ΣΕΒ: Μεγάλες προσδοκίες!

Παρά τις ιδεολογικές διαφορές, οι παρουσιάσεις των πολιτικών αρχηγών των δύο μεγάλων κομμάτων στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης συγκλίνουν στην αναγκαιότητα ταχείας εξόδου από την κρίση και την ύφεση και τη μετάβαση της οικονομίας σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο εστιασμένο στις επενδύσεις και τις εξαγωγές, με περισσότερο σχεδιασμό, λιγότερη παροχολογία και μεγαλύτερη συμμόρφωση προς τους περιορισμούς του Μνημονίου, σημειώνει ανάλυση του ΣΕΒ στο σημερινό Eβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική οικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις. Αναλυτικά:

Υπήρξε επίσης συμφωνία θέσεων όσον αφορά στην πάταξη της φοροδιαφυγής μέσω της μεγαλύτερης διείσδυσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών και τη μείωση των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος μετά το 2018, σε συμφωνία με τους δανειστές, ώστε να δημιουργηθεί το απαραίτητο δημοσιονομικό περιθώριο για τη μείωση της υπερφορολόγησης της ιδιωτικής οικονομίας. Αν και οι δύο πλευρές συμφωνούν στη μείωση της φορολογίας, του ΕΝΦΙΑ και των εμμέσων φόρων, η αντιπολίτευση, σε αντιδιαστολή με την κυβέρνηση, προκρίνει, ως κομβικό σημείο επανεκκίνησης της αναπτυξιακής διαδικασίας, τη μείωση της φορολογίας εισοδήματος, άμεσα στα εταιρικά κέρδη και μερίσματα, και, σε βάθος χρόνου στα φυσικά πρόσωπα, καθώς και των ασφαλιστικών εισφορών. Προτείνει, επίσης, συγκεκριμένα μέτρα για τη μείωση δαπανών και την εξοικονόμηση πόρων, σε μία προσπάθεια μερικής αντιστάθμισης της απώλειας φορολογικών εσόδων, δεδομένων των δημοσιονομικών περιορισμών. Είναι προφανές, συνεπώς, ότι ενώ ο αναπτυξιακός στόχος, είναι κοινός, τα μέσα διαφέρουν. Η αντιπολίτευση, πέραν της κινητοποίησης του κρατικού μηχανισμού μέσω του αναπτυξιακού νόμου, των νέων χρηματοδοτικών εργαλείων, των δημοσίων επενδύσεων, των πόρων ΕΣΠΑ, του πακέτου Γιουνκέρ, προκρίνει την ενεργοποίηση της ιδιωτικής οικονομίας μέσω μείωσης της υπερφορολόγησης και παροχής φορολογικών επενδυτικών κινήτρων, όπως π.χ. οι υπεραποσβέσεις, καθώς και ταχείας εφαρμογής των διαρθρωτικών αλλαγών που διευκολύνουν την παραγωγική διαδικασία και μειώνουν το κόστος παραγωγής.

-Παρά τις καλές επιδόσεις της αγοράς εργασίας ως προς την απασχόληση, οι εγγεγραμμένοι άνεργοι δεν υποχωρούν ενώ η λήξη της περιόδου πληρωμής του επιδόματος ανεργίας αρχίζει να αγγίζει τους νέους ανέργους της τελευταίας διετίας. Η μεγάλη υποχώρηση των καθαρών προσλήψεων τον Αύγουστο σχετίζεται με την αυξημένη συμμόρφωση των επιχειρήσεων στην εργασιακή νομοθεσία, καθώς και την αντιστροφή των καθαρών προσλήψεων που σημειώθηκαν τους προηγούμενους μήνες στο πλαίσιο μιας τελικά επιτυχημένης τουριστικής περιόδου. Ταυτόχρονα, οι μισθοί στο σύνολο της οικονομίας σημειώνουν σημαντική άνοδο το Β’ 3μηνο του 2016, η οποία δεν δικαιολογείται από την ανοδική τάση των αμοιβών προσωπικού στο δημόσιο, δεδομένου ότι οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα εξακολουθούν να μειώνονται αν και ο ρυθμός μείωσης περιορίζεται. Η αδυναμία των καθαρών εσόδων του τακτικού προϋπολογισμού τον Αύγουστο μπορεί και αυτή να οφείλεται εν μέρει σε συγκυριακούς παράγοντες, αλλά αρχίζει να διαφαίνεται επίσης μια ενδεχόμενη ανεπάρκεια των εισπρακτικών μέτρων να εξασφαλίσουν την αύξηση εσόδων που έχει προϋπολογιστεί. Ο κύκλος εργασιών στην μεταποίηση χωρίς πετρελαιοειδή βελτιώνεται ενώ στους περισσότερους κλάδους των υπηρεσιών καταγράφει απώλειες. Αντίθετα, στη γεωργία, οι όροι εμπορίου βελτιώνονται. Οι εισπράξεις από μεταφορές κινούνται ανοδικά επίσης τον Ιούλιο, οι οποίες κυρίως λόγω των capital controls είχαν μειωθεί δραματικά τους προηγούμενους μήνες. Την ίδια ώρα, παρά την άνοδο των αφίξεων, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις κινούνται σε αρνητικό έδαφος στο επτάμηνο, ενώ ο ελληνικός εμπορικός στόλος συνεχίζει να συρρικνώνεται.

