
ΣΕΒ: 10 προτεραιότητες για την Εθνική Στρατηγική Ανάπτυξης
Οι 10 μεγαλύτερες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο κατάρτισης μιας εθνικής στρατηγικής ανάπτυξης
Ενόψει της κατάρτισης της εθνικής στρατηγικής ανάπτυξης, ο ΣΕΒ καταθέτει τις 10 μεγαλύτερες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπισθούν για τη μετάβαση της οικονομίας της χώρας σε ένα νέο παραγωγικό πρότυπο εξωστρεφούς ανάπτυξης. Όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα, εκατομμύρια απασχολούμενων είναι εγκλωβισμένοι σε οικονομικές δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Το καίριο διακύβευμα της οικονομικής πολιτικής είναι η διευκόλυνση της μεταφοράς πόρων (εργασίας, κεφαλαίου και τεχνολογίας) από τους παραδοσιακούς στους πιο δυναμικούς κλάδους της οικονομίας, ώστε να αυξηθεί η συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας και, ως εκ τούτου, τα εισοδήματα και το γενικότερο επίπεδο κοινωνικής και οικονομικής διαβίωσης. Η αλλαγή αυτή είναι μακροχρόνιου χαρακτήρα. Καθώς ο κόσμος μπαίνει στη λεγόμενη 4η Βιομηχανική Επανάσταση, που θα αλλάξει άρδην τις σταθερές της εργασίας και της παραγωγής προς απρόβλεπτες εν πολλοίς κατευθύνσεις, απαιτείται μαζική επανεκπαίδευση και επανακατάρτιση του εργατικού δυναμικού και στροφή των επενδυτικών κεφαλαίων από καφετέριες σε δραστηριότητες υψηλής μεταποιητικής εξειδίκευσης και, ακόμη παραπέρα, σε δραστηριότητες τεχνητής νοημοσύνης. Στο πλαίσιο αυτό, μια εθνική στρατηγική ανάπτυξης θα πρέπει να κατευθύνει πόρους και εξειδικεύσεις προς τις νέες δραστηριότητες που φέρνει η ανάπτυξη της τεχνολογίας. Σύμφωνα με τον Μαρξ, οι αλλαγές στην τεχνολογία παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων. Συνεπώς, η εμμονή της ελληνικής κοινωνίας στη δημοσιοϋπαλληλία και τα κλειστά επαγγέλματα δεν συνάδουν πλέον με την αναζήτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Αν δεν αλλάξουμε, θα βουλιάξουμε σαν λαός στην παρακμή. Μια εθνική στρατηγική ανάπτυξης πρέπει να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις του μέλλοντος και όχι να διαιωνίζει τις στρεβλώσεις του παρελθόντος.
-Η καταναλωτική εμπιστοσύνη υποχώρησε τον Μάρτιο του 2017 σε χαμηλό 3,5 ετών, ενώ ο όγκος των λιανικών πωλήσεων υποχώρησε οριακά τον Ιανουάριο (-0,1%), μετά την πτώση κατά -1% τον Δεκέμβριο 2016, παρουσιάζοντας αποδυνάμωση σε σύγκριση με το τελευταίο τρίμηνο του 2016 (+1,7%). Ταυτόχρονα, οι επιχειρηματικές προσδοκίες βελτιώνονται κυρίως σε κλάδους με εξαγωγικό προσανατολισμό, όπως η βιομηχανία και ο τουρισμός, μετά την εδραίωση καλύτερων αναπτυξιακών προοπτικών στην Ευρωπαϊκή οικονομία, ενώ παραμένουν στάσιμες σε άλλους κλάδους. Οι τάσεις αυτές αντανακλούν την στάση αναμονής που διατηρεί η αγορά για τις προοπτικές της εγχώριας οικονομίας όσο αναβάλλεται η ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης του προγράμματος προσαρμογής. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του κράτους αυξήθηκαν και τον Φεβρουάριο (+€250 εκατ.) μετά την αύξηση του Ιανουαρίου (+€261 εκατ.), σε οξεία αντιδιαστολή με το δεύτερο ήμισυ του 2016 όταν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές μειώθηκαν κατά 40% περίπου, μετά την ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης, όταν εκταμιεύθηκαν πόροι που είχε προσδιορισθεί ότι θα χρηματοδοτήσουν την μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου.
Εθνική στρατηγική ανάπτυξης: Στόχοι και προϋποθέσεις
Η εθνική στρατηγική ανάπτυξης, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη. Το υπό διαμόρφωση αν και ατελές σχέδιο που είδε το φως της δημοσιότητας με τον τίτλο Εθνική Στρατηγική Ανάπτυξης 2021 (ΕΑΣ21) περιέχει πολλές χρήσιμες προτάσεις και συστάσεις. Ο ΣΕΒ προτίθεται να σχολιάσει ενδελεχώς την εθνική στρατηγική ανάπτυξης όταν ολοκληρωθεί. Με το σημερινό δελτίο, συμβάλουμε στη διαμόρφωση της στρατηγικής με προτάσεις επί των αρχών, που θεωρούμε προϋποθέσεις sine qua non για την επιτυχή ολοκλήρωση του έργου.
