
ΣΕΒ: Η ευελιξία στην αγορά εργασίας αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη ανάκαμψης
Τα τελευταία χρόνια έγινε συντονισμένη προσπάθεια να δημιουργηθεί και στην Ελλάδα μία πιο ευέλικτη αγορά εργασίας, με στόχο να αμβλυνθούν οι αρνητικές, στην απασχόληση, επιπτώσεις των μέτρων λιτότητας που εφαρμόσθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος προσαρμογής. Ήδη η χώρα διαθέτει ένα πλαίσιο εργασιακών σχέσεων παρόμοιο με άλλων ευρωπαϊκών χωρών και, ως αποτέλεσμα, η ανεργία φαίνεται ότι υποχωρεί ή έχει τουλάχιστον σταματήσει να αυξάνεται, αναφέρει το Eβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική οικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις του ΣΕΒ.
Όμως, η βελτίωση των κανόνων της αγοράς εργασίας δεν μπορεί από μόνη της να δημιουργήσει μαζικά νέες θέσεις εργασίας και να αυξήσει με διατηρήσιμο τρόπο τα εισοδήματα. Αυτό που ακόμη παραμένει ζητούμενο είναι η απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών. Κάτι τέτοιο θα ενίσχυε την ανταγωνιστικότητα και θα έδινε στην οικονομία την αναπτυξιακή ώθηση που χρειάζεται για την ταχύτερη απορρόφηση της υψηλής ανεργίας, καθώς και τη συμπίεση των φαινομένων αδήλωτης και απλήρωτης εργασίας. Η μέχρι σήμερα πρόοδος στις μεταρρυθμίσεις που τελικά απελευθερώνουν τις αναπτυξιακές δυνάμεις της χώρας δυστυχώς δεν είναι αρκετή για να καλυφθεί η μεγάλη απόσταση που μας χωρίζει από τις ανοιχτές και δυναμικές οικονομίες που συνδυάζουν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, υψηλή απασχόληση, αποτελεσματικό κράτος και καλούς θεσμούς. Έτσι, η χώρα μας στερείται τη σημαντική αναπτυξιακή δυναμική που θα της έδινε η εκλογίκευση του ρυθμιστικού πλαισίου της αγοράς εργασίας αν συνοδευόταν από αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις και στους υπόλοιπους τομείς. Συνεπώς είναι ανεδαφικό να επιδιώκουμε την επαναφορά στο προ του 2009 ρυθμιστικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας, το οποίο κατά την προσφιλή ελληνική πρακτική ήταν υπερρυθμισμένο, ενώ ταυτόχρονα συντηρούσε την υψηλή ανεργία νέων και γυναικών, την αδήλωτη εργασία και την εισφοροδιαφυγή. Η «ζούγκλα» στην αγορά εργασίας δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο και σίγουρα δεν αφορά τη λειτουργία των οργανωμένων επιχειρήσεων. Γι’ αυτό οιαδήποτε προσπάθεια για την επαναφορά των στρεβλώσεων στην αγορά εργασίας θα είναι αντιπαραγωγική και θα χειροτερεύει τις προοπτικές για την απασχόληση. Από την άλλη πλευρά, χωρίς εντατικοποίηση των προσπαθειών για την πραγματική απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, οι ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας από μόνες τους δεν πρόκειται να φέρουν ουσιαστική καλυτέρευση και θα διατηρηθούν τα κοινωνικά αδιέξοδα, που προκαλεί η υψηλή ανεργία.
