ΣΕΒ: Μερική απασχόληση: Ανάγκα και θεοί πείθονται!

Στην Ελλάδα, 1 στους 10 εργαζόμενους απασχολείται με μερική απασχόληση, ενώ στην ΕΕ-28 το ποσοστό της μερικής απασχόλησης είναι διπλάσιο (2 στους 10). Και στις δύο περιοχές οι μερικώς απασχολούμενοι δουλεύουν κατά μέσο όρο 20 ώρες εβδομαδιαίως. Η κλαδική κατανομή της μερικής απασχόλησης δείχνει ότι, και στην Ελλάδα και στην ΕΕ-28, κλάδοι με μικρότερη μερική απασχόληση είναι οι κλάδοι που συμμετέχει το δημόσιο ή υπάρχει έντονος συνδικαλισμός ή όπου ο ανταγωνισμός είναι περιορισμένος, σημειώνει ανάλυση του ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία.

 
Στην μεταποίηση, όπου ο ανταγωνισμός γενικά ανθεί, τα ποσοστά μερικής απασχόλησης είναι πάντως σχετικώς χαμηλά, και σχεδόν στο ίδιο επίπεδο και στην Ελλάδα και στην ΕΕ-28, αναδεικνύοντας το γεγονός ότι χρήση μηχανολογικού εξοπλισμού με βάρδιες στην παραγωγική διαδικασία δεν ευνοεί την εργασία με μερική απασχόληση. Στην Ελλάδα της κρίσης και της μεγάλης ανεργίας, η μερική απασχόληση αποτελεί μία διέξοδο για επιχειρήσεις που αγωνίζονται να επιβιώσουν σε μια δύσκολη οικονομική συγκυρία δραματικής πτώσης του τζίρου, και που η παραγωγική τους διάρθρωση επιτρέπει αντίστοιχο προγραμματισμό για τις θέσεις εργασίας. Το θετικό είναι ότι διασώζονται θέσεις εργασίας που είναι πλέον αρκετές, έστω και με μειωμένη συμμετοχή στην παραγωγή που μπορεί όμως να βελτιωθεί στα πρώτα σημάδια της ανάκαμψης. Η δυσάρεστη εξέλιξη είναι ότι σε κάποιους τομείς της αγοράς, ιδιαίτερα στις λιγότερο οργανωμένες επιχειρήσεις, αναπτύσσονται παράλληλα πολλές φορές, πρακτικές της αδήλωτης ή μερικά αδήλωτης εργασίας. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η μείωση του κατώτατου μισθού το 2012, συμπίπτει με σημαντική αύξηση στη μερική απασχόληση στο επόμενο διάστημα, κυρίως στις μικρές επιχειρήσεις, και οδήγησε σε μείωση των μέσων αμοιβών αλλά και της ανεργίας σε ολόκληρη την οικονομία, με ακόμη μεγαλύτερη μείωση των αμοιβών στις μικρές επιχειρήσεις, που χρησιμοποιούν πιο εντατικά τη μερική απασχόληση. Όταν η οικονομία αρχίσει να ανακάμπτει, θα μπορέσει να υπάρξει μια αύξηση του κατώτατου μισθού και συνακόλουθα των μέσων αμοιβών σε ποσοστό αντίστοιχο με την βελτίωση της παραγωγικότητας. Σε διαφορετική περίπτωση, διακινδυνεύεται η ίδια η ανάκαμψη της οικονομίας και, ως εκ τούτου, πρέπει να αποφευχθεί.

 
sen-20.4.2017

Διάγραμμα πρώτης σελίδας

 
Ανατομία της μερικής απασχόλησης

Η μερική απασχόληση είναι διεθνώς μια επεκτεινόμενη πρακτική τις τελευταίες δεκαετίες που αποσκοπεί στη διευκόλυνση αφενός των επιχειρήσεων να ρυθμίζουν καλύτερα το κόστος λειτουργίας τους με βάση τις διακυμάνσεις της ζήτησης και αφετέρου των εργαζόμενων εκείνων που θα ήθελαν να απασχοληθούν αλλά όχι στη βάση πλήρους ωραρίου, καθώς σπουδάζουν, μεγαλώνουν παιδιά ή θέλουν να αυξήσουν το εισόδημά τους με μια δεύτερη εργασία. Σε περιόδους ύφεσης, η μερική απασχόληση γίνεται πολλές φορές αναγκαστική επιλογή και για τις επιχειρήσεις, αλλά και για τους εργαζόμενους. Έχει παρατηρηθεί ότι σε περιόδους υψηλής ανεργίας αυξάνεται η αναζήτηση εργασίας του μέχρι τότε μη οικονομικά ενεργού πληθυσμού (κυρίως νέων, συνταξιούχων και γυναικών), που και αυτό μάλλον ενισχύει την λύση της μερικής απασχόλησης.