Κατ’ αρχάς, μια εθνική στρατηγική ανάπτυξης θα πρέπει να καταρτίζεται, όχι μόνο από την κυβέρνηση, αλλά και με τη συνδρομή της ιδιωτικής οικονομίας. Αυτό, όμως δεν είναι προφανές από την μέχρι σήμερα διαδικασία, όπου ο ιδιωτικός τομέας περιορίζεται σε ρόλο κομπάρσου, ή απέχει παντελώς. Συγκεκριμένα, στο 19μελές Αναπτυξιακό Συμβούλιο, το ανώτατο γνωμοδοτικό όργανο του Υπουργείου Οικονομίας για την αναπτυξιακή πολιτική, η κυβέρνηση εκπροσωπείται με 12 μέλη, οι κοινωνικοί εταίροι με 5 μέλη και οι δήμοι / περιφέρειες με 2 μέλη. Μέχρι σήμερα, το Αναπτυξιακό Συμβούλιο δεν έχει συνεδριάσει ποτέ και η ΕΑΣ21 καταρτίζεται ερήμην του. Η ενδεκαμελής Επιστημονική Επιτροπή του Αναπτυξιακού Συμβουλίου, κυρίως εξ ακαδημαϊκών επιλογής του Υπουργού Οικονομίας και προεδρευόμενη από τον επιφανή οικονομολόγο Jan Kregel, συνεδρίασε για πρώτη φορά στις 27/3/2017, χωρίς να εκδοθεί ανακοίνωση που να δίνει το στίγμα της Επιστημονικής Επιτροπής, όσον αφορά σε προτάσεις προτεραιότητες και κατευθύνσεις. Σημειώνεται, επίσης, ότι στην Επιστημονική Επιτροπή δεν συμμετέχουν άνθρωποι της αγοράς, με την εξαίρεση του Mike Romanos, CEO της Microbiotica. Η ΕΑΣ21 επικεντρώνεται σε πέντε (5) κυρίαρχους στόχους πολιτικής «για την οικοδόμηση ενός επιτελικού κοινωνικού κράτους» , ό,τι και αν μπορεί να σημαίνει αυτός ο τίτλος. Σε κάθε περίπτωση, οι στόχοι αυτοί αφορούν σε Ανταγωνιστικότητα- Εξαγωγές και Επενδύσεις- Επιχειρηματικότητα (Στόχος 1), Απασχόληση (Στόχος 2), Χρηματοδότηση (Στόχος 3), Δημόσια Διοίκηση (Στόχος 4), Κοινωνική Συνοχή (Στόχος 5). Στην ουσία μόνο ο Στόχος 1 αποτελεί κυρίαρχο στόχο της αναπτυξιακής στρατηγικής, καθώς αναφέρεται στη δραστηριοποίηση του ιδιωτικού τομέα. Όλοι οι άλλοι επί της ουσίας αποτελούν στόχους υποβοηθητικούς του Στόχου 1, στο βαθμό που δεν τον αντιστρατεύονται. Η ιδιωτική οικονομία είναι αυτή που δημιουργεί την απασχόληση, είναι αυτή που χρηματοδοτεί τις επενδύσεις, είναι αυτή που πληρώνει τους φόρους και συντηρεί τη δημόσια διοίκηση (και που απαιτεί την όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη χρήση των πόρων που της παραχωρούνται), και, είναι αυτή που διασφαλίζει ή όχι την κοινωνική συνοχή, καθώς δημιουργεί τα ανταγωνιστικά ή όχι εισοδήματα και τις καλές ή όχι συνθήκες εργασίας, μέσα από την αύξηση ή μη της παραγωγικότητας των επενδύσεων που κάνει ή δεν κάνει. Συνεπώς, οι δημόσιες πολιτικές θα πρέπει κατά κανόνα να κατευθύνονται στη μεγιστοποίηση της παραγωγικής ικανότητας των ιδιωτικών επιχειρήσεων, διότι μόνο έτσι μεγιστοποιούνται τα φορολογικά έσοδα που χρησιμοποιεί ένα σύγχρονο κράτος για την παραγωγή δημοσίων αγαθών.
Οι στόχοι οποιασδήποτε εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής, είναι, συνήθως ευπρόσδεκτοι και επιθυμητοί και στους οποίους δεν μπορεί a priori ο αντικειμενικός παρατηρητής να διαφωνήσει (motherhood is good). Το πρόβλημα δεν είναι τόσο οι στόχοι, όσο τα μέσα με τα οποία επιτυγχάνονται οι στόχοι, διότι στα μέσα μπορεί να κρύβονται τεράστιες αναποτελεσματικότητες, ασυμβατότητες, ασυνέπειες, αδιαφάνειες κ.ο.κ. Για παράδειγμα, κανείς δεν είναι αντίθετος στη μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων. Δεν θα το πετύχουμε, όμως, με την εξουθενωτική φορολόγηση των επιχειρήσεων και της εργασίας μέσω υψηλού μη μισθολογικού κόστους και υψηλής φορολόγησης εταιρικών κερδών, σε βαθμό που να εμποδίζονται είτε οι νόμιμες προσλήψεις, είτε η διακράτηση εργαζομένων, και να εξωθούνται οι επιχειρήσεις σε πρακτικές αδήλωτης εργασίας και οι εργαζόμενοι σε μετανάστευση στο εξωτερικό. Επίσης κανείς δεν είναι αντίθετος στην ανάπτυξη του «τρίτου» κοινωνικού ή και συνεταιριστικού τομέα μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου τομέα που συνδυάζει την παραγωγή με την κοινωνική στόχευση και απασχόληση, εκτός και αν αυτό σημαίνει την οικονομία των κοινωνικά αποκλεισμένων, που διαιωνίζει πολύ μικρά σε μέγεθος και ασθενή χρηματοοικονομικά και επιχειρηματικά σχήματα, εξαρτώμενα από χαριστικές χρηματοδοτήσεις και πελατειακού χαρακτήρα διευθετήσεις.