-Παρά τη βελτίωση που καταγράφεται στο οικονομικό κλίμα και την καταναλωτική εμπιστοσύνη, οι προσδοκίες των επιχειρήσεων παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, ενώ τα νοικοκυριά εξακολουθούν να εκφράζουν απαισιοδοξία όσον αφορά κυρίως στην οικονομική τους κατάσταση και την εξέλιξη της ανεργίας. Ο όγκος των λιανικών πωλήσεων που αυξήθηκε (+9,6% χωρίς καύσιμα) τον Ιούλιο 2016 λόγω της επιβολής περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων πέρυσι, επιστρέφει σε αρνητική τροχιά (-1,7% χωρίς καύσιμα) τον Αύγουστο (-2,2% χωρίς καύσιμα το Α’ εξάμηνο), κυρίως λόγω της πτώσης που καταγράφεται στα super markets και τα καταστήματα τροφίμων, ποτών και καπνού, την ώρα που οι πωλήσεις σε πολυκαταστήματα και σε είδη ένδυσης και υπόδησης κινούνται ανοδικά. Η συνολική χρηματοδότηση του εγχώριου ιδιωτικού τομέα συνέχισε να μειώνεται τον Σεπτέμβριο, όπως και οι καταθέσεις των νοικοκυριών, γεγονός το οποίο μπορεί να συνδέεται και με την έναρξη καταβολής των δόσεων του ΕΝΦΙΑ.
Εργασιακές σχέσεις στα χρόνια της κρίσης
Στην Ελλάδα, στα χρόνια της κρίσης, τα στοιχεία που υπάρχουν ως προς την εξέλιξη της ρύθμισης της αγοράς εργασίας από το Ινστιτούτο για προχωρημένες μελέτες στα εργασιακά ζητήματα του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ) καταγράφουν την επίπτωση των μεταρρυθμίσεων που έχουν εφαρμοστεί στο πλαίσιο των προγραμμάτων προσαρμογής. Πριν τις μεταρρυθμίσεις, υπήρχε ένα πλαίσιο υψηλής ρυθμιστικής παρέμβασης όπου η Ελλάδα είχε ακραίες τιμές στην κατάταξη των διάφορων χωρών σε μια σειρά κρίσιμων δεικτών, όπως τα ορίζουν οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ. Ειδικά, σε ό,τι αφορά το μηχανισμό καθορισμού του κατώτατου μισθού και των αυξήσεων μισθών η χώρα μας κατατασσόταν πρώτη στην κατηγορία που περιγράφεται ως εξής: «α) κεντρική διαπραγμάτευση μεταξύ κορυφαίων εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων με ή χωρίς κυβερνητική εμπλοκή, και / ή κυβερνητική επιβολή επιπέδου μισθών ή και πάγωμα μισθών και με ρήτρες υποχρεωτικής εκεχειρίας, β) άτυπη συγκέντρωση διαπραγμάτευσης σε ισχυρά συνδικάτα με μονοπωλιακή δύναμη και γ) εκτενής πρακτική καθορισμού μισθών και εξαιρετικά υψηλός βαθμός συντονισμού που επηρεάζεται από μεγάλες εταιρείες». Με τις μεταρρυθμίσεις που εφαρμόσθηκαν έκτοτε, χωρίς να καταργηθούν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις όπως εσφαλμένα αναφέρεται δημοσίως, ο κατώτατος εθνικός μισθός ορίζεται από την Πολιτεία και ο μηχανισμός μισθολογικών αναπροσαρμογών έχει μετατοπισθεί προς ένα πλαίσιο μη συντονισμένης διαπραγμάτευσης στο επίπεδο επιμέρους επιχειρήσεων ή και εκμεταλλεύσεων αλλά και στο επίπεδο συλλογικών φορέων εκπροσώπησης.
