
ΣΕΒ: H μείωση των κόκκινων δανείων καταλύτης για ανάπτυξη με φθηνότερο κόστος χρήματος
Η εμμονή στην επίτευξη και διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2018 και για αρκετά ακόμη χρόνια, προκαλεί ανησυχίες στον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας ότι η υπερφορολόγηση της ελληνικής οικονομίας θα συνεχισθεί και θα ενταθεί στα επόμενα χρόνια, με κύριο θύμα την ελληνική οικονομία και τις αναπτυξιακές της προοπτικές, τονίζει ο ΣΕΒ στο Εβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική οικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις.
Αναλυτικά:
Η αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων εισέρχεται σε μία νέα φάση με την υιοθέτηση συγκεκριμένων στόχων από τις τράπεζες για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και την τριμηνιαία παρακολούθηση των αποκλίσεων της στοχοθεσίας αυτής από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η επιτυχία του εγχειρήματος θα κριθεί από την επαναφορά της οικονομίας σε πορεία ανάκαμψης και τη δημιουργία ενός κατάλληλου πλαισίου εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών και αποτελεσματικών ρυθμίσεων στο προπτωχευτικό και πτωχευτικό στάδιο, περιλαμβανομένης της λειτουργίας μιας δευτερογενούς αγοράς προβληματικών δανείων. Είναι, συνεπώς, επιτακτική ανάγκη η συνέχιση της ομαλής εφαρμογής του προγράμματος προσαρμογής, καθώς εγγυάται την αποκατάσταση συνθηκών εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Είναι, όμως, εξίσου σημαντικό, τώρα που έχουν αρχίσει να διαφαίνονται ισχυρές ενδείξεις ανάκαμψης της οικονομίας, να μην ανατραπούν οι προσδοκίες των επιχειρήσεων για τελική έξοδο από την κρίση και τα Μνημόνια. Η απόφαση του Eurogroup της 5/12/16 για δημιουργία και συντήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2018 και για αρκετά ακόμη χρόνια, με απαιτήσεις για λήψη μέτρων ήδη από σήμερα, είναι μάλλον προς την λάθος κατεύθυνση στον βαθμό που δημιουργεί αυξημένες πιθανότητες για ένα νέο κύκλο υπερφορολόγησης της οικονομίας στο μέλλον. Είναι, συνεπώς, εκ των ων ουκ άνευ να δημιουργηθεί ένα επενδυτικό σοκ στην οικονομία στη βάση της ταχύτερης υλοποίησης των φιλικών προς την ανάπτυξη μεταρρυθμίσεων και μιας αποδεδειγμένης πορείας δημοσιονομικής πειθαρχίας που παράγει πρωτογενή πλεονάσματα με βιώσιμο τρόπο. Το συγκεκριμένο ύψος του πρωτογενούς ισοζυγίου δεν έχει και μεγάλη σημασία, αρκεί να δημιουργείται πλεόνασμα και να έχει συνέχεια, και η οικονομία να αναπτύσσεται και όχι να βρίσκεται σε στασιμότητα. Σε τελική ανάλυση, οι αγορές θα είναι οι επιδιαιτητές του επιθυμητού ύψους του πρωτογενούς πλεονάσματος. Συνεπώς, συζητήσεις για το τι θα γίνει μετά την επανάσταση είναι μάλλον αντιδραστικές, παραφράζοντας τον Bakunin!
-Την ώρα που ο προϋπολογισμός εμφανίζει όλο και μεγαλύτερα πλεονάσματα, υποβοηθούμενος και από τα πρόσφατα εισπρακτικά μέτρα σε ΦΠΑ και ασφαλιστικές εισφορές, η επίπτωση των αυξήσεων αυτών ειδικά στο μέρος της αγοράς εργασίας με χαμηλότερες αποδοχές παραμένει ένα κρίσιμο και αναπάντητο για την ώρα ερώτημα. Η στασιμότητα του PMI στη μεταποίηση δείχνει ότι η ανάκαμψη είναι εύθραυστη, ενώ οι επιδόσεις σε έρευνα και καινοτομία υπογραμμίζουν ότι, παρά τη σταθεροποίηση, η αντιμετώπιση των δομικών αδυναμιών της χώρας παραμένει ως μεγάλη πρόκληση. Υπάρχουν, τέλος, ενδείξεις ότι η απομόχλευση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, που σταδιακά μειώνεται σε ένταση τα 3 τελευταία χρόνια, έχει ολοκληρωθεί.
