ΣΕΒ: Η σημασία της αποταμίευσης για την αλλαγή αναπτυξιακού υποδείγματος

Το 2016, το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών, που βρίσκεται σε αρνητικό επίπεδο από το 2013 και μετά, έχει μειωθεί σε -9,4%. Αυτό, σε συνδυασμό με την αύξηση που παρατηρείται στο μερίδιο της ιδιωτικής κατανάλωσης ως ποσοστού του ΑΕΠ, σημαίνει ότι ξοδεύουμε €10,6 δισ. παραπάνω από τα εισοδήματά μας, σημειώνει ανάλυση του ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία.

 
Η κατάσταση αυτή προκαλεί προβληματισμό ως προς τις προοπτικές βιώσιμης ανάπτυξης της οικονομίας διότι χωρίς αποταμίευση δεν γίνονται επενδύσεις και χωρίς επενδύσεις δεν αυξάνει η παραγωγικότητα και τα εισοδήματα. Αν θέλουμε η επερχόμενη ανάπτυξη αυτή τη φορά να στηριχθεί σε στέρεες βάσεις και όχι κατά το μεγαλύτερο μέρος της στην κατανάλωση, πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά το πώς θα δημιουργήσουμε νέο πλούτο στη χώρα μας. Στο πλαίσιο αυτό, η μόνη διέξοδος είναι οι επενδύσεις της ιδιωτικής οικονομίας. Και στο ερώτημα γιατί δεν γίνονται επενδύσεις παρά τις διαρθρωτικές αλλαγές των τελευταίων ετών η απάντηση είναι απλή: για να γίνουν οι επενδύσεις χρειάζεται να υπάρξει πολιτική και οικονομική σταθερότητα, και ένα κλίμα εμπιστοσύνης γύρω από τις προοπτικές ανάπτυξης, χρηματοδότησης και δημοσιονομικής πειθαρχίας της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια. Γι’ αυτό και η ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης αποτελεί μια θετική εξέλιξη και αποδεικνύει ότι η κυβέρνηση κινείται στη σωστή κατεύθυνση ως προς την ανάγκη να βάλει την οικονομία σε μια σταθερή τροχιά για τα επόμενα χρόνια. Πέραν αυτού, χρειάζεται επιπλέον να πεισθεί ο ιδιώτης επενδυτής ότι θα έχει κάποιο κέρδος από την επένδυσή του. Οι ιδιωτικές επενδύσεις καλώς ενθαρρύνονται με διάφορα μέτρα από τις δημόσιες πολιτικές που εντάσσονται στην Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική. Αλλά στο τέλος, αυτό που έχει σημασία είναι η δυνητική κερδοφορία του επενδυτή στη βάση του κινδύνου που αναλαμβάνει και η αύξηση του μεριδίου της παραγωγής στο ΑΕΠ έναντι της εγχώριας κατανάλωσης. Και το τελευταίο σχετίζεται με το θεσμικό περιβάλλον, το ύψος της φορολογίας και τη λειτουργία των αγορών, που αν δεν είναι φιλικά προς την επιχειρηματικότητα, δεν οδηγούν στο επόμενο βήμα, αυτό της υλοποίησης ενός επενδυτικού σχεδίου. Και, επιπλέον, σε ρόλο καταλύτη, απαιτούνται και επενδύσεις σε μεγάλα έργα υποδομών, με την σύμπραξη του ιδιωτικού τομέα, έργα που να έχουν εμπορική αξία ώστε να αναζητηθούν επενδυτές και χρηματοδότηση στις διεθνείς αγορές. Χωρίς ιδιωτικές επενδύσεις δεν πρόκειται να αυξηθεί η απασχόληση, τα εισοδήματα και η αποταμίευση σε μόνιμη βάση ούτε και να αλλάξει το στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης της οικονομίας που στηρίζεται κατ’ εξοχήν στην κατανάλωση.