Και κανείς, δεν μπορεί να είναι αντίθετος στη ριζική μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, εκτός και αν αυτό περιορίζεται μόνο στην ψηφιακή αναπαραγωγή αναποτελεσματικών διαδικασιών και την εφαρμογή εσωστρεφών μηχανισμών κινητικότητας, αξιολόγησης, ανέλιξης (βάσει προσόντων, στόχων και επιτευγμάτων), χωρίς αποκατάσταση του διευθυντικού δικαιώματος και την απεξάρτηση των υπηρεσιών από πολιτικές παρεμβάσεις. Μια σύγχρονη δημόσια διοίκηση απαιτεί ουσιαστικό επαναπροσανατολισμό της διοικητικής μηχανής στη διευκόλυνση των επιχειρήσεων να επιτύχουν τους στόχους τους και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και εισοδήματα, μέσω π.χ. μιας στοχευμένης στρατηγικής προμηθειών και εξωτερικών αναθέσεων, τηρουμένων των προδιαγραφών και διασφαλίσεων της νομοθεσίας και των διεθνών πρακτικών, και στην επίτευξη βέλτιστων στόχων αποτελεσματικότητας των δημοσίων δαπανών (καλύτερη ποιότητα κοινωνικών υπηρεσιών με το μικρότερο δυνατό κόστος στους φορολογούμενους).
Κανείς, επίσης, δεν μπορεί να διαφωνήσει με την σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας, εάν αυτό σημαίνει ένα κράτος που ζει χωρίς δανεικά (παρά μόνο για την πληρωμή χρεολυσίων) και μια οικονομία που μπορεί να παράγει στο μέγιστο των δυνατοτήτων της χωρίς να εμποδίζεται από την υψηλή φορολογία στις νόμιμες επιχειρήσεις και ένα μη φιλικό προς τον επιχειρηματικότητα θεσμικό πλαίσιο, που βλάπτουν την ανταγωνιστικότητα και δεν αφήνουν τις επιχειρήσεις να καινοτομήσουν και να μεγαλώσουν. Εάν, όμως, η σταθεροποίηση περιλαμβάνει και την ανάκτηση μέρους τουλάχιστον του απολεσθέντος παραδείσου της περασμένης δεκαετίας που είχε κτισθεί με δανεικά, ώστε να είναι κοινωνικά και πολιτικά αποδεκτή, τότε προφανώς η αναπτυξιακή στρατηγική είναι αυτοαναιρούμενη. Αυτό συμβαίνει διότι η οικονομική πολιτική, για να αποκατασταθούν οι «αδικίες» του παρελθόντος κ.ο.κ., έντονης σπατάλης και μεγέθυνσης της χαμηλής παραγωγικότητας δημόσιου τομέα, αυτοπεριορίζεται σε χαμηλότερους αναπτυξιακούς στόχους συμβατούς με όλο και υψηλότερη φορολόγηση προς αποφυγήν της αναγκαίας περικοπής δαπανών. Κανείς, τέλος, δεν μπορεί να διαφωνήσει με τον στόχο μείωσης της ανεργίας και αποκατάστασης συνθηκών πλήρους απασχόλησης. Η υψηλή και παρατεταμένη ανεργία ταυτίζεται με την απώλεια παραγωγής ιδιωτικού προϊόντος και στερεί την οικονομία από πρόσθετα εισοδήματα, φορολογικά έσοδα, ασφαλιστικές εισφορές, εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό που μεταναστεύει κ.ο.κ. Η ανεργία, όμως, δεν μειώνεται παρά μόνο με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την προώθηση εξαγωγών και επενδύσεων μέσα από ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον. Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι, βραχυπρόθεσμα και σε μεταβατικές περιόδους, οι ενεργές πολιτικές μείωσης ανεργίας δεν έχουν ρόλο να παίξουν. Αυτό, όμως, που έχει μεγαλύτερη σημασία, και είναι κάτι που πρέπει να προσφέρει ένα σύγχρονο κράτος, είναι να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εξειδικευμένης εργασίας. Αυτό γίνεται μέσα από ένα εκπαιδευτικό σύστημα και ένα σύστημα επαγγελματικής κατάρτισης, που παρέχουν τις εξειδικεύσεις που έχει ανάγκη μια οικονομία που επιδιώκει να είναι προσανατολισμένη προς εξωστρεφείς δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η ανάγκη είναι πιο επιτακτική ιδίως σήμερα που η πρόοδος της τεχνολογίας στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης υπόσχεται να ανατρέψει πλήρως τις σταθερές της εργασίας. Και αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία όταν η κυρίαρχη διαπίστωση σήμερα είναι ότι το μέλλον βρίσκεται στην οικονομία της γνώσης.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι επιμέρους στοχευμένες κυβερνητικές δράσεις για την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, την αναβάθμιση της Έρευνας και Ανάπτυξης και της Καινοτομίας, την τόνωση του ανταγωνισμού, την προώθηση της εξωστρέφειας και των εξαγωγών, την αδειοδότηση των επιχειρήσεων, την αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας και τέλος τη βελτίωση του χωρικού σχεδιασμού, μπορούν in abstracto να συμβάλλουν, και να δώσουν ώθηση στις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Οι διαδικασίες αυτές μπορούν, γενικότερα, να συμβάλλουν και στην ανάδειξη ενός νέου προτύπου οικονομικής ανάπτυξης, προσανατολισμένου στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας και την αύξηση της απασχόλησης. Για να εστιάσει όμως η επιχειρηματική τάξη σε επενδύσεις, στο πλαίσιο του νέου αυτού προτύπου, δηλαδή μέσα από το πρίσμα της εξωστρέφειας, της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας, αυτό που απαιτείται πάνω απ’ όλα είναι η βελτίωση της δυνητικής σχετικής κερδοφορίας των κλάδων που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά. Αυτό, όμως, δεν επιτυγχάνεται με επικλήσεις στην αλλαγή επιχειρηματικής κουλτούρας και προτεραιοτήτων, αλλά με διαρθρωτικές αλλαγές που βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή την κερδοφορία των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών. Και η τελευταία βελτιώνεται όταν πάψουν να προστατεύονται οι παραδοσιακοί και χαμηλής παραγωγικότητας κλάδοι μέσω, μεταξύ άλλων, των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που τροφοδοτούν τεχνητά τη ζήτηση, της φοροδιαφυγής, των περιορισμών στον εγχώριο ανταγωνισμό και της υπερφορολόγησης των δυναμικών και υψηλής παραγωγικότητας επιχειρήσεων και των εργαζομένων σε αυτές. Όλα αυτά συντηρούν χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες, χωρίς προοπτική τεχνολογικής αναβάθμισης της λειτουργίας τους, και, ένα τεράστιο κράτος περιορισμένης αποτελεσματικότητας και χαμηλής ποιότητας υπηρεσιών.
