ΣΕΒ: Μισθοί, Κέρδη, Επενδύσεις: Η ισορροπία της ευημερίας!

Οποιαδήποτε προσπάθεια της κυβέρνησης να υποκαταστήσει την ιδιωτική οικονομία, με τη διανομή του πρωτογενούς πλεονάσματος, για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στο δημόσιο, θα έχει αρνητικά αποτελέσματα και παράταση της ασφυκτικής επιτροπείας των δημόσιων οικονομικών της χώρας. Η υπερφορολόγηση επιχειρήσεων και εργασίας για τη χρηματοδότηση μιας πολιτικής παροχών, έχει στραγγαλίσει τον ιδιωτικό τομέα, σημειώνει το εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ για την ελληνική οικονομία.Αναλυτικά:

 
Η βέλτιστη διανομή του εισοδήματος σε μισθούς και κέρδη επηρεάζει καθοριστικά τη λειτουργία της οικονομίας. Στην Ελλάδα, η ισορροπία αυτή διαταράχθηκε βάναυσα στην περίοδο της ευημερίας με δανεικά (2000-2009), με το μερίδιο των κερδών να συρρικνώνεται με ξέφρενους ρυθμούς. Το αποτέλεσμα ήταν να παραμεληθεί η αναβάθμιση των τεχνολογικών δομών της παραγωγής. Η αύξηση του σχετικού κόστους εργασίας θα έπρεπε να οδηγήσει σε υποκατάσταση εργασίας με κεφάλαιο, μέσω νέων επενδύσεων. Και αυτό πιθανόν να συνέβη σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Συνολικά, όμως, οι ιδιωτικές επενδύσεις χωρίς κατοικίες ήταν 2 έως 3 π.μ. του ΑΕΠ χαμηλότερες στην Ελλάδα απ’ ό,τι στην ΕΕ-28 ακόμη και κατά την περίοδο των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Αντίθετα, δόθηκαν αυξήσεις μισθών αναντίστοιχες της αύξησης της παραγωγικότητας, μέσα στη γενικότερη ευφορία μιας οικονομίας που ευημερούσε πέραν των παραγωγικών της δυνατοτήτων. Διότι εάν τα δανεικά γινόντουσαν επενδύσεις σε εξωστρεφείς δραστηριότητες αντί για καταναλωτικά ελλείμματα και επενδύσεις χαμηλής παραγωγικότητας σε κατοικίες, τότε η χώρα δε θα είχε τεράστια ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Τα δανεικά διεύρυναν υπέρογκα τους μισθούς και την κατανάλωση, περιορίζοντας τα κέρδη και τις επενδύσεις. Η απόδοση του κεφαλαίου, που πρέπει να διασφαλίζεται σε διεθνώς ανταγωνιστικά επίπεδα, περιορίσθηκε και τα κεφάλαια εξαφανίσθηκαν, και μαζί με αυτά, οι επενδύσεις. Μετά από 7 χρόνια κρίσης και ύφεσης η απόδοση του κεφαλαίου έχει αρχίσει να αποκαθίσταται σταδιακά σε πιο κανονικά επίπεδα. Η τάση αυτή εφόσον συνεχισθεί μπορεί να οδηγήσει σε ανάκαμψη των επενδύσεων, νέες θέσεις εργασίας και νέα εισοδήματα. Οποιαδήποτε προσπάθεια της κυβέρνησης να υποκαταστήσει την ιδιωτική οικονομία, με τη διανομή του πρωτογενούς πλεονάσματος, για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στο δημόσιο, θα έχει αρνητικά αποτελέσματα και παράταση της ασφυκτικής επιτροπείας των δημόσιων οικονομικών της χώρας. Η υπερφορολόγηση επιχειρήσεων και εργασίας για τη χρηματοδότηση μιας πολιτικής παροχών, έχει στραγγαλίσει τον ιδιωτικό τομέα. Η κυβέρνηση, αν θέλει να δώσει πραγματική ώθηση στην οικονομία και να μην σύρεται πίσω από μνημόνια, θα μπορούσε να ανακοινώσει ότι ταυτόχρονα με την σφιχτή δημοσιονομική πολιτική που παράγει πλεονάσματα άνω του 3,5% επιδιώκει να υλοποιήσει άμεσα τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και την παραμετροποίηση του ασφαλιστικού το 2017. Μετά την εξαγγελία αυτή, έχει τη δυνατότητα να βγει με αξιώσεις στις αγορές για να ανανεώσει τα €1,5 δισ. των τριετών ομολόγων που λήγουν στις 17 Ιουλίου 2017, με σχετικά ανταγωνιστικό επιτόκιο. Ανακτώντας σταδιακά μεγαλύτερους βαθμούς οικονομικής ελευθερίας, πολιτικοί, επιχειρηματίες και εργαζόμενοι, θα μπορούσαν στη συνέχεια να εκπονήσουν ένα αναπτυξιακό σχέδιο για τη χώρα, όπου με σταδιακή μείωση της υπερφορολόγησης της εργασίας πρωτίστως και με πολιτικές φιλικές προς την επιχειρηματικότητα, να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων και αναζωογόνηση της Ελληνικής οικονομίας.