 
Τι μάθαμε στην ΔΕΘ για την οικονομία

Στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, η κοινή γνώμη είχε την ευκαιρία να αξιολογήσει την οικονομική πολιτική που εφαρμόζεται (όπως παρουσιάσθηκε από τον Πρωθυπουργό), και αυτήν που ενδεχομένως θα ακολουθηθεί στο μέλλον (όπως παρουσιάστηκε από τον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης), σε περίπτωση αλλαγής του πολιτικού σκηνικού. Υπάρχουν πολλά κοινά σημεία όσον αφορά στους στόχους, αλλά και έντονες διαφορές όσον αφορά στην αναπτυξιακή φιλοσοφία, και βεβαίως, στα μέσα πολιτικής.

Ο οδικός χάρτης εξόδου από την κρίση, σύμφωνα με τον κ. Πρωθυπουργό, περιλαμβάνει 5 βήματα/προϋποθέσεις: να κλείσει με επιτυχία η 2η αξιολόγηση, να οριστικοποιηθούν τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, να ενταχθεί η Ελλάδα στο πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, να καταφέρει η ελληνική οικονομία να καταγράψει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2017 και τέλος, να εισέλθει η χώρα σε μία περίοδο βιώσιμης, διαρκούς και δίκαιης ανάπτυξης.

Σημειώνεται, εν προκειμένω, ότι στο θέμα της 2ης αξιολόγησης, ο κρίσιμος παράγοντας δεν είναι μόνο να κλείσει η αξιολόγηση αλλά να κλείσει έγκαιρα, για να μην παρατείνεται η αβεβαιότητα που έχει πάντα αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία. Κύριο προαπαιτούμενο της 2ης αξιολόγησης είναι τα εργασιακά. Η επιδιωκόμενη επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων θα ενισχύσει σημαντικά την λειτουργία της αγοράς εργασίας, μόνον όμως, εφόσον το θεσμικό πλαίσιο της διαιτησίας και της διαμεσολάβησης δεν παραβιάζει την ελευθερία των διαπραγματεύσεων, όπως συμβαίνει σήμερα. Δεν είναι σαφές επίσης τι εννοεί ο κ. Πρωθυπουργός για τη ρύθμιση του χρέους, αφού η απόφαση του Eurogroup της 14ης Μαΐου 2016 προβλέπει ότι βραχυπρόθεσμα θα ληφθούν μέτρα ήπιας ελάφρυνσης, με τα πιο σημαντικά μέτρα, όμως, να λαμβάνονται μακροπρόθεσμα μόνον υπό προϋποθέσεις, ακόμη και μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος. Όσον αφορά στην ένταξη στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, είναι αμφίβολο κατά πόσο θα προσελκύσει επενδύσεις δεδομένου ότι κανείς δεν θα επενδύσει χωρίς τη μείωση του κόστους δανεισμού, την αποκατάσταση ρευστότητας, την άρση κεφαλαιακών περιορισμών. Το πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων δεν υποκαθιστά την αποκατάσταση της αξιοπιστίας στην οικονομική πολιτική. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα σήμερα εξαιρείται από το πρόγραμμα, άλλα ούτε και είναι βέβαιο ότι η 2η αξιολόγηση θα οδηγήσει την Ελλάδα στο πρόγραμμα. Πρέπει να αναφερθεί, επίσης, ότι η μικρή συμβολή του προγράμματος στην ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας δεν μπορεί να υπερεκτιμάται στην περίπτωση της Ελλάδας. Τέλος, η ανάπτυξη που θα έλθει το 2017, σχεδόν αυτόματα επειδή, κουτσά στραβά εφαρμόζουμε ένα πρόγραμμα (στα οφέλη του οποίου «δεν πιστεύουμε καν»), είναι μάλλον μία ευχή παρά αποτέλεσμα συγκεκριμένων και αποτελεσματικών αναπτυξιακών μέτρων.

Κατά τον κ. Πρωθυπουργό στη δίκαιη ανάπτυξη θα φτάσουμε δίδοντας έμφαση στην εξωστρεφή οικονομία, την ανταγωνιστικότητα, την στήριξη της εργασίας, την καινοτομία, την οικοδόμηση δικτύων και την στήριξη της κοινωνικής οικονομίας, και, τέλος, τη ρύθμιση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Και η όλη προσπάθεια θα υποστηριχθεί από νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, ένα Αναπτυξιακό Ταμείο, το πακέτο Γιούνκερ, τις δημόσιες επενδύσεις, και τον αναπτυξιακό νόμο, εστιάζοντας στην αγροτική παραγωγή, τις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών, την ενέργεια, το περιβάλλον, τις μεταφορές, τον πολιτισμό και τον τουρισμό (Διάγραμμα 3 & 4).