Τονίζεται ότι η διαμόρφωση αυτών των δεικτών που αποτυπώνουν το βαθμό συντονισμού καθώς και τα χαρακτηριστικά του μηχανισμού διαπραγμάτευσης εξαρτάται και από λοιπά χαρακτηριστικά της δομής και του πλαισίου διαπραγμάτευσης, των οποίων η επίδραση μπορεί να μην είναι εξαρχής εμφανής, αλλά στην πράξη καθοριστική. Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή της υποχρεωτικής συμμετοχής στη διαδικασία διαιτησίας, όταν σε αυτή καταφεύγει το ένα μέρος (στην περίπτωση της Ελλάδας, συνήθης προσφυγή είναι εκ μέρους των συνδικάτων). Η Ελλάδα καταγράφεται ως η μόνη χώρα στην οποία ισχύει η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής και μάλιστα με δεσμευτικές αποφάσεις, μια διαδικασία που στο βαθμό που ορίζεται από τη νομοθεσία είναι απόρροια κρατικής παρέμβασης στην διαπραγμάτευση. Σημειώνεται ότι σε διάφορες χώρες το κράτος παρέχει υποδομές για τη διαδικασία διαιτησίας ή μεσολάβησης είτε άμεσα είτε έμμεσα, μέσω της αναγνώρισης σχετικής αρμοδιότητας δικαστηρίων ή σε άλλες περιπτώσεις επειδή παρεμβαίνει το ίδιο στην περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας (στην Ιταλία με την επιβολή περιόδου «περισυλλογής» /cooling off period). Ελάχιστες είναι, όμως, οι περιπτώσεις όπου το κράτος ή η δομή των θεσμών επιβάλλουν υποχρεωτική διαιτησία. Έτσι, στην Μάλτα έχει υιοθετηθεί η υποχρεωτική διαιτησία σε γενικότερο πλαίσιο, ως μέρος της προσπάθειας επιτάχυνσης της δικαιοσύνης, και δεν αφορά ειδικά τις εργασιακές σχέσεις. Μάλιστα, στην περίπτωση της Κροατίας αυτή η παρέμβαση λειτουργεί αρνητικά για τα εργατικά συνδικάτα, καθώς η υποχρεωτική διαιτησία επιβάλλεται πριν την κήρυξη απεργίας! Μόνο στην Ελλάδα η δομή της υποχρεωτικής διαιτησίας έχει και το χαρακτηριστικό της μονομερούς προσφυγής που οδηγεί σε δεσμευτικό για όλα τα μέρη αποτέλεσμα . Τονίζεται ότι αυτή η παγκόσμια ιδιαιτερότητα της Ελλάδας είχε καταργηθεί με το Νόμο 4046/12, αλλά η κατάργηση αυτή κρίθηκε αντισυνταγματική με την απόφαση ΣΤΕ 2307/14 και έχει ανατραπεί νομοθετικά το 2014. Όμως, πριν το 2012, η επίπτωση της διαιτησίας συμπληρωνόταν και από συγκεκριμένους δεσμευτικούς κανόνες και διαδικασίες σε ό,τι αφορά την επεκτασιμότητα και τη συρροή των συμβάσεων στο σύνολο των επιχειρήσεων κάθε κλάδου, οι οποίες δεν έχουν ισχύ πλέον στη χώρα μας, όπως καταγράφουν και τα στοιχεία του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ. Σε ό,τι αφορά στο θέμα της συρροής, δηλαδή στην υποχρεωτική εφαρμογή των πιο ευνοϊκών για τους εργαζόμενους συμφωνιών που επιτυγχάνονται σε υψηλότερο κεντρικό επίπεδο και στο επίπεδο χαμηλότερων ιεραρχικά συμφωνιών, όπως είναι αυτές που υπάρχουν σε κλαδικό επίπεδο ή σε επίπεδο επιχείρησης για παράδειγμα, η Ελλάδα είχε την υψηλότερη ρύθμιση πριν τις μεταρρυθμίσεις, ενώ το 2014 είχε πλέον ενταχθεί στην ομάδα των χωρών με τη χαμηλότερη ρύθμιση όπως είναι το Βέλγιο, η Δανία κλπ . Αυτή η μεταβολή εκφράζει την αναβάθμιση της σημασίας των επιχειρησιακών συμβάσεων. Αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις καταγράφονται και στο επίπεδο της επεκτασιμότητας, δηλαδή του βαθμού στον οποίο οι συλλογικές συμβάσεις που συμφωνούνται από τους εμπλεκόμενους εταίρους μπορεί να επηρεάζουν και εταιρείες που δεν είναι μέλη των οργανώσεων που συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις και συμβάσεις αυτές, με την κατάργηση της επεκτασιμότητας, όπως π.