 
-Η καλή πορεία των εσόδων του Προϋπολογισμού κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017 υποστηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό από τα έσοδα από ρυθμίσεις, τα έκτακτα έσοδα και τα μη φορολογικά έσοδα. Η αδυναμία των εσόδων του φόρου εισοδήματος από τις αρχές του έτους αναμένεται να αντισταθμιστεί με την εφαρμογή των μέτρων που επιβλήθηκαν την άνοιξη του 2016. Οι δαπάνες κινούνται κοντά στον στόχο. Την ίδια ώρα, αύξηση κατά €989 εκατ. ευρώ σημείωσαν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο τον Φεβρουάριο του 2017, με το σύνολο νέων και παλαιών οφειλών να ανέρχεται πλέον στα €94 δισ. περίπου. Κατά το διάστημα Ιαν – Φεβ 2017, οι εξαγωγές χωρίς καύσιμα και πλοία αυξήθηκαν κατά +3,5%, όπως και οι εισπράξεις από μεταφορές (+18,7%) και λοιπές υπηρεσίες (+42,7%), ενώ αντίθετα οι εισπράξεις από τον τουρισμό υποχώρησαν κατά -2,7%. Η αύξηση του κύκλου εργασιών στη βιομηχανία τον Φεβρουάριο του 2017 κατά +20,9% οφείλεται κυρίως στην άνοδο των τιμών καυσίμων, καθώς στη μεταποίηση πλην πετρελαιοειδών οι πωλήσεις μειώθηκαν οριακά (-0,2% τον Φεβρουάριο και +0,4% το διάστημα Ιαν – Φεβ 2017), με την τάση που διαμορφώνεται από το δεύτερο εξάμηνο του 2016 να είναι ελαφρά ανοδική.

 
Διανομή του εισοδήματος και επενδύσεις

Η βέλτιστη διανομή του εισοδήματος σε μισθούς και κέρδη επηρεάζει καθοριστικά τη λειτουργία της οικονομίας. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επιδρούν στη διανομή του εισοδήματος μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Η ισορροπία μεταξύ των δύο, ενσωματώνει τη θεσμική λειτουργία των αγορών προϊόντων, υπηρεσιών και εργασίας, που είναι απαραίτητη για να γίνονται επενδύσεις. Οι επενδύσεις αυξάνουν την παραγωγικότητα και δημιουργούν εισοδήματα και θέσεις εργασίας, που επιτρέπουν με τη σειρά τους να χρηματοδοτείται η δημόσια διοίκηση και να παράγονται τα δημόσια αγαθά. Στην ουσία, η σταθερότητα και η ευημερία της κοινωνίας εξαρτώνται από την διατήρηση των μεριδίων αυτών σε επίπεδα που από την μια πλευρά δεν εμποδίζονται οι επενδύσεις και από την άλλη πλευρά διασφαλίζονται συνθήκες ευπρεπούς διαβίωσης των εργαζομένων.