Στην Ελλάδα, το 9,5% του εργατικού δυναμικού απασχολείται (στοιχεία 2016) 20,5 ώρες εβδομαδιαίως κατά μέσο όρο, ενώ το 2008 τα αντίστοιχα μεγέθη ήταν 5,7% και 20,5 ώρες εβδομαδιαίως. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην ΕΕ-28 ήταν 20,4% με 20,2 ώρες το 2016 και 18,4% με 19,9 ώρες το 2008 (Πίνακας Δ01 και διάγραμμα πρώτης σελίδας).

D1-SEV-20.4.2017

Συνεπώς, η μερική απασχόληση είναι σήμερα στην Ελλάδα διπλάσια σε μέγεθος απ’ ό,τι ήταν πριν την κρίση, αλλά ακόμη μισή σε μέγεθος απ’ ό,τι στην ΕΕ-28 κατά μέσο όρο. Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό απαντάται σε όλους τους κλάδους της οικονομίας. Το γεγονός ότι η κατανομή της μερικής απασχόλησης στους κλάδους είναι περίπου η ίδια σε Ελλάδα και ΕΕ-28 (Διάγραμμα πρώτης σελίδας), δηλαδή στον τουρισμό είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι στο εμπόριο, και στο εμπόριο μεγαλύτερη απ’ ό,τι στην μεταποίηση, υποδηλώνει, με κάποιες εξαιρέσεις, ότι το μέγεθος της είναι συνάρτηση εν πολλοίς των κλαδικών χαρακτηριστικών του παραγωγικού μοντέλου της επιχείρησης και λιγότερο θεσμικών περιορισμών.

Κλάδοι με μικρότερη μερική απασχόληση είναι εκείνοι όπου συμμετέχει το δημόσιο ή υπάρχει έντονος συνδικαλισμός ή όπου ο ανταγωνισμός είναι περιορισμένος. Για παράδειγμα, στη δημόσια διοίκηση, μόνο το 0,9% του εργατικού δυναμικού απασχολείται σε μερική απασχόληση στην Ελλάδα (με μέσο όρο 9,5%) ενώ στην ΕΕ-28 το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε 13,5% (με μέσο όρο 20,4%). Στον κλάδο ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, τα ποσοστά μερικής απασχόλησης ανέρχονται σε 2% στην Ελλάδα και 5% στην ΕΕ-28. Και στην άλλη πλευρά του ανταγωνιστικού τόξου, στον τουρισμό και το εμπόριο π.χ., η μερική απασχόληση στην Ελλάδα ανέρχεται σε 10,5% και 16,4% αντιστοίχως, ενώ στην ΕΕ-28 τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 33,2% και 23,7%. Στη μεταποίηση, τα αντίστοιχα ποσοστά μερικής απασχόλησης είναι πολύ κοντά (6,1% στην Ελλάδα και 7,8% στην ΕΕ-28). Αυτό καταδεικνύει ότι υπάρχουν μεν τεχνολογικοί περιορισμοί που επηρεάζουν τη χρήση της μερικής απασχόλησης, αλλά ότι στη χώρα μας η πρακτική αυτή ακόμη έχει πολύ δρόμο να διανύσει γιατί μέχρι πριν λίγα χρόνια τόσο οι εργοδότες όσο και οι εργαζόμενοι είχαν την πολυτέλεια να την αποφεύγουν, ενώ σήμερα έχουμε αρχίσει να συγκλίνουμε προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο καθώς υιοθετούνται πιο ελαστικά παραγωγικά μοντέλα όπου αυτό είναι δυνατό. Υπάρχουν, επίσης, δύο κλάδοι όπου εμφανίζονται μεγάλες διαφορές στη χρήση της μερικής απασχόλησης μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ-28. Ο πρώτος αφορά τις κατασκευές. Ενώ πριν την κρίση (2008), η συσχέτιση ήταν στη σωστή κατεύθυνση (2,4% στην Ελλάδα, 6,1% στην ΕΕ-28), σήμερα (2016) η συσχέτιση έχει πλήρως ανατραπεί (16,5% στην Ελλάδα, 8,1% στην ΕΕ-28). Και αυτό είναι υποδηλωτικό της ολοσχερούς καταστροφής του κλάδου των κατασκευών στην Ελλάδα στη διάρκεια της κρίσης, με την μερική απασχόληση να είναι η υψηλότερη απ’ όλους τους άλλους κλάδους της οικονομίας, με την εξαίρεση του κλάδου τέχνες/διασκέδαση που είναι ακόμη υψηλότερη, λόγω της φύσεως της εργασίας στον κλάδο αυτό. Η δεύτερη περίπτωση αφορά στον κλάδο υγείας/κοινωνικών υπηρεσιών, όπου στην Ελλάδα η χρήση της μερικής απασχόλησης είναι 5,7% όταν στην ΕΕ-28 είναι 32,8%. Προφανώς και εδώ υπάρχουν εσωτερικές δυσκαμψίες στην οργάνωση της παραγωγικής λειτουργίας. Αν και παρακινδυνευμένη οποιαδήποτε εξήγηση, χωρίς πρόσθετα στοιχεία, στην Ελλάδα δεν είναι αναπτυγμένη η παροχή κοινωνικών υπηρεσιών από τον ιδιωτικό τομέα, ενώ η νοσοκομειακή περίθαλψη παρέχεται σε μεγάλο βαθμό από τον δημόσιο τομέα, που ίσως δικαιολογεί την παρατεταμένη δυσκαμψία. Στο διάγραμμα Δ02, η διόγκωση της μη πλήρους απασχόλησης στα χρόνια της κρίσης είναι εντυπωσιακή.