χ. στη Γαλλία και την Ισπανία. Ο συνδυασμός των τριών αυτών χαρακτηριστικών, δηλαδή της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής σε υποχρεωτική διαιτησία, της επεκτασιμότητας και της συρροής είχε λειτουργήσει στα χρόνια πριν την κρίση ως ένας μηχανισμός αύξησης των αποδοχών με έντονα χαρακτηριστικά αυτοματισμού, ανεξάρτητα των επιδόσεων και της παραγωγικότητάς, ειδικά σε ορισμένους κλάδους και τομείς της οικονομίας αλλά και σε ορισμένα επαγγέλματα, πλήττοντας τελικά την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Πρέπει να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι και οι δανειστές δεν είχαν κατανοήσει στα πρώτα χρόνια της κρίσης ότι το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας σε ό,τι αφορά το μισθολογικό κόστος, δεν ήταν «οριζόντιο», αλλά εντοπίζονταν μάλλον σε θύλακες προνομίων ανεξαρτήτως επιδόσεων. Στις περιπτώσεις αυτές καταγραφόταν και η μεγαλύτερη παρέμβαση, εμφανής ή αφανής, του κράτους ως εγγυητή αυτών των προνομίων. Στο πλαίσιο αυτό, οι οριζόντιες πολιτικές «εσωτερικής υποτίμησης», είχαν ως αποτέλεσμα το κόστος της «προσαρμογής» να επιμερίζεται και σε εκείνους στους οποίους δεν υπήρχε αναντιστοιχία αμοιβών- παραγωγικότητας, δηλαδή τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις του ανταγωνιστικού ιδιωτικού τομέα. Οι προαναφερόμενες εξελίξεις αποτυπώνουν μεταβολές σε ένα μέρος μόνο του πλαισίου που αφορά τα δικαιώματα των εργαζομένων και τη λειτουργία των θεσμών που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις. Επιπλέον, τα στοιχεία του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ καταγράφουν το πλαίσιο που αφορά στο δικαίωμα συνδικαλισμού στον ιδιωτικό τομέα και το δημόσιο τομέα, δηλαδή το δικαίωμα για συλλογική εκπροσώπηση σε διαπραγματεύσεις και το δικαίωμα για απεργία και στους δυο τομείς της οικονομίας. Η Ελλάδα λαμβάνει υψηλές βαθμολογίες για τα δικαιώματα των εργαζομένων, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, με μόνη εξαίρεση τους περιορισμούς που υπάρχουν για τα σώματα ασφαλείας και το δικαστικό σώμα. Σε ό,τι αφορά στη ρύθμιση απολύσεων εν προκειμένω για συμβάσεις πλήρους απασχόλησης, μια άλλη βάση δεδομένων που έχει στοιχεία που συμπληρώνουν αυτά του πανεπιστημίου του Άμστερνταμ, δηλαδή η βάση δεδομένων ρύθμισης της αγοράς εργασίας του ΟΟΣΑ, καταγράφει πλέον για την Ελλάδα μια εικόνα απόλυτα συμβατή με το μέσο όρο που επικρατεί στον ΟΟΣΑ με κύρια διαφορά την έμφαση στην επαναπρόσληψη αντί της αποζημίωσης στην περίπτωση που μια απόλυση κριθεί άδικη. Σε ό,τι αφορά στις ομαδικές απολύσεις, παρατηρούμε ότι, πάντα σύμφωνα με τα στοιχεία που καταγράφει ο ΟΟΣΑ, η Ελλάδα συνεχίζει να έχει μια συγκριτικά αυστηρή προσέγγιση ως προς τον ορισμό των ομαδικών απολύσεων, Διάγραμμα 8, καθώς και ένα σχετικά υψηλό κόστος για την επιχείρηση που αναγκάζεται κάτω από εξαιρετικά δυσάρεστες εξελίξεις και την πίεση επιβίωσης να προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις. Συνολικά, τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει προσεγγίσει το μέσο όρο του ΟΟΣΑ σε ό,τι αφορά στην αυστηρότητα της ρύθμισης της μη πλήρους απασχόλησης, χωρίς όμως να φτάνει στα μέσα επίπεδα του ΟΟΣΑ (Διάγραμμα πρώτης σελίδας).
