
ΣΕΒ: Να αξιοποιηθούν τα πλεονεκτήματα της χώρας για την ανάπτυξη και αύξηση της ευημερίας όλης της κοινωνίας
Η έκθεση για την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα του World Economic Forum για το 2016-2017 καταγράφει για την Ελλάδα μια υποχώρηση στην 86η θέση, από την 81η πέρυσι. Η εξέλιξη αυτή, οφείλεται περισσότερο στην κακή μακροοικονομική κατάσταση, παρά σε μια σημαντική επιδείνωση των επιδόσεων της οικονομίας σε επιμέρους πεδία, σημειώνει ο ΣΕΒ στο Eβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική οικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις. Αναλυτικά:
Αυτό δε σημαίνει ότι δεν παραμένουν σημαντικές αδυναμίες, όχι μόνο στο επίπεδο θεσμών αλλά και σε ζητήματα όπως το επίπεδο πρόσβασης σε χρηματοδότηση για τις επιχειρήσεις, την υπερφορολόγηση και τη μη προώθηση ή και υποχώρηση μεταρρυθμίσεων. Από την άλλη, η χώρα συνεχίζει να έχει, μεταξύ άλλων και παρά τις αναμενόμενες απώλειες λόγω της κρίσης, ικανό προσωπικό, επιχειρήσεις που μετασχηματίζονται με ρεαλισμό και καλά κέντρα έρευνας. Τα πεδία στα οποία πρέπει να εστιάσει τις προσπάθειές της η κυβέρνηση είναι η βελτίωση της ποιότητας των ασκούμενων πολιτικών, η μείωση της αβεβαιότητας και η αποκατάσταση της πρόσβασης των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση, ώστε να αξιοποιηθούν τα πλεονεκτήματα της χώρας.
Σε έναν κόσμο στον οποίο η χαμηλή ανάπτυξη και η αύξηση των ανισοτήτων (ενός όλο και μεγαλύτερου παγκόσμιου πληθυσμού προσθέτουμε) δημιουργεί σοβαρές προκλήσεις, μια μικρή ομάδα χωρών δημιουργεί το περιβάλλον εκείνο που θα επιτρέψει την αντιστάθμιση των προκλήσεων αυτών μέσω αξιοποίησης των ευκαιριών που προσφέρει η «τέταρτη βιομηχανική επανάσταση». Αυτή, βασίζεται σε ολοένα πιο σύνθετες σχέσεις ανάμεσα στην παραγωγή, πληροφορία και εξειδικευμένη γνώση. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία η υποχώρηση της Ελλάδας στην 86η θέση (από 138 χώρες) της έκθεσης του WEF για το 2016/17, από την 81η στην προηγούμενη έκθεση του 2015/2016, όσο το γεγονός ότι η Ελλάδα παραμένει διαχρονικά και σταθερά σε απογοητευτικά μεγάλη απόσταση από τις χώρες εκείνες που έχουν τις προϋποθέσεις να αδράξουν τις ευκαιρίες της εποχής μας, και όχι μόνο να εκτίθενται στους κινδύνους της. Επί της ουσίας, δεν έχει αλλάξει κάτι στην επίδοση που έχει η χώρα στους επιμέρους πυλώνες της έκθεσης, με εξαίρεση τη χειροτέρευση στο μακροοικονομικό περιβάλλον η οποία με τη σειρά της αντανακλά κυρίως τις επιπτώσεις της επιβολής ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων και την υποβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού δημοσίου από τους οίκους αξιολόγησης (Διάγραμμα 14).
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα εμφάνιζε σταθερή υποχώρηση στην κατάταξη του WEF GCI στα πρώτα χρόνια της κρίσης, υποχωρώντας από την 65η θέση το 2007-2008 στην 96η για το 2012-2013. Η επακόλουθη ανάκαμψη στη θέση 81 για τα έτη 2014-2015 & 2015-2016 διακόπηκε στη φετινή έκθεση 2016-2017, καθώς η χώρα υποχώρησε εκ νέου στην κατάταξη της έκθεσης. Είναι αξιοσημείωτο ότι στα χρόνια της κρίσης τη χώρα μας προσπέρασαν η Ρουμανία, η Αλβανία (φέτος) και η Βουλγαρία, ενώ η Κύπρος, παρόλο που υποχώρησε και αυτή στην κατάταξη λόγω των εξελίξεων που οδήγησαν σε ένταξη και έξοδο από το δικό της μνημόνιο, σταθερά διατήρησε καλύτερες επιδόσεις από τη χώρα μας.