%ce%b4%ce%b9%ce%b1%ce%b3%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%bc%ce%b1-3-4-%cf%83%ce%b5%ce%b2-22-9-2016

Είπε επίσης ο Πρωθυπουργός ότι «η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας δεν επιτυγχάνεται με τη μείωση του μισθολογικού κόστους. Αντίθετα, η αύξηση των μισθών και η αναδιανομή εισοδημάτων υπέρ του κόσμου της εργασίας είναι προϋπόθεση της ανάπτυξης, και όχι αποτέλεσμα της» (έμφαση στο κείμενο του πρωθυπουργικού λόγου) Όντως, η μείωση του μισθολογικού κόστους από μόνη της δεν βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα. Πρέπει να συνοδεύεται από μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, δηλαδή σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, ώστε να αντισταθμίζει την επίπτωση των μισθών στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Και, βεβαίως, όλες αυτές οι σχέσεις πρέπει να βελτιώνονται πολύ περισσότερο στην Ελλάδα απ’ ό,τι στις ανταγωνίστριες χώρες. Διότι μόνον τότε έχουμε αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Πολλοί λένε ότι δεν γίνεται να ανταγωνίζεσαι σήμερα με βάση το χαμηλό κόστος εργασίας. Αντίθετα, πρέπει να δοθεί έμφαση στην αύξηση της παραγωγικότητας με επενδύσεις σε καινοτομία, νέες μεθόδους παραγωγής και οργάνωσης, και όλα τα προφανή καλά (νεοφυείς επιχειρήσεις, τεχνολογίες αιχμής κ.α.) που αναφέρονται συνήθως. Δεν έχει κανείς αντίρρηση να επιδιώκονται πολιτικές που αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας. Το πρόβλημα συνίσταται στο ότι για κάθε επίπεδο αύξησης της παραγωγικότητας δεν μπορεί να γίνεται μεγαλύτερη αύξηση των μισθών που θα αυξάνει το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Συνεπώς, η αύξηση των μισθών πρέπει να συγκρατείται σε ορισμένα όρια, που ορίζει η αύξηση της παραγωγικότητας, διαφορετικά καταλήγει σε μείωση της ανταγωνιστικότητας και συνεπώς, της απασχόλησης και τελικώς, αυτών των ίδιων των μισθών. Ο επενδυτής δεν βλέπει μόνο τον μισθό όταν θέλει να επενδύσει. Τον ενδιαφέρει τι μπορεί να παράγει ο εργαζόμενος με αυτόν τον μισθό. Βλέπει δηλαδή το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, πάντα συγκριτικά με το τι συμβαίνει σε άλλες χώρες. Βλέπει δηλαδή το δείκτη ανταγωνιστικότητας ο οποίος πρέπει να δείχνει βελτίωση. Στην ουσία, ο δείκτης ανταγωνιστικότητας δείχνει τη βελτίωση της σχετικής κερδοφορίας και, αυτό είναι που ενδιαφέρει τον επενδυτή, δηλαδή πού θα βγάλει τα μεγαλύτερα κέρδη. Οι επενδύσεις, λοιπόν, που θα γίνουν ή δεν θα γίνουν στη βάση της σχετικής κερδοφορίας, είναι ο μηχανισμός που θα βελτιώσει την παραγωγικότητα της εργασίας, την απασχόληση και τους μισθούς. Οτιδήποτε διευκολύνει τον επενδυτή να κάνει μία κερδοφόρα επένδυση είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Και οι διαρθρωτικές αλλαγές που βελτιώνουν τη λειτουργικότητα της οικονομίας και την ανάληψη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών βοηθούν προς αυτή τη κατεύθυνση (Πίνακας 2).

%cf%80%ce%b9%ce%bd%ce%b1%ce%ba%ce%b1%cf%83-2-%cf%83%ce%b5%ce%b2-22-9-2016

Η ιδέα ότι η αύξηση των μισθών και η αύξηση του μεριδίου των μισθών στο συνολικό εισόδημα φέρνει ανάπτυξη είναι απολύτως λανθασμένη. Εάν δεν ήταν, τότε το μόνο που απαιτείται για να έρθει η πολυπόθητη ανάπτυξη θα ήταν να αυξήσουμε τους μισθούς και να αναδιανείμουμε το εισόδημα, με υπερφορολόγηση των επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση του κεφαλαίου υπέρ των μισθωτών. Αυτό προϋποθέτει ότι ο επιχειρηματίας συνεχίζει να παράγει με μικρότερα κέρδη και ακόμη και με ζημίες σε τελική ανάλυση, χωρίς να αμβλύνονται τα κίνητρα για την επιχειρηματική του δραστηριότητα. Τέτοιο οικονομικό σύστημα δεν πέτυχε πουθενά στον κόσμο και όπου εφαρμόστηκε, οι οικονομίες κατέρρευσαν και τα κράτη πτώχευσαν.

