ΣΕΒ: Η λάσπη και τα τούβλα είναι το επίπεδο πολιτικής αντιπαράθεσης εκατέρωθεν, που κυριαρχεί ακόμη και σήμερα

«Τα πολιτικά κόμματα δεν έχουν την πολυτέλεια της μικροπολιτικής σκοπιμότητας να εφαρμόζουν έξωθεν προερχόμενες οδηγίες και πολιτικές χωρίς να εξηγούν στον πληθυσμό γιατί το κάνουν»

 
«Το να σε εμπιστεύονται είναι σημαντικότερο από το να σε αγαπούν»

 
• Τι περιμένουν οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις να ακούσουν από την πολιτική ηγεσία στην Έκθεση Θεσσαλονίκης

 
Η δίκαιη ανάπτυξη είναι μία έννοια με την οποία κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει. Το πραγματικό ζητούμενο βέβαια για την Ελλάδα είναι η ανάπτυξη με δουλειές καθώς η χώρα μας διατρέχει σοβαρό κίνδυνο τα επόμενα χρόνια να έχει μια αναιμική ανάπτυξη, χωρίς νέες θέσεις εργασίας (jobless growth), σημειώνει σε μια εξαιρετική ανάλυση του ο ΣΕΒ, στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία.

Θα ήταν πιο φρόνιμο λοιπόν να εργαστούμε όλοι ώστε όταν έρθει η ανάπτυξη να φέρει μαζί της και σημαντική αύξηση της απασχόλησης, αντί να τη «στολίζουμε» με επίθετα και να τη μοιράζουμε πριν τη δούμε. Και για να συμβεί αυτό, χρειάζονται ιδιωτικές επενδύσεις με στόχο δηλαδή το κέρδος, που θα αυξήσουν τις θέσεις εργασίας και τα εισοδήματα. Η κυβερνητική αντίληψη ότι η ανάπτυξη και οι επενδύσεις θα έρθουν μέσω αυτόματου πιλότου επειδή έκλεισε μέρος της 1ης αξιολόγησης είναι ανεδαφική. Παραγνωρίζει ότι η εμπιστοσύνη γκρεμίζεται σε μια νύχτα αλλά κάνει χρόνια να χτιστεί. Το εύλογο ερώτημα διαφόρων σχολιαστών ως προς το γιατί δεν έρχονται επενδύσεις, ενώ οι αξίες των ελληνικών assets έχουν υποτιμηθεί τόσο πολύ, δεν έχει ως απάντηση τις θεωρίες συνομωσίας αλλά το βαθύ ρήγμα εμπιστοσύνης που έχει ανοίξει τα τελευταία χρόνια μεταξύ της επενδυτικής κοινότητας και της Ελληνικής οικονομίας. Η επιχειρηματική κοινότητα περιμένει οι εξαγγελίες της Θεσσαλονίκης να περιέχουν πρωτίστως δείγματα καλύτερης οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης της χώρας. Με φιλόδοξους και ρεαλιστικούς στόχους, τους κατάλληλους ανθρώπους για να τους υλοποιήσουν και ειλικρινή αναγνώριση ότι η λύση στην οικονομική καχεξία της χώρας θα έρθει μόνο μέσα από την εξισορρόπηση της σχέσης κράτους και ιδιωτικού τομέα που εξακολουθεί να λειτουργεί σε βάρος του δεύτερου. Απαιτείται αλλαγή του μείγματος πολιτικής, με δεδομένους τους στόχους προσαρμογής, ώστε να έλθει η ανάπτυξη μία ώρα αρχύτερα. Και προς τούτο, απαιτείται άμεσα μείωση των φορολογικών συντελεστών και κίνητρα για παραγωγικές επενδύσεις, με ταυτόχρονη και αυτόματη περικοπή των λειτουργικών δαπανών του κράτους στο βαθμό που η πάταξη της φοροδιαφυγής παραμένει ανέφικτη.