Φέτος η υποχώρηση στην κατάταξη προέρχεται από την πρόοδο άλλων χωρών (Αλβανία, Τζαμάικα, Αρμενία, Ναμίμπια) που βελτίωσαν τις επιδόσεις τους και προσπέρασαν τη χώρα μας, παρά από κάποια σημαντική υποχώρηση των επιδόσεων της χώρας σε επιμέρους δείκτες της έκθεσης. Η μακροοικονομική κατάσταση της χώρας επιβαρύνεται πάντα κυρίως από τα δημοσιονομικά μεγέθη και τη (χαμηλή) αξιολόγηση του δημοσίου χρέους, με τις επιδόσεις στην ποιότητα των θεσμών να παραμένουν σταθερά χαμηλές. Σε ορισμένα πεδία στα οποία υπήρχε σταθερή πρόοδος τα τελευταία χρόνια, όπως οι υποδομές, η λειτουργία των τελωνείων, η ευελιξία των μισθών καθώς και ευκολία προσλήψεων & αποχωρήσεων, η συνεργασία πανεπιστημίων και επιχειρήσεων για Ε&Α, η προστασία επενδυτών και η δικαιοσύνη καταγράφεται μια μικρή αλλά σαφής υποχώρηση, την ώρα που η επίδοση σε ζητήματα που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων (όπως η πρόσβαση σε δάνεια ή η δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων από κεφαλαιαγορές και κεφάλαια υψηλού κινδύνου) παραμένει σταθερά σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα (Διάγραμμα 15), αποτυπώνοντας την έκταση και διαχρονική ένταση του προβλήματος χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα. Το ίδιο συμβαίνει και για ζητήματα όπως η δυνατότητα συγκράτησης του ταλέντου στη χώρα, την επίπτωση της φορολογίας στα κίνητρα για εργασία και τις ποιοτικές παραμέτρους του εκπαιδευτικού συστήματος. Από την άλλη, πρέπει να σημειωθεί, ότι καταγράφεται μικρή βελτίωση σε κρίσιμα θεσμικά ζητήματα, όπως η σπατάλη στις κρατικές δαπάνες, η διαφάνεια των κρατικών πολιτικών, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, η προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και η μεροληψία στις αποφάσεις κρατικών λειτουργών. Ενώ οι πιο προβληματικοί παράγοντες για το επιχειρείν παραμένουν περίπου οι ίδιοι, με την πολιτική αστάθεια και τη φορολογία στην πρώτη θέση αφήνοντας πιο πίσω, σε σύγκριση με την προηγούμενη έκθεση, την πρόσβαση σε χρηματοδότηση και την αναποτελεσματική κρατική γραφειοκρατία στην κατάταξη των μεγαλύτερων προβλημάτων (Διάγραμμα 16).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η βελτίωση σε δείκτες όπως η αποτελεσματικότητα των διοικητικών συμβουλίων επιχειρήσεων, το εύρος των αλυσίδων αξίας, η δαπάνη και διάθεση των επιχειρήσεων να καινοτομήσουν και, παρά τη διακοπή της προόδου που υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια σε θεσμικό επίπεδο για την αγορά εργασίας, η βελτίωση της σχέσης αμοιβής και παραγωγικότητας (Διάγραμμα 17).
Οι εξελίξεις αυτές, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν σημαντικές αρνητικές εξελίξεις όπως η επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, μαζί με τη σταθερά καλή, ή έστω αξιοπρεπή, επίδοση της χώρας σε μια σειρά από επιμέρους πεδία, δείχνουν ότι η χώρα έχει δυνατότητες. Η αγορά μετασχηματίζεται και προσαρμόζεται, όπως είδαμε και από τους ισολογισμούς και όπως επιβεβαιώνει η στροφή της επιχειρηματικότητας προς την έρευνα και καινοτομία. Επίσης, παρά την αυξανόμενη αδυναμία διακράτησης ταλέντου, που καταγράφεται και από την αυξημένη μετανάστευση στα χρόνια της κρίσης, και η οποία αποτυπώνεται και από την υποχώρηση της κατάταξης της χώρας στο δείκτη «διαθεσιμότητα επιστημόνων και μηχανικών» από την 6η θέση πέρυσι στη 10η θέση, η χώρα συνεχίζει να διατηρεί καταρτισμένο προσωπικό και μια υψηλής ποιότητας επιχειρηματική και ερευνητική κοινότητα (που όμως δεν συνεργάζονται στενά) καθώς και αξιοπρεπείς υποδομές. Αναδεικνύεται συνεπώς, περισσότερο από ποτέ, η ανάγκη βελτίωσης της ποιότητας των ασκούμενων πολιτικών, μείωσης της αβεβαιότητας και αποκατάστασης της πρόσβασης σε χρηματοδότηση των επιχειρήσεων ώστε να αξιοποιηθούν τα πλεονεκτήματα της χώρας για την ανάπτυξη και αύξηση της ευημερίας όλης της κοινωνίας.