Τα μεγάλα πολιτικά κόμματα προσβλέπουν στην αλλαγή του παραγωγικού προτύπου της χώρας προς την κατεύθυνση μεγαλύτερης εξωστρέφειας και περισσότερων επενδύσεων. Τα μέσα, όμως, για την επίτευξη των στόχων διαφέρουν. Η κυβέρνηση παρουσιάζει μια σειρά από αναπτυξιακές πρωτοβουλίες μέσω κρατικών παρεμβάσεων που, ενώ είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, δεν συνιστούν μία κρίσιμη μάζα δράσεων επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας και εδραίωσης συνθηκών ανταγωνιστικής ανάπτυξης σε μόνιμη βάση. Αυτό συμβαίνει είτε διότι τα ποσά προς διάθεση (π.χ. αναπτυξιακός νόμος) είναι ανεπαρκή λόγω της δημοσιονομικής στενότητας, είτε διότι οι δράσεις δεν εντάσσονται σε ένα πλαίσιο ενεργοποίησης της ιδιωτικής οικονομίας. Το αναπτυξιακό υπόδειγμα που αναδύεται από την παρουσίαση του κ. Πρωθυπουργού εστιάζει στις μικρές κλίμακες, τα συνεταιριστικά σχήματα και τις συνέργειες των επιχειρήσεων, τη στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων μέσω του αναπτυξιακού νόμου και των νέων χρηματοδοτικών εργαλείων, κ.ο.κ. Δεν αναφέρονται πουθενά οι μεγάλες τομές, οι μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις (πέραν του αμετάβλητου για 12 χρόνια φορολογικού καθεστώτος για επενδύσεις άνω των €20 εκατ. εφόσον ενταχθούν στον αναπτυξιακό νόμο), που μπορούν να αλλάξουν το παραγωγικό πρότυπο της χώρας. Η έμφαση στη χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν μπορεί να δημιουργήσει το μεγεθυντικό αποτέλεσμα και να μετασχηματίσει την ελληνική οικονομία στα πρότυπα των δυναμικών βιομηχανικών χωρών, καθώς οι επενδύσεις γίνονται σε χαμηλής παραγωγικότητας και τεχνολογικής έντασης δραστηριότητες. Χρειαζόμαστε και μεγάλες επιχειρήσεις που επιτυγχάνουν οικονομίες κλίμακας και είναι σε θέση να αναπτύσσουν καινοτομίες και να επιτυγχάνουν υψηλή παραγωγικότητα. Αυτό που απαιτείται είναι, μάλλον, η ενθάρρυνση δημιουργίας (επεκτάσεις υπαρχουσών, συγχωνεύσεις κλπ) μεγάλων εγχώριων παραγωγικών μονάδων και η μαζική προσέλκυση μεγάλων ξένων επιχειρήσεων που είναι διεθνώς ανταγωνιστικές (Διάγρ. 5, 6, 7) για να προσδώσουν δυναμική στην ελληνική οικονομία, αξιοποιώντας ταυτόχρονα τις μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις, αναβαθμίζοντας τη λειτουργία τους σε συστάδες επιχειρήσεων που εξυπηρετούν μεγαλύτερες επιχειρήσεις που παράγουν για τη διεθνή αγορά.

%ce%b4%ce%b9%ce%b1%ce%b3%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%bc%ce%b1-5-%cf%83%ce%b5%ce%b2-22-9-2016

%ce%b4%ce%b9%ce%b1%ce%b3%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%bc%ce%b1-6-7-%cf%83%ce%b5%ce%b2-22-9-2016

Και οι δυο ομιλίες, αν και αναφέρονται γενικώς στην ανάγκη για εξωστρέφεια, δεν επικεντρώνονται και δεν μιλούν συγκεκριμένα για το πώς θα επιτευχθεί ένας σημαντικός στόχος: η αύξηση του μεγέθους της μεταποιητικής βιομηχανίας ως ποσοστό του ΑΕΠ. Είναι στόχος ζωτικός και απαραίτητος για την βιώσιμη και μακροχρόνια μείωση του επίμονου ελλείμματος στο εξωτερικό εμπόριο και συνακόλουθα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών και βασικός πυλώνας για μια ανάπτυξη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέση ως στόχο η μεταποιητική βιομηχανία να φτάσει στο 20% του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Η Ελλάδα μπορεί να θέσει ως στόχο για μια μεγέθυνση της μεταποιητικής βιομηχανίας από το σημερινό ποσοστό του σχεδόν 9% να φτάσει στο 15% του ΑΕΠ σε 5 χρόνια. Και οι δυο ομιλίες παραλείπουν να αναφερθούν σε έναν ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα για την επίτευξη αυτού του στόχου: την ανάγκη της μείωσης του ενεργειακού κόστους στην παραγωγή, καθώς είναι παράγοντας ιδιαίτερα σημαντικός για μια ανταγωνιστική μεταποιητική βιομηχανία.

Η αντιπολίτευση, από τη μεριά της, αν και συμφωνεί με την κυβέρνηση στις γενικές κατευθύνσεις για την αποκατάσταση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας, προκρίνει επιπλέον ένα δραστικό πρόγραμμα μείωσης της υπερφορολόγησης και παροχής επενδυτικών φορολογικών κινήτρων (Πίνακας 1).