Η διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, οι στόχοι των τραπεζών και η εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος
Η διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) δηλ. των δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών και δάνεια αβέβαιης είσπραξης χωρίς την ρευστοποίηση εξασφαλίσεων, ανεξαρτήτως ημερών καθυστέρησης, των ελληνικών τραπεζών εισέρχεται σε μία νέα φάση αποτελεσματικής αντιμετώπισης. Σε εξέλιξη βρίσκονται πρωτοβουλίες άρσης φορολογικών, νομικών, δικαστικών και λοιπών εμποδίων, ώστε να μπορούν οι τράπεζες να κινηθούν με μεγαλύτερη ευχέρεια και να μην εμπλέκονται σε χρονοβόρες διαδικασίες που, σε τελική ανάλυση, διαιωνίζουν όχι μόνο την κακή ποιότητα του χαρτοφυλακίου των τραπεζών αλλά και τη διατήρηση εν ζωή μη βιώσιμων επιχειρήσεων. Κάτι τέτοιο δεν επιτρέπει την απελευθέρωση τραπεζικών κεφαλαίων ώστε να προχωρήσει η χρηματοδότηση υγιών επιχειρήσεων και κλάδων της ελληνικής οικονομίας, καθώς η χώρα μας αναδύεται από μία πολύχρονη περίοδο μακροοικονομικής προσαρμογής και όπου το ζητούμενο είναι να στηριχθεί χρηματοδοτικά ένα νέο και πιο εξωστρεφές παραγωγικό πρότυπο. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο απεγκλωβισμός στοιχείων ενεργητικού μη βιώσιμων επιχειρήσεων και η επαναδραστηριοποίηση τους στη παραγωγική διαδικασία είναι προς το συμφέρον της ελληνικής οικονομίας, καθώς θα αρχίσουν και πάλι να στηρίζουν τη δημιουργία θέσεων εργασίας και εισοδημάτων σταθερού και μόνιμου χαρακτήρα, και όχι να παραμένουν προσκολλημένες σε επιχειρηματικές δραστηριότητες χωρίς προοπτική. Η διαδικασία αυτή όμως δεν πρέπει να οδηγήσει σε μια αυτοματοποιημένη εξάλειψη της ελληνικότητας του επιχειρηματικού τοπίου. Η πραγματικότητα της πρωτοφανούς σε βάθος και διάρκεια κρίσης καθιστά επιτακτική την ύπαρξη μιας πραγματικής δεύτερης ευκαιρίας για αυτούς που έχουν μεν πληγεί από την κρίση, αλλά αποτελούν ένα επιχειρηματικό κεφάλαιο που γνωρίζει τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της εγχώριας παραγωγής και διατηρεί την ικανότητα να τα αναδείξει.
Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος προχώρησε σε στοχοθεσία των επιχειρησιακών δράσεων των ελληνικών τραπεζών ανα δανειακή κατηγορία (επιχειρηματικά, στεγαστικά, καταναλωτικά, κτλ) και ανά μέθοδο μείωσης των προβληματικών δανείων (αναδιαρθρώσεις, εκποιήσεις εγγυήσεων, πωλήσεις, κτλ), σε βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα (Έκθεση για τους Επιχειρησιακούς Στόχους Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων, 30 Νοε. 2016). Στον Πίνακα 1, παρουσιάζονται οι στόχοι μείωσης κατ’ έτος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στις μεγάλες δανειακές κατηγορίες. Παρατηρείται οτι ακόμη και στο τέλος της περιόδου 2019, τα ΜΕΑ ως ποσοστό των δανείων παραμένουν σε υψηλό επίπεδο (34% έναντι 51% που είναι τον Ιούνιο του 2016). Επίσης, σε μία μείωση των ΜΕΑ κατά €40,2 δισ. στη διάρκεια της περιόδου, μόνο €7,6 δισ. αντιμετωπίζονται μέχρι το τέλος του 2017, δηλαδή στην πιο κρίσιμη περίοδο για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, ενώ τα υπόλοιπα (€31,5 δισ.) την περίοδο 2018-19. Μία τέτοια εκλογίκευση της μείωσης των ΜΕΑ μπορεί να συνάδει με τις αβεβαιότητες που συνοδεύουν της προοπτική ανάκαμψης το 2017 και το ακόμη ρευστό θεσμικό πλαίσιο που είναι υπό διαμόρφωση, αλλά καθυστερεί την αποδέσμευση τραπεζικών κεφαλαίων και επιχειρηματικών περιουσιακών στοιχείων και, επί της ουσίας, μεταθέτει την εμπροσθοβαρή χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας στο μέλλον. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει, βεβαίως, είναι ότι αφενός η ελλιπής τραπεζική χρηματοδότηση καθυστερεί την ανάκαμψη που οι ίδιες οι τράπεζες προσδοκούν ώστε να επιστρέψουν στην κανονικότητα πολλά δάνεια που είναι σήμερα σε καθυστέρηση, και αφετέρου η υποτονική ανάκαμψη να οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση των ΜΕΑ δημιουργώντας νέες ανάγκες κεφαλαίων για τις τράπεζες. Μάλιστα, το ίδιο το σχέδιο των τραπεζών προβλέπει συσσώρευση νέων ΜΕΑ ύψους €30,4 δισ. τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2017 (Διάγραμμα 1). Παρ’ όλο που σήμερα οι τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες και διαθέτουν επάρκεια προβλέψεων, είναι ζήτημα επιβίωσης της οικονομίας και ανάκτησης της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα, να επιταχυνθεί χρονικά η συρρίκνωση των ΜΕΑ ώστε να αποκλειστεί κάθε ενδεχόμενο μιας νέας ανακεφαλαιοποίησης.