Σύμφωνα με το ΔΝΤ(World Economic Outlook 2017, Chapter 3), το μερίδιο της εργασίας στο εθνικό εισόδημα στις αναπτυγμένες χώρες βρίσκεται σε καθοδική πορεία τα τελευταία 45 χρόνια. Την τελευταία δεκαετία, πάντως, τα στοιχεία κινούνται ανοδικά, που είναι μάλιστα και η τάση που επικρατεί στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Το τι θα φέρει το μέλλον είναι άγνωστο, αλλά οι τεχνολογικές εξελίξεις γύρω από την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια ανατροπής της καθοδικής μακροχρόνιας πορείας. Τα στοιχεία παρουσιάζουν πάντοτε διακυμάνσεις γύρω από μια τάση και, βεβαίως, τα στοιχεία για συγκεκριμένες οικονομίες, ή συγκεκριμένες ομάδες χωρών με κοινή οικονομική και εμπορική πολιτική, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορεί να εμφανίζουν ιδιαιτερότητες. Η ανάλυση του ΔΝΤ αποσκοπεί να παρουσιάσει τις μακροχρόνιες τάσεις που παρατηρούνται στην παγκόσμια οικονομία λόγω των τεχνολογικών μεταβολών και της παγκοσμιοποίησης της παραγωγής και τις επιπτώσεις αυτών των εξελίξεων στη διανομή του εισοδήματος και της απασχόλησης μεταξύ χωρών, μεταξύ οικονομικών κλάδων και, σε κάθε οικονομία, μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων στρωμάτων της κοινωνίας (ανισοκατανομή του εισοδήματος). Στην ανάλυση αυτή, σημαντικό ρόλο παίζει η μεταβολή διαχρονικά του μεριδίου της εργασίας στο εισόδημα (που είναι το αντίστροφο του μεριδίου των κερδών στο εισόδημα), καθώς ενσωματώνει όλες τις επιπτώσεις των μεταβολών στην τεχνολογία, στην ένταξη μιας οικονομίας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και ενός κλάδου σε διεθνείς αλυσίδες αξίας. Τα εισοδηματικά μερίδια επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από την τεχνολογικά προσδιοριζόμενη υποκατάσταση κεφαλαίου στην εργασία διαχρονικά. Η υποκατάσταση αυτή λαμβάνει χώρα όταν αλλάζει το σχετικό κόστος του ενός παραγωγικού συντελεστή σε σχέση με τον άλλο. Όταν, δηλαδή, το σχετικό κόστος εργασίας αυξάνει, δημιουργείται μια τάση υποκατάστασης της εργασίας από μηχανές, από κεφάλαιο δηλαδή. Για να μειωθεί, όμως, το μερίδιο της εργασίας θα πρέπει η αύξηση του σχετικού κόστους της εργασίας να οδηγεί σε αναλογικά μεγαλύτερη πτώση του λόγου εργασίας προς κεφάλαιο, ή όπως λέγεται στα οικονομικά, η ελαστικότητα υποκατάστασης κεφαλαίου σε εργασία να είναι μεγαλύτερη της μονάδας. Οι εργαζόμενοι που υφίστανται τις μεγαλύτερες επιπτώσεις είναι αυτοί με τις χαμηλές εξειδικεύσεις με λειτουργικά καθήκοντα που μπορούν πιο εύκολα να υποκατασταθούν από μηχανήματα. Η αύξηση του σχετικού κόστους της εργασίας μπορεί να προέλθει π.χ. από μια αύξηση μισθών που δεν μπορεί να απορροφηθεί από τη ζήτηση ή από μια αύξηση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης ή από μια μείωση του φόρου στα εταιρικά κέρδη, ή οτιδήποτε άλλο επηρεάζει το σχετικό εισόδημα των δύο συντελεστών της παραγωγής. Το πόσο εύκολα γίνεται η υποκατάσταση του κεφαλαίου στην εργασία προσδιορίζεται εμπειρικά ανά κλάδο, ανά θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας, κ.ο.κ. Οι λόγοι που μπορεί να οδηγούν σε υποκατάσταση του κεφαλαίου σε εργασία είναι πολλοί. Η τεχνολογική πρόοδος βασικά εισάγει αυτοματισμούς που αντικαθιστούν λειτουργίες ρουτίνας στην παραγωγική διαδικασία. Όπως π.χ. μειώνεται το κόστος χρήσης των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας (ΤΠΕ), οι εταιρίες τείνουν να υποκαθιστούν με μηχανολογικό εξοπλισμό την ανθρώπινη εργασία, και, ιδίως εκεί που η ανθρώπινη εργασία εκτελεί επαναλαμβανόμενες κινήσεις ρουτίνας. Άλλοι λόγοι μπορεί να σχετίζονται με την όλο και μεγαλύτερη ένταξη του παραγωγικού προτύπου μιας χώρας στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, μέσω διευρυμένων εμπορικών ροών, εντονότερης συμμετοχής σε διεθνείς αλυσίδες αξίας, και, πιο προηγμένης χρηματοοικονομικής ολοκλήρωσης. Ταυτόχρονα, η υποκατάσταση κεφαλαίου σε εργασία μπορεί να υποβοηθείται από αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο για μεγαλύτερη ευελιξία στις αγορές εργασίας και διαμόρφωση συνθηκών εντονότερου ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών. Με άλλα λόγια, ό,τι κινητοποιεί επενδύσεις και δημιουργεί δουλειές και εισοδήματα, και, εν γένει, ό,τι είναι πίσω από την αύξηση της παραγωγικότητας και την επίτευξη ενός όλο και υψηλότερου επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού, τείνει να μειώνει στη συγκεκριμένη παραγωγική διαδικασία τη χρήση της εργασίας, και, ενδεχομένως, το μερίδιο της εργασίας στο εισόδημα. Και αυτό γίνεται πιο έντονα εκεί όπου η υποκατάσταση του κεφαλαίου στην εργασία είναι ευκολότερη. Μελέτες δείχνουν ότι, διεθνώς και μακροχρόνια, σε κλαδικό επίπεδο, η υποκατάσταση της εργασίας είναι πιο έντονη στη μεταποίηση και τις μεταφορές, στην υγεία, το εμπόριο και τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και λιγότερο στη γεωργία και τον τουρισμό.

