
ΣΕΒ: Η αγορά και η εγχώρια παραγωγή στενάζει από την υπερφορολόγηση
«Το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από τα τεκταινόμενα της αξιολόγησης είναι ότι οι εταίροι (σε αντιδιαστολή με την ελληνική κυβέρνηση) δεν πιστεύουν ότι θα διαμορφωθούν πρωτογενή πλεονάσματα μεγαλύτερα των 3,5 π.μ. του ΑΕΠ σε μόνιμη βάση. Και για αυτό το λόγο ζητούν πρόσθετα μέτρα λιτότητας 2 π.μ. του ΑΕΠ το 2019 και το 2020, ώστε να ενισχυθούν και οι προοπτικές επιτυχούς πρόσβασης του δημοσίου στις αγορές το 2018, υπό την έννοια ότι η δημοσιονομική πειθαρχία τα επόμενα χρόνια θα είναι διασφαλισμένη»
Θετική η επικείμενη ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης, αρνητική η καθυστέρηση της μείωσης της υπερφορολόγησης μέχρι το 2020, σημειώνει το Μηνιαίο δελτίο για την Ελληνική οικονομία του ΣΕΒ.
Αναλυτικά: «Το νερό φαίνεται να μπαίνει στο αυλάκι, μετά από την άτυπη συμφωνία στο Eurogroup της Μάλτας στις 7/4/2017. Η συμφωνία προβλέπει τη μείωση των συντάξεων κατά 1 π.μ. του ΑΕΠ το 2019 και αύξηση των φορολογικών εσόδων μέσω της μείωσης του αφορολόγητου ορίου κατά το ίδιο ποσό το 2020 (ή το 2019 εάν αξιολογηθεί το 2018 από το ΔΝΤ ότι ο στόχος των 3,5 π.μ. του ΑΕΠ πρωτογενούς πλεονάσματος δεν διασφαλίζεται). Τα «αρνητικά» αυτά, κατά την κυβέρνηση, μέτρα θα νομοθετηθούν πριν κλείσει η 2η αξιολόγηση, μαζί με «θετικά» κατά την κυβέρνηση μέτρα αύξησης των κοινωνικών δαπανών και μείωσης των συντελεστών του φόρου εισοδήματος και του ΕΝΦΙΑ, για εφαρμογή το 2019 και 2020, αντιστοίχως και μόνο εφόσον διασφαλίζεται ο στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος των 3,5 π. μ. του ΑΕΠ και υπάρχει επιπλέον αυτού υπεραπόδοση των μέτρων. Τα «θετικά» μέτρα θα διαμορφωθούν σε 1 π.μ. του ΑΕΠ το 2019 (αύξηση δαπανών) και στο ίδιο ποσό το 2020 (μείωση φόρων), καθώς το 2018 θα έχει επιτευχθεί σύμφωνα με την κυβέρνηση ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος σε βιώσιμη βάση, με την προσαρμογή βασισμένη δηλαδή, σε μόνιμα και όχι σε εφάπαξ μέτρα. Ανοίγει έτσι ο δρόμος για την επιστροφή των τεχνικών κλιμακίων στην Ελλάδα προς επίτευξη τελικής συμφωνίας σε σύντομο, ελπίζεται, χρονικό διάστημα. Και αυτό διότι θα ακολουθήσουν διαπραγματεύσεις, ώστε να ικανοποιηθεί το Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΝΤ όσον αφορά στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους, δηλαδή να συμφωνηθεί για πόσα χρόνια θα διατηρηθεί ο στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5 π.μ. του ΑΕΠ μετά το 2018, καθώς και για να δοθούν διαβεβαιώσεις για την ελάφρυνση του χρέους μεσοπρόθεσμα. Μόνο έτσι θα εξασφαλιστεί η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, χωρίς την οποία ένα νέο πρόγραμμα θα πρέπει να συμφωνηθεί.