-Σημαντική ανάκαμψη εμφάνισαν οι ελληνικές εξαγωγές τον Μάρτιο του 2017 (+12,5% εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών έναντι μείωσης – 0,3% τον Μάρτιο του 2016), ενώ σε όρους όγκου κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017 εμφανίζουν αύξηση +0,9%. Παράλληλα, συνεχίστηκε η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής, με τη μεταποίηση χωρίς πετρελαιοειδή να καταγράφει άνοδο +5,1% τον Μάρτιο και +4,1% συνολικά το πρώτο τρίμηνο του 2017, επιπλέον αύξησης +1,9% το πρώτο τρίμηνο του 2016. Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με την ενίσχυση του όγκου λιανικών πωλήσεων κατά το δίμηνο Ιαν – Φεβ 2017 (+4,6%), καθώς και του πληθωρισμού (+1,5% το διάστημα Ιαν – Απρ 2017), προοιωνίζονται ότι ο ρυθμός ανάπτυξης κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017 μπορεί ενδεχομένως να υπερβεί και το +2%. Παράλληλα, τον Μάρτιο του 2017 οι ληξιπρόθεσμες οφειλές της Γενικής Κυβέρνησης προς τον ιδιωτικό τομέα υποχώρησαν ελαφρά στα €5 δισ. (περιλαμβανομένων €1,1 δισ. εκκρεμείς επιστροφές φόρων), όμως παρέμειναν σε επίπεδο υψηλότερο από αυτό του Δεκεμβρίου του 2016 (€4,6 δισ. περιλαμβανομένων €1,2 δισ. εκκρεμείς επιστροφές φόρων).

 sev-11.5.2017-ar

 
Φορολογία, διαθέσιμο εισόδημα και ιδιωτική κατανάλωση

Το 2016 το μέσο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε κατά -1,3%, όταν η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 1,4%, οδηγώντας το μέσο ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών, που βρίσκεται σε αρνητικό πεδίο από το 2013 και μετά, στο χαμηλότερο επίπεδο της πρόσφατης οικονομικής ιστορίας μας (- 9,4%). Το μέγεθος αυτό σημαίνει ότι για κάθε €100 ιδιωτικής κατανάλωσης, καταγράφεται διαθέσιμο εισόδημα €91,4. Η επιπλέον κατανάλωση των €8,6 καλύπτεται προφανώς από άδηλους πόρους. Τα νοικοκυριά, όχι μόνο έχουν σταματήσει πλέον να αποταμιεύουν, αλλά και λόγω της αυξημένης φορολογικής επιβάρυνσης, και από φόρους και από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, είτε φοροδιαφεύγουν περισσότερο, είτε χρησιμοποιούν συσσωρευμένες αποταμιεύσεις, ρευστοποιώντας ακίνητα ή αντλώντας ρευστά διαθέσιμα από καταθέσεις που μετέφεραν στο εξωτερικό ή εν γένει εκτός εγχωρίου τραπεζικού συστήματος, σε σεντούκια, θυρίδες, κλπ. Βεβαίως, όλα τα παραπάνω συμβαίνουν στο μέσο νοικοκυριό. Η κατάσταση στα φτωχότερα νοικοκυριά πρέπει να είναι αρκετά πιο επώδυνη απ’ ό,τι αποτυπώνουν οι μέσοι όροι.