Εκεί που η υποκατάσταση κεφαλαίου σε εργασία είναι ευκολότερη, εκεί μπορεί να προκύψουν και μεγαλύτερα προβλήματα ασυνέχειας, από την υποκατάσταση ανθρώπων από μηχανές. Και στο βαθμό που όσοι αντικαθίστανται έχουν, κατά κανόνα, τις χαμηλότερες εξειδικεύσεις και τα χαμηλότερα εισοδήματα, μπορεί να προκύψουν και πρόσθετα κοινωνικά θέματα, π.χ. άνιση κατανομή εισοδήματος.

Μέχρι σήμερα, οι συνέπειες της κλαδικής υποκατάστασης κεφαλαίου σε εργασία δεν έχουν οδηγήσει, συνολικά στο επίπεδο της παγκόσμιας οικονομίας, σε φαινόμενα μαζικής ανεργίας, ακριβώς διότι η τεχνολογική πρόοδος απελευθερώνει τεράστια αποθέματα παραγωγικότητας που απομακρύνουν μεγάλες μάζες ανθρώπων από τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό και δημιουργούν πολυπληθείς μεσαίες αστικές τάξεις, που απασχολούνται σε νέους κλάδους με νέες εξειδικεύσεις. Δεν έχει κανείς παρά να κοιτάξει τι έγινε στην Κίνα τις τελευταίες δεκαετίες. Επίσης, σε παγκόσμιο επίπεδο, μετά από εκατονταετίες εφαρμογής τεχνολογικών μεθόδων που εξοικονομούν εργασία, το ποσοστό ανεργίας είναι σήμερα από τα χαμηλότερα στην ιστορία.

sev a-27.4.2017

Διάγραμμα της πρώτης σελίδας

Στο διάγραμμα της πρώτης σελίδας και στον Πίνακα Δ03, παρουσιάζονται τα μερίδια εργασίας και κεφαλαίου για την Ελλάδα και την ΕΕ-28 και η εξέλιξη τους την περίοδο 2000-2015. Τα στοιχεία παρουσιάζονται προσαρμοσμένα, σύμφωνα με τη μεθοδολογία του ΔΝΤ (World Economic Outlook 2017, Chapter 3).

