«Στα σύνορα της ΕΕ: Η πολιτική που χρειαζόμαστε για τους πρόσφυγες»

«H παρουσία των μεταναστών είναι πολύτιμη. Και για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και ως μοναδική εφικτή λύση για τα προβλήματα του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος, αλλά και ως δημογραφική και πολιτισμική προστιθέμενη αξία»

 

«Η πρόσκληση να συμμετάσχω σε μια συζήτηση για το θέμα των προσφύγων στην Ευρώπη αποτελεί ιδιαίτερη τιμή. Νιώθω, όμως, επίσης ένα αυξημένο αίσθημα ευθύνης μια και το θέμα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο. Επίσης, αφορά τη χώρα και την πόλη μου, οι οποίες λόγω της γεωγραφικής τους θέσης αποτελούν βασική δίοδο εισδοχής στην ΕΕ για πολλούς ξεριζωμένους ανθρώπους. Θα μπω αμέσως στην ουσία της συζήτησης.

Γνωρίζω καλά πως οι όροι μετανάστης και πρόσφυγας διαφέρουν. Ο πρώτος συνήθως αναζητά καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, ενώ ο δεύτερος κινδυνεύει άμεσα εξαιτίας συγκεκριμένων πεποιθήσεων ή χαρακτηριστικών του. Θα ήθελα να επισημάνω βέβαια ότι σε περίπτωση απότομης οικονομικής και θεσμικής κατάρρευσης και οι μετανάστες ξεριζώνονται από τον τόπο τους λόγω άμεσου κινδύνου για τη ζωή τους. Διεθνώς, αυτό είναι συχνό φαινόμενο. Από το 1990 και μετά, όμως, συνέβη κατά κόρον και στις χώρες τα σύνορα των οποίων αποτελούν και σύνορα της ΕΕ. Και η χώρα μου, η Ελλάδα, είναι μία από αυτές. Η έλλειψη εμπειρίας στη διαχείριση του προβλήματος, συνδυαζόμενη με τη δυσλειτουργία του ελληνικού κρατικού μηχανισμού, προκάλεσε πολλά επιπλέον προβλήματα. Αυτό συνέβη ιδιαίτερα με την αθρόα έλευση μεταναστών από την Αλβανία, τη δεκαετία του ’90. Η νομική και θεσμική αντιμετώπιση αυτών των μεταναστών δεν ήταν ποτέ η ενδεδειγμένη. Η Ελλάδα αδυνατεί να δώσει μέχρι στιγμής λύση σε βασικά προβλήματα ενσωμάτωσης ακόμη και σε δεύτερης γενιάς μετανάστες.  Άνθρωποι που δεν γνωρίζουν άλλη πατρίδα και γλώσσα, στη χώρα μας κινδυνεύουν ακόμη να απελαθούν! Ελπίζουμε πως τα πράγματα θα βελτιωθούν σύντομα μια και οι εξαγγελίες της νέας κυβέρνησης για το θέμα είναι στη σωστή κατεύθυνση. Έτσι και αλλιώς έχει γίνει ήδη κατανοητό από μεγάλο μέρους του πληθυσμού ότι η παρουσία των μεταναστών είναι πολύτιμη. Και για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και ως μοναδική εφικτή λύση για τα προβλήματα του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος, αλλά και ως δημογραφική και πολιτισμική προστιθέμενη αξία. Το ζήτημα, πάντως, της μετανάστευσης και της μεταχείρισης των προσφύγων είναι διεθνές και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί.

Η μέχρι σήμερα ευρωπαϊκή πολιτική για το θέμα είναι στη βάση της λανθασμένη. Η ΕΕ πρέπει να δουλέψει πολύ περισσότερο για να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων που δοκιμάζονται από κακουχίες στον τόπο που κατοικούν. Είναι προτιμότερο να επενδυθούν χρήματα και πόροι για την τόνωση οικονομιών και χωρών που υποφέρουν, παρά για να καταστούν τα ευρωπαϊκά σύνορα ένα αδιαπέραστο τείχος. Ακόμη χειρότερη είναι η διάθεση κερδοσκοπίας ευρωπαϊκών χωρών από πωλήσεις όπλων ή άτσαλες επεμβάσεις σε πολεμικές συγκρούσεις και εμφύλιες διαμάχες. Δεν είμαι αφελής. Το κέρδος είναι κέρδος. Αλλά και οι διακηρύξεις της ΕΕ για την ειρήνη και τη συμφιλίωση των λαών πρέπει να έχουν ουσιαστικό αντίκρισμα. Και για να έχουν, η Ευρώπη πρέπει να περιορίσει τις εξαγωγές οπλικών συστημάτων, ειδικά σε πιο ευαίσθητες και πληγείσες περιοχές.