D2-SEV-20.4.2017

Η πλήρης απασχόληση, από 79% των νέων συμβάσεων πρόσληψης το 2009 διαμορφώνεται σε 46% περίπου, σημειώνοντας μάλιστα ελαφρά αύξηση σε σχέση με το ιστορικά χαμηλό 44,5% το 2015. Η αναστροφή της πτωτικής τάσης το 2016 είναι οριακή, και οφείλεται κυρίως στη μείωση της εκ περιτροπής απασχόλησης, ¾ της οποίας οδήγησαν σε αύξηση της μερικής απασχόλησης και ¼ σε αύξηση της πλήρους απασχόλησης, καθώς η ανεργία αποκλιμακώνεται. Σε κάθε περίπτωση, για τις νέες προσλήψεις η εκ περιτροπής απασχόληση, έχει αυξηθεί από το 4% στο 15% του συνόλου μεταξύ 2009 και 2016, αντιστοίχως, η μερική απασχόληση από το 17% στο 40%. Και, βεβαίως, το ποσοστό της μερικής απασχόλησης στην Ελλάδα είναι στο 50% περίπου του αντίστοιχου ποσοστού στην ΕΕ-28. Συνεπώς, προσδοκίες ότι τα ποσοστά αυτά μακροπρόθεσμα θα ανατραπούν ριζικά υπέρ της πλήρους απασχόλησης καθώς βγαίνει η χώρα από την κρίση, μάλλον προσκρούουν στην διεθνή τάση για αύξηση του ποσοστού της ελαστικής απασχόλησης και των νέων μορφών εργασίας. Αν μη τι άλλο, οι τεχνολογικές εξελίξεις και τα νέα παραγωγικά μοντέλα έρχονται να ανατρέψουν σε σημαντικό βαθμό τις σταθερές στον κόσμο της εργασίας, οι δε επιχειρήσεις που δεν θα μπορέσουν να ακολουθήσουν τον διεθνή ανταγωνισμό στις αλλαγές αυτές θα κινδυνεύουν να κλείσουν. Και οι πιέσεις θα ενταθούν, με την ανάπτυξη της ρομποτικής, όχι τόσο για μείωση των θέσεων εργασίας συνολικά, αλλά για αναδιάταξη του παραγωγικού ανθρώπινου δυναμικού σε καινούργια αντικείμενα εργασίας, με διαφορετική διάρθρωση και απαιτήσεις. Αυτές οι αλλαγές, που συζητούνται ήδη τώρα σε διεθνές επίπεδο λόγω της διαβούλευσης που έχει οργανώσει η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, θα αποτελέσουν και αντικείμενο ιδιαίτερων προτάσεων του ΣΕΒ στο επόμενο διάστημα. Οι προτάσεις αυτές έχουν μεγάλη σημασία για τη χώρα μας επειδή θα πρέπει να ανασυντάξουμε γενικότερα το παραγωγικό μας μοντέλο καθώς θα βγαίνουμε από τη δική μας κρίση, με τρόπο που να ανταποκρίνεται στο διεθνή ανταγωνισμό. Μια άλλη παράμετρος που αξίζει να σχολιασθεί είναι η συσχέτιση της μερικής απασχόλησης με το επίπεδο εκπαίδευσης. Στο Διάγραμμα Δ03, στην περίοδο της κρίσης, είναι εμφανής η αύξηση της μερικής απασχόλησης στους απασχολούμενους με πτυχίο λυκείου και μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση, με όσους έχουν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και επηρεάζονται μεν, αλλά σε ελαφρώς μικρότερο βαθμό από τους υπόλοιπους. Είναι, επίσης αξιοπρόσεκτη η σταθερότητα της μερικής απασχόλησης σε ανθρώπους χαμηλότερου εκπαιδευτικού επιπέδου (καθόλου, δημοτικό και γυμνάσιο), που μάλιστα συμπιέζονται ελαφρώς.