D3-SEV-27.4.2017

Τα πρωτογενή στατιστικά στοιχεία για την άντληση του μεριδίου της εργασίας είναι πρώτον, οι αμοιβές της μισθωτής εργασίας, και η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία δηλαδή, το σύνολο του λειτουργικού πλεονάσματος, των αμοιβών της μισθωτής εργασίας, και, των αποσβέσεων (συμμετοχή του αναλωθέντος παγίου κεφαλαίου). Στα πρωτογενή αυτά στοιχεία, γίνονται δυο παρεμβάσεις. Πρώτον, η αμοιβή της εργασίας πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο την αμοιβή της μισθωτής εργασίας, αλλά και ένα τμήμα της αμοιβής των αυτοαπασχολούμενων, η οποία στατιστικά καταγράφεται ολόκληρη στο λειτουργικό πλεόνασμα. Ο τρόπος που χρησιμοποιείται εδώ είναι βασισμένος στην απλή υπόθεση ότι οι αυτοαπασχολούμενοι αμείβονται με τον ίδιο τρόπο που αμείβονται και οι μισθωτοί και το κομμάτι αυτό προστίθεται στις αμοιβές της μισθωτής εργασίας. Έτσι, στην ουσία, στο λειτουργικό πλεόνασμα καταγράφεται μόνο το λειτουργικό πλεόνασμα των επιχειρήσεων και των αυτοαπασχολούμενων. Δεύτερον, αφαιρείται από την Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία το κομμάτι των αποσβέσεων καθώς δεν είναι αντικείμενο διανομής εισοδήματος. Με τις προσαρμογές αυτές, καταρτίζονται τα μερίδια εργασίας και κεφαλαίου που παρουσιάζονται στο διάγραμμα της πρώτης σελίδας και στον Πίνακα Δ03. Κατά πρώτον, η προσαρμογή για τους αυτοαπασχολούμενους έχει πολύ μεγαλύτερη επίπτωση στο μερίδιο εργασίας στην Ελλάδα απ’ ό,τι στην ΕΕ-28 λόγω του διπλάσιου ποσοστού αυτοαπασχόλησης στην Ελλάδα από ό,τι στην ΕΕ-28. Στην προσαρμογή λόγω αποσβέσεων παρατηρείται μια αυξητική τάση των εισοδηματικών μεριδίων χρονολογικά, καθώς διογκώνονται οι αποσβέσεις που προέρχονται από τις επενδύσεις του παρελθόντος. Σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία της ΕΕ-28 παρουσιάζουν διαχρονικά κάποια σχετική σταθερότητα, με ελαφρά αυξητική τάση μετά την προσαρμογή των αποσβέσεων (Δ03). Στην ΕΕ-28, το μερίδιο της εργασίας, από 80,4% το 2000, αυξάνει καθ’ όλη τη δεκαετία του 2000 και διαμορφώνεται σε 85% το 2009, όταν η ευρωπαϊκή οικονομία σημαδεύεται από τη μεγαλύτερη ύφεση στην μεταπολεμική ιστορία της. Το μερίδιο της εργασίας συνεχίζει να αυξάνει σε 86% το 2012 καθώς η κερδοφορία των επιχειρήσεων πλήττεται από την κρίση, πριν αποκλιμακωθεί σε 85,5% το 2015 καθώς η οικονομία αρχίζει να ανακάμπτει. Στην Ελλάδα, όμως, το μερίδιο της εργασίας ακολουθεί μια ξέφρενη ανοδική πορεία, από 70,2% το 2000 σε 81,6% το 2009, ως αποτέλεσμα του υπερδανεισμού της δεκαετίας του 2000 για να χρηματοδοτηθούν τα τεράστια καταναλωτικά δημοσιονομικά ελλείμματα της περιόδου, και σε 90,1% το 2012 πριν αποκλιμακωθεί σε 83,2% το 2015 και προσεγγίσει, έτσι, το επίπεδο της ΕΕ-28 (85,5%). Σημειώνεται, ότι η ανοδική αυτή πορεία στην περίπτωση της Ελλάδας, κυριολεκτικά απογειώνεται τα τελευταία 3 χρόνια πριν την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, ενώ με την εφαρμογή του 1ου Μνημονίου και την τεράστια ύφεση που επακολούθησε, το μερίδιο της εργασίας συνεχίζει να αυξάνεται αλματωδώς καθώς η ύφεση επηρεάζει δυσμενώς πολύ περισσότερο τα κέρδη απ’ ό,τι το εργατικό εισόδημα. Και μόνο μετά το 2012, εμφανίζεται κάποια αποδυνάμωση του μεριδίου της εργασίας, καθώς μειώνεται ο κατώτατος μισθός και αρχίζουν τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων σταδιακά να ανακάμπτουν, μαζί με την όποια ανάκαμψη της οικονομίας από την -24% βύθιση του ΑΕΠ μέχρι το 2012.