Η ΕΑΣ21, μαζί με το Μακροπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2017-2021 και το ΕΣΠΑ 2014-2020, αποτελούν ένα ενιαίο πλαίσιο προγραμματισμού αναπτυξιακής πολιτικής, στην οποία το Αναπτυξιακό Συμβούλιο, σε συνεργασία με το Υπουργείο Οικονομίας, θα διαδραματίσει κεντρικό ρόλο. Ειδικότερα, το ΜΠΔΣ διασφαλίζει την δημοσιονομική βιωσιμότητα, την χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, και το ΕΣΠΑ 2014- 2020 στοχεύει στην αναβάθμιση του παραγωγικού και κοινωνικού ιστού και τη δημιουργία και διατήρηση βιώσιμων θέσεων απασχόλησης, έχοντας ως αιχμή την εξωστρεφή, καινοτόμο και ανταγωνιστική επιχειρηματικότητα με ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και των αρχών της αειφόρου ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό, η αλλαγή του παραγωγικού προτύπου και η μετατόπιση προς την οικονομία της γνώσης επιβάλλει την διατήρηση στη χώρα του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, που είναι το βασικό συγκριτικό πλεονέκτημα της ελληνικής οικονομίας. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η έμφαση στην αναπτυξιακή πολιτική θα πρέπει να δοθεί στην αύξηση της απασχόλησης, ώστε να μειωθεί η ανεργία και να σταματήσει η αιμορραγία της μετανάστευσης. Και κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, οι ιδιωτικοποιήσεις, η προσέλκυση των ξένων άμεσων επενδύσεων, η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος κ.ο.κ. μπορούν να συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό όμως, για το οποίο υπάρχει έντονη αμφισβήτηση είναι κατά πόσον το κύριο βάρος για την αύξηση της απασχόλησης θα πρέπει να φέρει ένα πρόγραμμα κοινωφελούς εργασίας!
Το ΜΠΔΣ 2017-2021, όπως θα διαμορφωθεί μετά την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης, θεωρείται ως το σενάριο βάσης που αντανακλά την εφαρμογή του πλέγματος των παρεμβάσεων που εμπεριέχονται στην ΕΑΣ21. Η προβλεπόμενη μείωση της ανεργίας κατά 6 π.μ. σε εθνικολογιστική βάση μέχρι το 2021, δεν θεωρείται ικανοποιητική από τις ελληνικές αρχές. Έτσι, εξειδικεύθηκαν δυο πρόσθετα σενάρια ανάπτυξης. Το πρώτο περιλαμβάνει μια αύξηση των ξένων άμεσων επενδύσεων κατά €4,3 δισ. μέχρι το 2021, πέραν των όσων προβλέπονται στο σενάριο βάσης, που θέτουν την οικονομία σε μια υψηλότερη τροχιά ανάπτυξης (από 2,4% μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ μέχρι το 2021 σε 3%) και μειώνουν την ανεργία κατά 2 π.μ. περισσότερο, πέραν των 6 π.μ. του σεναρίου βάσης στην ίδια περίοδο, δηλαδή κατά 8 π.μ. Το δεύτερο σενάριο είναι ένα πρόγραμμα κοινωφελούς εργασίας που οδηγεί σε πτώση της ανεργίας κατά 6 π.μ., αλλά πολύ ταχύτερα από το προηγούμενο σενάριο, αν και οι νέες θέσεις εργασίας δεν έχουν μόνιμο χαρακτήρα, καθώς το πρόγραμμα έχει αντικυκλικό χαρακτήρα, μέχρι η οικονομία να επανέλθει στην κανονικότητα. Αντικυκλικές πολιτικές μπορούν να αυξήσουν τη συνολική ζήτηση μόνο υπό προϋποθέσεις μη ισχύος του θεωρήματος της Ρικαρντιανής ισοδυναμίας, σύμφωνα με το οποίο η αύξηση του δημοσιονομικού ελλείματος (δηλαδή του κρατικού δανεισμού) δεν οδηγεί σε αύξηση της συνολικής ζήτησης, αλλά μάλλον σε αύξηση της ιδιωτικής αποταμίευσης για να πληρωθούν οι φόροι που, αργά ή γρήγορα, θα επιβληθούν για να αποπληρωθεί ο δανεισμός στο μέλλον. Κάτι που ζούμε σήμερα, με τον πιο δραματικό τρόπο, καθώς προσπαθούμε με τα Μνημόνια να αντιστρέψουμε τις επιπτώσεις των υπερβολών της περασμένης δεκαετίας όταν ζούσαμε με δανεικά, χωρίς να φροντίζουμε να μεταρρυθμίσουμε το κράτος και την οικονομία μας.
