
ΣΕΒ: Χωρίς ανάκαμψη του κλάδου των κατασκευών, δεν μπορεί να υπάρξει μια στέρεη επιστροφή στην ανάπτυξη
Κατασκευές- Πως μπορούν να συνεισφέρουν και πάλι στην ανάπτυξη;
Η κατάρρευση του κατασκευαστικού κλάδου κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας ύφεσης έχει λάβει τέτοια έκταση ώστε να μην είναι ρεαλιστική μια εκτίμηση ανάκαμψης της οικονομίας χωρίς ένα στοχευμένο πακέτο μέτρων προς την αγορά και κατασκευή ακινήτων. Το πρόβλημα συνδέεται άμεσα και με την εξυγίανση των κόκκινων τραπεζικών δανείων, καθώς τα ακίνητα που έχουν εγγραφεί ως εγγυήσεις στα περισσότερα από αυτά δεν μπορούν να αξιοποιηθούν λόγω της παγωμένης αγοράς αγοραπωλησιών και κατασκευών, σημειώνει ανάλυση του ΣΕΒ στο Εβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική οικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις.
Μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση περιλαμβάνουν: α) τη μείωση των συνολικών εσόδων από ΕΝΦΙΑ σε ποσοστό του ΑΕΠ σε εύλογο επίπεδο για μια χώρα της ΕΕ, με μείωση των υπερβολών του συμπληρωματικού φόρου και διασφάλιση ότι η επιβάρυνση για τη μεσαία τάξη παραμένει σε εύλογα επίπεδα, β) τη διερεύνηση εφαρμογής χαμηλοτέρων συντελεστών ΕΝΦΙΑ στις νεοκατασκευασθείσες κατοικίες, μέσω εκπτώσεων που απομειώνονται σταθερά μέχρι μηδενισμού τους στην διάρκεια ενός καθορισμένου χρονικού διαστήματος γ) τη δραστική μείωση του ΕΝΦΙΑ για ακίνητα που απασχολούνται παραγωγικά από επιχειρήσεις, δ) τη δραστική απλοποίηση και συγκράτηση του κόστους των μεταβιβάσεων, ώστε η αύξηση του αριθμού των μεταβιβάσεων να καλύψει εν μέρει την απώλεια δημοσίων εσόδων από μείωση του ΕΝΦΙΑ, ε) τη θέσπιση κινήτρων για όλους για ενεργειακή αναβάθμιση για οικίες και επιχειρήσεις, με στόχο την άμεση εκκίνηση της σχετικής δραστηριότητας με τρόπο που θα συνδέει την ύπαρξη παραστατικών (δηλαδή, άμεση καταβολή φόρου) με τους όποιους όρους στήριξης και εγγυήσεων και, οπωσδήποτε, στ) τη μαζική υλοποίηση όλων των ιδιωτικοποιήσεων, που θα δώσουν ώθηση σε έργα αναβάθμισης και βελτίωσης των υποδομών, παράλληλα με τη μαζική αξιοποίηση των συμπράξεων ιδιωτικού και δημοσίου τομέα σε όλες τις κλίμακες και σε όλες τις διαστάσεις. Τα παραπάνω θα συνεισφέρουν στην ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων, και του κατασκευαστικού κλάδου γενικότερα, συνεισφέροντας έτσι κρίσιμα και στην ταχύτερη εξυγίανση των NPL και κατά προέκταση βελτίωση των όρων χρηματοδότησης του παραγωγικού ιδιωτικού τομέα.
Στα χρόνια της κρίσης ο κλάδος των κατασκευών κατέγραψε μια υποχώρηση της δραστηριότητας και της απασχόλησης που υπερβαίνει κατά πολύ τη μείωση του ΑΕΠ (Διάγραμμα 11) και του συνόλου της απασχόλησης (Διάγραμμα 12) και που καταγράφει πλέον επίπεδα τόσο χαμηλά που δε συναντώνται σε άλλες χώρες της ΕΕ.