Η ακαθάριστη μείωση των ΜΕΑ θα προκύψει κατά €30,8 δισ. ή κατά 44% από επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων, δηλαδή ρυθμίσεις που δεν θα ανατραπούν και τα δάνεια αυτά θα αναταξινομηθούν στα κανονικώς εξυπηρετούμενα. Σχεδόν, λοιπόν, η μισή προσαρμογή όσον αφορά στη μείωση των ΜΕΑ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πορεία της οικονομίας, εξού και η ανάγκη η χώρα να διατηρηθεί σε πορεία ανάκαμψης χωρίς άλλες καθυστερήσεις και πισωγυρίσματα. Η πρόσφατη απόφαση του Eurogroup στις 5/12/16 επιβεβαιώνει την πρόοδο που επιτελείται όσον αφορά στην εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που είναι προϋπόθεση για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Παρόλα αυτά, η εμμονή στην επίτευξη και διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2018 και για αρκετά ακόμη χρόνια, προκαλεί ανησυχίες στον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας ότι η υπερφορολόγηση της ελληνικής οικονομίας θα συνεχισθεί και θα ενταθεί στα επόμενα χρόνια, με κύριο θύμα την ελληνική οικονομία και τις αναπτυξιακές της προοπτικές.
Ένα μεγάλο τμήμα της μείωσης των ΜΕΑ προβλέπεται να επιτευχθεί με ανάκτηση σε μετρητά από αποπληρωμές, ρευστοποιήσεις και μεταβιβάσεις δανείων σε τρίτους (Διάγραμμα 1). Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η ακαθάριστη μείωση των ΜΕΑ, με ανακτήσεις σε μετρητά ανέρχεται σε €24,9 δισ. ή 35% της συνολικής ακαθάριστης μείωσης των ΜΕΑ, με €6,0 δισ. από αποπληρωμές, €11,5 δισ. από ρευστοποιήσεις και €7,4 δισ. από μεταβιβάσεις. Τέλος, ένα ποσό €13,9 δισ. προβλέπεται να επιτευχθεί μέσω διαγραφών και ένα ποσό €0,9 δισ. από διάφορες ενέργειες μη κατονομαζόμενες. Εντύπωση, τέλος, προκαλεί ότι η ανταλλαγή χρέους με μετοχικό κεφάλαιο ως μεθόδου μείωσης των ΜΕΑ είναι σχεδόν μηδενική (€0,1 δισ.).
Μία σημαντική παράμετρος της όλης προσαρμογής είναι η αποδοτικότητα της διαδικασίας ακαθάριστης μείωσης των ΜΕΑ με ανάκτηση σε μετρητά. Σύμφωνα και πάλι με ανάλυση των περιορισμένων στοιχείων που δίνει στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος, προκύπτει ότι η ανάκτηση σε μετρητά από την ακαθάριστη μείωση των ΜΕΑ με αποπληρωμές, ρευστοποιήσεις και μεταβιβάσεις δανείων δεν υπερβαίνει τα €14,5 δισ. ή το 58% των ακαθάριστων ΜΕΑ που θα αντιμετωπισθούν με αυτό τον τρόπο (€24,9 δισ.). Δηλαδή, οι τράπεζες ευελπιστούν ότι θα ανακτήσουν το 58% των δανείων που θα οδεύσουν προς κάποια τελική λύση. Και αυτό συμβαίνει διότι έχουν ισχυρές εγγυήσεις, πέραν των άλλων διαδικασιών που θα ακολουθηθούν στην πορεία αποτελεσματικής αντιμετώπισης των προβληματικών δανείων και που είναι συνάρτηση του υπό διαμόρφωση θεσμικού περιβάλλοντος εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών, ρυθμίσεων στο προπτωχευτικό και πτωχευτικό στάδιο και, τέλος, των συνεργασιών των τραπεζών με εταιρείες διαχείρισης προβληματικών δανείων. Ήδη, έχουν ανακοινωθεί τέτοιες συνεργασίες και η Τράπεζα της Ελλάδος αναμένεται να παράσχει και πρόσθετες άδειες λειτουργίας σε τέτοιου είδους εταιρείες, ώστε να δημιουργηθεί και μία δευτερογενής αγορά προβληματικών δανείων και, έτσι, να γίνει αποτελεσματικότερη η όλη διαδικασία απεξάρτησης των τραπεζών από τα κόκκινα δάνεια.