%cf%80%ce%b9%ce%bd%ce%b1%ce%ba%ce%b1%cf%83-1-%cf%83%ce%b5%ce%b2-22-9-2016

Πράγματι ο ιδιωτικός τομέας σήμερα πλήττεται ανεξέλεγκτα από την υπερφορολόγηση των συνεπών φορολογουμένων (Διάγραμμα 1 & 2) και των οργανωμένων επιχειρήσεων που δεν φοροδιαφεύγουν.

%ce%b4%ce%b9%ce%b1%ce%b3%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%bc%ce%b1-1-%cf%83%ce%b5%ce%b2-22-9-2016

%ce%b4%ce%b9%ce%b1%ce%b3%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%bc%ce%b1-2-%cf%83%ce%b5%ce%b2-22-9-2016

Αυτό εξωθεί στελέχη και εταιρείες εκτός Ελλάδας, όπου το φορολογικό καθεστώς είναι σαφώς συγκριτικά καλύτερο για τη λειτουργία τους, και, βεβαίως, απωθεί ξένες επιχειρήσεις από το να επενδύσουν τα κεφάλαιά τους στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι η φοροδοτική ικανότητα των χαμηλότερων στρωμάτων έχει εξαντληθεί και προσβλέπει σε μία διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ώστε να δημιουργηθεί το δημοσιονομικό περιθώριο για να μειωθούν οι έμμεσοι φόροι και ο ΕΝΦΙΑ προς την κατεύθυνση ελάφρυνσης των στρωμάτων αυτών. Δεν κάνει όμως καμία νύξη για ελάφρυνση του φορολογικού βάρους των επιχειρήσεων μέσω μείωσης των συντελεστών φορολογίας των εταιρικών κερδών, και των φυσικών προσώπων μέσω μείωσης του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, που εξαντλούν τα περιθώρια για νέες επενδύσεις και τη δημιουργία θέσεων εργασίας στην επίσημη οικονομία.

Η υψηλή φορολογία των εταιρικών κερδών και του εισοδήματος των φυσικών προσώπων διεθνώς θεωρείται αντιαναπτυξιακή συγκριτικά με τους φόρους στην κατανάλωση και την ακίνητη περιουσία, καθώς, λόγω και της προοδευτικότητάς τους, επηρεάζουν αρνητικά την αποταμίευση, την επιχειρηματικότητα, και τις πιο παραγωγικές επενδύσεις (όχι κατοικίες). Συνεπώς, οι προτεραιότητες της κυβέρνησης είναι προς τη λάθος κατεύθυνση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν απαιτείται και εξορθολογισμός των έμμεσων φόρων και των φόρων περιουσίας στο βαθμό που σήμερα λόγω του ύψους τους, οδηγούν σε αντιοικονομικές συμπεριφορές (αύξηση φοροδιαφυγής, λαθρεμπόριο, κατάρρευση οικοδομικής δραστηριότητας). Σε κάθε περίπτωση, η οποιαδήποτε μείωση των έμμεσων φόρων και των φόρων στην ακίνητη περιουσία, περιορίζουν αντίστοιχα το δημοσιονομικό περιθώριο για μείωση των φορολογικών συντελεστών στο εισόδημα, και, συνεπώς, καθηλώνουν την οικονομία σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Και οι δύο πλευρές επιθυμούν τις επενδύσεις, τη δημιουργία πλούτου και την αύξηση της απασχόλησης με δίκαιη κατανομή του εισοδήματος. Είναι, όμως, σαφές ότι η πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης δίνει προβάδισμα στην ιδιωτική οικονομία με ένα “επιτελικό” κράτος, ενώ η πλευρά της κυβέρνησης αναδεικνύει περισσότερο το ρόλο του κράτους και της κρατικής χρηματοδότησης στην ανάπτυξη και στη δίκαιη διανομή του πλούτου. Πρακτικά αυτό εκδηλώνεται στο θέμα της φορολογίας. Η αντιπολίτευση θεωρεί τη δραστική μείωση της υπερφορολόγησης ως αναπτυξιακό εργαλείο άμεσης προτεραιότητας που δίνει κίνητρα για επενδύσεις και ανάληψη επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η κυβέρνηση, αντιθέτως, αντιμετωπίζει την υπερφορολόγηση ως αναγκαίο κακό (ή και καλό για ορισμένους υπουργούς), ως πηγή άντλησης πόρων για να μην περικοπούν περαιτέρω οι δαπάνες του κράτους, χωρίς να αναλαμβάνει ταυτόχρονα πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της παραγωγικότητας στην παροχή δημοσίων υπηρεσιών, δέσμια μιας λογικής διαφύλαξης των θέσεων εργασίας ανεξαρτήτως κόστους και ποιότητας.