Από την υπερβολική άνθηση της κατασκευής ως μιας εσωστρεφούς οικονομικής δραστηριότητας κατά τα χρόνια της εύκολης ανάπτυξης με δανεικά, με πολλά προβλήματα όπως ο ανεπαρκής χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός, οι παραβάσεις της νομοθεσίας και ο ασυντόνιστος και χωρίς οικονομική λογική σχεδιασμός των δημόσιων έργων υποδομής, ο κλάδος περιέπεσε στο άλλο άκρο του ακραίου μαρασμού. Η απότομη αύξηση της φορολόγησης της κατοχής ακίνητης περιουσίας, περισσότερο και από τη σταδιακή επιβάρυνση των μεταβίβασης, όχι μόνο με την υποχρέωση νομιμοποίησης αυθαιρεσιών του παρελθόντος αλλά και πλήθους άλλων διαδικασιών, προσέδωσε στην κρίση της οικοδομής ιδιάζουσα διάσταση. Μάλιστα, στο βαθμό που ειδικά το ακίνητο παραδοσιακά, και λόγω των αδυναμιών στην πρόσβαση σε κινητά ενέχυρα, υποστηρίζει δυσανάλογα την εξασφάλιση της τραπεζικής χρηματοδότησης, η διάσταση αυτή απέκτησε και συστημικό χαρακτήρα με την πιστωτική ασφυξία του ιδιωτικού τομέα. Παράλληλα, ο αυξημένος κίνδυνος χώρας και ο συνδυασμός δημοσιονομικών προκλήσεων και της αποκοπής του ιδιωτικού τομέα από την ενιαία αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, οδήγησε στη διακοπή μεγάλων δημοσίων έργων, την ώρα που οι ιδιωτικές επενδύσεις που εμπλέκουν κατασκευές είτε σταματούσαν είτε καθυστερούσαν, μαζί και με το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων (αεροδρόμια, Ελληνικό, λιμάνια, τουριστικές επενδύσεις, διασύνδεση νησιών με το δίκτυο ηλεκτρικού ρεύματος της ηπειρωτικής χώρας για να αναφερθούν ορισμένα παραδείγματα). Οι μικρές κατασκευαστικές εταιρείες σταδιακά οδηγήθηκαν στη χρεοκοπία ή την αδρανοποίηση, και οι μεγαλύτεροι όμιλοι πλέον επικεντρώνονται στην ανάληψη νέων έργων στο εξωτερικό – μια κίνηση που αποδείχθηκε και σωτήρια για πολλούς στο πλαίσιο της εν συνεχείας επιβολής περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Σήμερα, ο κλάδος συνεισφέρει αναλογικά ελάχιστα, τόσο στην απασχόληση όσο και το ΑΕΠ. Μάλιστα, η συνεισφορά είναι η χαμηλότερη στην ΕΕ και με διαφορά από τον επόμενο. Η διαφορά είναι τόσο μεγάλη, που γίνεται ξεκάθαρο πως χωρίς ανάκαμψη του κλάδου των κατασκευών, δεν μπορεί να υπάρξει μια στέρεη επιστροφή στην ανάπτυξη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να εμφανιστούν και πάλι οι υπερβολές του παρελθόντος.
Η ανάκαμψη αυτή όμως θα πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις πτυχές του κατασκευαστικού κλάδου. Την οικοδομή, τα ιδιωτικά έργα για επενδύσεις υποδομών, τα δημόσια έργα με τη μορφή ΣΔΙΤ, μικρά και μεγάλα, καθώς και δραστηριότητες που συνδέονται με τις ιδιωτικοποιήσεις. Την ίδια ώρα, οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν αφορμή εκκίνησης σημαντικών επενδύσεων, όπως έχουμε δει στο λιμάνι του Πειραιά και προσδοκούμε, τα επόμενα χρόνια και σε άλλους τομείς, για παράδειγμα στα περιφερειακά αεροδρόμια, μεταξύ άλλων. Μάλιστα, σε αυτές τις περιπτώσεις, η επενδυτική δραστηριότητα οδηγεί σε βελτίωση υποδομών τις οποίες έχει ανάγκη η χώρα που υποστηρίζουν το σύνολο της οικονομίας – από τη διευκόλυνση του εμπορίου και ένταξης της χώρας σε διεθνείς αλυσίδες αξίας έως τη δυνατότητα αύξησης του αριθμού των εισερχόμενων επισκεπτών σε τουριστικούς προορισμούς υψηλού ενδιαφέροντος.