Αντίθετα, η Ελλάδα έχει φτάσει τα επίπεδα αυτά σε ό,τι αφορά στη ρύθμιση της πλήρους απασχόλησης, κατατασσόμενη μάλιστα και σε καλύτερη θέση σε σύγκριση με τις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ που είναι και μέλη της ΕΕ. Το τελευταίο ισχύει τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στους δείκτες ρύθμισης του ΟΟΣΑ και τους σχετικούς υπο-δείκτες που αφορούν στους όρους και τις προϋποθέσεις για απολύσεις και ομαδικές απολύσεις κάτω από συνθήκες πλήρους απασχόλησης, καθώς και τους περιορισμούς σε ό,τι αφορά στο είδος απασχόλησης και τη διάρκεια «δανεισμού» μισθωτών, όπως και τις ανανεώσεις συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Παρατηρούμε, συνεπώς, ότι οι δείκτες του ΟΟΣΑ σε ό,τι αφορά τη μη πλήρη απασχόληση δεν εξετάζουν ορισμένες πτυχές που έχουν αυξημένο ενδιαφέρον για την Ελλάδα, ειδικά στην παρούσα συγκυρία. Αυτές οι πτυχές είναι ειδικότερα ο χρόνος εργασίας όσων απασχολούνται με συμβάσεις μερικής απασχόλησης και ο έλεγχος τήρησης του ωραρίου από τις εποπτικές αρχές. Αυτή η παράμετρος έχει αυξημένη σημασία στο βαθμό που υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι οι αυξημένοι έλεγχοι των αρχών για την τήρηση της εργασιακής νομοθεσίας, ειδικά σε λιγότερο οργανωμένες επιχειρήσεις, έχουν οδηγήσει στην μεταφορά αδήλωτης εργασίας σε δηλωμένη εργασία μερικής απασχόλησης, ακόμα και όταν έχουμε στην πράξη πλήρη απασχόληση, με αποτέλεσμα ουσιαστικά τη μετατόπιση της «μαύρης» εργασίας σε μια γκρίζα ζώνη «ημιδηλωμένης εργασίας». Η διάσταση της ρύθμισης των απολύσεων, ατομικών ή ομαδικών, και ορισμένων παραμέτρων της μη πλήρους απασχόλησης, μαζί με το πλαίσιο καθορισμού του κατώτατου μισθού και λειτουργίας των εργασιακών σχέσεων αποτελεί, όμως, μόνο τη μια παράμετρο που καθορίζει τη χρήση του συντελεστή «εργασία» στην οικονομία. Πιο σημαντικό, τελικά, μπορεί να είναι το πλέγμα αντικινήτρων κατά της μισθωτής εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, τόσο σε σύγκριση με τις άλλες χώρες όσο και εσωτερικά σε σύγκριση με άλλες μορφές απασχόλησης όπως η αυτοαπασχόληση ή η μισθωτή εργασία στο δημόσιο, και η αργία ή η συνταξιοδότηση, ειδικά όταν είναι πρόωρη. Το πλέγμα αυτό αντικινήτρων έχει οικοδομηθεί εδώ και δεκαετίες και έχει επιβιώσει της κρίσης σχεδόν άθικτο, καθώς οι όποιες βελτιώσεις σε ορισμένες παραμέτρους του έχουν αντισταθμιστεί από τη χειροτέρευση άλλων παραμέτρων όπως είναι, ενδεικτικά μόνο, η φορολογία και η αύξηση των ήδη υψηλών σε σχέση με το μέσο όρο του ΟΟΣΑ ασφαλιστικών εισφορών. Αυτό το πλέγμα φορολογικών και ασφαλιστικών αντικινήτρων συνυπάρχει ως μέρος του συνολικού οικοδομήματος αναδιανομής του εισοδήματος, μαζί με άλλες παραμέτρους, όπως είναι και οι προαναφερόμενες ρυθμίσεις των εργασιακών σχέσεων. Συνήθως, όποτε συναντάται ένα τέτοιο οικοδόμημα αναδιανομής προϋπάρχουν περιορισμοί στις αγορές προϊόντων, δικτύων και το επιχειρηματικό περιβάλλον γενικότερα που περιορίζουν τον ανταγωνισμό και συνεπώς δημιουργούν τα εισοδήματα εκείνα –τις προσόδους – που αποτελούν στη συνέχεια το αντικείμενο της αναδιανομής. Οι κανόνες με τους οποίους γίνεται αυτή η αναδιανομή είναι, συνήθως, εν πολλοίς αυθαίρετοι, περιοριστικοί χωρίς να δικαιολογούνται από το δημόσιο συμφέρον, ευάλωτοι σε διαφθορά, και, εν