 
-Εξελίξεις στην αγορά εργασίας καταγράφουν μια ισχυρή αύξηση της δηλωμένης μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, μια ηπιότερη αλλά με χρονική διάρκεια αύξηση της απασχόλησης στο σύνολο της οικονομίας, παράλληλα με μια εδραιωμένη τάση μετατόπισης προς πιο ευέλικτες μορφές απασχόλησης με χαμηλότερες αποδοχές. Μια αγορά εργασίας που εξελίσσεται με τέτοιο τρόπο μπορεί να μη συμβαδίζει με την ανάταση της παραγωγικής βάσης της χώρας, αλλά με δεδομένη την αύξηση των φόρων και ασφαλιστικών εισφορών τροφοδοτεί την καλή πορεία των δημοσίων οικονομικών, ειδικά την ώρα που οι ταμειακές δαπάνες παραμένουν πάντα συγκρατημένες σε σχέση με τους στόχους του προϋπολογισμού. Η αδυναμία ενός μέρους των νοικοκυριών και επιχειρήσεων να ακολουθήσουν την αύξηση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, όπως αποτυπώνεται από την αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους, φαίνεται ότι αποτελεί για κυβέρνηση και δανειστές αποδεκτή απώλεια για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων μέσω του αποφασισμένου μείγματος πολιτικής.

 
-Παράλληλα, στο α’ εξάμηνο του 2016, η ύφεση φαίνεται να βαθαίνει (πτώση του ΑΕΠ κατά -1% έναντι +0,6% πέρυσι), όπως αυτό αποτυπώνεται στην πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης (-1,4% έναντι +1,2% πέρυσι) και του όγκου των λιανικών πωλήσεων (-3,6% έναντι +0,3% πέρυσι), καθώς και την εξασθένιση των εξαγωγών αγαθών χωρίς πετρελαιοειδή (-1,4% έναντι +14,3% πέρυσι) και των τουριστικών αφίξεων (-1,6% έναντι +20,8% πέρυσι). Από την άλλη πλευρά, παρά την επιστροφή της οικονομίας στην ύφεση από τον Ιούνιο του 2015 και μετά, η ανάκαμψη της μεταποίησης χωρίς πετρελαιοειδή συνεχίζεται (+3%, PMI σε επίπεδα ανάπτυξης για τον Αύγουστο) με αιχμή του δόρατος τα τρόφιμα, τα χημικά, τα μη μεταλλικά ορυκτά και τα βασικά μέταλλα, χωρίς ο δυναμικός αυτός κλάδος, λόγω μεγέθους, να μπορεί να αναστρέψει τη γενικότερη εικόνα της οικονομίας. Τέλος, το οικονομικό κλίμα και η καταναλωτική εμπιστοσύνη παραμένουν στο χαμηλό επίπεδο του α’ εξαμήνου του 2013, χωρίς σαφείς τάσεις βελτίωσης λόγω της γενικότερης αβελτηρίας στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής και την τήρηση των προθεσμιών και την επίτευξη των οροσήμων προσαρμογής, και την εξάντληση των αντοχών της ιδιωτικής οικονομίας από την τάση υπερφορολόγησης που έχει εδραιωθεί.

 
Τι περιμένουν οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις να ακούσουν από την πολιτική ηγεσία στην Έκθεση Θεσσαλονίκης

Διανύουμε ουσιαστικά τον 9ο χρόνο ύφεσης και ενώ η οικονομία έχει εν πολλοίς ισορροπήσει (έχουν εξαλειφθεί οι μακροοικονομικές ανισορροπίες), δε φαίνεται να έχει αποκατασταθεί η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και, ως εκ τούτου, να έχει εμπεδωθεί η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Το αποτέλεσμα είναι η οικονομία, οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις να βρίσκονται σε αναζήτηση εναλλακτικών στρατηγικών επιβίωσης, καθώς η υπερφορολόγηση σκοτώνει την οικονομική δραστηριότητα και τροφοδοτεί τη φοροδιαφυγή και την αδήλωτη και απλήρωτη εργασία, μεταφέροντας επιχειρηματικές δραστηριότητες, και αναζητώντας, εργασία στο εξωτερικό.