Η συμφωνία της 2ης αξιολόγησης που εξυφαίνεται, ελέγχεται ως προς τέσσερα σημεία:
Πρώτον, η συμφωνία για την περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος (Αύγουστος 2018) εισάγει νέες αβεβαιότητες στην οικονομία και, για άλλη μια φορά, υποβιβάζει τις προοπτικές ανάπτυξης. Εντούτοις, η νομοθέτηση από σήμερα της μείωσης των συντάξεων και του αφορολόγητου το 2019 και το 2020 εγγυάται την όσο το δυνατόν πιο απρόσκοπτη πρόσβαση του δημοσίου στις αγορές το 2018, καθώς διασφαλίζεται η δημοσιονομική πειθαρχία τα επόμενα χρόνια, με την ελληνική οικονομία ωστόσο διασωληνωμένη για αρκετά ακόμη χρόνια.
Δεύτερον, αν μας ενδιαφέρει πραγματικά η ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα και η προσέλκυση επενδύσεων, τότε κυβέρνηση και θεσμοί θα έπρεπε να δρομολογήσουν άμεσα από το 2018 τη μείωση του αφορολόγητου και των φορολογικών συντελεστών αντί να τις μεταθέτουν για το 2020, με τις όποιες αβεβαιότητες αυτό συνεπάγεται για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Η αγορά και η εγχώρια παραγωγή στενάζει από την υπερφορολόγηση της νόμιμης οικονομικής δραστηριότητας και είχε ελπίσει σε κάποια αλλαγή του μείγματος πολιτικής, ώστε να ενισχυθεί η αναπτυξιακή διαδικασία. Με τη διάψευση των προσδοκιών αυτών που φέρνει η επικείμενη συμφωνία, είναι αμφίβολο κατά πόσον διασφαλίζεται η επίτευξη των υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης και της μείωσης της ανεργίας που εμπεριέχονται στο πρόγραμμα, καθώς και της ανάκαμψης των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων, και, σε τελική ανάλυση, αυτή η ίδια η βιωσιμότητα του χρέους.
Τρίτον, σημειώνεται ότι το πρόβλημα του ασφαλιστικού συστήματος παραμένει επί της ουσίας άλυτο, καθώς έχουμε υλοποιήσει άλλη μια ημιτελή ασφαλιστική μεταρρύθμιση που περικόπτει τις συντάξεις με οριζόντιο (και αυθαίρετο) τρόπο, διατηρεί απαγορευτικά υψηλές ασφαλιστικές εισφορές χωρίς ανταποδοτικές παροχές και δεν επιτρέπει την ανάπτυξη του 2ου και 3ου ασφαλιστικού πυλώνα όπως γίνεται σε όλες τις αναπτυγμένες οικονομίες. Και ενώ οι περικοπές των συντάξεων και του αφορολόγητου είναι βέβαιες και θα γίνουν το 2019 και το 2020 αντιστοίχως, η χρηματοδότηση των κοινωνικών προγραμμάτων και η μείωση των φορολογικών συντελεστών είναι αβέβαιες, καθώς εξαρτώνται από την υπερκάλυψη, και το βαθμό υπερκάλυψης του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5 π.μ. του ΑΕΠ. Και σε περίπτωση υστέρησης από τον στόχο, η μείωση του αφορολόγητου θα έρθει ένα χρόνο πιο μπροστά, και θα γίνει μαζί με τις περικοπές συντάξεων το 2019. Τέταρτον, τα «θετικά» μέτρα που αντισταθμίζουν δημοσιονομικά τα «αρνητικά» μέτρα, δηλαδή τη μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου, θα ήταν πιο οικονομικά αποτελεσματικό αν κατευθύνονταν στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και σε εν γένει μέτρα στήριξης της σκληρά εργαζόμενης ελληνικής οικογένειας. Η διαγενεακή μεταφορά πόρων υπέρ των νεότερων γενιών συνιστά πράγματι μείζονα πρόκληση για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Για να πιάσει τόπο ωστόσο θα πρέπει να γίνει σωστή ιεράρχηση των μέτρων πολιτικής που θα ανακόψουν το brain drain, θα δώσουν κίνητρα στους επιχειρηματίες να δημιουργήσουν νέες θέσεις απασχόλησης και θα διευκολύνουν τους εργαζόμενους γονείς στη φύλαξη και ανατροφή των παιδιών τους.