Η αντιπολίτευση εισηγείται τη μείωση του φορολογικού βάρους κατά €1,3 δις τον πρώτο χρόνο και 1,9 δις σε βάθος διετίας. Οι φορολογικές παρεμβάσεις περιλαμβάνουν μία μεσοσταθμική μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% (€850 εκ), μία μείωση του φορολογικού συντελεστή στα εταιρικά κέρδη από 29% στο 20% (€500 εκ.) και στα μερίσματα από 15% σε 5% (€400 εκατ.), μία μείωση του ΦΠΑ στα αγροτικά εφόδια από 24% στο 13% ενώ καταργείται ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στο κρασί (€150 εκ). Η απώλεια φορολογικών εσόδων θα αντισταθμιστεί από μέτρα περικοπής δαπανών ή εξοικονόμησης πόρων €1.5 δις τον πρώτο χρόνο και €2 δις σε βάθος τετραετίας (Πίνακας 1). Το νοικοκύρεμα βέβαια της κρατικής μηχανής, θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί καθώς προϋποθέτει αύξηση της παραγωγικότητας στο δημόσιο, ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα παροχής υπηρεσιών στον πληθυσμό με χαμηλότερο κόστος λειτουργίας (Διάγραμμα πρώτης σελίδας). Το ακριβές ύψος της εξοικονόμησης, πάντως, δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία όσο αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες για τον εξορθολογισμό των δαπανών, που από τη φύση της είναι χρονοβόρα διαδικασία με αβέβαιο αποτέλεσμα.

%ce%b4%ce%b9%ce%b1%ce%b3%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%bc%ce%b1-%ce%b1%cf%81%cf%87%ce%b9%ce%ba%ce%b7%cf%83-%cf%83%ce%b5%ce%bb%ce%b9%ce%b4%ce%b1%cf%83-%cf%83%ce%b5%ce%b2-22-9-2016

Παράλληλα, προβλέπονται περαιτέρω μειώσεις φόρων σε βάθος τετραετίας στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων και τον ΦΠΑ (στο 22% και 11%), στο βαθμό που θα μειωθούν οι στόχοι πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2% του ΑΕΠ (από 3,5% του ΑΕΠ που προβλέπεται να είναι το 2018) δημιουργώντας ένα απόθεμα €2,6 δις, σε συνδυασμό με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τη δικαιότερη κατανομή του φορολογικού βάρους (ώστε να μη φορολογούνται εξοντωτικά οι συνεπείς φορολογούμενοι και οι οργανωμένες επιχειρήσεις που δεν φοροδιαφεύγουν).

Στο θέμα της φοροδιαφυγής, η αξιωματική αντιπολίτευση προκρίνει τη διείσδυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών ως μέθοδο που μπορεί να ενισχύσει τα φορολογικά έσοδα κατά €1,5 δις σε βάθος διετίας. Σημειώνεται ότι ήδη επίκεται η κατάθεση νομοσχεδίου προς αυτή τη κατεύθυνση από την κυβέρνηση. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για το πρώτο βήμα, ώστε να μειωθεί η χρήση των μετρητών και να υπάρξει μεγαλύτερη διαφάνεια στις συναλλαγές που έχουν φορολογικό αποτύπωμα. Η σημαντικότερη βέβαια παρέμβαση στο ζήτημα των ηλεκτρονικών συναλλαγών για την οποία κανείς δε μιλάει είναι η καθιέρωση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης και της διασύνδεσης των λογιστηρίων των επιχειρήσεων με την εφορία ως πρόσθετες παρεμβάσεις που χρειάζονται εξειδίκευση προς εφαρμογή. Θα πρέπει να τονισθεί ωστόσο, ότι τα περιθώρια από την πάταξη της φοροδιαφυγής, πέραν των ηλεκτρονικών συναλλαγών, είναι τεράστια και θα πρέπει να αξιοποιηθούν κατάλληλα μαζί με τις προσπάθειες για το νοικοκύρεμα του κράτους.