Τα νοικοκυριά πλήττονται παντοιοτρόπως. Οι ευκαιρίες απασχόλησης σπανίζουν. H δυνατότητα αποταμίευσης είναι σχεδόν αδύνατη. Το διαθέσιμο εισόδημα δεν επαρκεί για τη κατανάλωση που εν μέρει χρηματοδοτείται από τα «έτοιμα» (μείωση καταθέσεων, ρευστοποίηση ακινήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων, κ.ο.κ.). Η στρεβλή φορολογία ακινήτων εξοντώνει τα μεσαία εισοδηματικά στρώματα μέσω του συμπληρωματικού φόρου, οδηγώντας σε περαιτέρω απομείωση της αξίας της ακίνητης περιουσίας, σε αποποίηση κληρονομιών λόγω του φορολογικού βάρους, κ.ο.κ.. Οι ληξιπρόθεσμες φορολογικές υποχρεώσεις προς το κράτος συνεχίζουν να αυξάνουν καθώς μειώνεται διαρκώς η φοροδοτική ικανότητα σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα λόγω της συνεχούς αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης. Η απόκτηση ενός αυτοκινήτου και πολύ περισσότερο ενός σπιτιού με τραπεζικό δανεισμό απομακρύνεται όλο και περισσότερο. Η εξυπηρέτηση καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων γίνεται όλο και πιο προβληματική με άμεσο κίνδυνο πολλά υπερχρεωμένα νοικοκυριά να απωλέσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι προσωπικές και μικρές επιχειρήσεις έχουν μηδενική σχεδόν πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα για να στηρίξουν κάποιο επαγγελματικό τους όνειρο. Τέλος, και χωρίς αυτό να είναι ήσσονος σημασίας, οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας, όλο και περισσότερο, ζουν με το φάσμα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, καθώς οι συντάξεις συνεχώς περικόπτονται.

Οι επιχειρήσεις, ομοίως, λειτουργούν σε ένα δυσμενές επιχειρησιακό περιβάλλον που κάνει σχεδόν αδύνατη την ανάληψη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. Το υψηλό μη μισθολογικό κόστος εμποδίζει τις επιχειρήσεις να κάνουν προσλήψεις και να δώσουν αυξήσεις στους ικανότερους του προσωπικού τους καθώς ένα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο του εργατικού κόστους καταλήγει στα χέρια του κράτους ως φορολογία εισοδήματος και μη ανταποδοτικές ασφαλιστικές εισφορές. Οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν, επίσης, υπέρογκες επιβαρύνσεις κατά την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας. Το ενεργειακό κόστος, το κόστος δανεισμού, το μεταφορικό κόστος, το κόστος συμμόρφωσης με απαρχαιωμένες γραφειοκρατικές ρυθμίσεις, το κόστος εκκίνησης μιας οικονομικής δραστηριότητας λόγω περιορισμών στον ανταγωνισμό για τη προστασία εκμετάλλευσης χαμηλής παραγωγικότητας, το κόστος απονομής δικαιοσύνης που δημιουργεί ανασφάλεια συναλλαγών, είναι όλα παραδείγματα ενός παράλογου συστήματος που υποχρεώνει τις ελληνικές επιχειρήσεις σε μόνιμα ανταγωνιστικό μειονέκτημα και εξηγεί, εν μέρει, την παραγωγική καχεξία της χώρας μας. Η επιβολή του φόρου ακίνητης περιουσίας, περιλαμβανομένου του συμπληρωματικού φόρου σε όλα τα ακίνητα, χωρίς πρόβλεψη για τα ιδιοχρησιμοποιούμενα για παραγωγικούς σκοπούς, έχει αυξήσει κατακόρυφα τη φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων, και ιδίως αυτών που έχουν μεγάλα πάγια, όπως των ξενοδοχείων και των εταιρειών της εφοδιαστικής αλυσίδας, δύο κατ’ εξοχήν δυναμικών κλάδων στο επίκεντρο του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος της ελληνικής οικονομίας. Τέλος, πολλές πλέον ελληνικές επιχειρήσεις κινδυνεύουν σήμερα να αποκοπούν πλήρως από την πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση, με τον πέλεκυ της πτώχευσης ή της αναδιάρθρωσης να επικρέμεται βαρύς επάνω στην εγχώρια επιχειρηματικότητα, και τις θέσεις εργασίας που κινδυνεύουν να χαθούν, διογκώνοντας περαιτέρω την ήδη υψηλή ανεργία.