Κατά συνέπεια, το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από τα τεκταινόμενα της αξιολόγησης είναι ότι οι εταίροι (σε αντιδιαστολή με την ελληνική κυβέρνηση) δεν πιστεύουν ότι θα διαμορφωθούν πρωτογενή πλεονάσματα μεγαλύτερα των 3,5 π.μ. του ΑΕΠ σε μόνιμη βάση. Και για αυτό το λόγο ζητούν πρόσθετα μέτρα λιτότητας 2 π.μ. του ΑΕΠ το 2019 και το 2020, ώστε να ενισχυθούν και οι προοπτικές επιτυχούς πρόσβασης του δημοσίου στις αγορές το 2018, υπό την έννοια ότι η δημοσιονομική πειθαρχία τα επόμενα χρόνια θα είναι διασφαλισμένη. Η ελληνική πλευρά, για να αντισταθμίσει αυτή την πρόσθετη δημοσιονομική επιβάρυνση επικαλείται την προληπτική νομοθέτηση «θετικών» μέτρων, δηλαδή την αύξηση δαπανών για μείωση της παιδικής φτώχειας, την αντιμετώπιση ζητημάτων στέγασης, την απασχόληση νέων, τη μείωση της συμβολής των συνταξιούχων στη φαρμακευτική δαπάνη και ένα πακέτο επενδυτικών κινήτρων, καθώς και τη μείωση του ΕΝΦΙΑ και του φόρου εισοδήματος, τα οποία είναι προφανές ότι δεν χρειάζεται να νομοθετηθούν σήμερα. Τα μέτρα αυτά, ούτως ή άλλως, θα μπορούσαν άνετα να νομοθετηθούν το 2019 και το 2020, εφόσον δεν θα υπάρχει, κατά την κυβέρνηση, πρόβλημα υστέρησης έναντι του απαιτούμενου στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος. Συνεπώς, η πρόωρη νομοθέτησή τους γίνεται για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους.
Σε κάθε περίπτωση, η ήδη σημειωθείσα καθυστέρηση της αξιολόγησης για πολλούς μήνες έχει επηρεάσει αρνητικά τις οικονομικές εξελίξεις και τις εκτιμήσεις για ανάπτυξη της οικονομίας το 2017 λόγω της παρατεταμένης αβεβαιότητας, με την καταναλωτική εμπιστοσύνη να έχει υποχωρήσει σε χαμηλό 3,5 ετών. Η άρση της αβεβαιότητας αναμένεται να συμβάλλει θετικά στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, αν και η συγκυρία θα εξακολουθεί να υφίσταται τις αρνητικές επιπτώσεις της εφαρμογής του προγράμματος στην εγχώρια ζήτηση.
Πιο συγκεκριμένα:
– Ο δείκτης οικονομικού κλίματος βελτιώθηκε οριακά τον Μάρτιο του 2017 (στις 93,4 μονάδες έναντι 92,9 τον προηγούμενο μήνα), με τις επιχειρηματικές προσδοκίες να είναι περισσότερο αισιόδοξες, σε όλους τους τομείς πλην του λιανικού εμπορίου.
– Η βιομηχανική παραγωγή, μετά τον Ιανουάριο, κινήθηκε σε θετικό έδαφος και τον Φεβρουάριο του 2017, με την παραγωγή στη μεταποίηση πλην πετρελαιοειδών να εμφανίζει αύξηση +5,6% (έναντι αύξησης +1,2% τον Φεβρουάριο του 2016) και +3,5% το διάστημα Ιαν – Φεβ 2017 (έναντι αύξησης +2,7% το αντίστοιχο διάστημα το 2016), ενισχύοντας την ανοδική της πορεία σε σχέση με το τελευταίο 3μηνο του 2016 (+2,6%). Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν κυρίως οι κλάδοι παραγωγής βασικών μετάλλων, μεταλλικών προϊόντων και ηλεκτρολογικού εξοπλισμού (+34%, +17,9% και +14% αντίστοιχα το διάστημα Ιαν – Φεβ 2017).