Η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης ως % του ΑΕΠ σε περίοδο κρίσης, με το ΑΕΠ να έχει μειωθεί πάνω από 25%, σημαίνει ότι τα νοικοκυριά προσπαθούν να κρατήσουν αλώβητο ένα επίπεδο κατανάλωσης που το θεωρούν «κανονικό». Σε μια συγκυρία όπου τα εισοδήματα των νοικοκυριών μειώνονται, και η φορολογική επιβάρυνση πάνω στα χαμηλότερα αυτά εισοδήματα αυξάνεται, η εξαφάνιση της αποταμίευσης είναι το πρώτο όπλο άμυνας των νοικοκυριών, με την αύξηση της φοροδιαφυγής να ακολουθεί, ιδίως από τα νοικοκυριά που βλέπουν να απειλείται η επιβίωση τους, καθώς πέφτει ραγδαία το διαθέσιμο εισόδημά τους. Η εξαφάνιση της αποταμίευσης εξασθενεί ή ακυρώνει τελείως την προσπάθεια των ατόμων να φτιάξουν οικογένεια, και να αγοράσουν ένα σπίτι, να κάνουν παιδιά και να τα σπουδάσουν. Οι επιπτώσεις, δημογραφικές και άλλες, σε μια κοινωνία που δεν αποταμιεύει θα φανούν μακροχρόνια και θα πάρουν την μορφή μειωμένου βιοτικού επιπέδου, αλλά και κοινωνικού αποκλεισμού για πολλούς συνανθρώπους μας, διότι χωρίς αποταμίευση επενδύσεις δεν γίνονται και χωρίς επενδύσεις δεν αυξάνει η παραγωγικότητα και τα εισοδήματα. Το φαινόμενο της φοροδιαφυγής, σε συγκυρία υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης, είναι πολύ δύσκολο να καταπολεμηθεί εάν οποιαδήποτε μέτρα δεν συνοδεύονται και από μειώσεις φορολογικών συντελεστών, ώστε να μειωθεί το κόστος ευκαιρίας της φοροδιαφυγής. Η φοροδιαφυγή απειλεί την κοινωνική δομή, καθώς απομειώνεται το κοινωνικό κεφάλαιο της εμπιστοσύνης απέναντι στους θεσμούς, και αργά ή γρήγορα οδηγεί στον νόμο της ζούγκλας. Όσοι είναι ακόμη συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, βλέποντας την φοροδιαφυγή να γιγαντώνεται γύρω τους, και την κοινωνική δικαιοσύνη να καταρρέει, αρχίζουν να αμφιβάλλουν για την ορθότητα των επιλογών τους. Όσοι φοροδιαφεύγουν έχουν τις ίδιες απαιτήσεις με τους συνεπείς φορολογούμενους, να στέλνουν τα παιδιά τους στα ίδια δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια, να νοσηλεύονται με τις ίδιες ακριβές και τεχνολογικά προηγμένες θεραπείες στο δημόσιο σύστημα υγείας, να παίρνουν τις ίδιες συντάξεις, κ.ο.κ. Δεν είναι δυνατόν, όμως, να μην πληρώνουν το μερίδιο που τους αναλογεί. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που οι νέοι που μεταναστεύουν στο εξωτερικό προς αναζήτηση εργασίας και καλύτερων προοπτικών, σε μεγάλα ποσοστά, μεγαλύτερα ακόμη και αυτών της οικονομικής κρίσης, δηλώνουν ότι οι λόγοι που τους ωθούν στη μετανάστευση είναι η έλλειψη αξιοκρατίας και η διαφθορά που επικρατεί στην κοινωνία. Και η φοροδιαφυγή είναι κατ’ εξοχήν αντικοινωνικό φαινόμενο. Τέλος, οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις δεν μπορούν να στηρίζουν εσαεί την τρέχουσα κατανάλωση. Η μεταφορά πόρων από το μέλλον στο παρόν σε μια κοινωνία που γερνάει και που, αν μη τι άλλο, θα έπρεπε να αποταμιεύει και να μεταφέρει πόρους στο μέλλον, αποτελεί ένδειξη βαριάς κοινωνικής παθογένειας με οδυνηρές επιπτώσεις για τις μελλοντικές γενιές. Η σημερινή γενιά που δεν μπορεί να αποταμιεύει, θα φτάσει στο τέλος του εργασιακού της βίου, αν μη τι άλλο εξαθλιωμένη, και θα εξαρτάται από μια όλο και πιο εντεινόμενη αναδιανομή εισοδήματος που παράγεται απ’ όλο και λιγότερους εργαζόμενους.

Οι αλλαγές που έχουν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια αποτυπώνονται ανάγλυφα στα στοιχεία που εμφανίζονται στο διάγραμμα της πρώτης σελίδας και στο Δ01, για δύο χρονιές 2009 και 2016, και σε αξίες και ως % του ΑΕΠ.

D1-SEV-11.5.2017

Η σύγκριση μεταξύ των δύο χρόνων (πριν από την κρίση και σήμερα) είναι αποκαλυπτική. Το 2009, με συνολικά εισοδήματα €221 δισ., (μισθοί, αμοιβές, ενοίκια €172 δισ., συντάξεις και κοινωνικές μεταβιβάσεις €48 δισ.), οι φόροι (€13 δισ.) και οι εισφορές (€34 δισ.) αντιπροσωπεύουν το 5,9% και το 15,4% αντιστοίχως των συνολικών εισοδημάτων. Το 2016, με συνολικά εισοδήματα €154 δισ. (μισθοί, αμοιβές, ενοίκια, €115 δισ., συντάξεις και κοινωνικές μεταβιβάσεις €38 δισ.), οι φόροι (€11 δισ.) και οι εισφορές (€28 δισ.) αντιπροσωπεύουν το 7,1% και 18,2% αντιστοίχως των συνολικών εισοδημάτων. Ως αποτέλεσμα της μεγαλύτερης επιβάρυνσης από φόρους και εισφορές, ενώ τα συνολικά εισοδήματα μειώθηκαν κατά -30,3%, το διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε κατά -34,6%. Η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε, όμως, πολύ λιγότερο, κατά -23,4% λόγω, κυρίως, της αρνητικής αποταμίευσης το 2016 (-€10,6 δισ.), έναντι θετικής αποταμίευσης το 2009 (+11,5 δισ.). Έτσι, η ιδιωτική κατανάλωση, ενώ μειώθηκε από €161,8 δισ. το 2009 σε €124 δισ. το 2016, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξήθηκε από 68% το 2009 σε 71% το 2016, καθώς η αρνητική αποταμίευση «προστάτεψε» την ιδιωτική κατανάλωση από την πτώση του ΑΕΠ. Πιο αναλυτικά, το εισόδημα των νοικοκυριών από οικονομική δραστηριότητα (μισθοί μισθωτών και αμοιβές αυτοαπασχολούμενων) επηρεάζεται αρνητικά από φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και θετικά από συντάξεις και κοινωνικές μεταβιβάσεις. Τα σχετικά μεγέθη και η εξέλιξη τους διαχρονικά παρουσιάζονται στους πίνακες και στα διαγράμματα Δ02, Δ03, Δ04 και Δ05.