Αποκαλυπτικά στοιχεία αποτυπώνουν την άνοδο και την πτώση της ελληνικής οικονομίας στην περίοδο από την ένταξη της χώρας στο ευρώ και μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης (2000- 2009), και, την περίοδο της κρίσης (2009-2015).

Η περίοδος της ανόδου 2000-2009 (ευημερία με δανεικά) σημαδεύτηκε από την αύξηση των πραγματικών μισθών κατά 23%, όταν η αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας ήταν μόλις 4%. Σε κλαδικό επίπεδο, πρωταγωνιστές στην αύξηση των πραγματικών μισθών η δημόσια διοίκηση (+46%) με μείωση της παραγωγικότητας – 6%, η παροχή νερού (+60%) με αύξηση παραγωγικότητας +3%, η γεωργία (+73%) με μείωση της παραγωγικότητας -12%, οι μεταφορές και αποθήκευση (+72%) με αύξηση της παραγωγικότητας +47%, οι τράπεζες/ασφάλειες (+43%) με αύξηση της παραγωγικότητας +28%, τα ορυχεία/λατομεία (+39%) με αύξηση της παραγωγικότητας +15%, τουρισμός (+32%) με αύξηση της παραγωγικότητας +4% κ.ο.κ. Στον κλάδο του ηλεκτρισμού/Φ.Α., οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν κατά +40%, με την παραγωγικότητα να αυξάνει κατά +96%, φαινόμενο που αποδίδεται στην μονοπωλιακή οργάνωση του κλάδου και την υψηλή συμμετοχή του δημοσίου στον κλάδο που, παρά την ταυτόχρονη παρουσία ισχυρού συνδικαλιστικού οργάνου, έκανε δυνατή τη διατήρηση της κερδοφορίας σε υψηλά επίπεδα. Στον αντίποδα, τις μικρότερες απώλειες στο μερίδιο των κερδών στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία είχαν κλάδοι όπου ο ανταγωνισμός είναι σε υψηλό επίπεδο, με την μεταποίηση, χωρίς πετρελαιοειδή, να έχει την καλύτερη επίδοση (+5% αύξηση των πραγματικών μισθών με -1% μείωση της παραγωγικότητας), ενώ σε κλάδους όπως οι κατασκευές και το εμπόριο, αν και δεν αποφεύχθηκε η μείωση της παραγωγικότητας, η αύξηση των πραγματικών μισθών ήταν σχετικά περιορισμένη.