Ένας από τους πυλώνες του προγράμματος της αντιπολίτευσης είναι η (σε συμφωνία με τους πιστωτές) μείωση των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2% από 3,5% του ΑΕΠ από το 2019. Τον ίδιο στόχο θέτει, grosso modo και η κυβέρνηση (2% από το 2020). Και στα δύο προγράμματα, η μείωση του φορολογικού βάρους θα γίνει δυνατή στο μέλλον με την πάταξη της φοροδιαφυγής κυρίως μέσω ηλεκτρονικών συναλλαγών και την ύπαρξη δημοσιονομικού περιθωρίου λόγω της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων (ταυτόσημη θέση των δύο πλευρών). Η αντιπολίτευση βάζει στο τραπέζι και μείωση των δαπανών/εξοικονόμηση πόρων, έτσι ώστε να φέρει ταχύτερα τη μείωση του φορολογικού βάρους. Εν προκειμένω, αξίζει να σημειωθεί ότι η ιδέα της αναπτυξιακής διαδικασίας μέσω μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων είναι κατάλοιπο της ιδέας μιας άλλης εποχής ότι “λεφτά υπάρχουν” και ότι θα προκύψουν άκοπα και αβίαστα. Είναι, επίσης, συνέχεια της λογικής ότι η ανάπτυξη στην Ελλάδα δεν θα έρθει εάν δεν ρυθμιστεί το χρέος, ώστε να προκύψουν χαμηλότερες πληρωμές τόκων και, έτσι, να απαιτούνται χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα για την κάλυψή τους. Όλα μπορούν να γίνουν βεβαίως. Αλλά θα ήταν προτιμότερο να απαγκιστρωθούμε από την ιδέα ότι άλλοι καθορίζουν τις τύχες μας. Ας δώσουμε την ευκαιρία μέσω της ανάπτυξης της ιδιωτικής οικονομίας και του νοικοκυρέματος στο δημόσιο τομέα, να δημιουργήσουμε μόνοι μας τα πρωτογενή πλεονάσματα μέσω αύξησης των φορολογικών εσόδων και μείωσης των δαπανών. Στην περίοδο πάντως μετά την έξοδο από το Μνημόνιο και την επιστροφή στις αγορές, η επίτευξη και διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων του ΑΕΠ είναι η μόνη σταθερά στην οποία θα μπορούσαν να στηριχθούν οι προσδοκίες των αγορών ότι δηλαδή η ελληνική οικονομία έχει γυρίσει σελίδα, ότι είναι μία οικονομία χρηματοοικονομικά σταθερή και δημοσιονομικά πειθαρχημένη, και ότι οι προοπτικές ανάπτυξης δεν πρόκειται να ανατραπούν από την επανάληψη πρακτικών του παρελθόντος. Πέραν αυτού, αξίζει να σημειωθεί ότι και οι δύο πλευρές τηρούν, για ευνόητους λόγους, σιγήν ιχθύος για το μείζον θέμα της χώρας, που είναι το ασφαλιστικό. Το ασφαλιστικό θα εξακολουθήσει για πολλά χρόνια ακόμη να απορροφά πόρους και να δημιουργεί πίεση για αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Συνεπώς, η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, μπορεί να ακούγεται ως ανέξοδη πολιτική προσπορισμού εσόδων, ωστόσο είναι ανέφικτη δεδομένων των ελλειμάτων του ασφαλιστικού, που θα ενταθούν καθώς ο ελληνικός πληθυσμός γερνά γρήγορα.

Στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις, οι υπεραποσβέσεις των παγίων σε συνδυασμό με τις μειώσεις των φορολογικών συντελεστών στα εταιρικά κέρδη, μπορεί να έχουν ευεργετικά αποτελέσματα στην ανάληψη νέων επενδυτικών πρωτοβουλιών. Η αντιπολίτευση δίνει έμφαση στην ιδιωτική οικονομία, με μείωση της υπερφορολόγησης, με παροχή επενδυτικών φορολογικών κινήτρων στις επιχειρήσεις για αύξηση της απασχόλησης και της καινοτόμου επιχειρηματικότητας. Προτείνει, επίσης, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο αδειοδοτικό και χωροταξικό πεδίο, ώστε να μην εμποδίζονται επενδύσεις λόγω του χρονοβόρου νομικού πλαισίου περιβαλλοντικής αδειοδότησης και νομικής αβεβαιότητας των χρήσεων γης. Η προσέγγιση αυτή αντιδιαστέλλεται με την έμφαση που δίνει η κυβέρνηση στην αναπτυξιακή διαδικασία, κυρίως μέσω των κρατικών δομών στήριξης των επενδύσεων και της χρηματοδότησης (αναπτυξιακός νόμος, αναπτυξιακά ταμεία διαχείρισης κοινοτικών πόρων) για τη στήριξη μικρομεσαίων, κυρίως, επιχειρήσεων.

Πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει μία μεγάλη διαφορά στην αντίληψη των δύο πλευρών για τη μείωση του φορολογικού βάρους, εφόσον δημιουργηθεί δημοσιονομικό περιθώριο μέσω μείωσης δαπανών και/η πάταξης της φοροδιαφυγής, ή και λόγω μείωσης του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Και οι δύο πλευρές προκρίνουν κάποια μείωση του ΕΝΦΙΑ, με την αντιπολίτευση να υπερθεματίζει σε 30% μεσοσταθμική μείωση και τη κυβέρνηση να μιλά, σε πρώτη φάση, για αύξηση των απαλλαγών και, σε δεύτερη φάση, για μείωση των συντελεστών. Πρέπει να τονισθεί ότι οποιαδήποτε μεταρρύθμιση του ΕΝΦΙΑ θα πρέπει να στοχεύει στη μείωση του συμπληρωματικού φόρου και την αντίστοιχη αύξηση του κύριου φόρου στους υπόχρεους που απαλλάσσονται ή πληρώνουν ελάχιστα ποσά. Και αυτό να γίνει σε συνδυασμό με μία επανεξισορρόπηση του βάρους προς την κατεύθυνση ελάφρυνσης των επιχειρήσεων και των νομικών προσώπων εν γένει, καθώς ο ΕΝΦΙΑ και κυρίως ο συμπληρωματικός φόρος επιδρά άμεσα στη δυνατότητά τους να επενδύουν και να δημιουργούν θέσεις εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, οποιοσδήποτε εξορθολογισμός του ΕΝΦΙΑ δεν μπορεί να μειώνει τα έσοδα του δημοσίου (€2,6 δις), εκτός και εάν υπάρχουν μονίμου χαρακτήρα περικοπές δαπανών, όπως είναι μερικές από αυτές που αποτυπώνονται στο πρόγραμμα της αντιπολίτευσης.