D2-3-SEV-11.5.2017

D4-5-SEV-11.5.2017

 
Το 2009 ήταν η τελευταία χρονιά πριν την έλευση της κρίσης που σημειώθηκε αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά 0,9%, προερχόμενη σχεδόν όλη από την μείωση του φορολογικού βάρους (+0,8 π.μ.), ενώ τα συνολικά εισοδήματα προ φόρων και εισφορών συνεισέφεραν οριακά (+0,1 π.μ.). Το 2009 υπενθυμίζεται ότι λόγω επερχόμενων δυνητικών πολιτικών εξελίξεων, ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός είχε εκτροχιασθεί, ενώ η ύφεση λόγω της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης είχε αρχίσει να επηρεάζει και την Ελλάδα. Από το 2010 και μέχρι το 2013, λόγω των μέτρων λιτότητας που εφαρμόσθηκαν, η συμμετοχή της πτώσης των εισοδημάτων, προ φόρων και εισφορών, ήταν εξαιρετικά υψηλή (2010: -12,1 π.μ., 2011: -12,7 π.μ., 2012: -9,2 π.μ., 2013: -8,5 π.μ.). Η πτώση αυτή των εισοδημάτων κανονικά θα έπρεπε να επιφέρει και αναλογικά ισόποση πτώση των φόρων και εισφορών. Κάτι που δεν συνέβη, καθώς η χώρα βρισκόταν σε πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής και έπρεπε να αντιστραφούν τα τεράστια πρωτογενή ελλείμματα του δημοσίου. Η πολιτική επιλογή που έγινε τότε ήταν να μην περικοπούν θέσεις εργασίας στο δημόσιο τομέα, αλλά να αυξηθούν οι φόροι μέσω αύξησης των φορολογικών συντελεστών. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ενώ ο δημόσιος τομέας παρέμεινε σχεδόν αλώβητος, ο ιδιωτικός τομέας να γνωρίσει τη μεγαλύτερη ύφεση σε καιρό ειρήνης. Έτσι, στην ουσία, η αύξηση των φορολογικών συντελεστών πάνω σε μια συρρικνούμενη φορολογική βάση συνετέλεσε σε πολύ μικρότερη μείωση των πληρωμών σε φόρους και εισφορές απ’ αυτή που θα αναλογούσε αν δεν είχαν αλλάξει οι φορολογικοί συντελεστές. Έτσι, η μείωση της συμμετοχής των πληρωμών σε φόρους και εισφορές ήταν σχετικά μικρή (2010: +1,0 π.μ., 2011: +2,1 π.μ., 2012: +0,7 π.μ., 2013: +1,9 π.μ.), με το διαθέσιμο εισόδημα να μειώνεται με ηπιότερο ρυθμό απ’ ό,τι τα εισοδήματα προ φόρων και εισφορών (2010: -11 π.μ., 2011: -10,6 π.μ., 2012: -8,9 π.μ., 2013: -6,6 π.μ.). Το 2014 ήταν η πρώτη χρονιά από την έναρξη της κρίσης που το διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε κατά 0,8%, με την αύξηση προερχόμενη σχεδόν όλη από την αύξηση των εισοδημάτων προ φόρων και εισφορών (+0,7 π.μ.), με οριακή μόνο μείωση της συμμετοχής των πληρωμών σε φόρους και εισφορές (+0,1 π.μ.). Σημειώνεται ότι το 2014, οι πληρωμές για φόρους και εισφορές αυξήθηκαν μόνο κατά +0,5% έναντι αυξήσεων τα προηγούμενα χρόνια που κυμαινόντουσαν ετησίως με ρυθμούς από +2,5 π.μ. έως +7,5 π.μ. Το 2015 το διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε κατά -3%, με όλη σχεδόν την πτώση να οφείλεται σε πτώση των εισοδημάτων προ φόρων και εισφορών (συμμετοχή -3,1 π.μ.) και τις πληρωμές για φόρους και εισφορές να συμμετέχουν αρνητικά κατά +0,1 π.μ. Σημειώνεται ότι και το 2014 και το 2015, υπήρξε μια ανάπαυλα στην αύξηση των εσόδων από φόρους και εισφορές, λόγω των ατέρμονων διαπραγματεύσεων για την ολοκλήρωση της 4ης αξιολόγησης του 2ου Μνημονίου (ολοκληρώθηκε το α΄ εξάμηνο του 2014 μετά από 9μηνη καθυστέρηση) και της 5ης αξιολόγησης που έπρεπε να ολοκληρωθεί τον Σεπτέμβριο του 2014 και δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς παρεμβλήθηκε η πολιτική αλλαγή του Ιανουαρίου του 2015, που οδήγησε τελικά το καλοκαίρι του 2015 στο 3ο Μνημόνιο. Το αποτέλεσμα των καθυστερήσεων αυτών ήταν βασικά να αυξηθεί υπέρμετρα η φορολογική επιβάρυνση το 2016, καθώς η χώρα επανήλθε σε πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής με το 3ο Μνημόνιο. Το διαθέσιμο εισόδημα το 2016 μειώθηκε κατά -1,3%, με όλη την μείωση να προέρχεται από την αύξηση του φορολογικού βάρους (συμμετοχή -1,3%). Η συμμετοχή των διαφόρων μεταβλητών στη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος το 2016 κατά -1,3% διαμορφώθηκε ως εξής: μισθοί +1,6 π.μ., αμοιβές αυτοαπασχολούμενων -0,8 π.μ., καθαρές εισπράξεις ενοικίων -0,7 π.μ., συντάξεις και κοινωνικές μεταβιβάσεις -0,1 π.μ. και τέλος, φόροι και εισφορές – 1,3 π.μ., οδηγώντας το διαθέσιμο εισόδημα σε ισόποση ποσοστιαία πτώση, καθώς η συμμετοχή των εισοδημάτων προ φόρων και εισφορών ήταν συνολικά μηδενική. Το 2016 ήταν η πρώτη χρονιά που οι πληρωμές για φόρους και εισφορές αυξήθηκαν σε απόλυτα μεγέθη κατά 3,9%, σε μια οικονομία μηδενικής ανάπτυξης, ενώ όλα τα προηγούμενα χρόνια, και πάλι σε απόλυτα μεγέθη, ακολουθούσαν καθοδική πορεία λόγω της πτώσης των εισοδημάτων. Με τους φόρους και τις εισφορές να αυξάνονται και τα εισοδήματα στο σύνολό τους να παραμένουν στάσιμα, το 2016 ήταν μια χρονιά ακραίας φορολογικής επιβάρυνσης.