D3-SEV-20.4.2017

Η εξήγηση εδώ, ίσως, είναι ότι οι εργοδότες, για την ίδια δουλειά, προτιμούν κάποιον με ανώτερο παρά με κατώτερο επίπεδο εκπαίδευσης, ενώ η υψηλή ανεργία αναγκάζει ανθρώπους με υψηλότερα προσόντα που αναζητούν εργασία, να συμβιβάζονται ακόμη και με θέσεις μερικής απασχόλησης. Σε περιόδους μεγάλης ανεργίας και κρίσης, η αναζήτηση εργασίας από άτομα που μέχρι τότε ήταν εθελοντικά εκτός της αγοράς εργασίας (γυναίκες με μικρά παιδιά, συνταξιούχοι, φοιτητές κλπ.) καθίσταται επιτακτική ανάγκη, καθώς άλλα μέλη της οικογένειας χάνουν τη δουλειά τους ή βλέπουν τις συντάξεις τους να περικόπτονται ή εν γένει δεν μπορούν να χρηματοδοτούν τις δαπάνες διαβίωσης παιδιών που σπουδάζουν κ.ο.κ. Για όσους από αυτούς εισέρχονται στην αγορά εργασίας, η μερική απασχόληση είναι σε πολλές περιπτώσεις ικανοποιητική επιλογή. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην περίοδο της κρίσης, παρατηρείται αυξημένη συμμετοχή των νέων και των γυναικών, αλλά και των συνταξιούχων, στην αγορά εργασίας. Ένα από τα προβλήματα του παλαιού παραγωγικού μας μοντέλου στην Ελλάδα, ήταν ότι είχαμε από το μεγαλύτερα ποσοστά μη οικονομικά ενεργού πληθυσμού στον αναπτυγμένο κόσμο (δηλαδή από τα μικρότερα ποσοστά συμμετοχής του εργατικού δυναμικού στον πληθυσμό). Το ποσοστό του πληθυσμού που ήταν σε παραγωγικές εργασίες ήταν αναλογικά χαμηλότερο. Τα άτομα που βρίσκονται σε εργάσιμη ηλικία, δηλαδή 15-64 ετών που απασχολούνται ή είναι άνεργοι (δηλαδή είναι στην αγορά εργασίας) ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού της ίδιας ηλικιακής ομάδας το 2015 ήταν 67,8% στην Ελλάδα, 72,9% στην ΕΕ-28 και 72,6% στις ΗΠΑ. Τα αντίστοιχα ποσοστά στους νέους 15-24 ετών είναι 26% στην Ελλάδα, 42,7% στην ΕΕ-28 και 55% στις ΗΠΑ, στις γυναίκες 59,9% στην Ελλάδα, 67,1% στην ΕΕ-28 και 66,9% στις ΗΠΑ και στους ηλικιωμένους 55-64 ετών 41,6% στην Ελλάδα, 57,2% στην ΕΕ-28 και 63,9% στις ΗΠΑ (Διαγράμματα Δ04, Δ05, Δ06 και Δ07).

