σταθεροποιούνται.

Σχετικά Άρθρα