Στον Πίνακα 3, η ανάκτηση σε μετρητά (€14,5 δισ.) αποτυπώνεται για όλες τις κατηγορίες δανείων, και σε απόλυτο μέγεθος και σε ποσοστό της καθαρής μείωσης των ΜΕΑ. Αυτό που είναι σημαντικό να σημειωθεί είναι ότι η κύρια πηγή ανάκτησης σε μετρητά είναι, όπως είναι αναμενόμενο, τα επιχειρηματικά δάνεια ( €10,3 δισ. από €14,5 συνολικά), ενώ στα στεγαστικά περιορίζεται σε €2,8 δισ. και στα καταναλωτικά είναι ακόμη μικρότερη σε €1,4 δισ. Υπενθυμίζεται, ότι (Πίνακας 1) το απόθεμα των ΜΕΑ στην αρχή της περιόδου (Ιούνιος 2016) ανέρχεται σε €106,9 δισ., εκ των οποίων τα επιχειρηματικά σε €63,6 δισ., τα στεγαστικά σε €28,1 δισ. και τα καταναλωτικά σε €15,2, χωρίς να παρέχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος πληροφόρηση, ανά κατηγορία δανείων, των επιτυχών ρυθμίσεων τα επόμενα χρόνια. Σε κάθε περίπτωση, είναι, επίσης, σημαντικό να αναφερθεί ότι από τα €63,6 δισ. των επιχειρηματικών ΜΕΑ, τα €16,2 δισ. αφορούν σε πολύ μικρά δάνεια, τα €23,8 δισ. σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις με τα λοιπά να ανέρχονται σε €8,4 δισ. εκ των οποίων περίπου €3 δισ. είναι ναυτιλιακά. Τέλος, αξίζει να επισημανθεί ότι η ανάκτηση σε μετρητά στα επιχειρηματικά δάνεια (€10,3 δισ.) θα προέλθει κατά €2,2 δισ. από πολύ μικρά δάνεια, κατά €3,9 δισ. από μικρομεσαίες επιχειρήσεις και €3,8 δισ. από μεγάλες επιχειρήσεις (Πίνακας 3, 4).
Συμπερασματικά, είναι αξιέπαινη η προσπάθεια της Τράπεζας της Ελλάδος να παρακολουθεί πλέον με επαυξημένη επαγρύπνηση την προσπάθεια των τραπεζών να πετύχουν τη μείωση των ΜΕΑ στα χαρτοφυλάκιά τους. Αυτό θα γίνεται με ποσοτικοποιημένους δείκτες σε τριμηνιαία βάση και οι αποκλίσεις θα επιφέρουν διορθωτικές κινήσεις και, ενδεχομένως, κυρώσεις υπό την μορφή περιορισμένης έκτασης ανακεφαλαιοποιήσεων και άλλων μορφών στήριξης των κεφαλαίων των τραπεζών. Συνεπώς, το περιβάλλον μείωσης των ΜΕΑ των τραπεζών έχει ενισχυθεί σημαντικά και αναμένεται να οδηγήσει σε αποκλιμάκωση του προβλήματος των κόκκινων δανείων. Σε αυτό το πλαίσιο, η αποτελεσματικότητα του συστήματος θα κριθεί στο επίπεδο θεσμικών παρεμβάσεων και αποκατάστασης της αναπτυξιακής διαδικασίας. Είναι λοιπόν, σημαντικό να ανακάμψει η οικονομία αλλά, ίσως, είναι σημαντικότερο να βελτιωθεί άρδην το θεσμικό πλαίσιο αντιμετώπισης των κόκκινων δανείων. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει πλέον ένα ισχυρό πλαίσιο αξιολόγησης της προσπάθειας των τραπεζών από την Τράπεζα της Ελλάδος. Αυτό, όμως, δεν αρκεί εάν δεν οδηγηθεί η χώρα στην ανάπτυξη και την έξοδο από την κρίση, όσο το δυνατόν ταχύτερα.