Το πρόγραμμα αυτό εγγυημένης απασχόλησης θα αφορά δυνητικά στην πρόσληψη 200.000 ανέργων ατόμων με €586 τον μήνα (σε μια περίοδο 3 ετών) για απασχόληση σε δημόσιες υποδομές, περιβαλλοντικές παρεμβάσεις, παροχή κοινωνικών υπηρεσιών, εκπαιδευτικά και πολιτιστικά προγράμματα κ.ο.κ., με συνολικό κόστος €3 δισ. Το πρόγραμμα δεν θα έχει επιδοματικό, αλλά ανταποδοτικό, χαρακτήρα (μισθός για συγκεκριμένο έργο). Το κόστος αυτό επιμερίζεται σε μισθούς (μεικτά €1,4 δισ. = 200.000 άτομα Χ €586 το μήνα Χ 12 μήνες και καθαρά €1,2 δισ. = €1,4 δισ. – €232 εκατ. εισφορές εργαζομένων), συν €386 εκατ. εργοδοτικές εισφορές, συν € 1,1 δισ. ενδιάμεση ανάλωση (δηλαδή χρήση άλλων εισροών, πέραν της εργασίας, για να παραχθεί το προϊόν της κοινωφελούς υπηρεσίας, π.χ. χρώμα για το βάψιμο ενός σχολείου), συν, τέλος, €60 εκατ. σε διοικητικά έξοδα. Οι εμπνευστές του προγράμματος θεωρούν ότι το καθαρό κόστος στον προϋπολογισμό θα είναι μειωμένο κατά 60%, εξαιτίας των αυξήσεων των φορολογικών εσόδων και των εισφορών που θα προκύψουν από την αύξηση της συνολικής απασχόλησης στην οικονομία (200.000 άμεσα + 62.268 έμμεσα), που υπολογίζονται σε €1,8 δισ. (1.8/3 = 60%). Βεβαίως, η εξαίρεση των ασφαλιστικών εισφορών που θα εισρεύσουν στο δημόσιο ταμείο από το κόστος αφού πρώτα έχουν πληρωθεί από τον κρατικό κορβανά, συνιστά υπέρβαση που ακόμη και το κείμενο αναγνωρίζει, περιορίζοντας την ανάκτηση του κόστους στο 40%, με την καθαρή επιβάρυνση να ανέρχεται σε €1,2 δισ. (1.2/3 = 40%). Σύμφωνα με δημοσιεύματα του τύπου, η κυβέρνηση προσδοκά χρηματοδοτική συμμετοχή από την Παγκόσμια Τράπεζα που, υπό προϋποθέσεις, όντως συνεισφέρει μέρος του κόστους του προγράμματος. Τίθενται δυο ζητήματα που αφορούν στο πρόγραμμα εγγυημένης απασχόλησης, το ένα αισθητικής φύσεως και το άλλο ουσίας. Δεν είναι δυνατόν το ΕΑΣ21 να θέτει ως κυρίαρχο στόχο της αναπτυξιακής στρατηγικής την μετατόπιση προς την οικονομία της γνώσης, και να δίδει έμφαση στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και τη μείωση της ανεργίας για να ανασχεθεί η μετανάστευση, η υπογεννητικότητα κ.λ.π., και, ταυτόχρονα, για την επίτευξη του στόχου αυτού, μεταξύ άλλων, να προβλέπει, πέραν της προσέλκυσης επενδύσεων στην Ελλάδα από το εξωτερικό, και την άμεση μείωση της ανεργίας μέσω ενός προγράμματος κοινωφελούς εργασίας! Ένα τέτοιο πρόγραμμα, υπό κανονικές συνθήκες, δεν προσφέρεται για νέους, παρά μάλλον για μακροχρόνια ανέργους, έτσι ώστε να ενισχυθούν άνεργοι που δεν λαμβάνουν πλέον επίδομα ανεργίας. Οι νέοι θέλουν δουλειές σταθερές και καλοπληρωμένες για να μείνουν στη χώρα μας και να φτιάξουν οικογένειες. Και, τέτοιες, δουλειές δεν δημιουργούνται παρά μόνο μέσω ιδιωτικών επενδύσεων. Η πρόβλεψη για την πληρωμή των απασχολούμενων με τον κατώτατο μισθό (€586), μπορεί να τους διασφαλίζει κάποιο επίπεδο διαβίωσης, αλλά με την αμοιβή στο επίπεδο του κατώτατου μισθού, υψηλότερη από το μισθό που προσφέρεται στην αγορά μερικής, αδήλωτης και τσάμπα εργασίας, μάλλον δεν ικανοποιείται το κριτήριο μη κανιβαλισμού της ιδιωτικής αγοράς εργασίας. Μπορεί δηλαδή το πρόγραμμα αυτό απλώς να προκαλέσει μετατόπιση ήδη απασχολούμενων (κυρίως νέων) στον ιδιωτικό τομέα στις νέες καλύτερα αμειβόμενες, και μάλιστα τριετούς διαρκείας, θέσεις του προγράμματος κοινωφελούς εργασίας. Σε τελική ανάλυση, η ανεργία θα μειωθεί διότι νέοι άνεργοι θα πάρουν τις θέσεις αυτών που μετακινήθηκαν στις θέσεις κοινωφελούς εργασίας. Και αν, βεβαίως, επιλεγούν μόνο μακροχρόνια άνεργοι (κυρίως μεσήλικες), δεν εξυπηρετείται ο σκοπός του προγράμματος να μείνουν οι νέοι στη χώρα μας.