Πέραν της μείωσης του ΕΝΦΙΑ και των εμμέσων φόρων, η ουσιώδης διαφορά στη φορολογική πολιτική έγκειται στην πρόταση της αντιπολίτευσης για σημαντική μείωση των συντελεστών στην φορολογία εισοδήματος. Άμεσα προβλέπεται μείωση στα νομικά πρόσωπα (για να υπάρξει αναπτυξιακό αποτύπωμα) και σε βάθος χρόνου, της φορολογικής επιβάρυνσης των φυσικών προσώπων, περιλαμβανομένων των ασφαλιστικών εισφορών ώστε να μην αποθαρρύνεται το κίνητρο για εργασία και για νέες προσλήψεις. Αναγνωρίζεται δηλαδή έμπρακτα η ανάγκη στήριξης της ιδιωτικής οικονομίας και μάλιστα, των συνεπών επιχειρήσεων, που πληρώνουν τους φόρους και κρατούν το κρατικό οικοδόμημα όρθιο. Προτάσεις τέτοιου είδους, εφόσον αντικρίζονται με εξοικονόμηση πόρων και περικοπές δαπανών, τονώνουν την αναπτυξιακή διαδικασία.

Ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες υπήρξε, επίσης, στοιχείο έντονης αντιπαράθεσης. Ο Πρωθυπουργός δεν φαίνεται να συμμερίζεται τις ανησυχίες της αντιπολίτευσης για την αντισυνταγματικότητα του νόμου λόγω του αποκλεισμού του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης από τη διαδικασία και της παραβίασης της οικονομικής και επιχειρηματικής ελευθερίας στη λειτουργία επιχειρήσεων, όπως είναι οι ιδιωτικοί ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί μέσω περιορισμών που προβλέπει ο νόμος. Εστίασε, κυρίως, στο συνολικό τίμημα των €246 εκατ. για τις 4 άδειες, αναλαμβάνοντας μάλιστα να μοιράσει τα λεφτά αυτά για την κάλυψη κοινωνικών αναγκών, όταν είναι προφανές ότι τα συγκεκριμένα έσοδα δεν είναι επαναλαμβανόμενα. Τα λεφτά αυτά θα χρησιμοποιηθούν, μεταξύ άλλων, για να δοθούν 60.000 επιπλέον σχολικά γεύματα σε μαθητές που έχουν ανάγκη, επιπλέον 15.000 παιδιά να βρουν θέσεις σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, να δοθούν κίνητρα σε χιλιάδες νέους επιστήμονες που βρίσκονται στο εξωτερικό να γυρίσουν στην Ελλάδα, να δοθούν χρήματα για την ενίσχυση των δημόσιων νοσοκομείων και κέντρων υγείας (όπου προβλέπονται 10.000 προσλήψεις) κ.ο.κ.

Πέραν της Υγείας, οι παροχές αν και περιορισμένες σε σχέση με το παρελθόν, επεκτάθηκαν και στην Παιδεία (προσλήψεις), την Ανθρωπιστική Κρίση (δωρεάν γεύματα, νερό, ρεύμα, εισιτήρια λεωφορείων, επιδότηση ενοικίου, 250 κέντρα κοινότητας για τη «διασύνδεση των ευάλωτων πελατών με όλα τα προγράμματα στήριξης»), την Απασχόληση (προγράμματα απασχόλησης, voucher, επιδόματα ανεργίας, στελέχωση Κέντρων Φιλοξενίας Προσφύγων, κοκ). Aντίθετα o αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, απέφυγε, αν και όχι ολοκληρωτικά, οποιαδήποτε παροχολογία στους κοινωνικούς αυτούς τομείς. Στις αποκρατικοποιήσεις, εντύπωση προκάλεσε, τέλος, η αναφορά του Πρωθυπουργού όχι τόσο στα οφέλη για την εθνική οικονομία της ιδιωτικοποίησης του ΟΛΠ, της επένδυσης στο Ελληνικό και της παραχώρησης των 14 περιφερειακών αεροδρομίων αλλά, κυρίως στο τι εξαιρέθηκαν από τις συμβάσεις, η ζώνη λιπασμάτων και ακίνητα στον ΟΛΠ, 1.000.000 τετραγωνικά μέτρα γης για τη δημιουργία πάρκου στο Ελληνικό, διατήρηση θέσεων εργασίας και κόστος απαλλοτριώσεων στα 14 αεροδρόμια. Το ερώτημα βέβαια παραμένει : Θα αξιοποιηθεί ποτέ η Ζώνη Λιπασμάτων; Μπορεί το δημόσιο να συντηρήσει πάρκα και υποδομές; Η προσέγγιση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν αναφανδόν υπέρ των αποκρατικοποιήσεων, χωρίς καμία αναφορά σε συγκεκριμένες προτάσεις, πέραν αυτών που περιλαμβάνονται στο Μνημόνιο.

Ορθή επανάληψη

Σχετικά Άρθρα