– Η παραγωγή στις κατασκευές αυξήθηκε κατά +18,6% το Δ’ 3μηνο του 2016 (+17,3% στα κτίρια και +19,7% στις υποδομές), και κατά +22,9% συνολικά το 2016 (+18,1% στα κτίρια και +26,8% στις υποδομές), επιπλέον αύξησης +3,1% το 2015 και +15,5% το 2014, όταν αντιστράφηκε η πτωτική της πορεία.
– Το ισοζύγιο προσλήψεων – αποχωρήσεων ήταν θετικό κατά 33,6 χιλ. θέσεις το Α’ 3μηνο του 2017, στο ίδιο επίπεδο περίπου με το ισοζύγιο του Α’ 3μήνου του 2016 (+33,8 χιλ. θέσεις). Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε κυρίως το ισοζύγιο του Μαρτίου στα ξενοδοχεία (+11,9 χιλ.) και στο λιανικό εμπόριο (+3,5 χιλ.), ενόψει των εορτών του Πάσχα και της προετοιμασίας για την τουριστική περίοδο.
– Ο πληθωρισμός ενισχύθηκε τον Μάρτιο του 2017 (+1,7% έναντι +1,3% τον προηγούμενο μήνα και -1,5% τον Μάρτιο του 2016). Αν και η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στην αύξηση των φόρων κατανάλωσης (+0,5% πληθωρισμός με σταθερούς φόρους), η θετική μεταβολή των τιμών από τον Δεκέμβριο του 2016 καταδεικνύει αυξημένη ζήτηση στην οικονομία, με τις επιχειρήσεις να έχουν τη δυνατότητα επιβολής υψηλότερων τιμών στην αγορά.
Από την άλλη πλευρά:
– Η καταναλωτική εμπιστοσύνη υποχώρησε στις -74,4 μονάδες τον Μάρτιο του 2017, από -73,3 τον προηγούμενο μήνα, στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 3,5 ετών, ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης απαισιοδοξίας των νοικοκυριών για την πορεία της οικονομικής τους κατάστασης και τη γενικότερη οικονομική κατάσταση της χώρας.
– Ο όγκος λιανικών πωλήσεων κατέγραψε οριακή πτώση τον Ιανουάριο του 2017 (-0,1%), παρουσιάζοντας αποδυνάμωση σε σύγκριση με το τελευταίο τρίμηνο του 2016 (+1,7%), έχοντας καταγράψει πτώση -0,9% τον Δεκέμβριο του 2016.
– Την ίδια περίπου εικόνα εμφανίζει και ο όγκος των εξαγωγών χωρίς καύσιμα, ο οποίος μειώθηκε κατά -6,6% τον Φεβρουάριο (-1,7% το διάστημα Ιαν – Φεβ), έναντι αύξησης +3,9% τον Ιανουάριο του 2017 και +4,4% το 4ο τρίμηνο του 2016.
– Οι ιδιωτικές καταθέσεις σημείωσαν νέα εκροή τον Φεβρουάριο (-€750 εκατ.), αν και από τον Ιούλιο του 2015 που επιβλήθηκαν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, η ροή των συνολικών καταθέσεων σωρευτικά είναι θετική (+€3 δισ. περίπου), ως αποτέλεσμα της αυξητικής τάσης που παρουσιάζουν οι καταθέσεις των επιχειρήσεων και παρά τη σωρευτική μείωση των καταθέσεων των νοικοκυριών (-€1,1 δισ.).
Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις μέχρι σήμερα στο πρώτο τρίμηνο του 2017, όπως περιγράφονται παραπάνω, είναι κατά βάση θετικές, αν και τυχόν συνέχιση της αποδυνάμωσης του όγκου λιανικών πωλήσεων και των εξαγωγών τους επόμενους μήνες θα επιβεβαιώσει έναν χαμηλότερο του αναμενόμενου ρυθμό ανάπτυξης το 2017. Η επαναφορά του επιχειρηματικού κλίματος και της καταναλωτικής εμπιστοσύνης σε σταθερή ανοδική πορεία, αποτελεί πλέον επιτακτική ανάγκη για την ομαλοποίηση της οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, η άμεση ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης είναι εκ των ων ουκ άνευ για την ενδυνάμωση των προοπτικών ανάκαμψης της οικονομίας το 2017.»