Και, βεβαίως, υπάρχει και ένα ακόμη πιο ουσιαστικό ζήτημα. Γιατί 200.000 θέσεις εργασίας και όχι 400.000 θέσεις εργασίας; Και γιατί όχι, να μην εξαλειφθούν όλοι οι άνεργοι; Με τη μέθοδο των τριών, εάν για 262.000 (200.000 άμεσες και 62.000 έμμεσες) θέσεις εργασίας το κόστος είναι €1,2 δισ., τότε όλοι οι άνεργοι (1.100.000 άτομα) μπορούν να απορροφηθούν με €5 δισ. ή €1,7 δισ. τον χρόνο. Και, βεβαίως, το κόστος είναι ακόμη μικρότερο, εάν συνυπολογισθεί το όφελος για τον προϋπολογισμό των αντίστοιχων περικοπών (που θα επιτρέψει η εφαρμογή του προγράμματος) σε πληρωμές του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης, και των επιδομάτων ανεργίας, κοινωνικής πρόνοιας κ.λ.π., που ανέρχονται σε €7,5 δισ. το χρόνο περίπου. Από αυτά, €1,6 δισ. ξοδεύονται μόνο σε επιδόματα ανεργίας, προγράμματα απασχόλησης και λοιπές προνοιακές παροχές ΟΑΕΔ. Τα μεγέθη που παρατίθενται είναι ενδεικτικά, λοιπόν, της αναποτελεσματικότητας των δημοσίων δαπανών για τη στήριξη της απασχόλησης, αφού τα κονδύλια του ΟΑΕΔ είναι αρκετά σε ετήσια βάση για να στηρίξουν την άμεση πρόσληψη τουλάχιστον 367.000 (δηλαδή 1.100.000/3) ανέργων σε θέσεις κοινωφελούς εργασίας, στόχος που δεν επιτυγχάνεται ούτε κατά προσέγγιση με τα τρέχοντα προγράμματα του ΟΑΕΔ. Η βασική αδυναμία στη συλλογιστική αυτού του είδους είναι ότι οι θέσεις εργασίας υπάρχουν όσο διατηρείται το πρόγραμμα και η χρηματοδότησή του. Συνεπώς, το πρόγραμμα εγγυημένης απασχόλησης δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις αποφάσεις κόστους- οφέλους που πρέπει να ληφθούν στην ιδιωτική οικονομία για να δημιουργηθούν μόνιμες, και όχι προσωρινές, θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, μέσω επενδύσεων σε κερδοφόρες δραστηριότητες, που παράγουν προϊόντα για τα οποία υπάρχει ζήτηση. Και, βεβαίως, η κοινωνία δεν έχει απεριόριστη ικανότητα απορρόφησης δημοσίων αγαθών που παράγονται μέσω κοινωφελούς εργασίας, ιδίως διότι τα αγαθά αυτά δεν μπαίνουν στο καλάθι του νοικοκυριού. Και, βεβαίως, όλοι γνωρίζουμε πόσα χρόνια πήρε, και με τι κόστος για την κοινωνία, η μετάβαση των πρώην σοσιαλιστικών χωρών της Ανατολικής Ευρώπης σε οικονομίες της αγοράς, και σε ένα νέο ΑΕΠ παραγωγής και εισοδημάτων που να έχουν αντίκρισμα στην κατανάλωση!
Κλείνοντας, παρουσιάζονται οι 10 μεγαλύτερες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο κατάρτισης μια εθνικής στρατηγικής ανάπτυξης:
- Μείωση της ανεργίας
Στο διάγραμμα Δ01, Δ02, Δ03 παρουσιάζονται τα κλαδικά ποσοστά ανεργίας (2018 και 2016), και η μεταβολή της απασχόλησης σε κλαδικό επίπεδο την τελευταία οκταετία (2008-2016). Είναι προφανής η επίδραση της κρίσης στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, και ιδίως τις κατασκευές, και η αντίστοιχη προστασία της απασχόλησης σε κλάδους τους οποίους έχει συμμετοχή ο δημόσιος τομέας ή δεν έχουν επηρεασθεί όσο άλλοι κλάδοι λόγω σχετικά αυξημένης ζήτησης (μεταφορά και αποθήκευση). Είναι χαρακτηριστική η πορεία του τουρισμού που το ποσοστό ανεργίας παραμένει υψηλό (λόγω της σχετικής αδυναμίας επέκτασης της τουριστικής περιόδου πέραν του καλοκαιριού), ενώ, ταυτόχρονα είναι ο μόνος κλάδος που έχει να επιδείξει θετική αύξηση της απασχόλησης λόγω της μεγάλης αύξησης του τουριστικού ρεύματος προς την Ελλάδα κυρίως ως αποτέλεσμα γεωπολιτικών εξελίξεων.
Σημειώνεται, ότι ένα μεγάλο ποσοστό της ανεργίας είναι οι μακροχρόνια άνεργοι άνω των 12 μηνών (72% ανέργων), με το υπόλοιπο 28% να είναι οι άνεργοι κάτω των 12 μηνών. Ένα άλλο σημαντικό τμήμα της ανεργίας είναι οι νέοι άνεργοι που ψάχνουν για δουλειά, αλλά δεν έχουν δουλέψει ποτέ (20% των ανέργων), χωρίς να γνωρίζουμε πόσοι είναι νέοι άνεργοι για πάνω από 12 μήνες. Η συνολική ανεργία αποκλιμακώνεται εξαιρετικά αργά από τις αρχές του 2014, με όσους παραμένουν άνεργοι για κάτω από 12 μήνες να αυξάνουν, καθώς βελτιώνονται οι προοπτικές απασχόλησης στην οικονομία. Το απόθεμα νέων ανέργων μειώνεται ελαφρά, καθώς όσοι μπαίνουν στην αγορά εργασίας ως άνεργοι είναι λιγότεροι απ’ αυτούς που βρίσκουν δουλειά. Σε κάθε περίπτωση, η μείωση των νέων ανέργων, αλλά και η ταχύτερη μείωση των μακροχρόνιων ανέργων, αντιπροσωπεύουν από τις δυσκολότερες δράσεις που έχει να αντιμετωπίσει η αναπτυξιακή στρατηγική.
- Μεταρρυθμίσεις φιλικές προς το επιχειρείν
Στα διαγράμματα Δ04, Δ05 και Δ06 παρατίθενται στοιχεία ελκυστικότητας της χώρας μας στο επιχειρείν. Σε σχέση με το παρελθόν, έχουν μειωθεί η γραφειοκρατία, η διαφθορά, και οι στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας, ενώ έχουν αυξηθεί οι δυσκολίες χρηματοδότησης, το φορολογικό βάρος και η πολιτική αστάθεια. Στους δείκτες ανταγωνιστικότητας, η χώρα μας υστερεί σχεδόν παντού σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-28, με την απόσταση που μας χωρίζει από τη βέλτιστη πρακτική (την Ολλανδία) να είναι αρκετά μεγάλη. Όλα αυτά πρέπει να ληφθούν υπόψη στην προέλκυση ξένων επενδύσεων. Και θα ήταν σκόπιμο να υπάρχουν ειδικές δράσεις στην εθνική αναπτυξιακή στρατηγική για να γεφυρωθεί το χάσμα που μας χωρίζει σε εξειδικευμένες πρακτικές σε κάθε μεγάλη κατηγορία υστέρησης.
- Προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων
Στο διάγραμμα Δ07 και Δ08, παρουσιάζεται η εξέλιξη των ξένων άμεσων επενδύσεων. Η Ελλάδα, από εντάξεως στην Ευρωζώνη, δεν έχει υπερβεί ποτέ το 2,3% του ΑΕΠ, όταν το 2016 ανήλθε σε 1,5% του ΑΕΠ και όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ-28 είναι 8% του ΑΕΠ (2015). Η Ελλάδα βασικά είναι εκτός του πεδίου ορατότητας των διεθνών επενδυτών και η προσπάθεια που απαιτείται για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων θα είναι τιτάνια.
- Ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των επενδύσεων
Στα διαγράμματα Δ09, Δ10 και Δ11 παρουσιάζονται οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ καθώς και η εξέλιξη του καθαρού αποθέματος κεφαλαίου ως % του ΑΕΠ, στην Ελλάδα, τις ΗΠΑ και την ΕΕ-28. Είναι εμφανές ότι οι επενδύσεις πλην κατοικιών στην Ελλάδα είναι περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες μικρότερες απ’ ό,τι στις άλλες περιοχές του κόσμου, με τη διαφορά αυτή να είναι αρκετά μικρότερη στα προ κρίσεως χρόνια, αλλά και πάλι να απέχει σημαντικά από τις επενδύσεις στις άλλες δυο περιοχές. Στο διάγραμμα Δ10 φαίνεται επίσης, ότι οι κατοικίες έπαιζαν στο παρελθόν μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση των συνολικών επενδύσεων, με τις δημόσιες επενδύσεις να αποτελούν διαχρονικά το 40% έως 50% του συνόλου των ιδιωτικών επενδύσεων πλην κατοικιών. Η σύνθεση αυτή των επενδύσεων αποτυπώνεται και στο λόγο του καθαρού αποθέματος κεφαλαίου προς ΑΕΠ, (πόσο ΑΕΠ δημιουργείται από 1 μονάδα κεφαλαίου) που είναι εξαιρετικά υψηλό (χαμηλή παραγωγικότητα) στην Ελλάδα, με την Ευρώπη να ακολουθεί, και τις ΗΠΑ να εμφανίζονται ως η πιο παραγωγική οικονομία. Τα στοιχεία αυτά συνηγορούν σε ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών μεγάλων σε μέγεθος και προσδοκώμενη κερδοφορία, από εταιρίες διεθνώς ανταγωνιστικές και, ει δυνατόν, ηγέτες στην παγκόσμια οικονομία.
- Επενδυτικά κίνητρα και άρση αντικινήτρων για επενδύσεις
Στα διαγράμματα Δ12, Δ13 εμφανίζονται στοιχεία 2008-2015 για όλη την οικονομία, όσον αφορά σε καθαρές επενδύσεις προς κέρδη και την κερδοφορία των διαφόρων κλάδων. Από τους πίνακες τεκμαίρεται ότι μόνο η μεταποίηση, ο ηλεκτρισμός και τα ορυχεία εμφανίζουν θετικές καθαρές επενδύσεις προς κέρδη, με όλους τους άλλους κλάδους να μην επενδύουν σε καθαρή βάση (να έχουν αρνητικές καθαρές επενδύσεις), δηλαδή να μην καλύπτουν οι επενδύσεις τους τις αποσβέσεις τους, παρόλο που έχουν κατά κανόνα υψηλότερη κερδοφορία. Όσον αφορά στους κλάδους μεταποίησης, τα βασικά μέταλλα έχουν τον καλύτερο συνδυασμό κερδοφορίας και επενδύσεων, μαζί με άλλους δυναμικούς κλάδους (φάρμακα, πλαστικά, πετρέλαια κ.ά.) να έπονται. Οποιαδήποτε στήριξη κλάδων με οριζόντια μέτρα θα πρέπει να επικεντρωθεί στην άρση προβλημάτων των κλάδων που έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες για επενδύσεις.
- Εγκατάσταση στη χώρα διεθνώς ανταγωνιστικών επιχειρήσεων με εξαγωγικό προσανατολισμό
Στο διάγραμμα Δ14, παρουσιάζονται οι χάρτες παραγωγής εξαγόμενων προϊόντων κατά Hausmann (The Atlas of economic complexity) σε Ελλάδα και Γερμανία. Οι κουκίδες είναι το μερίδιο των διάφορων οικονομικών κλάδων στις αντίστοιχες εξαγωγές. Η πυκνότητα των εξαγωγικών κλάδων στην Ελλάδα είναι μάλλον περιορισμένη, με λίγους μεγάλους κλάδους να λειτουργούν με περιορισμένους σε αριθμό υποβοηθητικούς κλάδους (πετρελαιοειδή, αλουμίνιο, φάρμακα κλπ) Στη Γερμανία η πυκνότητα είναι μεγάλη, που σημαίνει ότι η εξαγωγική ικανότητα της χώρας αυτής εξαρτάται από πολλούς ομοειδείς κλάδους να συνεισφέρουν στα τελικά προϊόντα που εξάγονται.