Σε πιο εξειδικευμένο επίπεδο, η ΕΕ αποτυγχάνει σε μεγάλο βαθμό να διαχειριστεί τους πρόσφυγες λόγω των κοντόφθαλμων και διχαστικών νομικών εργαλείων που χρησιμοποιεί. Ο ευρωπαϊκός κανονισμός -γνωστός και ως Δουβλίνο 3- αφορά στη διαχείριση αιτημάτων ασύλου στο εσωτερικό της ΕΕ. Είμαι πεπεισμένος πως χρήζει ριζικής αλλαγής. Ο ακριβοδίκαιος επιμερισμός μεταξύ των μελών της ΕΕ των ευθυνών που συνδέονται με την εισροή προσφύγων είναι το ζητούμενο και επιβεβλημένο από τις ευρωπαϊκές συνθήκες (π.χ. Συνθήκη της Λισσαβόνας). Το Δουβλίνο 3, ωστόσο, κάνει το ακριβώς αντίθετο. Ο ευρωπαϊκός αυτός νόμος ορίζει ως μοναδική υπεύθυνη να εξετάσει τα αιτήματα ασύλου τη χώρα – μέλος πρώτης υποδοχής των προσφύγων. Και σαν να μην έφθανε αυτή η εξόφθαλμη έλλειψη ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, ο πρόσφυγας υποχρεώνεται να ζητήσει άσυλο μόνο για διαμονή στη χώρα πρώτης υποδοχής. Αυτό είναι παράλογο και άδικο. Άδικο για τον ίδιο τον πρόσφυγα που στις περισσότερες των περιπτώσεων επιδιώκει να ζήσει σε κάποια άλλη χώρα – μέλος και όχι σε αυτήν που πρωτοφτάνει. Άδικο, όμως, και για την ίδια τη χώρα υποδοχής, στην οποία δυσανάλογα μεγάλος αριθμός προσφύγων παγιδεύεται, επειδή έτυχε τα σύνορά της να ταυτίζονται με τα ευρωπαϊκά σύνορα. Προτείνω, λοιπόν, κατά τα πρότυπα της ύπατης αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, τα ζητήματα των προσφύγων σε κάθε χώρα – μέλος να τα διαχειρίζεται ένα κοινό ευρωπαϊκό όργανο πλαισιωμένο από τις απαραίτητες υπηρεσίες.  Είμαστε τελικά Ευρωπαϊκή Ένωση ή είμαστε ένα συνονθύλευμα κρατών που επιδιώκουν μόνο να βρουν μεγαλύτερη αγορά για τα προϊόντα τους; Αν όντως είμαστε Ένωση, ως τέτοια πρέπει να μάθουμε να λειτουργούμε. Αυτό, όμως, θα επέβαλε δίκαιο επιμερισμό των βαρών μεταξύ των κρατών – μελών. Ιδιαίτερα σε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα όπως αυτό της κατανομής των προσφύγων και των απαραίτητων ενεργειών για την ανθρώπινη εξυπηρέτηση των αναγκών τους.

Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι οι παραπάνω αλλαγές πολιτικής είναι επιβεβλημένες. Έχουν, όμως, μάλλον μακροπρόθεσμο ορίζοντα υλοποίησης. Μέχρι τότε, κρίνω πως είναι απολύτως απαραίτητο να βελτιωθούν άμεσα οι συνθήκες διαβίωσης των αιτούντων άσυλο σε όποια χώρα – μέλος και αν διαμένουν.  Για αυτό και θεωρώ ότι πρέπει να καταργηθούν γρήγορα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στα οποία κρατούνται χωρίς ουσιαστική κατηγορία, αλλά μόνο για διοικητικό παράπτωμα, χιλιάδες συνάνθρωποί μας. Αυτό συμβαίνει συχνά κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, ίσως όχι μόνο στην Ελλάδα, όπου στοιβάζονται χιλιάδες ψυχές. Συχνά δεν υπάρχει πρόνοια ούτε για διαχωρισμό των οικογενειών ή των παιδιών από τους υπόλοιπους κρατούμενους, με αποτέλεσμα τα τελευταία να είναι εκτεθειμένα σε πολλαπλούς κινδύνους. Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για κατασκευή αξιοπρεπών χώρων υποδοχής και διαμονής των αιτούντων άσυλο και των προσφύγων, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και σε άλλες χώρες εισδοχής.

Εδώ θα ήθελα να σημειώσω πως νιώθω ιδιαίτερα περήφανος γιατί είμαστε ο πρώτος δήμος στην Βόρεια Ελλάδα και ο δεύτερος σε όλη την Ελλάδα που με τη βοήθεια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Προσφύγων φτιάξαμε μια δομή φιλοξενίας για πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο. Χρειάζεται πιο συστηματική προσπάθεια, γιατί το ζήτημα είναι μεγάλο και δυσεπίλυτο, αλλά τουλάχιστον η αρχή έχει ήδη γίνει στην πόλη μας.

Είναι, επίσης, απαραίτητο οι άνθρωποι οι οποίοι πολλές φορές αναμένουν για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα απάντηση στην αίτηση ασύλου τους, να ενσωματωθούν με κάποιο τρόπο στην κοινωνία. Συνεχίζουν να είναι άνθρωποι που πρέπει να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους και άρα δικαιούνται όχι μόνο στέγη και σίτιση, αλλά νομική και ψυχολογική προστασία και δικαίωμα στην εργασία. Αυτός είναι και ο μοναδικός τρόπος πραγματικής ένταξής τους στην κοινωνία η οποία και θα αποκομίσει άμεσα οφέλη από κάτι τέτοιο.

Ειδικά στην Ελλάδα, οι ελλείψεις στην παροχή στοιχειωδών υπηρεσιών είναι τεράστιες και για τους εν δυνάμει και για τους έχοντες καθεστώς πρόσφυγα. Οι ελλείψεις αυτές είναι μεγάλες και στο προσωπικό που αναλαμβάνει να απαντήσει στα αιτήματα ασύλου, με αποτέλεσμα οι σχετικές καθυστερήσεις να είναι μεγάλες. Και εδώ η πιο ουσιαστική συνδρομή της Ένωσης θα μπορούσε να βοηθήσει.

Ένας άλλος τομέας στον οποίο η Ευρώπη μπορεί να συνδράμει είναι η άμεση και υπό επίβλεψη βοήθεια προς γειτονικές με την ΕΕ χώρες (π.χ. την Τουρκία). Η στοχευμένη οικονομική βοήθεια για δημιουργία ανθρώπινων δομών κοντά σε εστίες κρίσεων θα μπορούσε να βοηθήσει άμεσα στην ανάσχεση του δουλεμπορίου και της απάνθρωπης εκμετάλλευσης προσφύγων.

Η εφαρμογή ενός συνδυασμού των παραπάνω μακροπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων μέτρων για την αντιμετώπιση του προβλήματος είναι απαραίτητη και επείγουσα. Απαραίτητη για να δικαιολογήσουμε την αξιακή βάση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, την ίδια την ύπαρξη της Ένωσής μας, αλλά και την ανθρώπινη ιδιότητά μας. Επείγουσα, γιατί έτσι θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε στο να ξεριζωθεί η εκκολαπτόμενη φασιστική νοοτροπία και αντιμετώπιση της διαφορετικότητας. Είτε αυτή παίρνει τη μορφή του Ισλαμικού φονταμενταλισμού, είτε του εγχώριου ευρωπαϊκού νεοναζισμού.»

 

Το κείμενο υπό μορφή άρθρου είναι από τη σημερινή ομιλία του Δημάρχου Θεσσαλονίκης Γ. Μπουτάρη σε ημερίδα που διεξήχθη στο Μπίμπεραχ της Γερμανίας.

Σχετικά Άρθρα