Στην περίοδο της κρίσης 2009-2015, η εικόνα αντιστρέφεται πλήρως με τους πραγματικούς μισθούς να μειώνονται κατά -24% (+23% το 2000-2009) και την παραγωγικότητα κατά -17% (+4% το 2000-2009), με αναλογικά αντίστροφες μεταβολές σε κλαδικό επίπεδο, με αποτέλεσμα την ενίσχυση του μεριδίου των κερδών στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία. Και πάλι η μεταποίηση χωρίς πετρελαιοειδή είναι από τους πρωταθλητές στη διασφάλιση αυξημένου μεριδίου κερδών καθώς στην περίοδο της κρίσης η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 15%, ενώ οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν κατά -21%. Σε πολλούς άλλους κλάδους της οικονομίας, η παραγωγικότητα μειώθηκε σημαντικά, συμπαρασύροντας τους πραγματικούς μισθούς σε μεγάλες μειώσεις. Είναι αξιομνημόνευτη η αναφορά στον κλάδο ηλεκτρισμού/Φ.Α. όπου, παρά τη μείωση της παραγωγικότητας κατά -45%, οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν μόνο κατά -15%, καταβαραθρώνοντας την κερδοφορία του κλάδου, για τους ίδιους λόγους, και με παρόντες τους ίδιους παράγοντες, που αναφέρθηκαν πιο πάνω στην περίοδο της ανόδου. Αύξηση της παραγωγικότητας στην περίοδο της κρίσης σημειώθηκε, πέραν του κλάδου της μεταποίησης χωρίς πετρελαιοειδή (+15%), και στον τουρισμό (λόγω του διπλασιασμού του τουριστικού ρεύματος στη χώρα) και στη γεωργία (λόγω μείωσης της απασχόλησης με ταυτόχρονη μείωση των γεωργικών επιδοτήσεων), αλλά και στη δημόσια διοίκηση (λόγω των αθρόων συνταξιοδοτήσεων που, σε συνδυασμό με τη μείωση των πραγματικών μισθών, αποκατέστησαν κάποια ισορροπία στον ελλειμματικό αυτό κλάδο). Η ταχεία συρρίκνωση του μεριδίου των κερδών στη διάρκεια της περιόδου ευημερίας με δανεικά, βασικά σημαίνει ότι παραμελήθηκε σημαντικά η αναβάθμιση των τεχνολογικών δομών της παραγωγής. Η συμπίεση της κερδοφορίας του κεφαλαίου θα έπρεπε, σε κανονικές συνθήκες, να οδηγήσει σε υποκατάσταση του κεφαλαίου σε εργασία. Και αυτό μπορεί να συνέβη σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Αυτό, όμως, που παρατηρήθηκε σε μεγάλη έκταση ήταν η αποθάρρυνση των επενδύσεων. Οι ιδιωτικές επενδύσεις χωρίς κατοικίες ήταν 2 π.μ. του ΑΕΠ περίπου μικρότερες απ’ ό,τι στην ΕΕ-28 το 2000, και 3 π.μ. το 2009 όταν επήλθε η μεγάλη ύφεση στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία. Έκτοτε, ενώ οι επενδύσεις στην ΕΕ-28 έχουν αρχίσει να ανακάμπτουν, στην Ελλάδα, λόγω της κρίσης και της μεγάλης ύφεσης και της αβεβαιότητας που ακολούθησε τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας το 2010 από την κατάρρευση, έχουν αποκλιμακωθεί περαιτέρω σε 5 π.μ. του ΑΕΠ κάτω από το επίπεδο στην ΕΕ-28. Συνεπώς, η κερδοφορία μπορεί να συμπιέζεται σε προσωρινή βάση, αλλά δεν μπορεί να συμπιεσθεί σε μόνιμη βάση χωρίς να καταρρεύσει το επίπεδο διαβίωσης μιας κοινωνίας. Δηλαδή, δημιουργείται ένα πλαίσιο όπου προκαλούνται παράλογες αυξήσεις μισθών αναντίστοιχες με τις αυξήσεις της παραγωγικότητας, μόνο και μόνο επειδή υπάρχει υψηλός τζίρος λόγω δημοσιονομικών ελλειμμάτων ή υψηλή τραπεζική ρευστότητα λόγω χαμηλών επιτοκίων, που οδηγούν σε συνδικαλιστικές υπερβολές μέσα στη γενικότερη ευφορία μιας οικονομίας που ευημερεί με δανεικά. Διότι εάν τα δανεικά γινόντουσαν επενδύσεις σε εξωστρεφείς δραστηριότητες αντί για καταναλωτικά ελλείμματα και επενδύσεις χαμηλής παραγωγικότητας σε κατοικίες, τότε η χώρα δε θα είχε τεράστια ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που υποδηλώνουν αδυναμία εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους, και έφεραν τη κρίση χρέους, χωρίς πρόσβαση στις αγορές και ό,τι επακολούθησε. Τα δανεικά διευρύνουν υπέρογκα τους μισθούς και την κατανάλωση, περιορίζοντας υπέρμετρα τα κέρδη και τις επενδύσεις. Η καπιταλιστική οικονομία έχει κανόνες. Και ένας από τους κανόνες αυτούς είναι ότι η απόδοση του κεφαλαίου πρέπει να διασφαλίζεται σε κάποιο διεθνώς ανταγωνιστικό επίπεδο, διαφορετικά τα κεφάλαια εξαφανίζονται, και μαζί με αυτά, οι επενδύσεις και το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού καταρρέουν.

Σχετικά Άρθρα