Πριν μια χώρα μπορέσει να εξάγει μαζικά στην παγκόσμια κατανάλωση, θα πρέπει να έχει τις βιομηχανίες που όλες μαζί συνεισφέρουν στην παραγωγή και εξαγωγή τελικών προϊόντων. Ακόμη δηλαδή και αν αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, αυτό που είναι κρίσιμης σημασίας για την αύξηση των εξαγωγών είναι η ύπαρξη μεγάλων διεθνών ανταγωνιστικών μονάδων που λειτουργούν με συνέργειες, με πολλές άλλες επιχειρηματικές μονάδες παραπλήσιας παραγωγικής εξειδίκευσης. Συνεπώς, αυτό που είναι σημαντικό για την εξωστρέφεια είναι να προσελκύσουμε στη χώρα μεγάλες ανταγωνιστικές διεθνώς επιχειρήσεις, ώστε σταδιακά να δράσουν ως καταλύτες για την προαγωγή των εξωστρεφών δυνατοτήτων άλλων μικρότερων επιχειρήσεων.
- Εξάλειψη θεσμικών στρεβλώσεων που δεν αφήνουν τις επιχειρήσεις να μεγαλώσουν
Στο διάγραμμα Δ15, παρουσιάζονται στοιχεία για ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Το ποσοστό των μισθωτών στο σύνολο της απασχόλησης στην Ελλάδα είναι μόνο 66% όταν στην ΕΕ-28 είναι 84%. Αυτό αποτυπώνει την ύπαρξη πολλών μικρών οικογενειακών/ατομικών επιχειρήσεων σε όλους τους κλάδους, που εμποδίζουν την ανάπτυξη οικονομικών κλίμακας μέσω εφαρμογής καινοτομιών και νέων τεχνολογιών. Όπως φαίνεται στον Πίνακα Δ16, οι μεγάλες επιχειρήσεις (άνω των 250 ατόμων) απασχολούν μόνο το 13,5% των απασχολούμενων στην Ελλάδα όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ-28 είναι 33%, ενώ οι μικρές επιχειρήσεις μέχρι 9 ατόμων απασχολούν στην Ελλάδα το 58,6%, με το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ- 28 να είναι το 29,2% του συνόλου. Στόχος εδώ πρέπει να είναι η κατάργηση όλων των ρυθμίσεων και πρακτικών που ευνοούν την μικρή μεγέθους επιχειρηματικότητα, στο βαθμό που εμποδίζουν μικρές επιχειρήσεις να μεγαλώσουν (καμία ανοχή στη φοροδιαφυγή, όχι στην υπερφορολόγηση, και όχι στα εμπόδια στον ανταγωνισμό).
- Επανακατάρτιση και επανεκπαίδευση του εργατικού δυναμικού
Στα διαγράμματα Δ17, Δ18 παρουσιάζεται η σύνθεση της απασχόλησης κατά επίπεδο εξειδίκευσης και εκπαίδευσης, όπου διαγραμματικά μπορεί να δει κανείς τις ανάγκες επανακατάρτισης και επανεκπαίδευσης που θα απαιτηθούν για να γίνει η στροφή προς μια πιο εξωστρεφή και δυναμική οικονομία, μακριά από τους παραδοσιακούς κλάδους υπηρεσιών προς επιχειρηματικά σχήματα που παράγουν για εξαγωγές ή σε ανταγωνισμό με εισαγωγές. Χρειάζονται αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα, ώστε να υποστηρίζεται η ανάληψη καινοτομικών δράσεων και η πρόσληψη εξειδικεύσεων από το εργατικό δυναμικό.
- Αποκρατικοποιήσεις για αύξηση της παραγωγικότητας
Στο διάγραμμα Δ19, παρουσιάζεται η απασχόληση κατά κλάδο στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, για να καταδειχθεί ότι οι ευκαιρίες ιδιωτικοποίησης είναι πολύ μεγάλες στην Ελλάδα, κυρίως στην παροχή ηλεκτρικού ρεύματος κι φυσικά αερίου, στα ορυχεία και λατομεία, στην εκπαίδευση και υγεία κ.ο.κ., σε κλάδους δηλαδή όπου η δραστηριοποίηση του δημοσίου θα μπορούσε να μειωθεί. Μπορεί να υπάρχει «δωρεάν παιδεία» για παράδειγμα χωρίς το εκπαιδευτικό έργο να παρέχεται αποκλειστικά από δημόσιους υπαλλήλους, και αν παρέχεται, αυτό να γίνεται σε ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο λειτουργίας με τον ιδιωτικό τομέα.
- Άρση εμποδίων για ενίσχυση της εξωστρέφειας, δηλαδή του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος εξαγωγικών επιχειρήσεων
Στο διάγραμμα Δ20 παρουσιάζονται οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, όπως κατατάσσονται με βάση τον δείκτη αποκαλυπτόμενου συγκριτικού πλεονεκτήματος (Revealed Comparative Advantage), που βασικά αποκαλύπτει τους κλάδους στους οποίους έχουμε μεγαλύτερη εξειδίκευση στην παγκόσμια αγορά, με την έννοια ότι εξάγουμε σχετικά περισσότερο απ’ ό,τι παρόμοιοι κλάδοι σε άλλες χώρες.
Στην ουσία, οι καθιερωμένοι κλάδοι (τουρισμός, μεταφορές, τρόφιμα) δεν θα πρέπει να χάνουν ανταγωνιστικότητα και οι ανερχόμενοι κλάδοι (μεταποίηση, πληροφορία, χημικά) θα πρέπει να εντείνουν την προσπάθεια τους να αποκτήσουν ισχυρή θέση στην παγκόσμια αγορά, στο πλαίσιο ενός νέου εξωστρεφούς παραγωγικού προτύπου, που είναι και το αντικείμενο της αναπτυξιακής στρατηγικής. Συνεπώς, είναι εξαιρετικά σημαντικό να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγικών κλάδων μέσω χαμηλότερου ενεργειακού και μη μισθολογικού κόστους και πρόσβαση σε ένα αποτελεσματικότερο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας (χαμηλή και σταθερή φορολογία, αδειοδοτήσεις, χωροταξικό κλπ).