Όπως έχουμε επισημάνει ήδη πολλές φορές το πρόβλημα της φορολόγησης της κατοχής και μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας αποτελεί μεγάλο εμπόδιο στην ανάκαμψη του κατασκευαστικού κλάδου, ειδικά σε δραστηριότητες με μεγάλη εγχώρια προστιθέμενη αξία. Μάλιστα, η διακηρυγμένη, για προφανείς πολιτικούς λόγους, προοδευτικότητα των φόρων κατοχής (που μάλιστα πλήττει ειδικά τις επιχειρήσεις, Διάγραμμα 14) αντιβαίνει την αρχή ότι τα έσοδα του κράτους αυξάνουν μόνο όταν υπάρχουν εύλογα χαμηλοί φόροι που επιβάλλονται σε μια όσο το δυνατόν ευρύτερη φορολογική βάση. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος για τον οποίο τελικά ο ΕΝΦΙΑ επιβαρύνει περισσότερο τη μεσαία τάξη σε σχέση με τους φόρους εισοδήματος (Διάγραμμα 15), εξασφαλίζοντας περίπου 3 €δις έσοδα όταν ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων το 2016 εξασφάλισε €8 δις και χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απουσιάζουν οι ακραίες επιβαρύνσεις για λίγους άτυχους με μεγάλες περιουσίας.
Η ενεργειακή αναβάθμιση μπορεί να γίνει μόνο όταν ο κάτοχος του ακινήτου δεν φοβάται ότι θα απωλέσει στο μέλλον το ακίνητο λόγω αδυναμίας καταβολής φόρων ή ότι τα παιδιά του θα αποποιηθούν την κληρονομιά.
Αντίστοιχα, όσο η αξία του ακινήτου, λόγω της υψηλής και αβέβαιης, φορολογίας συμπιέζει την αγοραία τιμή κάτω από το υπόλοιπο του στεγαστικού δανείου, ο ιδιοκτήτης ποτέ δεν θα προχωρήσει σε δαπάνη ενεργειακής αναβάθμισης, ανεξάρτητα των όρων μιας ενδεχόμενης επιδοτούμενης δανειοδότησης. Αυτά συμβαίνουν την ώρα που η χώρα έχει ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις σε ό,τι αφορά την ενεργειακή αποδοτικότητα. Η αναβάθμισή της σε αυτή τη διάσταση, τόσο σε ό,τι αφορά τις οικίες όσο και τις επιχειρήσεις, έχει καταγραφεί από τη McKinsey & Co ως οικονομικά συμφέρουσα και μάλιστα σε μικρό χρονικό ορίζοντα, με τις μονώσεις εκ των υστέρων και την εγκατάσταση πιο οικονομικού φωτισμού και συστημάτων θέρμανσης & ψύξης να προσφέρουν τις μεγαλύτερες ευκαιρίες μείωσης ενεργειακής κατανάλωσης και ταχείας απόσβεσης (Πίνακας 3).
Την ίδια ώρα, το υψηλό και αβέβαιο κόστος μιας πολύπλοκης διαδικασίας μεταβίβασης, εν μέσω νεκρής αγοράς, εμποδίζει και την εσωτερική μετακίνηση προς εξεύρεση εργασίας των κατόχων ακινήτων, ενισχύοντας τη δομική ανεργία. Η υψηλή φορολογία κατοχής, η πολύπλοκη (και ακριβή ειδικά μετά την επιστροφή του φόρου υπεραξίας) διαδικασία μεταβίβασης και η αβεβαιότητα συμπιέζουν τα έσοδα από μεταβιβάσεις, την ώρα που η αύξηση τους θα μπορούσε να συνεισφέρει υγιή έσοδα που θα μπορούσαν να καλύψουν μέρος τουλάχιστον μιας μείωσης του ΕΝΦΙΑ (Διάγραμμα 16).
Τέλος, η γενική αποθάρρυνση ιδιωτικών επενδύσεων, λόγω κινδύνου χώρας, καθώς και η διστακτικότητα στην προώθηση ιδιωτικοποιήσεων και συμπράξεων ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, στερούν από τη χώρα το βασικό εργαλείο μιας «Κεϋνσιανής» πολιτικής τόνωσης της ζήτησης εν μέσω πρωτοφανούς ύφεσης, την ώρα μάλιστα που θα μπορούσε σε αυτή την περίπτωση αυτή η πολιτική να μην απαιτεί δημόσια δαπάνη, αλλά κινητοποίηση λόγω αλλαγής του θεσμικού πλαισίου ιδιωτικών κεφαλαίων που μάλιστα θα οδηγήσουν από την πρώτη στιγμή σε αύξηση των κρατικών εσόδων –βελτιώνοντας παράλληλα την ποιότητα κρίσιμων για την ανάπτυξη υποδομών.