Η αύξηση των εσόδων από φόρους και εισφορές κατά 3,9%, όταν όλα τα προηγούμενα χρόνια της κρίσης υπήρχε πτώση, καθώς οι αυξήσεις των συντελεστών δεν αντιστάθμιζαν τη μείωση της φορολογικής βάσης, δεν φαίνεται να προέρχεται τόσο από την αύξηση των φορολογικών συντελεστών. Το φορολογικό τσουνάμι του 3ου Μνημονίου επέρχεται κατακλυσμικά το 2017, με πρόσθετες φορολογικές παρεμβάσεις ύψους €3,5 δισ. περίπου. Το 2016, οι πρόσθετες φορολογικές παρεμβάσεις ήταν μόνο €600 εκατ. Έτσι, το 2016, η μεγάλη υπεραπόδοση στο σκέλος των εσόδων, πέραν από την ωρίμανση φορολογικών μέτρων του παρελθόντος, φαίνεται να προέρχεται και από τη δραστηριοποίηση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού στην είσπραξη βεβαιωθέντων φόρων, προσαυξήσεων, προστίμων, κλπ. του παρελθόντος. Είναι ενδεικτικό ότι οι εισπράξεις της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων από ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις ήταν €5,2 δις. το 2016 από €3,9 δις. το 2015. Ταυτόχρονα, οι νέες ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις το 2016 περιορίσθηκαν σε €13,9 δις. το 2016 από €15,9 δις. το 2015.

Σχετικά Άρθρα