γένει, καταπιεστικοί και αποθαρρυντικοί για τον έντιμο και παραγωγικό εργαζόμενο και επιχειρηματία. Έτσι, συντελείται η αναδιανομή του εισοδήματος χωρίς όμως αισθητή και θετική επίπτωση στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής – άλλωστε σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία της Eurostat οι κοινωνικές μεταβιβάσεις εκτός συντάξεων στην Ελλάδα συνεχίζουν να έχουν από τις χαμηλότερες επιδόσεις στη μείωση της φτώχειας ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης. Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, που υποστηρίζεται από μελέτες του ΟΟΣΑ, μεταξύ άλλων, η αυστηρή ρύθμιση των αγορών προϊόντων και δικτύων και η υψηλή γραφειοκρατία, που δημιουργούν την πρόσοδο, καταρχήν συγκρατούν την ανάπτυξη, εμποδίζουν την εξέλιξη του ταλέντου και καταδικάζουν τη μη μισθολογική ανταγωνιστικότητα της χώρας σε χαμηλά επίπεδα. Η αυστηρή ρύθμιση της αγοράς εργασίας στη συνέχεια επιβάλλει επιπλέον στρεβλώσεις, οδηγώντας δυνητικά σε ακόμα χαμηλότερη απασχόληση και αποκλείοντας ειδικά τις πιο αδύναμες ομάδες από την αγορά εργασίας. Δεν αποτελούν όμως τον κύριο λόγο που συγκρατεί την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Συνεπώς, δεν αποτελεί έκπληξη ότι πρόσφατες μελέτες του ΟΟΣΑ, για παράδειγμα, συστήνουν ως μεταρρυθμιστική στρατηγική την εκκίνηση, πρώτα, των μεταρρυθμίσεων σε αγορές προϊόντων, δικτύων, υπηρεσιών και το επιχειρηματικό περιβάλλον, γενικότερα, και σε συνδυασμό με αυτές τις μεταρρυθμίσεις που οδηγούν σε ανάπτυξη και δημιουργία θέσεων εργασίας, την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, η οποία θα διευκολύνει την αναδιάρθρωση της οικονομίας. Μάλιστα, έτσι, η αυξημένη κινητικότητα της αγοράς εργασίας που έρχεται με την αυξημένη ευελιξία εισάγεται όταν παράλληλα δημιουργείται μια τάση καθαρής δημιουργίας θέσεων εργασίας, και όχι μείωση τους. Αντίθετα, η αποσπασματική και μερική υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων, κατά τις μελέτες του ΟΟΣΑ, δεν οδηγεί στα επιθυμητά αποτελέσματα. Εντός του πλαισίου αυτής της ανάλυσης, ήταν ατυχία για την Ελλάδα ότι η απομάκρυνση των παραμέτρων αυστηρής ρύθμισης της αγοράς εργασίας και η μείωση του κατώτατου μισθού δε συνοδεύτηκε από την αποφασιστική άρση των εμποδίων στην ανάπτυξη, καθώς και ότι επιπλέον οι όποιες διστακτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και δικτύων αντισταθμίστηκαν από την αύξηση του κινδύνου χώρας και την επίπτωση του στη χρηματοδότηση της ιδιωτικής οικονομίας –εξελίξεις που μάλιστα σταδιακά διαβρώνουν την επίπτωση της μείωσης του κατώτατου μισθού που επιτεύχθηκε μετά το 2012 . Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η επαναφορά των στρεβλώσεων αυτών του προσοδοθηρικού συστήματος είναι η λύση στα προβλήματα της χώρας, ειδικά στο βαθμό που στην αποδυναμωμένη από 7 χρόνια κρίσης οικονομία κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε μεγάλη απώλεια θέσεων εργασίας ειδικά σε πιο ευάλωτες, μικρότερες, επιχειρήσεις. Η λύση βρίσκεται στην απομάκρυνση των πρωτογενών αντικινήτρων στην ανάπτυξη, περιλαμβανομένων των στρεβλώσεων στην αγορά εργασίας, και την μείωση του κινδύνου χώρας μέσω του προγράμματος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας που εφαρμόζεται.