D4-5-SEV-20.4.2017

 
D6-7-SEV-20.4.2017

Τα χαμηλά αυτά ποσοστά απασχόλησης στην Ελλάδα δεν μπορούν να συντηρήσουν υψηλό ΑΕΠ. Συνιστούν απώλεια σε εξειδικεύσεις, σε παραγωγή και σε εισοδήματα και αντανακλούν πολλές φορές παρωχημένες κοινωνικές αντιλήψεις για την εργασία, που προκαλούνται από βαθιά ριζωμένες πρακτικές, αλλά επίσης έλλειψη υποδομών ή ακόμη και θεσμικά αντικίνητρα που εμποδίζουν ορισμένες ομάδες του πληθυσμού να προσφέρουν εργασία. Τέτοιες περιπτώσεις είναι οι νέοι απόφοιτοι, οι μητέρες, οι συνταξιούχοι, τα άτομα με ειδικές ανάγκες κλπ. Από την άλλη πλευρά, στην περίοδο της κρίσης παρατηρείται μια συμπίεση των απασχολούμενων που έχουν περισσότερες από μια δουλειές. (Διάγραμμα Δ08).

D8-10-SEV-20.4.2017

Αυτό είναι φυσιολογική εξέλιξη σε μια αγορά, όπου η ανεργία τετραπλασιάσθηκε στην περίοδο της κρίσης. Και πάλι, πάντως, φαίνεται ότι άνθρωποι με υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο, ιδίως από το 2014 και μετά που η ανεργία άρχισε κάπως να αποκλιμακώνεται, αρχίζουν και πάλι οριακά να αναζητούν και να βρίσκουν και δεύτερη δουλειά, με τους απασχολούμενους με περισσότερες από μια δουλειές να είναι ακόμα στο 1/3 περίπου του επιπέδου πριν από την κρίση. Μια άλλη παράμετρος της ανάλυσης αφορά στη χρήση της μερικής απασχόλησης από μεγαλύτερες και μικρότερες επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με τη μείωση του κατώτατου μισθού στα €586 μηνιαίως στα μέσα του 2012 (Διάγραμμα Δ09 και Δ10). Είναι εμφανές ότι η μείωση του κατώτατου μισθού έδωσε το έναυσμα για τη μείωση στις μέσες αμοιβές στους εργαζομένους γενικά, και ιδιαίτερα στους εργαζόμενους μερικής απασχόλησης, ανεξαρτήτως μεγέθους επιχείρησης και στους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης των επιχειρήσεων με κάτω από 10 εργαζόμενους. Ως αποτέλεσμα της μείωσης του κατώτατου μισθού, η μερική απασχόληση αυξήθηκε ταχύτερα από την πλήρη απασχόληση σε όλες τις επιχειρήσεις ανεξαρτήτως μεγέθους. Επίσης, η αύξηση της πλήρους απασχόλησης ήταν εντονότερη στις επιχειρήσεις με πάνω από 10 εργαζόμενους που χρησιμοποιούν σε μεγαλύτερο βαθμό από τις μικρές επιχειρήσεις εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης. Με την αποκατάσταση συνθηκών ανάκαμψης στην οικονομία, αναμένεται περαιτέρω ενδυνάμωση της απασχόλησης και των μέσων αμοιβών. Θα πρέπει, όμως, να υπάρξει μια αύξηση του κατώτατου μισθού και συνακόλουθα των μέσων αμοιβών σε ποσοστό αντίστοιχο με την βελτίωση της παραγωγικότητας. Σε διαφορετική περίπτωση, διακυβεύεται η ίδια η ανάκαμψη της οικονομίας και, ως εκ τούτου, πρέπει να αποφευχθεί. Οι μέσες αμοιβές είναι συνάρτηση της παραγωγικότητας της οικονομίας και ο κατώτατος μισθός πρέπει να ακολουθεί και όχι να προηγείται των μεταβολών στις μέσες αμοιβές που μία οικονομία αντέχει, ώστε οι επιχειρήσεις της να είναι διεθνώς ανταγωνιστικές.

Σχετικά Άρθρα