Η κατάσταση αυτή έχει προκύψει ως αποτέλεσμα μιας αναγκαίας δημοσιονομικής διαδικασίας προσαρμογής βάσει των Μνημονίων. Διαδοχικές κυβερνήσεις έδωσαν βάρος στην αύξηση των φόρων στην ιδιωτική οικονομία ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι του προγράμματος χωρίς να γίνουν οι κατάλληλα στοχευμένες και πλέον οικονομικά αποτελεσματικές περικοπές δημοσίων δαπανών. Προστατεύθηκαν έτσι κατά το δυνατόν, οι εργαζόμενοι του δημοσίου τομέα και οι συντάξεις του πληθυσμού, με αποτέλεσμα την τεράστια ύφεση στην ιδιωτική οικονομία και την συνεπαγόμενη απώλεια φορολογικών εσόδων και ασφαλιστικών εισφορών που επιδείνωσαν μία ήδη κακή οικονομική κατάσταση. Σήμερα, η ικανότητα του ιδιωτικού τομέα να σηκώσει το βάρος της ανάκαμψης της οικονομίας, των εισοδημάτων και της απασχόλησης, τίθεται σε αμφιβολία λόγω της υπερφορολόγησης. Το επίπεδο της φορολογικής επιβάρυνσης, όχι μόνο είναι ήδη αβάσταχτο για τους συνεπείς φορολογουμένους και τις οργανωμένες επιχειρήσεις, αλλά είναι πιθανόν να αυξηθεί ακόμη περισσότερο στο μέλλον. Αυτό θα συμβεί καθώς απαιτείται περαιτέρω προσαρμογή στις συντάξεις που το πολιτικό σύστημα αρνείται να χρηματοδοτήσει με περικοπές λειτουργικών δαπανών και αύξηση της παραγωγικότητας του δημοσίου τομέα, προσδοκώντας μία ανάπτυξη που δεν έρχεται από μόνη της. Παρά τις μειώσεις των τελευταίων χρόνων, οι λειτουργικές δαπάνες του δημοσίου εξακολουθούν να διατηρούνται σε υψηλό επίπεδο, χωρίς να σημειώνεται βελτίωση της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών στους πολίτες. Η μείωση των δαπανών, χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας, μοιραία οδηγεί σε κατάρρευση της ποιότητας και προκαλεί πιέσεις για την εκ νέου αύξηση των δαπανών.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η ελληνική κοινωνία θα περίμενε να ακούσει από την πολιτική ηγεσία στη Θεσσαλονίκη ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα για την ιδιωτική οικονομία ικανό να αντιμετωπίσει τα κακώς κείμενα, και να δώσει προοπτική για το μέλλον. Κάτι τέτοιο, δεδομένης της συγκυρίας και της δημοσιονομικής προσαρμογής για την οποία η χώρα έχει δεσμευθεί στο πλαίσιο του Μνημονίου, θα έπρεπε να περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον, άμεσες παρεμβάσεις ως εξής:

  1. Εφαρμογή των μέτρων του Μνημονίου, περιλαμβανομένων των διαθρωτικών μεταρρυθμίσεων, χωρίς καθυστερήσεις στην επίτευξη των συμφωνηθέντων, για την εκταμίευση των δόσεων και την τόνωση της ρευστότητας στην αγορά, την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και την επιτάχυνση της διαδικασίας ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
  2. Επιτάχυνση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων που έχουν συμφωνηθεί και ενεργοποίηση του προγράμματος αξιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου μέσω του Επενδυτικού Ταμείου, ώστε να προκληθεί επιχειρηματικό ενδιαφέρον για επενδυτικές ευκαιρίες στην Ελλάδα.
  3. Αντιμετώπιση του προβλήματος των «κόκκινων δανείων» με επιτάχυνση της εφαρμογής του νέου θεσμικού πλαισίου και αξιοποίηση των δυνατοτήτων για την πώληση επισφαλών απαιτήσεων και την αναδιάρθρωση υπερχρεωμένων επιχειρήσεων. Η τακτική της αναμονής, ώστε η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας να οδηγήσει σε ανάκαμψη των προβληματικών δανείων, για να μπορέσουν οι τράπεζες να εγγράψουν κέρδη από την ανάκτηση των προβλέψεων, δεν έχει αποδώσει καρπούς μέχρι σήμερα. Η αναδιάρθρωση, λοιπόν, των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων μπορεί να προκαλέσει αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον και να οδηγήσει στη δημιουργία πιο δυναμικών επιχειρήσεων που, απαλλαγμένες από τα χρηματοπιστωτικά και άλλα βάρη του παρελθόντος, θα μπορούν να συμβάλλουν σε αυτή την ίδια την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
  4. Μείωση των φορολογικών συντελεστών στη βάση ενός ισοδύναμου προγράμματος καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, και αναγκαστικής μείωσης των λειτουργικών δαπανών του δημοσίου σε περίπτωση υστέρησης στην επίτευξη των στόχων επέκτασης της φορολογικής βάσης, ώστε να μειωθεί η φορολογική επιβάρυνση των συνεπών φορολογουμένων και των οργανωμένων επιχειρήσεων και να δοθεί ώθηση στην αναπτυξιακή διαδικασία μέσω τόνωσης της υγιούς και ανταγωνιστικής επιχειρηματικότητας.
  5. Θέσπιση οριζόντιων φοροαπαλλαγών μέσω υπεραποσβέσεων επενδυτικών δαπανών, με όλη την επένδυση να αναγνωρίζεται σε ορισμένες περιπτώσεις ως εκπεστέα δαπάνη στη χρονιά υλοποίησης της επένδυσης, ώστε να προκληθεί επενδυτικό ενδιαφέρον, αύξηση της απασχόλησης και των εισοδημάτων, και έτσι οι ρυθμίσεις αυτές να είναι όσο το δυνατόν αυτοχρηματοδοτούμενες.
  6. Λήψη μέτρων για την ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων και της κατασκευαστικής δραστηριότητας.
  7. Επανασχεδίαση του ΕΝΦΙΑ ώστε να μην επιβάλλεται στη συσσώρευση ακίνητης περιουσίας μέσω του συμπληρωματικού φόρου, καθώς αυτό επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων και τα χιλιάδες επαγγέλματα του κατασκευαστικού κλάδου. Αντίθετα, ο ΕΝΦΙΑ πρέπει να είναι ένας χαμηλός φόρος σε κάθε ακίνητο χωρίς εξαιρέσεις, να έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα αντανακλώντας την αξία που προσδίδουν στο ακίνητο οι τοπικές υποδομές, και να επιβάλλεται από την τοπική αυτοδιοίκηση, με την κεντρική κυβέρνηση να ορίζει το ελάχιστο επίπεδο εσόδων που θα πρέπει να εισπραχθεί, καθώς και να φροντίζει για την είσπραξη του φόρου.
  1. Εξορθολογισμός φορολογικών και μη επιβαρύνσεων στα ακίνητα και, ενδεχομένως, κατάργηση τους μέσω ενσωμάτωσης των αντίστοιχων εσόδων στη φορολογία εισοδήματος ή τον ΕΝΦΙΑ.
  2. Αλλαγή του ρυθμιστικού πλαισίου που αφορά στα επαγγελματικά και τα αστικά ακίνητα, ώστε να διευκολύνεται η αναμόρφωση εμπορικών δρόμων και η ανάπλαση του οικιστικού ιστού της πόλης, με ταυτόχρονη χορήγηση φοροαπαλλαγών στις σχετικές επενδύσεις εφόσον επιδιώκονται και κοινωνικοί στόχοι αύξησης της προσφοράς κατοικίας σε υποβαθμισμένες περιοχές ή πάρκων, πρασίνου, αθλητικών εγκαταστάσεων κ.λπ. που αναβαθμίζουν την ποιότητα ζωής της πόλης.
  3. Προτεραιοποίηση της δεύτερης/εξοχικής κατοικίας και της κατασκευής υποδομών προς εκμετάλλευση των γεωπολιτικών εξελίξεων που έχουν καταστήσει την Ελλάδα χώρα υψηλής προτίμησης επισκεπτών προορισμού και κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου.

 

Πέραν, όμως των μέτρων και των οραμάτων, πάνω απ’ όλα απαιτείται φυγή προς τα εμπρός όσον αφορά στην ποιότητα της διακυβέρνησης. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα επιμένει σήμερα να διαχειρίζεται τις προοπτικές ευημερίας του πληθυσμού με μεθόδους μιας άλλης εποχής. Η χώρα εφαρμόζει ένα καταναγκαστικό πρόγραμμα προσαρμογής για να διασφαλισθεί η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και να ενισχυθεί η διαδικασία της ανταγωνιστικής οικονομικής ανάπτυξης. Τα πολιτικά κόμματα δεν έχουν την πολυτέλεια της μικροπολιτικής σκοπιμότητας να εφαρμόζουν έξωθεν προερχόμενες οδηγίες και πολιτικές χωρίς να εξηγούν στον πληθυσμό γιατί το κάνουν. Το να ρίχνουν το φταίξιμο των σκληρών μέτρων που εφαρμόζονται στους προηγούμενους που κυβέρνησαν και τους «κακούς» ξένους που επιβουλεύονται τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους της χώρας, εκτός του ότι δεν είναι αλήθεια δεν έχει και κάποια χρησιμότητα ως προς τι πρέπει να γίνει για να βγει η χώρα από τα σημερινά αδιέξοδα της κρίσης και της ύφεσης.

Στη Θεσσαλονίκη, πρέπει να ειπωθεί η αλήθεια στον κόσμο της εργασίας και των επιχειρήσεων. Όπως π.χ.:

 Ότι το όποιο πολιτικό κεφάλαιο διαθέτουμε ως χώρα θα το αξιοποιήσουμε στις διαπραγματεύσεις μας με τους εταίρους όχι για να αμφισβητήσουμε τα στατιστικά στοιχεία -πάνω στα οποία έχουν υπογραφεί και ψηφιστεί πλέον από το σύνολο σχεδόν των κομμάτων 3 μνημόνια- αλλά για να υλοποιήσουμε πολιτικές που θα συμβάλλουν πραγματικά στην ανάπτυξη της οικονομίας και του ιδιωτικού τομέα.

 Ότι η φοροδιαφυγή είναι αδιέξοδη πολιτική και πτωχό υποκατάστατο της αύξησης της παραγωγικότητας (δεν μπορείς να απαιτείς καλές συντάξεις και καλή υγειονομική περίθαλψη όταν φοροδιαφεύγεις σε βάρος μάλιστα των συνεπών φορολογουμένων συμπολιτών σου).

 Ότι ο ΕΝΦΙΑ δεν πρόκειται να καταργηθεί ελλείψει εναλλακτικών πόρων.

 Ότι οι συντάξεις θα συνεχίσουν να περικόπτονται όσο δεν υπάρχει συνταξιοδοτική αποταμίευση και αύξηση τόσο των θέσεων εργασίας όσο και της δηλωμένης απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα.

 Ότι η προσοδοθηρία (να ζεις δηλαδή από τα εισοδήματα που παράγουν άλλοι) είναι καρκίνωμα που πρέπει να ξεριζωθεί καθώς είναι μία ιδιότυπη εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, κοινωνικά άδικη και οικονομικά ατελέσφορη.

 Ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν είναι τίποτα άλλο από κατάργηση προνομίων και η αντίδραση στην εφαρμογή τους (με συμπαραστάτη την πολιτική εξουσία τις περισσότερες φορές) προέρχεται μόνο από αυτούς που ξεζουμίζουν το σύστημα προς ίδιο όφελος.

 Ότι η διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος δεν σημαίνει κρατικό έλεγχο και ιδιοκτησία.

 Ότι η νομή της εξουσίας δεν σημαίνει δημιουργία εισοδημάτων και απασχόλησης με αντάλλαγμα την ψήφο των πολιτών, κ.ο.κ.

Όλα αυτά, δυστυχώς, δεν επικοινωνούνται στον πληθυσμό προφανώς για μικροπολιτικούς λόγους. Το αποτέλεσμα είναι η πολιτική αντιπαράθεση να εγκλωβίζεται σε θέματα προσώπων και όχι προτάσεων και λύσεων, και σε θέματα εντιμότητας και ικανότητας και όχι θεσμών και δομών. Έτσι, όταν έρχεται στην εξουσία ένα πολιτικό κόμμα εξακολουθεί να εφαρμόζει τις συνταγές του παρελθόντος, δηλαδή διαχείρισης τους συστήματος και των ισορροπιών, χωρίς να προβάλλει νέες ιδέες και να ανοίγει νέες προοπτικές. Παλιότερα, σε μία παραδοσιακή προεκλογική διαφήμιση για «μία νέα Ελλάδα» που έδειχνε το κτίσιμο ενός τοίχου, η τότε κυβέρνηση που εβάλετο για ανεντιμότητα και ανικανότητα, απάντησε ότι “με λάσπη και με τούβλα δεν κτίζεται η νέα Ελλάδα”. Και είναι λυπηρό ότι η λάσπη και τα τούβλα είναι το επίπεδο πολιτικής αντιπαράθεσης εκατέρωθεν, που κυριαρχεί ακόμη και σήμερα. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η διακυβέρνηση δεν είναι μόνο θέμα εντιμότητας και ικανότητας. Είναι θέμα αποτελεσματικών προτάσεων πολιτικής που εξυπηρετούν το δίπολο κοινωνική δικαιοσύνη και οικονομική ανάπτυξη, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι άνθρωποι δεν είναι άγγελοι και ότι μόνο μέσα από το κίνητρο της ανταμοιβής και της απόδοσης, τους ισχυρούς θεσμούς και το επαρκές ρυθμιστικό περιβάλλον, μπορεί να προκύψει ένα ικανοποιητικό κοινωνικό και οικονομικό αποτέλεσμα διακυβέρνησης.

ΠΙΝΑΚΑΣ -ΣΕΒ-1.9.2016

Σχετικά Άρθρα